Δευτέρα 29 Απριλίου 2024

Η Σταύρωση

Σταύρωση

Κατά Ματθαῖον 27,27-56

 

  Ἀφού οι Ιουδαίοι συνέλαβαν τον Ιησού στον κήπο  της Γεθσημανή, τον μετέφεραν στο Συνέδριο  για να δικαστεί. Το Συνέδριο, δικαστήριο συγκροτούμενο από Ιουδαίους προύχοντες, με διοικητικές  επί  πλέον αρμοδιότητες, συνερχόταν στον Ναό και αποτελούνταν από εβδομήντα ένα μέλη υπό την προεδρία του Αρχιερέα, ο  οποίος ήταν και ο ανώτατος δικαστής. Όμως η γνώμη του Συνεδρίου ήταν συμβουλευτική εν όψει της κύριας δίκης ενώπιον του Επάρχου της Ρώμης, στην περίπτωσή μας του Πόντιου Πιλάτου.

   Το Συνέδριο, ο Αρχιερέας και οι πρεσβύτεροι, που είχαν έναντι των Ρωμαίων και την ευθύνη της τάξης στην επαρχία της Ιουδαίας, είχαν τους λόγους τους για την καταδίκη του Ιησού. Κατά την τελευταία επίσκεψή του στα Ιεροσόλυμα ο Ιησούς, έγινε ιδιαίτερα ενοχλητικός. Δεν μίλησε απλά για Βασιλεία, αλλά έκανε πανηγυρική είσοδο στην πόλη πάνω σε γαϊδουράκι, όπως είχε δηλαδή προφητέψει για τον Μεσσία ο Ζαχαρίας (9,9 Χαῖρε σφόδρα, θύγατερ Σιών· κήρυσσε, θύγατερ ῾Ιερουσαλήμ· ἰδοὺ ὁ βασιλεὺς σου ἔρχεταί σοι, δίκαιος καὶ σῴζων αὐτός, πραΰς καὶ ἐπιβεβηκὼς ἐπὶ ὑποζύγιον καὶ πῶλον νέον). Επί πλέον μπήκε στον Ναό, άρχισε να διώχνει τους εμπόρους, να αναποδογυρίζει τα  τραπέζια των χρηματιστών και τα καθίσματα  όσων πουλούσαν περιστέρια, λέγοντας ότι από οίκος προσευχής κατάντησε σπήλαιο ληστών και τόπος εμπορίου. Η έκφραση «οίκος προσευχής» ήταν του Ησαΐα (56,7) ενώ το «σπήλαιο ληστών» ήταν φράση του Ιερεμία. (7,11). Οι συμβολισμοί που χρησιμοποιούσε ο Ιησούς έβγαιναν από τα προφητικά σπλάχνα της πίστης και έθρεφαν τις πιο αποκαλυπτικές προσδοκίες του λαού. Έπρεπε να εξουδετερωθούν μαζί με τον εκφραστή τους. Έτσι ο Αρχιερέας και ηγεσία των Ιουδαίων αποφάσισαν προ της «δίκης» να θανατωθεί ο Ιησούς και να πάρει μαζί του τα αναμορφωτικά οράματά του. 

  Με όσα έπραξε στον Ναό, ο Ιησούς έδειξε πολύ έντονη εχθρότητα απέναντι στο ιερατείο της Ιερουσαλήμ. Βάλλοντας εναντίον του ιεροσολυμιτικού ιερατείου έβαλλε εναντίον του Ναού και όπως ο Ναός αποτελούσε τον ακλόνητο δεσμό μεταξύ  των Ιουδαίων και του Θεού, κάθε πλήγμα κατά των ιερέων ήταν και πλήγμα κατά του λαού. Επομένως συμφέρει ἡμῖν ἵνα εἷς ἄνθρωπος ἀποθάνῃ ὑπὲρ τοῦ λαοῦ καὶ μὴ ὅλον τὸ ἔθνος ἀπόληται (Ιω.11,50). Η εισήγηση του Καϊάφα στο Συνέδριο ήταν σαφής: Λόγοι  υψίστου εθνικού  συμφέροντος επέβαλλαν την θανάτωση και γελοιοποίηση του  Ιησού.

 

  Όμως γιατί να αποτελεί δυνάμει απειλή, όταν ούτε οπαδούς συγκέντρωνε, ούτε είχε ανάμιξη στα πολιτικά; Τι νόημα είχε να καταδικαστεί για αντιποίηση αρχής ένας τέτοιος άνθρωπος και μάλιστα με συμπαιγνία της ιερατικής  ηγεσίας των Ιουδαίων και του Ρωμαίου Επάρχου; Διότι ενώ σαν βλάσφημος θα μπορούσε να είχε λιθοβοληθεί, οι Ιουδαίοι επεδίωξαν να τον καταδικάσει ο Πιλάτος, ώστε να γίνει καταφανές ότι  επρόκειτο  για τυπική περίπτωση αγυρτείας και απάτης και να ακυρωθεί έτσι το μεσσιανικό του μήνυμα. Δεν ήταν απλά δυνάμει επικίνδυνος ως αμφισβητίας της πνευματικής  και κοσμικής εξουσίας του Ιερατείου  οι Ιησούς· ήταν όντως επίφοβος δεδομένου ότι υπήρχε σαν παρόν της ερχόμενης Βασιλείας, ωσάν «σημείο» του μέλλοντος και φως αληθινό που προκαλούσε νέα κατανόηση του κόσμου και του ανθρώπου, δημιουργούσε νέες μήτρες πολιτισμού, ο οποίος αντί να συνέχει την κοινωνία καταστέλλοντας τις ορμές, θα έτεινε πλέον να τις εξιδανικεύει, να τις   μεταρσιώνει στην έγνοια και την συμπόνια για τον συνάνθρωπο.  Ο Ιησούς έφερε την Βασιλεία κατάσαρκα εκπληρώνοντας το προφητικό έσχατο  με τους λόγους και τα έργα του, ανατρέποντας με την ιστορική του υπόσταση το σύστημα των συμβολικών παραστάσεων που διαμόρφωναν και τροφοδοτούσαν την νοοτροπία και την συμπεριφορά του  θρησκευτικού πολιτισμού των Ιουδαίων.  Το γεγονός της Βασιλείας έβγαζε τον Μεσσία από τον εγκλεισμό του τύπου για να τον ανοίξει στην πνοή της ζωής. Δεν χρειαζόταν την αποπνικτική ασφάλεια του τύπου επειδή βίωνε την Βασιλεία ως υπαρξιακό προορισμό, κράση ατομικής ευαισθησίας και συνείδησης ότι αυτή η ζωή έχει νόημα για τους άλλους και οι άλλοι έχουν νόημα γι’ αυτήν.

  Ο τύπος όριζε απόλυτα για τους Ιουδαίους τα πράγματα και τους καλλιεργούσε μ’ αυτό τον τρόπο ένα ισχυρό ένστικτο των συμβόλων. Έτσι διαισθάνονταν ή ένοιωθαν  τον κίνδυνό του Ιησού, αλλά δεν τον εντόπιζαν, καθώς οι εικόνες που επεστράτευε ο Ιησούς ήταν κοινές, όμως εφαρμοσμένες πάνω του. Τον κατηγόρησαν λοιπόν ότι απειλούσε να καταλύσει τον Ναό, για να τον οικοδομήσει πάλι αχειροποίητο μέσα σε τρεις ημέρες (Μκ. 14,58 :ὅτι ἡμεῖς ἠκούσαμεν αὐτοῦ λέγοντος, ὅτι ἐγὼ καταλύσω τὸν ναὸν τοῦτον τὸν χειροποίητον καὶ διὰ τριῶν ἡμερῶν ἄλλον ἀχειροποίητον οἰκοδομήσω), και ότι διεκδικούσε για λογαριασμό του τον μεσσιανικό  τίτλο (Μκ 14,61:πάλιν ὁ ἀρχιερεὺς ἐπηρώτα αὐτὸν καὶ λέγει αὐτῷ· σὺ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ εὐλογητοῦ;), προκειμένου να δώσουν σχήμα και στους φόβους τους, ώστε να αφανίσουν εύλογα την «βλάσφημη» ύπαρξή του. Διαφορετικά θα επαρκούσαν οι ψευδομάρτυρες. Ήταν πολύ εύκολο για τον Ιησού να αποφύγει τον θάνατο: δεν είχε παρά να επιστρέψει   με τους μαθητές του στην Γαλιλαία και να καθίσει ήσυχος. Όμως ο Ιησούς δεν έκανε τίποτα για να αποφύγει την καταδίκη του. Μάλιστα από το τελευταίο δείπνο εναπέθεσε τα μετά θάνατον στην κοινή ανάμνηση (Α΄ Κορ. 11,24:    λάβετε φάγετε· τοῦτό μού ἐστι τὸ σῶμα τὸ ὑπὲρ ὑμῶν κλώμενον· τοῦτο ποιεῖτε εἰς τὴν ἐμὴν ἀνάμνησιν) και ζωή όσων πιστεύουν πως η θυσία ακυρώνει τον θάνατο, εφ’ όσον το είναι για τον άλλο υπερβαίνει το είναι ως μηδέν. 

 

  Την θανάτωση του Ιησού αποφάσισε κατόπιν  εισήγησης του Αρχιερέως και του Συνεδρίου ο Πιλάτος, έπαρχος της Ιουδαίας από το 26 έως το 36 μ.Χ,  Σημειωτέον ότι οι ιστορικές πληροφορίες μας για το πρόσωπό του είναι πολύ διαφορετικές από την αγαθή μάλλον εικόνα που μας δίνουν τα Ευαγγέλια, αν  εξαιρέσουμε όσα σε ανύποπτο χώρο και χρόνο σημειώνει ο Λουκάς (13, 1: Παρῆσαν δέ τινες ἐν αὐτῷ τῷ καιρῷ ἀπαγγέλλοντες αὐτῷ περὶ τῶν Γαλιλαίων, ὧν τὸ αἷμα Πιλᾶτος ἔμιξε μετὰ τῶν θυσιῶν αὐτῶν). Σοβαροί συγγραφείς της εποχής όπως ο Φίλων ή ο Φλάβιος Ιώσηπος, μιλούν για τον άνδρα με σκληρά λόγια: για δωροδοκίες, για ύβρεις, για αρπαγές, για άκριτους και συνεχείς φόνους για ωμότητες...  Κάποιοι μάλιστα χριστιανοί επέρριψαν όλη την ευθύνη  για την σταύρωση του Ιησού στη τότε ηγεσία των Ιουδαίων και καλλιέργησε την εντύπωση φιλόχριστου ανθρώπου για ένα ανελέητο και  διεφθαρμένο άτομο σαν τον Πιλάτο, εις τρόπον ώστε δύο αιώνες αργότερα ο Τερτυλλιανός να τον θεωρεί πρακτικά χριστιανό και τον έκτο αιώνα η Κοπτική  Εκκλησία να τον ανακηρύξει άγιο και μάρτυρα! Η πραγματικότητα είναι  ότι αν και ο Πιλάτος δεν διέκρινε κίνδυνο στο πρόσωπο του Ιησού, ο οποίος του  δήλωνε πως η Βασιλεία του ήταν ηθικό και όχι πολιτικό γεγονός (Ιω.18,36: ἡ βασιλεία ἡ ἐμὴ οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ κόσμου τούτου· εἰ ἐκ τοῦ κόσμου τούτου ἦν ἡ βασιλεία ἡ ἐμή, οἱ ὑπηρέται ἂν οἱ ἐμοὶ ἠγωνίζοντο, ἵνα μὴ παραδοθῶ τοῖς ᾿Ιουδαίοις· νῦν δὲ ἡ βασιλεία ἡ ἐμὴ οὐκ ἔστιν ἐντεῦθεν. ), όταν αντελήφθη τις διαθέσεις των Ιουδαίων έκανε αμέσως  στροφή και υπέκυψε στην θέλησή τους.  Βεβαίως φρόντισαν να του ξεκαθαρίσουν (πρβλ. Ιω. 19,12) πως ενδεχόμενη αθώωση του Ιησού θα  ισοδυναμούσε με εκ μέρους του  αναγνώριση και άλλου βασιλιά εκτός από τον Καίσαρα.  Να θυμίσουμε ότι μόλις τότε είχε εξαρθρωθεί συνωμοσία φίλων του εναντίον του Αυτοκράτορα Τιβέριου.

  Από τους ιστορικούς η Σταύρωση του Ιησού προσδιορίζεται μεταξύ 29 και 33 μ.Χ. Ενδεχομένως νωρίς το πρωί της Παρασκευής, 15 Νισάν, μια μέρα μετά το Πάσχα κατά τους Συνοπτικούς, ανήμερα το Πάσχα κατά τον Ιωάννη,  οδήγησαν τον Ιησού μαζί με άλλους δύο μελλοθάνατους έξω  από  την Ιερουσαλήμ και προς το μεσημέρι, έκτη ώρα, Τον σταύρωσαν. Τρεις ώρες αργότερα (ενάτη ώρα) οπωσδήποτε πριν αρχίσει το Σάββατο, περί την ενάτη ώρα ξεψύχησε. Ο ενταφιασμός έγινε από τον «᾿Αριμαθαίας, τοὔνομα ᾿Ιωσήφ»,  ο οποίος «καὶ ἔθηκεν αὐτὸν ἐν τῷ καινῷ αὐτοῦ μνημείῳ ὃ ἐλατόμησεν ἐν τῇ πέτρᾳ, καὶ προσκυλίσας λίθον μέγαν τῇ θύρᾳ τοῦ μνημείου ἀπῆλθεν.῏Ην δὲ ἐκεῖ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ ἡ ἄλλη Μαρία, καθήμεναι ἀπέναντι τοῦ τάφου». 

 

  Ο χριστιανισμός δέχεται ένα θεάνθρωπο. Οπότε και ο άνθρωπος τείνει προς ανακάλυψη  -όχι προς επινόηση- του αυθεντικού εαυτού του. Μεταβάλλοντας ο Ιησούς τον άνθρωπο σε ανοικτό ερώτημα τον ελευθέρωσε από τον Νόμο και την θέση του μύθου  της πτώσης κατέλαβε η προσδοκία της καινούργιας ζωής. Εκεί που ως εικόνα Θεού έπρεπε να επιλέξω το καλό και να πω όχι στο  ένστικτο για λόγους ηθικής, τώρα ως καθρέπτης Θεού καλούμαι να αναγάγω σε ένστικτο την πνευματική  ελευθερία, να νοιάζομαι και να αγαπώ, να αναρωτιέμαι στην πίστη μου και να ρωτώ. Όλα ελευθερώνονται από την μοίρα της συνθήκης τους όταν γίνουν ερώτημα. Ο Ιησούς έφερε αφυπνιστικά την ιδέα του Θεού που  υποφέρει, γονιμοποιώντας την ιδέα του δημιουργού Θεού ο οποίος περιορίζεται από την φύση που έφτιαξε  και από την ελευθερία που μας έδωσε, αλλά που τον αγαπούμε για την καλωσύνη του και για το εσωτερικό στήριγμα που μας προσφέρει, επειδή μας ζητάει να κατανοούμε-συν+χωρούμε   την δική του ανθρώπινη ατέλεια και προ παντός να συγχωρούμε  κάθε δική μας ατέλεια στο πρόσωπο του διπλανού μας, και όχι για την παντοδυναμία του  και την τελειότητα του ως Δημιουργού. Αν ο Θεός υποφέρει σαν εμένα η αγωνία του ενέχει την αγωνία μου και ο πόνος του γίνεται πηγή της δυνατότητάς μου να συμ-πονώ και να νοιάζομαι αρχίζοντας από τους Πρωτοπλάστους.  Όσο εκείνοι έτρωγαν από το δένδρο της ζωής, περνούσαν στον Παράδεισο σαν όλα τα πλάσματα· όταν βρέθηκαν στον πειρασμό να παρακούσουν τον Θεό για να δοκιμάσουν τον καρπό του δένδρου της γνώσεως, και το έπραξαν με το τίμημα που όλοι ξέρουμε, έπρεπε να σηκώσουν ανθρώπινα το δίλημμα και βάρος του καλού και του κακού, εν συνειδήσει δηλαδή ότι στο τέλος τούς περιμένει ο θάνατος και ότι τούς χρειαζόταν οπωσδήποτε το νόημά του. Αυτό το νόημα περιγράφει ο Σταυρός.

 

   Ο Ιησούς έπρεπε να πεθάνει για  να πάρει επάνω του τις αμαρτίες του κόσμου (Ησαίας 53,3-5: ἄνθρωπος ἐν πληγῇ ὢν…. τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν φέρει καὶ περὶ ἡμῶν ὀδυνᾶται). Αμαρτία δεν είναι να παραβαίνεις ηθικές αρχές· είναι να ζεις μέσα στα όρια που σου έχουν θέσει  άλλοι, να ζεις μ’ άλλα λόγια υπό τον νόμο και τον φόβο του. Ο φόβος μας ευνουχίζει και μας εξαγριώνει. Τον φόβο που έκανε τον Καϊάφα να προστατεύει με  αίμα την συνοχή του έθνους του· τον Πιλάτο να  καταδικάζει για να μην δυσαρεστήσει  τους Ιουδαίους και  τον αυτοκράτορα· τον Πέτρο να απαρνιέται τον Ιησού· τον Ιούδα να τον προδίδει, αυτό τον φόβο θέλει να πολεμήσει ο Ιησούς με τον θάνατό του. Δέχεται να ξεσπάσει επάνω του το μίσος και η αγωνία των άλλων για να  λυτρώσει την ύπαρξη από τον φόβο. Έπρεπε να μας κρατήσει ανθρώπους και ήξερε πως ο φοβισμένος άνθρωπος ακυρώνει τον εαυτό του καθώς αλλοιώνει την συνείδηση, μας  γεμίζει δυσπιστία και μας κλείνει ψυχικά. Ο φόβος γεννιέται από βαθύ τραυματισμό και απλώνεται όπου η  ανάγκη κυριεύει  την αλήθεια. Αλήθεια είναι ο τρόπος που βιώνουμε την ψυχική άνοιξη και ελευθερία μας, η επικοινωνία στην σημασία και όχι στην χρήση των πραγμάτων. Δεν αρκεί να ονομάζουμε την αλήθεια, πρέπει και να την πιστεύουμε. Ο φόβος δεν μπορεί να υποτάξει την πίστη στην αλήθεια. Αποφεύγω την αλήθεια για να μην είμαι ως προς στον άλλο διαθέσιμος. Η εμμονή στην αλήθεια  είναι εμμονή στον πλατύτερο δυνητικό μας εαυτό. Το ψέμα και ο φόβος ανήκουν στην παθολογία της ατομικότητας, δείχνουν το ασυμφιλίωτο με τον εαυτό μου. Ο θάνατος για την αλήθεια δίνει προβάδισμα  στην ζωή απέναντι στον φόβο και την αγωνία.  Πεθαίνοντας για την αλήθεια ο Ιησούς δεν απέδειξε απλά την αλήθεια όσων είπε και έπραξε· άρχισε να υπάρχει στην ζωή μας. Πεθαίνουμε από φόβο· πέθανε για να διασκεδάσει τους φόβους μας, να μην αφήσει να υποκύψουμε στο σκοτάδι της θλίψης και της απελπισίας. Ο Ιησούς πέθανε από αγάπη στην ζωή και υπ’ αυτή την έννοια θυσιάστηκε,  ὡς πρόβατον ἐπὶ σφαγὴν ἤχθη  (Ησαΐου 53,7), φέρνοντας μια καινούργια ελπίδα.

 

   Αγάπη της ζωής σημαίνει επιθυμία κοινωνίας.  Στην ευθυμία της κοινωνίας προσφέρουμε και δεχόμαστε την σάρκα και το αίμα. Στην ζωή είμαστε μαζί· στον θάνατο είμαστε εκτεθειμένοι και ανυπεράσπιστοι. «Άφωνο» ήθελε στην ταπείνωση της σφαγής ο Ησαΐας τον Μεσσία –Δούλο του, άφωνος βασανίστηκε και σταυρώθηκε ο   Ιησούς. Κυρίως πέθανε μόνος! Με το τέλος μοναδικό αποδέκτη  του είναι σου, ούτε να πάρεις πίσω το βλέμμα γίνεται ούτε την κραυγή σου. Εκεί τίποτε δεν δίνει το κουράγιο της ζωής, τίποτε δεν σε αφήνει να αναγνωρίσεις τον εαυτό σου. Όμως με το μοναχικό του  πάθος ο Ιησούς δεν έμεινε στο Θεέ μου Θεέ μου, ἱνατί με ἐγκατέλιπες; Έκανε ακόμη μια κίνηση: αντιπαρέθεσε στον  θάνατο τον υπαρξιακό του προορισμό και βίωσε με τον τρόπο του το νυν απολύεις τον δούλο σου- έθεσε όριο ζωής  την εκπλήρωση της αποστολής του. Ο θάνατός έτσι απέκτησε νόημα και παρέδωσε το πνεύμα μαζί με το σώμα, πονεμένος πλην γαλήνιος.  Αυτή την ειρήνη θα υπογραμμίσει το τετέλεσται του Κατά Ιωάννην. Ο θάνατος γίνεται εναγώνιος όσο το πνεύμα αντιστέκεται ενώ το σώμα φθίνει. Τότε το νόημα της ζωής μένει μετέωρο ως ανολοκλήρωτο και ο θάνατος έρχεται σαν τιμωρία.   «Τετέλεσται» σημαίνει  την πληρότητα και ανάπαυση που δίνει στο πνεύμα μου η επίγνωση ότι δεν ζω ούτε πεθαίνω για μένα. Ζώντας και πεθαίνοντας για τους άλλους ο Ιησούς υπέφερε μόνος και σιωπηλός τον θάνατο. Ξαφνιάζει το γεγονός ότι στις ευαγγελικές διηγήσεις  της Σταυρώσεως δεν υπάρχει  ο παραμικρός θυμός, η ελάχιστη αγανάκτηση. Δεν παίζει κατευναστικά ρόλο η αναμενόμενη Ανάσταση. Ο λόγος είναι διαφορετικός  και πρέπει να συνδέεται με την αποδοχή του θανάτου ως άδειασμα της ανθρώπινης  μερικότητας. Εσωτερικεύοντας ο  Ιησούς τον σταυρικό του θάνατο, η επιθετικότητα μεταρσιώνεται σε πόνο και συγγνώμη του Μεσσία. Σκοτώνω εφ’ όσον πεθαίνω· εφ’ όσον θυσιάζομαι συγχωρώ.  Το πρόσωπο τού σταυρωμένου Μεσσία παίρνει επάνω του  τις αμαρτίες του κόσμου, δημιουργεί εντός μας χώρο ζωτικό για να συμφιλιωθούμε με  τον πόνο και τον θάνατο, να βγάλουμε από πάνω και από μέσα μας το ίδιο το κακό. Όσο θα παραμένει ριζικό κακό ο θάνατος, όσο το τέλος θα βρίσκεται στο φυσικό εκτός, η εσωτερικότητά μας θα μένει ατροφική  και ο άνθρωπος ανελέητος. Δεν υπάρχει σωτηρία έξω από την συμφιλίωση με τον θάνατο επάνω στον σταυρό· όταν σταυρώνεται ο Θεός ανασταίνεται ο άνθρωπος.

 

Γιῶργος Δημόπουλος

 

 

 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου