Παρασκευή 3 Μαΐου 2024

Ἡ Δόξα

 

Κατά Ματθαῖον 16,1-8

 

    «Καὶ διαγενομένου τοῦ σαββάτου Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ Μαρία ἡ τοῦ ᾿Ιακώβου καὶ Σαλώμη ἠγόρασαν ἀρώματα ἵνα ἐλθοῦσαι ἀλείψωσιν αὐτόν» (Μκ. 16,1). Ἔπρεπε νά τιμήσουν τήν μνήμη του καί νά τήν κρατήσουν ζωντανή. Τό εὔοσμο ἑνός σώματος μετά θάνατον σημαίνει τήν διάρκεια τῆς μνήμης τοῦ νεκροὐ, καθώς ἡ  διάχυτη λεπτότητα τοῦ ἀρώματος ὑπονοεῖ τήν ἐν εἴδει ψυχῆς πνευματική του παρουσία. Ἕλληνες, Ἐβραίοι, Αἰγύπτιοι, Ρωμαῖοι χρησιμοποιοῦσαν πολύ ἀρώματα στίς τελετουργίες τους καί ὄχι μόνο. Θυμίαζαν πάντα στά γεύματα, ὅπως θυμιάζει ἀκόμα ὁ ἱερέας στόν ναό. Μιλᾶμε γιά «ὀσμή εὐωδίας πνευματικῆς».

  Ἐννοεῖται ἡ ὥρα τοῦ συμβάντος ἔχει ἰδιαίτερη σημασία: ὀρθρίζει μιά καινούργια μέρα μέ τόν ἥλιο πού ἀνατέλλει. Ὁ ἥλιος στήν μυθοπλασία τῶν λαῶν ἀντιπροσωπεύει μιά συμβολική ἐπιφάνεια τῆς θεότητος. Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι στούς Συνοπτικούς οἱ γυναῖκες φθάνουν στό μνῆμα καί διαπιστώνουν τήν ἀνάσταση τήν ὥρα πού χαράζει ἡ μέρα ἤ μόλις ἀνατέλλει ὁ ἥλιος. Πάντα κατά τούς Συνοπτικούς οἱ γυναῖκες παρακολουθοῦσαν «μακρόθεν» τόν θάνατο καί τήν ταφή τοῦ Ἰησοῦ, ἐνῶ ὁ Ἰωάννης θέλει τίς γυναῖκες νά στέκονται πλάι στόν Σταυρό καί τόν Ἰησοῦ νά ἐμπιστεύεται στόν ἀγαπημένο του μαθητή τήν μητέρα του. Οἱ άνδρες σχεδίασαν καί ἀπόσωσαν τά πάθη, ἀλλά  μόνο στίς γυναῖκες  δόθηκε νά γίνουν μάρτυρες τῆς Ἀναστάσεως ἐκείνη τήν αὐγή.  Αὐτές γεννοῦν καί ὡς ἐκ τούτου εἶναι σέ θέση νά δείξουν τήν νίκη τῆς ζωῆς πάνω στόν θάνατο· αὐτές γνωρίζουν ἀπό πίστη καί ἀγάπη, ὥστε νά δοῦν μιά πραγματικότητα ἡ ὁποία ζητεῖ ὀφθαλμούς τῆς καρδιάς.

  Καθώς πλησίαζαν οἱ  γυναῖκες στόν τάφο ἔλεγαν: «τίς ἀποκυλίσει ἡμῖν τὸν λίθον ἐκ τῆς θύρας τοῦ μνημείου;»( Μκ16,3).Τό μνῆμα ἦταν «λελατομημένον ἐκ πέτρας», (Μκ15,46), μέ τήν εἴσοδό του σφραγισμένη  μέ μεγάλη πέτρα. Φθάνοντας οἱ γυναῖκες στό μνῆμα διαπίστωσαν ἔκπληκτες ὅτι ὁ λίθος παρά τό πελώριο μέγεθός του εἶχε μετακινηθεῖ ἀπό τήν θέση του καί ἄφηνε ἐλεύθερη τήν εἴσοδο στόν τάφο. Μέσα στόν πέτρινο  τάφο ὅπου ὁ καθαρός ἀέρας καί τό φῶς δέν εἶχαν εἴσοδο οὔτε ἡ ζωή περιθώρια καί διέξοδο, ὅπου ἐδέσποζαν μαζί μέ τήν βαρύτητα ὅλες οἱ ἀδρανεῖς δυνάμεις τῆς ὕπαρξης, εἶχε ἐγκατασταθεῖ σάν φῶς τῆς ζωῆς ἕνας λευκοφορεμένος, αστραπόμορφος «ἦν δὲ ἡ ἰδέα αὐτοῦ ὡς ἀστραπὴ καὶ τὸ ἔνδυμα αὐτοῦ λευκὸν ὡσεὶ χιών» (Μτ.28,3) νέος, ἕνας πραγματικός ἄγγελος. Τό λευκό σημαίνει ἀναγεννητική μετάβαση ἀπό τήν νύχτα τοῦ θανάτου στό φῶς τῆς ζωῆς. Εἶναι χρῶμα καθαρότητας καί ὅποιος εἰσέρχεται στό φῶς του βαπτίζεται ἐν πνεύματι. Τό μαῦρο  παραπέμπει στήν σιωπή τοῦ μηδενός, τό λευκό κυοφορεῖ στήν σιωπή του μιά νέα πραγματικότητα, ἀναγγέλλει τήν ἔξοδο  ἀπό τόν ἄδη. Σ’ αὐτή τήν συνθήκη τῶν κύκλων νύχτας καί ἡμέρας, θανάτου καί ζωῆς, οἱ μυροφόρες γυναῖκες ἐντάσσονται ἀπό τήν ἴδια τήν φύση τους τέλεια καί μποροῦν νά δοῦν μέ ἄλλα μάτια τά πράγματα· νά ἀντέξουν τό φῶς τοῦ ἀγγέλου καί νά ἀκούσουν τά λόγια του: «μὴ ἐκθαμβεῖσθε· ᾿Ιησοῦν ζητεῖτε τὸν Ναζαρηνὸν τὸν ἐσταυρωμένον· ἠγέρθη, οὐκ ἔστιν ὧδε· ἴδε ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν.  ἀλλ᾿ ὑπάγετε εἴπατε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ καὶ τῷ Πέτρῳ ὅτι προάγει ὑμᾶς εἰς τὴν Γαλιλαίαν· ἐκεῖ αὐτὸν ὄψεσθε, καθὼς εἶπεν ὑμῖν». (Μκ. 16,6). Ὁ ἄγγελος εἶναι πλάσμα τοῦ ἀλλιῶς· πυκνότητα ὑλική μεταμορφωμένη σε καθαρή πνευματικότητα. Καθώς οἱ μυροφόρες γυναῖκες μπαίνουν στόν τάφο μέ ζωντανό τόν Ἰησοῦ στήν ψυχή τους  ἀνυπότακτες στήν φθορά καί τόν θάνατο, καί ἀνοιχτές σέ ὅλα  τά ὄνειρα, προβάλλει ἐντός τους φωτεινά ἡ ἀλήθεια τοῦ εἶναι καί τό αἴσθημα αὐτό –ἡ καλή εἴδηση –ἀπλώνεται λυτρωτικά σάν ἄπειρο.

  Οἱ μυροφόρες γυναῖκες ὑπακούοντας στά λόγια τοῦ ἀγγέλου, γεμάτες δέος καί τρόμο μέ ὅσα ἔζησαν τρέχουν νά ποῦν τά νέα στούς μαθητές. Τήν συνέχεια τῆς ἀφήγησης τήν ἀναλαμβάνει  ὁ Ματθαῖος. Ὄχι μόνο ἔτρεξαν νά τό ποῦν στούς μαθητές ἀλλά καθ’ ὁδόν «ἰδοὺ ᾿Ιησοῦς ἀπήντησεν αὐταῖς λέγων· χαίρετε. αἱ δὲ προσελθοῦσαι ἐκράτησαν αὐτοῦ τοὺς πόδας καὶ προσεκύνησαν αὐτῷ.» (Μτ.28,9). Ὁ Λουκᾶς (24,4-11) πάλι μιλάει γιά δύο άνδρες  «ἐν ἐσθήσεσιν ἀστραπτούσαις» καί σημειώνει ὅτι οἱ γυναῖκες ἀνέφεραν στούς μαθητές τά γεγονότα ἀλλά   «ἐφάνησαν ἐνώπιον αὐτῶν ὡσεὶ λῆρος (παραλήρημα) τὰ ρήματα αὐτῶν, καὶ ἠπίστουν αὐταῖς». Πουθενά στά κανονικά Εὐαγγέλια δέν ἀναφέρεται κάθοδος τοῦ Ἰησοῦ στόν Ἄδη, θέμα τό  ὁποῖο παρέλαβε ἡ Ἐκκλησία ἀπό τά Ἀπόκρυφα τοῦ Βαρθολομαίου καί τοῦ Νικοδήμου.

  Μέ τό ραντεβού στήν Γαλιλαία ὁ ἄγγελος καλεῖ τούς μαθητές –καί μαθητές εἶναι πλέον ὅσοι πιστεύουν στόν Ἰησοῦ ὡς Χριστό- νά ζήσουν ἐσωτερικά ὅ,τι τούς δίδαξε μέ λόγια καί  ἔργα ὁ Ἰησοῦς, πού τούς περιμένει νά ζήσουν τό μήνυμά του ἐδώ και τώρα ὡς  ἐσχατολογική πνευματικότητα, ὥστε νά  ἀναγνωρίζουν τόν Ἰησοῦ σέ κάθε ἄνθρωπο καί νά πορεύονται ἔτσι μαζί του. Τίποτα δέν θά χαθεῖ γιά ὅσους ζοῦν τόν Μεσσία μέσα τους, γιά ὅσους τό ἔσχατο ἔρχεται ἔσωθεν κάθε στιγμή ὡς ὑπαρξιακό γεγονός καί ἄμα  λυτρωτική παραμυθία, όχι ὡς σωτηρία  στό ἄγνωστο μέλλον, ὅπως ἐκείνη τῆς μεταγενέστερης ἑλληνίζουσας θεολογίας. Μήπως ἡ ἀπουσία μαρτύρων κατά τήν στιγμή τῆς Ἀναστάσεως,  ἴσως  καλύτερα ἡ ἀγγελική μαρτυρία τῆς Ἀναστάσεως- δέν ὑπονοεῖ ὅτι ἡ ἀφθαρσία τῆς πνευματικῆς μας οὐσίας ἀποτελεῖ ἕνα μυστήριο καί ὡς τέτοιο καθαρά ἐσωτερικό γεγονός ἀποτυπώνεται στὀ πνευματικό σῶμα τῶν συμβόλων;

  Ἡ ἀφήγηση τῶν τεσσάρων εὐαγγελιστῶν περιλαμβάνει ὅσα ἐκ τῶν ὑστέρων οἱ μυροφόρες γυναῖκες ἀντελήφθησαν μόλις ἔφθασαν στόν τάφο. Αὐτόπτης μάρτυρας κατά τήν στιγμή τῆς Ἀναστάσεως δέν ὑφίσταται. Μόνο μεταπασχάλιες ἀφηγήσεις διαθέτουμε ἀρχῆς γενομένης ἀπό τούς πέντε στίχους τῆς Α΄ πρός Κορινθίους ἐπιστολῆς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου (15,3-8), ὁ ὁποῖος παραδίδει στούς παραλῆπτες τῆς ἐπιστολῆς του τήν πεποίθηση τῆς κοινότητας  γιά τίς ἀναστάσιμες ἐμφανίσεις τοῦ Ἰησοῦ: ὅτι Χριστὸς ἀπέθανεν ὑπὲρ τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν κατὰ τὰς γραφάς,  καὶ ὅτι ἐτάφη, καὶ ὅτι ἐγήγερται τῇ τρίτη ἡμέρᾳ κατὰ τὰς γραφάς,  καὶ ὅτι ὤφθη Κηφᾷ, εἶτα τοῖς δώδεκα·   ἔπειτα ὤφθη ἐπάνω πεντακοσίοις ἀδελφοῖς ἐφάπαξ, ἐξ ὧν οἱ πλείους μένουσιν ἕως ἄρτι, τινὲς δὲ καὶ ἐκοιμήθησαν·  ἔπειτα ὤφθη ᾿Ιακώβῳ, εἶτα τοῖς ἀποστόλοις πᾶσιν·  ἔσχατον δὲ πάντων ὡσπερ εὶ τῷ ἐκτρώματι ὤφθη κἀμοί. Ὅμως αὐτή ἀκριβώς ἡ λιπομαρτυρία ἀποτελεῖ ἀκρογωνιαῖο λίθο τοῦ χριστιανισμοῦ καί μᾶς ὑποχρεώνει νά διαβάσουμε τήν εὐαγγελική κατάθεση περί τῆς Ἀναστάσεως, ὥστε νά ἀποσπάσουμε ἀπό τήν ἀμαρτύρητη ἱστορικότητα τῆς πίστης ἕνα ὑπερχρονικό  νόημα, τό ὁποῖο καί νά ἐγγυηθοῦμε μέ τήν δική μας ζωή. Τό κενό τῶν Εὐαγγελίων μᾶς ὑποδεικνύει ἐμμέσως πλήν σαφῶς νά ἀφήσουμε τήν ἀντικειμενική πλευρά τοῦ θέματος  καί νά στρέψουμε  τήν προσοχή μας στό πνευματικό του βάθος. Ὁ χριστιανισμός εἶναι καινή ζωή πίστης καί ἀγάπης.  Καί ἡ μέν ἀγάπη συνδέεται μέ λαχτάρα τῆς προσωπικῆς αὐτοπραγμάτωσης, πού τροφοδοτεῖ συνεχῶς ἕνας μεταμορφωτικός δεσμός πρός τό ἀπόλυτο, ἐνῶ ἡ πίστη -Ἔστι δὲ πίστις ἐλπιζομένων ὑπόστασις, πραγμάτων ἔλεγχος οὐ βλεπομένων (Προς Εβραίους 11,1)- συνιστᾶ δεσμό μέ τό ἀθέατο, ψυχικό ἄνοιγμα πρός τό ἔσχατο μέλλον.

    Βρισκόμαστε ἀντιμέτωποι μέ ἕνα παράδοξο. Δέν καταγράφεται ἐμπειρική τεκμηρίωση τῆς Ἀναστάσεως· ἡ Ἀνάσταση μένει ἀμαρτύρητη.  Ἡ Ἀνάσταση δέν ἀποτιμᾶται ὡς ὑλικό γεγονός γιά νά χρειάζεται ἐξωτερική ἐπαλήθευση. Ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ ἀκολουθεῖ τήν πάγια τακτική του προκαλώντας  -ἐσχάτη ταπείνωση- ἀμφιβολία καί γιά τήν ἐπί τοῦ θανάτου νίκη Του.  Ὅπως δυσφοροῦσε μέ τά ἴδια του τά θαύματα, ὅπως ὑπέστη τά πάθη καί τήν σταύρωση γιά νά μήν προσφύγει σέ ὑπερφυσική ὑποστήριξη τῆς μεσσιανικότητάς του, ἔτσι ἔπραξε καί μέ τήν Ἀνάσταση: ἐπέλεξε νά μήν ἐπιβληθεῖ ἄνωθεν ἀλλά νά προβάλει ἐντός μας τήν ἀλήθεια Του, ὥστε νά τήν ὑπερασπιστοῦμε μαρτυρικά μέ τήν ἴδια μας τήν ὕπαρξη.  Πλήρης ἀνατροπή τῆς καθιερωμένης ἀποδεικτικῆς διαδικασίας, ἀφοῦ τό κύρος τῆς ἱστορικῆς ἀντικειμενικῆς θυσιάζεται στήν πίστη. Ὁ Μεσσίας-Χριστός θέλησε καταθέσεις πίστης καί ὄχι ἀποδείξεις φύσης. Ἐπομένως δέν χρειαζόταν αὐτόπτης μάρτυρας γιά νά ἐπιβεβαιώσει τήν Ἀνάσταση, οὔτε σκέφτηκε κάποιος ἀπό τούς μαθητές νά τό ἐπινοήσει. Ἡ πίστη σώζει.  Τό θέμα δέν εἶναι λοιπόν νά «ἀποδειχθεῖ» ἡ Ἀνάσταση ἀλλά νά «ἀποδειχθεῖ» ἡ πίστη, διά τῆς  ὁποίας ἀναλαμβάνουμε τήν εὐθύνη τῶν ἐπιλογῶν μας. Σέ αὐτή τήν εὐθύνη παίζεται ἡ δική μας ἀνάσταση/ἀνόρθωση. Θά ἦταν καταστροφικό νά ὑπῆρχαν μάρτυρες  τῆς Ἀναστάσεως. Ἀντί πίστης,  θά εἴχαμε τήν ὑπερφυσική ἐξασφάλιση καί μιά ψυχή ρηχότατη. Τοὐναντίον ἡ ἀμαρτύρητη Ἀνάσταση παρακάμπτει τήν ἐξωτερική γνώση τῆς μεσσιανικότητας τοῦ Ἰησοῦ καί μᾶς καλεῖ νά γίνουμε αὐτόπτες μάρτυρες ἑνός φωτεινοῦ δικοῦ μας ἑαυτοῦ καί διάφανου στίς σχέσεις μας μέ τούς ἄλλους. Νά ὑπερβαίνουμε τόν φυσικό καί τόν ἱστορικό χρόνο ὡς πεδία προσαρμογῆς καί νά ἀναγεννιόμαστε ἀδιάκοπα. Αὐτό ὑπονοοῦν καί οἱ μεταναστάσιμες ἐμφανίσεις τοῦ Ἰησοῦ, ὅπου οἱ μαθητές καλοῦνται νά ἀντικρύσουν μέ τά μάτια ὡς μάτια τοῦ πνεύματος καί ὄχι νά βεβαιωθοῦν ἐμπειρικά ὅτι ὁ Δάσκαλός τους ἠγέρθη ἐκ τοῦ τάφου. Κάτι τέτοιο θέλει νά πεῖ  καί τό «μή μοῦ ἄπτου» τοῦ Ἀναστάντος Ἰησοῦ πρός τήν Μαγδαληνή, ὡς καί ἡ βεβαίωση τοῦ Θωμά, χωρίς νά ἀκουμπήσει τό δάχτυλό στό σῶμα του.

                                                                                        Γιῶργος Δημόπουλος

 

 

δόξᾰ (δοκέω), I. αντίληψη, γνώμη, σωστή ή λανθασμένη, και ομοίως: 1. προσδοκία, ἀπὸ δόξης, διαφορετικά από ό,τι θα περίμενε κάποιος, σε Όμηρ.· παρὰ δόξαν ἤ..., σε Ηρόδ.· αντίθ., κατὰ δόξαν, σε Πλάτ. κ.λπ.· ἀπὸ δόξης πεσέειν, Λατ. spe excidere, σε Ηρόδ.· δόξαν παρέχειν τινί, κάνω κάποιον να περιμένει ότι, με απαρ., σε Ξεν. 2. γνώμη, κρίση, δόγμα, σε Πίνδ. σε Αττ. 3. όπως το δόκησις, απλή γνώμη, εικασία, υπόθεση, σε Αισχύλ. κ.λπ.· δόξῃἐπίστασθαι, φαντάζομαι, υποθέτω (αλλά, εσφαλμένα), σε Ηρόδ.· επίσης, φαντασία, όραμα, όνειρο, οπτασία, σε Αισχύλ., Ευρ. II. 1. αντίληψη, γνώμη που έχουν οι άλλοι για κάποιον ή κάτι, εκτίμηση, υπόληψη, φήμη, δόξα, Λατ. existimatio, σε Σόλωνα, σε Αισχύλ. κ.λπ.· δόξαν φέρεσθαιἔχειν, σε Θουκ. κ.λπ.· τινάς, για ένα πράγμα, σε Ευρ.· σπανίως λέγεται για άσχημη φήμη, σε Δημ. 2. η κοινώς αποδεκτή αντίληψη, ιδέα που διαμορφώνεται για ένα πράγμα, στον ίδ. III. λέγεται για εξωτερική εμφάνιση, λαμπρότητα, φωτεινότητα, αρχοντιά, ακτινοβολία, σε Κ.Δ.(λεξικό Λίντελ-Σκοτ )

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου