Δευτέρα 16 Οκτωβρίου 2023

«Ἀνθρώπινο πολύ ἀνθρώπινο» (Νίτσε).

 

Τοῦ Γιώργου Δημόπουλου

  Στίς τελευταῖες σελίδες τοῦ Γεροντικοῦ, καταχωμένο, δημοσιεύεται τό  «σκανδαλιστικό»  ἓκτο  ἀπόφθεγμα τοῦ ἀββᾶ Ἀχιλλᾶ, πού μᾶς παραδίδει τά ἐξῆς: «Ἂλλοτε πάλιν μέγας γέρων παρέλαβε τῷ Ἀββᾷ Ἀχιλλᾶ ἀπό Θηβαΐδος καί λέγει αὐτῷ· Ἀββᾶ μου σέ ποθῶ. Τότε ὁ Ἀββᾶς τοῦ λέει· ἒλα, ἐμένα βρῆκες νά ποθήσεις; Ὁ δέ Γέροντας μέ μεγάλη ταπείνωση μέ σκυφτό κεφάλι εἶπε· Ναί, ἀββᾶ μου. Ἐκεῖ κοντά στήν πόρτα καθόταν, ἂλλος Γέροντας τυφλός καί χωλός. Καί λέει ὁ Γέροντας ὁ ἐπισκέπτης ἀπό τήν Θηβαΐδα στόν ἀββᾶ Ἀχιλλᾶ. Ἢθελα νά καθίσω κοντά σου λίγες μέρες ἀλλά   ἐξ αἰτίας αὐτοῦ τοῦ Γέροντα, δέν μπορῶ νά μείνω».

  Δέν θά σταθῶ τόσο τήν γεμάτη τρυφερότητα στάση τοῦ Ἀββᾶ Ἀχχιλᾶ. Ἂντρας, μοναχός ἀσκητής νά ντραγκάρεται, νά παρενοχλεῖται σεξουαλικά  ἀπό ἂλλον μοναχό·  νά «τοῦ τήν πέφτει» ἓνας ἂλλος μοναχός. Θά  μείνω στόν Γέροντα ἀπό τήν Θηβαΐδα. Ὁ Γέροντας ἀπό τήν Θηβαΐδα ποθοῦσε τόν ἀββᾶ Ἀχιλλᾶ, τό  ἢξερε καί τό εἶπε· θά τοῦ ζητοῦσε μάλιστα νά μείνει φιλοξενούμενός του γιά λίγες μέρες, ἂν δέν τόν σταματοῦσε  ἡ παρουσία τοῦ χωλοῦ καί τυφλοῦ μοναχοῦ στήν πόρτα τοῦ κελιοῦ. Γιά τήν ἀκρίβεια, ἡ ντροπή πού αἰσθάνθηκε συνδυάζοντας μέσα του τήν σαρκική ἐπιθυμία μέ τήν οἱονεί δημοσιότητά  της, ἐξ αἰτίας ἑνός ἀνθρώπου ἀνίκανου νά κινηθεῖ καί νά δεῖ. Λέω «οἱονεί» διότι σημασία γιά τόν μοναχό δέν ἦταν ἡ κοινολόγηση τῆς ἐπιθυμίας του δηλαδή νά συνευρεθεῖ ἐρωτικά μέ τόν ἀββᾶ Ἀχιλλᾶ,  σημασία εἶχε ὃτι στό πρόσωπο τοῦ χωλοῦ καί τυφλοῦ μοναχοῦ ἒβλεπε ὡς σέ καθρέπτη ἀπ’ ἒξω τόν ἑαυτό του. Καί βλέποντας ἐντράπηκε. Ὂχι γιά τό  ἒκνομο τῆς ἐπιθυμίας του ὃσο γιά εἰκόνα του. Στόν ἂλλο καθρεπτίζομαι ψυχῇ τε καί σώματι, κοιτάζω τόν ἑαυτό μου σάν νά εἶναι τρίτος καί τοῦ συμπεριφέρομαι ἀνάλογα.

  Ὃτι ἐν  προκειμένῳ ντράπηκε ὁ ἀββᾶς καί ταπεινώθηκε ἀντί ν’ ἀδιαφορήσει γιά ἒνα ράκος ἀνθρώπινο, πρέπει νά τό κρατήσουμε καί νά ὐπογραμμίσουμε μαζί μέ τόν Ἀχιλλᾶ τήν πνευματαική του ἀξία. Μπορεῖ, γιά τά ἀσκητικά δεδομένα, νά ἦταν βαθειά ἡ πτώση τοῦ ἐπισκέπτη Γέροντα, ὃμως φάνηκε στήν ντροπή του ἃγιος, στό τρυφερό κοκκίνισμά του γεμᾶτος Θεό. Ἡ ἐπιθυμία τόν αἰχμαλώτισε στήν φύση, ἀλλά ἡ ντροπή ἐλευθέρωσε τό πνεῦμα του, ἒφερε στήν ψυχή του ἀκέραιο  τόν Θεό. Ἡ σωτηρία ἐν  τέλει εἶναι ζήτημα λεπτότητας. Ἐδῶ ἡ λεπτότητα πάει μέ τήν ντροπή, ἡ δέ ντροπή βρίσκεται πολύ πέρα ἀπό τήν συνειδητοποίηση. Ὁ ἐρωτευμἐνος Γέροντας εἶχε συνείδηση τῆς επιθυμίας του· προκάλεσε τήν ντροπή, ὡς μυστικό ἐμβρυουλκό, ὁ χωλός καί τυφλός Γέροντας. Τήν προκάλεσε σάν θεία δωρεά μηδενιστική, σάν λυτρωτικό κοκκίνισμα μιᾶς πονεμένης ἀνθρωπιᾶς. 

  Μαζί μέ ἀκόμη λίγα τοῦ ἰδίου τύπου, καταχωνιασμένα εἶναι καί ἂλλα  «ἐνοχλητικά» γιά τήν σεμνοτυφία μας ἀποφθέγματα, τά ὁποῖα βρίσκουμε στό ἀπομονωμένο συμπλήρωμα (σελ. 164) τοῦ Γεροντικοῦ.

    ἀββᾶς Παφνούτιος ἐνῶ περπατοῦσε  χάθηκε ἐξ αἰτίας ὁμίχλης καί  βρέθηκε χωρίς νά τό καταλάβει κοντά σέ μιά μικρή πόλη, ὃταν χωρίς νά τό θέλει εἶδε δύο  ἂντρες «ὁμιλοῦντας αἰσχρῶς ἀλλήλοις» (νά συνουσιάζονται). «καί ἐστάθην δεόμενος περί  τῶν ἁμαρτιῶν του» (καί  στάθηκε ἱκετεύοντας γιά τίς ἁμαρτίες  τίς δικές του). Ταπεινώθηκε, συνετρίβει ὁ ἀββᾶς Παφνούτιος, σάν νά  εἶχε ἐμπλακεῖ ὁ ἲδιος  στό γεγονός, πῆρε τό κακό ἐπάνω του, καί ἂφησε  τόν Θεό νά κρίνει τούς ἐμπλεκόμενους.

  Ὃλους αὐτούς τούς ξεπέρασε ὁ ἐπίσκοπος ἀββᾶς Ἀμμωνᾶς. Ἒφθασε ὀ ἀββᾶς Ἀμμωνᾶς κάπου γιά νά φάει. Κοντά ἐκεῖ ἦταν κάποιος μοναχός πού εἶχε «φήμην κακήν». Ὃντας ὁ ἀββᾶς στήν περιοχή συνέβη νά ἒρθει μιά γυναίκα καί νά μπεῖ στό κελί τοῦ κακόφημου μοναχοῦ. Ὃταν τό ἒμαθαν οἱ μοναχοί τῶν γειτονικῶν κελιῶν, πολύ ταράχθηκαν καί σέ συνάθροιση ἀποφάσισαν νά ἐκδιώξουν τόν παραβάτη μοναχό ἀπό τήν περιοχή. Γνωρίζοντες ὃτι ὁ ἀββᾶς Ἀμμωνᾶς βρἰσκεται στήν περιοχή,  τόν συνάντησαν καί τόν παρακάλεσαν νά πάει μαζί τους γιά νά δεῖ ὁ ἲδιος τό γεγονός. Ὁ «ἒχων κακήν φήμην» μοναχός πρόλαβε καί ἒκρυψε τήν γυναίκα σέ κάποιο  μεγάλο πιθάρι πού εἶχε. Ὁ ἀββᾶς Ἀμμωνᾶς εἶδε τό γεγονός, καί  «διά τόν Θεόν ἐσκέπασε τό πρᾶγμα» γιά τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ  τό ἀποσιώπησε, καθήμενος πάνω στό πιθάρι. Τότε πρόσταξε  νά ἐρευνήσουν τό κελί. Ἀφοῦ ἒψαξαν  καί δέν βρῆκαν τήν γυναίκα, τούς λέει ὁ ἀββᾶς: Ὁ Θεός νά σᾶς συγχωρήσει, καί ἀφοῦ προσευχήθηκε, τούς ἒβγαλε ὃλους ἐξω, καί πιάνοντας τό χέρι  τοῦ ἀδελφοῦ τοῦ εἶπε: πρόσεχε σ’ ἑαυτόν. Λέγοντας αὐτό ἀνεχώρησε.  

  Ὁ ἀββᾶς Νίκων κατακρίθηκε καί συκοφαντήθηκε ἐπί προσωπικοῦ ἀπό ἂλλους μοναχούς συνασκητές του, οἱ ὁποῖοι ὃταν «ἦρθαν εἰς ἑαυτόν» ὃλοι πῆγαν καί τοῦ ζήτησαν συγγνώμη. Ὁ δέ ἀββᾶς Νίκων τούς εἶπε: καί φυσικά σᾶς ἒχω συγχωρήσει ὃλους ἀλλά δέν θά μείνω πιά ἐδῶ μαζί σας, γιατί δέν βρέθηκε οὒτε ἓνας μέ διάκριση νά μοῦ συμπαρασταθεῖ. «καί οὓτως ἀνεχώρησεν ἐκεῖθεν».

  Ἐν προκειμέν   τήν συκοφαντία, τήν ἀδιακρισία, τήν κακία καί τήν σκληρότητα τῶν συμμοναζώντων του συγχώρεσε ὁ Ἀββᾶς Νίκων, ἀλλά δέν ἂντεχε ἂλλο τήν διαίρεση τοῦ κόσμου, τήν διαίρεση τοῦ ἀνθρώπου, τήν ἒλλειψη τρυφερότητας, τήν ἀδιαφορία, τήν μή συμπαράσταση στόν διωγμό.

  Ἡ ἐμπειρία τῶν ἀββάδων, ὃσον ἀφορᾶ τήν καταλαλιά καί ὃπως αὐτή καταγράφεται στό Γεροντικό, βεβαιώνει ὃτι τό ἀρνητικό πνεῦμα δέν μᾶς ἐπηρεάζει οὒτε μᾶς  προσβάλλει σάν ἓνα φυσικό φαινόμενο. Ἐνεργεῖ πάνω μας ὡς ἐσωτερικό γεγονός, ὡς ψυχικό σκοτάδι· καί  πού νά δεῖ κανείς μέσ’ τό σκοτάδι;

(Μήν συγχέουμε τήν καταλαλιά μέ τήν κριτική. Καταλαλιά εἶναι νά κατηγορήσουμε κάποιον συγκεκριμένα  ὃτι εἶναι ὁμοφυλόφιλος, ἡ τάδε εἶναι πόρνη… Κριτική ὃταν ἀποκαλύπτουμε τήν προσβάλλουσα καταδυναστευτική κακία του στήν κοινωνία, τήν ἀδικία του, τήν ἀθέμιτη συσσώρευση πλούτου, τήν ἀπάτη του, «τά ψεύτικα τά λόγια τά μεγάλα»…) 

  Μέ τήν καταλαλιά συμβαίνει τό ἑξῆς: βλέπουμε μέ ἐπιθετική διάθεση κατηγορίας τούς ἂλλους γιά προσωπικά θέματα, καί παραβλέπουμε τόν ἑαυτό μας. Πέρα ἀπό τό νά ἐνδέχεται νά σφάλουμε στίς  ἐκτιμήσεις μας, πρέπει νά ἀναγνωρίσουμε ὃτι τό σπουδαιότερο βαθύτερο ψυχικό κίνητρο δέν εἶναι τόσο ἡ ἀλήθεια, ὃσο ἡ ἀρνητική πρός τόν Ἂλλον δική μας διάθεση. Αἲφνης ἐκεῖνον πού ἀγαποῦμε δέν τόν κατακρίνουμε ὃ,τι καί νά κάνει. Ἀγνοοῦμε ἐπίσης τά προσωπικά κρίματα ἐκείνου πού ἒχουμε ἀνάγκη· ἐκεῖνον πού ἀντιπαθοῦμε τόν στηλιτεύουμε γιά τό τίποτα, ἐξ οὗ τόν φθόνο τόν συντηρεῖ πάντοτε  ἡ σπερμολογία. Ἀπό ἀγάπη ἂλλωστε ἀφήνουμε τόν ἑαυτό μας ἀκατάκριτο.   

  Ἀρχοντιά κάθε ἀνθρώπου εἶναι νά συν-χωρεῖ. Τά ἂλλα εἶναι ἀγένεια, μικρότητα καί μιζέρια. Δέν πρόκειται γιά κάποιο ἦθος ἀνώτερο· πρόκειται γιά διαφορετικό ἐπίπεδο καί πεδίο σχέσης μέ τόν Ἂλλο. Ἀφ’ ἦς στιγμῆς συν-χωρῶ, ὁ Ἂλλος  γίνεται σάν ἐμένα -ἓνα δεύτερό μου Ἐγώ –καί παύει νά  συγκροτεῖ ἀφηρημένη ἑτερότητα, πρός τήν ὀποία καί ἀνάγομαι  ἐκ τῶν  πραγμάτων μόνο δεοντολογικά. Δέν θέλω νά πῶ ὃτι ταυτίζομαι μαζί του, διότι ἡ συγχώρεση διατηρεῖ  τόν ἂλλο ἐσωτερικά, θέλω νά πῶ ὃτι ἒτσι μπορῶ καί στό πιό ἂπλετο ἂνοιγμά μου νά ζητῶ ἀνθρπωπιά, ὑπευθυνότητα, προσοχή ἑαυτοῦ, χωρίς νά παριστάνω τόν ἂμεμπτο και ἀναμάρτητο οὒτε νά μηδενίζω. Δέν συγχωροῦμε γιά νά ἀθωώσουμε· συγχωροῦμε γιά νά ζήσουμε. 

  Πῶς νά κατακρίνει κανείς κάποιον ἐπειδή κινεῖται στήν αἰχμαλωσία τῆς ἀνθρώπινης φύσης μας; Σύμφωνα μέ τούς Πατέρες μας ὃ,τιδήποτε συμβαίνει στόν ἂνθρωπο εἶναι «ἀνθρώπινο πολύ ἀνθρώπινο».  Τό πεντόσταγμα τῆς ὀρθόδοξης σωτηριολογίας κορυφώνεται στήν συγκλονιστική ρήση τοῦ Μαξίμου Ὁμολογητή: «Συγγνωστόν γάρ, οὐ τιμωρητόν, ἡ ἀσθένεια» (Συγχωρητέα ἠ  ἁμαρτία, ὂχι τιμωρητέα) (PG91,716C).

  Ἡ κρίση τοῦ Θεοῦ δέν ἐξισοῦται μέ κρίση ἀνωτάτου δικαστηρίου, ἐξ ἀντικειμένου ἀλάνθαστη, ἀλλά μέ  προσχώρηση στήν ἀγάπη Του καί βίωσή της ὡς καταλλαγή. Ἡ κρίση τοῦ Θεοῦ εἶναι κάτι πολύ περισσότερο ἀπό δεκανίκι ἣ καταφύγιο-εἶναι ἡ κρίση τῆς ἀγάπης Του.

 


 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου