Τοῦ Γιώργου Δημόπουλου
«Ἡ συνουσία εἶναι ἓνα ἀπό τά πιό ὂμορφα πράγματα πού ἒδωσε ὁ Θεός στόν
ἂνθρωπο. Ἡ σεξουαλική ἒκφραση φέρνει μόνο πλοῦτο». Πάπας Φραγκίσκος.
Ἡ Σαμαρίτειδα γι’ αὐτό κατακρίθηκε ἀπό
τόν Ἰησοῦ. Πέντε ἂντρες εἶχε ἀλλά κανέναν δέν ἀγάπησε οὒτε ψυχικά οὒτε σωματικά. Ποτέ δέν ἒλαβε τήν αὐτήν οὐσία μέ
κανέναν (συν-ουσία), δέν ὑπῆρξε οὐδέποτε
μέθεξη ἐρωτική μέ κανέναν ἀπό τούς πέντε, ἡ ἐρωτική της συνεύρεση τῆς ἦταν
ἀνούσια, χωρίς οὐσία.
Ὁ
ἒρωτας στόν Χριστιανισμό δέν ἒχει καμμιά
σχέση μέ τήν αὐτιστική διάχυση. Ἡ
ἀγαπημένη, ὁ ἀγαπημένος, ὑπάρχει ὡς
ἀντωπός προσωπικός ἑνός ἑκάστου σέ μιά ἓνωση ἱερή, χωρίς προδιαγεγραμμένη διάρκεια, ἒστω
καί ἂν ἀδυνατεῖ νά ψηλαφήσει τό γεγονός ἡ ἀνεπάρκεια τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ μας
περίγυρου.
Στούς
πρώτους χριστιανικούς χρόνους, ἂν συμφωνοῦσε τό ζευγάρι, ἒκανε γνωστό στήν
ἐνορία, ὃτι σκέπτονται νά ἀνοίξουν σπιτικό καί παρακαλοῦσαν νά ἒχουν τίς εὐχές
καί προσευχές τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινότητας. Ἒτσι ἁπλᾶ, πολύ ἁπλᾶ. Ἂν τύχαινε
ὁ ἂντρας ἢ ἡ γυναίκα νά εἶναι
εἰδωλολάτρης ἢ ἂθεος, τότε πήγαινε μόνο τό χριστιανό μέλος, χωρίς παρεξηγήσεις
οὒτε ἐξηγήσεις· ἠ ἀνοχή
στήν δαφορετικότητα.
Σήμερα οἰ ἂνθρωποι τοῦ Νόμου, οἱ κληρικοί, μᾶς ἒχουν
κυριολεκτικά μπερδέψει μέ τίς προσωπικές τους μεταφυσικές πεποιθήσεις, τήν
ἀτομική τους ἠθική, τήν ἀτομική προσπάθεια πρός ἐξευμενισμό τοῦ θείου,
πεποιθήσεις λογικά όρθές πρός προσπορισμό βεβαιότητας, ἠθική κατοχυρωμένη ἀπό
τόν Κανόνα γιά νά ἐξασφαλίζει ὑπόληψη καί κύρος. «Πῶς τό ἒκανες, καί πόσες
φορές…»
ἀκριβῶς μέ λεπτομέρειες, ὂχι ἀόριστα,
ἰδίως ὃταν ἒχουν μπροστά τους γυναίκα, τήν
πιέζουν τόσο πολύ σέ λεπτομέρειες τῆς ἐρωτικῆς τους σχέσης πού ὁ τρόπος
ἐνδιαφέροντός τους παραπέμπει σέ πορνό. Σχημάτισαν
ἓναν σκοτεινό χῶρο ἐνοχῶν, καί ναρκισσιστικῆς αὐτοάμυνας, φόβου γιά τήν ἐνηλικίωση καί νηπιωδῶν ἀντιστάσεων στήν διακινδύνευση. Μέ τά ὅρια
τῆς σχηματοποίησης πάντοτε νομικά, ὂχι εὐαγγελικά.
Ἐνῶ λοιπόν ἱεροποιεῖται
ὁ γάμος, ταυτόχρονα ὁ κύκλος τῆς γενετήσιας λειτουργίας, ἀπαξιώνεται ὡς περιοχή
βέβηλη. Περιβάλλεται μέ ἀπαξίωση, μέ δυσπιστία, μέ ἐπιφύλαξη, μέ τόν φόβο τοῦ
δαιμονικοῦ, τοῦ ἀκάθαρτου. Γιά τόν θρησκευτικό περίγυρο, τόν ἄνθρωπο τοῦ νόμου,
ἡ λέξη ἔρωτας ἔχει μόνο τό νόημα τῆς παράβασης, τῆς ἀθέτησης ἐντολῶν. Κατάφαση
στόν ἔρωτα σημαίνει κατάφαση στήν παρεκτροπή, στήν παρανομία. Ὅλα μετρημένα μέ
τήν λογική τοῦ νόμου. Πότε ἐπιτρέπεται ὁ
ἔρωτας καί τί ἀκριβῶς ἐπιτρέπεται, ποιές οἱ ἀπαγορεύσεις πρίν ἀπό τόν γάμο,
μέσα στόν γάμο καί ἔξω ἀπό τόν γάμο. Ἄγχος καί βασανισμός τῶν θρησκευομένων ἀνθρώπων
σέ ὅλα τά γεωγραφικά μήκη καί πλάτη.
Οἱ στερημένοι γαμηλίων ἐμπειριῶν ἂγαμοι ἀλλά καί ὁρισμένοι ἒγγαμοι κληρικοί διαμορφώνουν ἀνέραστα ἂτομα. Ἂτομα πού φοβοῦνται νά ἀπλωθοῦν ἐρωτικά, ἂτομα πού τεμπελιάζουν, πού ἀπογοητεύονται ἀπό τόν ἒρωτα, πού ἠ ἐσωτερική ζωή τῶν γεγονότων τούς διαφεύγει, πού φοβοῦνται τήν ἒκθεση στά μάτια τοῦ Ἂλλου, ἂτομα ἂτολμα πού μεταβιβάζουν τήν εὐθύνη ἐνός τόσο σημαντικοῦ προσωπικοῦ θέματος στόν ἐπαγγελματία τῆς ἠθικῆς, ὀπότε ὡς ἒσχατη καταφυγή ἒρχεται ἡ ἀπόρριψη τοῦ έρωτα καί μάλιστα μέ ἒνδυμα ἠθικῆς.
Τό
τρυφερό ἀνθρώπινο βάθος: Ὁ ἔρωτας ἀρχίζει ἐκεῖ πού τελειώνουν
τέτοιες θωρακίσεις. Στό Εὐαγγέλιο τῆς
Ἐκκλησίας ὁ ἐρωτικός ἄνθρωπος σαρκώνει τόν τρόπο τῆς ζωῆς καί ὁ θρησκευτικός ἄνθρωπος
τόν τρόπο τοῦ θανάτου. Ἀποκαλυπτική εἰκόνα
τῆς διαστολῆς: ἡ ἀντιπαράθεση τῆς πόρνης πού πλένει μέ μύρα τά πόδια τοῦ Ἰησοῦ,
καί τοῦ θρησκευτικοῦ περίγυρου πού διαμαρτύρεται γιά τήν ἀπώλεια τοῦ μύρου. Ἔρωτας
καί θάνατος σέ ὑποδειγματική ἀναμέτρηση. Ἡ συμπεριφορά τῆς πόρνης, πράξη ἀπροσχημάτιστα
ἐρωτική: Ἀγοράζει τό πολυτιμότερο μύρο δίχως φειδώ καί μέτρο. Χύνει σπάταλα τό
μύρο, ἀνακατεμένο μέ τά δάκρυά της, γιά
νά πλύνει τά πόδια τοῦ Ἰησοῦ, καί μέ τά μαλλιά της τά σφουγγίζει. Τέτοια
παραφορά ἀπροκάλυπτου ἔρωτα, μέ τόν θρησκευτικό περίγυρο, τυφλό, ἄσχετο, νά
μετράει τήν πράξη μέ τό μέτρο τῆς ἠθικῆς ἀποτελεσματικότητας. Ἡ πόρνη ἀγαπάει
σπάταλα καί ἀπερίσκεπτα, δίχως νόμο καί λογική, ὁ θρησκευτικός περίγυρος
μετράει τήν λογική σκοπιμότητας τῆς πράξης καί τό ποσοστό τῆς ἠθικῆς ὡφελιμότητας.
Ἡ πόρνη δέν
ζητάει τίποτα. Δέν προσφέρει μετάνοια γιά νά εἰσπράξει δικαίωση. Δέν ἀποβλέπει
στήν συναλλαγή. Οὔτε σπεύδει σέ ὑποσχέσεις συμμόρφωσης μέ τόν νόμο. Μόνο
προσφέρει. Αὐτό πού ἔχει καί αὐτό πού εἶναι: «Ὅ ἔσχε αὔτη ἐποίησε» ( Μάρκ. 14,6). Τολμηρά, δίχως φόβο μήπως ἐκτεθεῖ οὒτε μήπως ἐκθέσει. Μέ τήν παραφορά
τῆς ὁλοκληρωτικῆς αὐταπάρνησης. «Ὅτι
ἠγάπησε πολύ» (Λουκ. 7,47).
Τόν ἄνθρωπο τοῦ νόμου δέν τόν ἐνδιαφέρουν οἱ φτωχοί. Τόν ἐνδιαφέρει ἡ πράξη τῆς ἐλεημοσύνης, εἴσπραξης κέρδους ἀπό τόν θεῖο Ἀνταποδότη. Μόνο σάν ἀνταποδότη τόν χρειάζεται τόν Θεό, μόνο γιά τήν δική του δικαίωση. Γι’ αὐτό καί ἡ παραφορά τοῦ ἔρωτα τοῦ εἶναι ἀδιανόητη, ἔτσι πού ξεφεύγει ἀπό τήν λογική τῆς συναλλαγῆς.
Λεπτότητα, διαφάνεια ἐαυτοῦ.
Ξέκοψα τήν ἑξῆς ἱστορία ἀπό τό Γεροντικό: Περνοῦσε κάποτε ὁ Ἀββᾶς
Σεραπίων ἀπό ἕνα μέρος καί εἶδε ἓνα «κορίτσι» πού περίμενε πελατεία στό σπίτι
της. Τῆς εἶπε τότε νά τόν περιμένει τό βράδυ, νά περάσουν τήν νύχτα μαζί. Τό
βράδυ ἦρθε ὁ Ἀββᾶς στό σπίτι τῆς κοπέλας, τήν βρῆκε καί τήν ρώτησε: «Ἐτοίμασες
τό κρεβάτι;». Ἐκείνη τοῦ άπάντησε: «Ναί, Ἀββᾶ μου». Έκλεισε τότε ο Ἀββᾶς τήν
θύρα καί τῆς εἶπε: «Περίμενε λίγο νά κάνω τόν κανόνα μου». Ἄρχισε τό ψαλτήρι καί
μετά ἀπό κάθε ψαλμό παρακαλοῦσε τόν Θεό νά βοηθήσει τήν πόρνη νά μετανοήσει καί
νά σωθεῖ. Ἡ γυναῖκα πού παρακολουθοῦσε ἄρχισε νά τρέμει καί ὅταν τελείωσε τό
ψαλτήρι ἔπεσε χάμω μέχρις ὅτου ὁ κανόνας τοῦ γέροντα τελείωσε. Ἔπιασε τότε ἡ
γυναῖκα τά πόδια του λέγοντας: «Ἀββᾶ μου,
πήγαινέ με ὅπου μπορῶ νά εὐχαριστήσω τόν
Θεό». Ὁ γέρων ἀμέσως τήν πῆρε, τήν ὁδήγησε σέ γυναικεῖο μοναστήρι καί τήν
παρέδωσε στήν ἡγουμένη μ’ αὐτή τήν ἐντολή:
«Παράλαβε αὐτή τήν ἀδελφή καί ὅ,τι θέλει
δῶσ’ της, καί ἄφησε την νά ζεῖ ὅπως τῆς ἀρέσει. Μήν ἐπέμβεις στό ἐλάχιστο». Ἡ
ἠγουμένη ἔκανε ὅ,τι ζήτησε ὁ Ἀββᾶς Σεραπίων, καί ἡ γυναίκα ἀφιέρωσε τόν ὑπόλοιπο
χρόνο τῆς ζωής της στόν Θεό.
Τό κλειδί
τῆς ἱστορίας αὐτῆς εἶναι ἡ ἐντολή τοῦ Ἀββᾶ στήν ἡγουμένη. Ὁ γέροντας δέν
ἐπεδίωξε νά βάλει ζυγό στήν γυναῖκα ὥστε νά τήν σωφρονίσει, δέν τόν ἐνδιέφεραν
οἱ πράξεις της ἀλλά ἡ ψυχή της. Αὐτήν διάβασε καί είδε, τήν δίψα του ἀπολύτου,
ἡ ὁποία μέ διάστροφη μορφή κατάντησε τήν γυναῖκα στήν ἐσχάτη βεβήλωση τοῦ εἶναι
της. Τήν ἔφερε λοιπόν σέ ἕναν κόσμο ὅπου αὐτό τό χαμένο ἀπόλυτο θά μποροῦσε νά
φανερωθεῖ καί τήν ἄφησε. Οὔτε νά τοῦ ἐξομολογηθεῖ ἁμαρτίες ζήτησε, οὔτε νά τῆς
συγχωρήσει παραπτώματα σκέφθηκε. Ἤξερε ὁ Ἀββᾶς Σεραπίων ὅτι τό μυστήριο τῆς
ἐξομολογήσεως εἶναι τό μυστήριο τῆς μετανοίας καί ὅτι ἡ ἁμαρτία δέν εἶναι ἡ
ἀξιόμεμπτη σκέψη ἤ πράξη ἀλλά ἡ ἀμετανοησία, καί ἤξερε ἐπίσης ὅτι ὁ πνευματικός
ἔχει πρό ὀφθαλμῶν τήν ψυχή καί ὄχι τήν συμπεριφορά ἤ τίς ἀντιλήψεις τοῦ ἐξομολογουμένου,
ὁπότε δέν ἐνδιαφέρει ἡ νομική «τακτοποίησή» του ἔναντι τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά ἡ
ψυχική του λύτρωση ἀπό τό κλείσιμο ἀπέναντι στόν Θεό καί τόν συνάνθρωπο.
Ἡ ἐλευθερία τοῦ Εὐαγγελίου θέλει λήθη, ρήξη μέ τά δεσμά τῶν συμβάσεων καί τῶν συνηθειῶν πού δέν ἀφήνουν νά βροῦμε τόν ἑαυτό μας. Ἐννοῶ μιά ἐσωτερική ἀ-λήθεια, ὅπου τό α δέν εἶναι στερητικό ἀλλά ἐπιτατικό καί δηλώνει, ὄπως τό ἀ-τίμητος ἤ τό ἀ-χανής, τήν ἀκρότατη λήθη. Τέτοια λήθη-ἀλήθεια ζητᾶ ὁ Ἰησοῦς, αὐτήν ζητάει ἡ δίψα τῆς ἐλευθερίας. Ἐλεύθεροι ἀπό ἕναν ἑαυτό δεμένο στίς ἀσφαλιστικές του ἐξαρτήσεις σάν σέ ἀσάλευτο παρελθόν, ὑπάρχουμε ἀληθινοί. Τά πάντα ἔρχονται στό φῶς ἐπειδή τίποτε δέν τά κρατεῖ δεμένα στόν συμβιβασμό, στήν ἀπειλή, στόν φόβο, στόν τρόμο, στήν τιμωρία, στίς ὐποσχέσεις, στήν ἀσφάλεια καί προηγούμενα πού καταπνίγουν άνελέητα τήν ὀρμή γιά μιά ζωή πληρότητας.
«Ὁ ἒρως καί ὡς ψυχρή ἀκόμα καί χωρίς συναισθηματικήν δέσμευσιν πράξις εἶναι
ἓνα συγκλονιστικόν μυστήριον τῆς ὓπαρξης, ὑποκρύπτει μιάν τάσιν δι’ ἓνα βαθύτατον
γεγονός κοινωνίας, διά μίαν ἐκστατικήν ὑπέρβασιν τῆς ἀτομικότητας εἰς τήν δημιουργίαν.» (Ἰωάννης Ζηζιούλας
Μητροπολίτης Περγάμου).
Πολύ ωραίο
ΑπάντησηΔιαγραφήΠαρέμβαση τοῦ φίλου Νίκου Μαυρίκου
ΑπάντησηΔιαγραφήΕΠΙΤΥΜΒΙΟ ΠΟΡΝΗΣ
Συγχώρεσέ την, Κύριε,
την πόρνη που κοιμάται
που στη ζωή αμάρτησε·
αμάρτησε πολύ.
Μα πιο πολύ συγχώρεσε,
εμάς που συλλογάται
που στη ζωή τής δώσαμε
να πιεί -μόνο χολή.
Νίκος Μαυρίκος
(Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Λόγος των Κυκλάδων στις 14 Απριλίου 2011 και είναι ποίημα της περιόδου 1975-1979)