Του Βασίλη Δαμιανάκη
Εκτός από τη μάνα σου κανείς δε σε
θυμάται,
σε τούτο το τρομακτικό ταξίδι του χαμού…
Σεβασμιώτατε,
σεβαστοί πατέρες, αγαπητοί συγγενείς, φίλοι και φίλες,
Με αυτούς τους στίχους ο ποιητής της
θάλασσας Νίκος Καββαδίας, μας υπενθυμίζει ότι σε όλες τις φουρτούνες της ζωής,
ο μόνος άνθρωπος που δεν παύει να μας θυμάται, είναι η μάνα μας.
Σήμερα
ο πόνος του αποχωρισμού είναι αβάσταχτος. « Ορφανευουμε από μάνα, σε όποια
ηλικία κι αν τη χάσουμε» , μου’ γράψε μεταξύ άλλων προχθές από την Τήνο, ο
αγαπημένος μου δάσκαλος, Δημόπουλος.
Η
αγαπημένη μας μάνα γεννήθηκε στους Ζωφόρους στις 14 του Σεπτέμβρη το 1933,
ανήμερα της Υψώσεως του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού και εκοιμήθη παραμονές της
εορτής της Κυριακής της Σταυροπροσκυνήσεως. Εορτολογικώς θα έλεγε κανείς ότι
γεννήθηκε με Σταυρό και κοιμήθηκε τον αιώνιο ύπνο με Σταυρό επίσης.
Κυριολεκτικώς η ζωή της ήταν ένας συνεχής ανήφορος, μα ελπίζω πως θα λυτρωθεί
στσ’ αγκάλες των αγγέλων, όπως αναφέρει σε πρόσφατο ποίημά του ο εκ Θραψανού,
λίαν αγαπητός, πατήρ Ευγένιος. Εκοιμήθη στους Ζωφόρους στο σπίτι της αγαπημένης
της πρωτοθυγατέρας Ειρήνης, της οποίας το όνομα επικαλούνταν μέρα και νύχτα αδιαλείπτως,
σαν να ήταν η μόνη αγία που θα την ειρήνευε. Τα τέλη της ήταν Χριστιανά, αφού
την τελευταία Κυριακή πριν μεταβεί στους ουρανούς, κοινώνησε των αχράντων
μυστηρίων.
Μια
μέρα πριν να πεθάνει, έδωσε τις τελευταίες συμβουλές στην κόρη της Ειρήνη,
αναθέτοντάς της την ευθύνη του να κρατά τα αδέρφια της ενωμένα σαν μια γροθιά.
Έφυγε γαλήνια την άλλη μέρα το πρωί της Πέμπτης στις 4 του Απρίλη. Εκτείνοντας
η ταπεινότητα μου το δεξί της χέρι περί τις πέντε φορές, σταυρώνοντάς την και
λέγοντας την ευχή του Χριστού, εξέπνευσε ήρεμα και η ψυχή της φτερούγισε πάνω
από τον καταγάλανο ουρανό της αγαπημένης της γενέτειρας, εκείνης των Ζωφόρων.
Εκεί που γεννήθηκε, αναθράφηκε και που πρωτοείδε το φως του ήλιου, εκεί έμελλε
να το δει και για τελευταία φορά .
Τα
τελευταία εννιά χρόνια ταλαιπωρήθηκε αντιμετωπίζοντας το πρόβλημα της άνοιας.
Ζούσε σε έναν έντονο παραλογισμό, αλλά ευτυχώς ήταν και ημέρες που ήταν νηφάλια
και μπορούσαμε να επικοινωνούμε και να τη χαιρόμαστε... Πιστεύω ακράδαντα ότι η
άνοια ήρθε για να δοκιμαστούμε εμείς τα παιδιά της. Εκείνη είχε σηκώσει το
σταυρό της περήφανα μέχρι τα 85 της και τα είχε καταφέρει μέσα από στερήσεις
και πολλές δυσκολίες ανατρέφοντας πέντε παιδιά πανάξια χωρίς γογγυσμούς, παρά
μόνο με θυσίες. Δοκιμαστήκαμε λοιπόν τα παιδιά της. Ας πούμε ότι δώσαμε
εξετάσεις και τα καταφέραμε και σαν πρωτόσκολα μαθητούδια μπορούμε σήμερα, αντί
να θρηνούμε, να πανηγυρίζουμε, αφού μόνο ευχές παίρναμε από τη μάνα μας. Σε
αυτές τις εξετάσεις δικαίως η Ειρήνη πέρασε με Άριστα και εμείς οι υπόλοιποι
τέσσερις με Λίαν Καλώς. Έχουμε την ευχή της μάνας μας σε όλο της το μεγαλείο κι
αυτό είναι το παρήγορο.
Της μάνας που ήθελε να εντυπωσιάζει τους
πάντες με τα ακροβατικά της πάνω στα ελαιόδεντρα των Αποστολιανών , για να
είναι πάντα πρώτη στις προτιμήσεις εργατικού δυναμικού. Η πιο περιζήτητη
εργάτρια σε αμπέλια και στις ελιές, τότε που οι ελιές ραβδίζονταν με τις
ξυλόβεργες ... Της μάνας που έκανε την υπέρβαση και κατάφερνε να μην κρατά
κακία ποτέ σε κανένα.... Της μάνας που μπορούσαν τα παιδιά της να της
εμπιστευτούν τα εγγόνια της, αφού ήταν τα μόνα σίγουρα και ασφαλή χέρια....
Της
μάνας που θεολογούσε κι ας μην το γνώριζε... Ένας από τους συνηθισμένους
διαλόγους που κάναμε περιορίζονταν μόνο στα παρακάτω:
Της έλεγα: Α, ρε Κούλα και ήντα θα
γενούμε;
_ Χώμα!, μου απαντούσε.
_ Χώμα; τη ρωτούσα εγώ με αποστροφή .
Και η ψυχή;
_ Στον Ουρανό θα την πάνε οι αγγέλοι,
στον Παράδεισο, απαντούσε με βεβαιότητα εκείνη....Γένοιτο!, λέω εγώ τώρα…
Της μάνας που με γκρέμιζε από το κρεβάτι
τις Κυριακές για να πάω στην εκκλησία, σαν ήμουνα παιδί, μη μπορώντας να δεχτεί
ότι θα κοιμάμαι κυριακάτικα. Γιατί αν θα κοιμόμουν μου λεγε, θα ήταν σαν να
κοιμάμαι πάνω σε αναμμένα κάρβουνα. Χάρη
στην επιμονή της έγινα και ψάλτης....
Ήταν η μάνα η ξεμαθιάστρα. Την παίρναμε τηλέφωνο και της λέγαμε ότι δεν
αισθανόμαστε καλά και να μας ξεμαθιάσει και σε σύντομο χρόνο έπειτα από μια
σύντομη προσευχή που έλεγε, έδινε λύση στο πρόβλημα, ενώ εκείνη βαριανάσαινε,
σαν να είχε πάρει το μάτι πάνω της. Θα θυμάται ο Νίκος και η Αρετή….
Ήταν
η μάνα που προέβλεπε τα μελλούμενα . Για μένα είχε πει ότι θα γίνω δάσκαλος,
όταν ακόμα ήμουν μαθητής στο Δημοτικό , αν και η επιθυμία της ήταν να γίνω
παπάς . Για την δε εγγονή της που καθυστερούσε να μείνει έγκυος , είχε προβλέψει
ότι θα γεννήσει και μάλιστα θηλυκό κοπέλι, όπερ και εγένετο....
Ήταν
η μάνα που αξιώθηκε να δει τους Αποστόλους του Χριστού ενδεδυμένους με τα
ιερατικά τους άμφια, στον περίβολο της εκκλησίας των Αγίων Αποστόλων ένα
ανοιξιάτικο πρωινό από την αυλή του σπιτιού μας. Μου διηγήθηκε το γεγονός κι
όταν τη ρώτησα τι συνέβη στη συνέχεια, μου είπε:
Ένα δροσερό αεράκι φύσηξε και τους πήρε
από μπροστά μου. Μα αυτό το αεράκι λες και με πήγε στον παράδεισο ...ομολόγησε φανερά
εκστασιασμένη από αυτή την αγιοφάνεια….
Ήταν
η μάνα η μερακλίνα, η χορεύτρια, η τραγουδίστρια, η καλύτερη μαγείρισσα και
πολλές φορές η μοιρολογίστρα και μοναδική ποιήτρια. Για κάθε περίπτωση είχε και
μια μαντινάδα.
Μιλούσαμε
διαδικτυακά πρόσφατα με το γιο της τον Μιχάλη, τον ξενιτεμένο μας , κι όταν της
ζήτησα να του πει μια μαντινάδα, έβγαλε το παράπονό της με τα παρακάτω:
Ξενιτεμένο μου πουλί κι ωραίο μου
γεράκι, η ξενιτιά σε χαίρεται
κι εγώ πίνω φαρμάκι
Για δε το θάνατο έλεγε όταν βλέπαμε στην
τηλεόραση την εξόδιο ακολουθία του Μακαριστού Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος,
Χριστόδουλου: «Πλούσιος την έχει τη χαρά ανε ζει κι ανε ποθάνει, κι ο
κακομοίρης ο φτωχός ούτε ήτανε, ούτε εφάνη.» Σήμερα κι εκείνη φεύγει πλούσια
αφήνοντας μια πλούσια παρακαταθήκη με πέντε παιδιά, δεκατέσσερα εγγόνια και
οκτώ δισέγγονα. Με δεσποτική κηδεία και πλήθους συνευχόμενων ιερέων και κόσμου,
που εκ μέρους της οικογένειας πολύ σας ευχαριστούμε για τη συμπαράστασή σας στο
πένθος μας.
Σήμερα, είναι η μάνα που από τον άυλο και πνευματικό κόσμο που βρίσκεται, σε μια πλέον άλλη διάσταση, θα μεσιτεύει για εμάς και θα μας χαριτώνει όπως έκανε πάντα. Και πειραχτηρι καθώς ήταν, πολύ θα ήθελε να μας πετάξει ένα πετραδάκι τώρα από κει πάνω....
Κι εγώ που δεν είμαι ποιητής, ούτε
στιχάκι, πώς να σε κατευοδώσω μανούλα μου;
Μανούλα μου ήσουν άγγελος του πιο καλού
καιρού μου,
άμε εδά στην αγκαλιά στου Πέτρου, του
κυρού μου.
Πρώτα εσένα αγάπησα κι ύστερα όλα τ άλλα
γιατί ήπια κι αναθράφηκα με το δικό σου
γάλα.
Όσες φορές κι αν γιάγερνα σε τουτηνε τη
ζήση
η ίδια μάνα θa
θελα
να με ξαναγεννησει.
Σήμερα πένθιμα χτυπά για μένα η καμπάνα,
αγάπες κάνω εκατό μα μπλιο δεν κάνω
μάνα.
Καλό σου ταξίδι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου