Τοῦ Γιώργου Δημόπουλου
«Τό νά ἀντέχεις τήν μοναξιά καί, ἐπί πλέον νά
τήν ἀπολαμβάνεις, εἶναι μεγάλο προσόν». Ζόρζ Μπερνάρ
Σώ
Ὁ πατέρας ἦταν 82 χρονῶν ὅταν χώρισε ἀπό τήν
μάνα, μέ τήν ὁποία ἔκτοτε
συναντιόντουσαν σέ εὐχάριστα ἤ δυσάρεστα οἰκογενειακά γεγονότα, μέ τελευταία αὐτή
τῆς ὁριστικῆς ἀναχώρησης τῆς μητέρας. Φορτώθηκε ὄλα τά στραβά κι ἀνάποδα τῆς οἰκογένειας,
πῆρε παραμάζαλα τά μπογαλάκια του καί ἀποσύρθηκε σέ ἕνα χωριό τῆς Γορτυνίας μέ
δέκα ἀνθρώπους, στό χωριό πού γεννήθηκε.
Παιδιά, νύφες, γαμπροί, ἐγγόνια καί δισέγγονα, «τῆς Ἀστραπῆς καί τοῦ Κεραυνοῦ»,
τούς ἐπισκεπτόμαστε, στό Αἴγιο τήν μάνα,
στό Δρακοβούνι τόν πατέρα, ἀλλά ποτέ καί κανένας μας δέν
τούς ἔπιασε κουβέντα γιά τόν χωρισμό.
Ὁ Θεός τοῦ ἔδωσε ὑγεία γιά νά ζήσει ἄλλα 20 χρόνια μόνος, «τά καλύτερα τῆς ζωῆς μου», ὅπως χαριτολογῶντας συνήθιζε νά λέει. Τό πρωί, μετά τό πρωινό του, πυκνός κι ἀδιαπέραστος, ἔπινε τό καφεδάκι του στήν βεράντα,-τό ἀπολάμβανε ὅταν ἔβρεχε-, πάντα σκυφτός, σέ βαθύ συλλογισμό, ποτέ μελαγχολικός, τό ἕνα πόδι πάνω στ’ ἄλλο, συνοδείᾳ δύο-τριῶν Καρέλια. «Τό τσιγάρο σέ ρουφάει, σέ ἀπορροφάει, δέν τό ρουφᾶς ἐσύ, αὐτό σέ ρουφάει, ἔχει πάντα τήν γλύκα τῆς παιδικῆς τζόλας. Προτιμῶ τό τσιγάρο ἀπό τά λόγια ψευτοπαρηγοριᾶς», ἔλεγε.
Ἄν ὄμως ἦταν Κυριακή ἤ γιορτή, νηστικός καί ἄκαπνος
πήγαινε στήν Ἐκκλησία καί ἔκανε τόν καντηλανάφτη, τόν κωδωνοκρούστη, τόν
νεωκόρο, τόν ἐπίτροπο καί κυρίως τό παπαδάκι. Κατά τίς καθημερινές, ἄν εἶχε καλό καιρό, μετά τό πρωϊνό, πέρναγε ἀπό
τό νεκροταφεῖο, ἔκανε μιά μεγάλη βόλτα πρός τό Ρουσίκο, στήν ἐπιστροφή σκάλιζε,
ξεβοτάνιζε, φύτευε, περιποιόταν τό κηπαράκι του, παρέα μέ τήν γατούλα του, ἔβαζε πλυντήριο, φρόντιζε στοιχειωδῶς τά τῆς
καθαριότητας τοῦ σπιτιοῦ, ἐξαιρέτως νοιαζόταν γιά τήν διεκπεραίωση τῆς ἀλληλογραφίας
του, διάβαζε τήν ἐφημερίδα τῆς προηγούμενης μέρας, σεβόμενος δέ αὐστηρά καλογερικά
τήν νηστεία ἔφτιαχνε τό φαγάκι του ἀνάλογα,-μαγείρευε πολύ ὡραῖα-, ἔτρωγε, καί
στήν συνέχεια ἔπαιρνε ἕναν ὑπνάκο. Τό ἀπόγευμα πήγαινε στό καφενεῖο-μπακάλικο-ταβέρνα-πρόχειρο
ἰατρεῖο καί συναντοῦσε τούς ἄλλους πέντε-ἕξι κατοίκους τοῦ χωριοῦ, ἔπιναν τά κρασάκια
τους, ἔτρωγαν τόν μεζάκο τους, ὡς ἐπί τό πλεῖστον παστό χοιρινό, ἤ ὀμελέτα πού ἔκανε ὁ ξάδελφός του,
συζητοῦσαν τήν ἐπικαιρότητα,
διαπληκτίζονταν μόνο μέ τά μάτια, ἔπαιζαν κανά χαρτάκι, καί ἀποτραβιόταν
ὡς ἄλλος άναχωρητής στό κελί του. Συνδαύλιζε τό τζάκι του, διάβαζε λίγο ἀκόμα,
πίνοντας τό χαμομηλάκι του, ἔβλεπε ἤ ἄκουγε τά νέα καπνίζοντας τά καρελάκια
του, -ἀνάβοντάς τα μέ δαυλό-, ἔκανε τήν
προσευχή του, τίς ἐδαφιαῖες μετάνοιές του, καί πήγαινε νωρίς γιά ὕπνο, ἀφήνοντας
τό κλειδί στήν πόρτα «μήπως ἔρθει κανἐνας ἄσωτος», ὅπως ἔλεγε. Πρίν τόν πάρει ὁ
ὔπνος, τί νά σκεπτόταν; Τήν στέρηση, τίς
ἀπώλειες, τήν ματαίωση, τήν κόρη πού ἔφυγε
πρίν ἀπό αὐτόν, τόν «ἀλβανικό πόλεμο» καί τήν ὀπισθοχώρηση, τήν πυρπόληση ὅλου
τοῦ χωριοῦ ἀπό τοὐς κατακτητές Γερμανούς, τίς μετακινήσεις, τίς μετακομίσεις,
τίς ἀνάγκες ἐπιβίωσης, τά μίση τοῦ ἐμφύλιου διχασμοῦ πού ἀναμοχλεύονται
κομματικά τακτικά, τήν δυό φορές καταδίκη του σέ θάνατο, τήν φυγάδευσή του στήν
Τρίπολη, τίς δηώσεις, τήν ἀδυσώπητη συνοδεία πού ἀκολουθεῖ κάθε πόλεμο, τά ἐρείπια,
τήν κατάπτωση, τίς ξερριζωμένες εὐτυχίες, τίς μαραμένες ἐλπίδες, τό
ξανακτίσιμο, τήν ἀνακούφιση, τίς οἰκογενειακὲς
πτωχεύσεις, τούς κατατρεγμούς, τίς πολυεπίπεδες προκοπές, ἄλλα πού τά ἄφηνε νά κοιμοῦνται…; Ὅ,τι καί νά
σκεπτόταν ἦταν γεμᾶτος, ἤρεμος κι εὐτυχισμένος. Στίς
ὅποιες ὑλικές του ἐπιτυχίες ποτέ ὑπερφίαλος, ποτέ ξιπασμένος
καί στίς ἀποτυχίες του πάντα ψύχραιμα ταπεινός. Γνώριζε ό πρεσβύτης ὅτι
στήν ἔπαρσή του τό ἄτομο γίνεται πολυδύναμο·
στήν ἐξουθένωσή του ἐκπέμπει προσωπικό φῶς πού προηγεῖται κάθε σκοπιμότητας. Δέν φύτρωσαν
ποτέ στό στόμα του δόντια κοφτερά. Μάλιστα μέ τήν πάροδο τοῦ
χρόνου, εἶχε πιό ἔντονη τήν αἴσθηση τῆς
φθαρτότητας, γινόταν πιό γλυκύς, πιό καλοσυνᾶτος, πιό ὡραῖος,
μέχρι πού κερνοῦσε τά καλοκαίρια τόν ἄνθρωπο πού τόν καταδίκασε σέ θάνατο στόν ἐμφύλιο.
Ἡ ψυχή δέν εἶναι μέλος τοῦ σώματος εἶναι τό ῥῖγος τοῦ
σώματος.
(Ἕνας συνηθισμένος Σίσυφος τῆς
καθημερινότητας ἦταν ὁ πατέρας. Αὐτός, ἡ
μάνα, οἱ συγχωριανοί τους, οἱ συγγενεῖς τους, οἱ
δίπλα τους, οἱ ἀπέναντι, ὁ θεῖος, ἡ θεία, ὅλοι τους Θεῖοι, κοίταζαν τό
βράδυ τήν πέτρα νά κατηφορίζει σέ μερικές στιγμές πρός αὐτόν τόν χαμηλό κόσμο, ἀπ'
ὅπου ὅταν ζαρίσει ὁ ἥλιος, βαριά μά σταθερά, θά πρέπει νά τήν ἀνεβάσουν πάλι
στήν κορυφή.
Βλέπω ὅλη τήν προσπάθεια τοῦ τεντωμένου κορμιοῦ
τους, ν' ἀνασηκώνουν καθημερινά τήν πελώρια πέτρα, νά τήν γυρίζουν σπρώχνοντάς
τήν πρός τήν κορυφή, σέ μιά πλαγιά πού
τήν ἔχουν ἀνεβοκατέβει ἀμέτρητες φορές. Βλέπω στό συσπασμένο τους πρόσωπο, τό
κολλημένο πάνω στήν πέτρα μάγουλό τους,
τήν σύνεση μέ τήν ὁποῖα δέχονται τό μαρτύριό τους·
τήν σύνεση πού συμπληρώνει τήν ἴδια στιγμή τήν νίκη τους, καί τούς ἀκούω
νά ἀναφωνοῦν ἐν χορῷ μέ τόν Οἰδίποδα: "Παρά
τίς τόσες δοκιμασίες, τά γερατειά καί τό μεγαλεῖο τῆς ψυχῆς μου, μοῦ δίνουν τό δικαίωμα
νά κρίνω πώς ὄλα εἶναι καλά".(Καμύ).
Ὅλοι
μας συλλαβίζουμε διαβάζοντας τούς γεννήτορές μας. Ἔγραψαν μέ τό πνεῦμα καί τό αἷμα τους. Ἄξιον καί δίκαιον,
νά τούς γευθοῦμε, ἐξ ὅλης τῆς καρδίας
καί ἐξ ὅλης τῆς διανοίας μας).
Εὐρισκόμενος ἐργασιακά στό ἐξωτερικό ἔλαβα σῆμα
οἰκογενειακοῦ συναγερμοῦ ἀπό τήν
μικρότερη ἀδελφή. Μᾶς εἰδοποίησε ὅτι ὁ πατέρας μετά ἀπό πτώση ἔσπασε τό ἰσχίον, καί τόν πῆγε στό νοσοκομεῖο
τοῦ Ρίου.
Πέταξα καί ἔφθασα δίπλα του τήν μεθεπόμενη
μέρα, τόν πρόλαβα προεγχειρητικά. Χαμογέλασε μέ ὅλο του τό πρόσωπο ὅταν μέ εἶδε καί μετά μέ μάλωσε πού ἄφησα τίς
δουλειές μου καί ἦρθα νά τόν δῶ. Τί κάνεις πατέρα; τόν ρώτησα προσπαθῶντας νά κρύψω ἄτσαλα τήν ἀγωνία
μου. Γελάσαμε, τοῦ φίλησα τό χέρι, παράδοση οἰκογενειακή πού ἔρχεται ἀπό
μακριά, τόν ἀγκάλιασα, μοῦ χάιδεψε τό κεφάλι, καί μέ τράβηξε στήν
ἀγκαλιά του τρυφερά.
Τήν ἴδια μέρα ἔγινε ἡ ἐπέμβαση, τόν σήκωσαν
τήν ἐπόμενη, ἀρνήθηκε νά δεῖ τόν καθετῆρα
νοσοκόμα γυναίκα, καί ὅσο διαρκοῦσε ἡ ἀναζήτηση ἄντρα νοσοκόμου, σιγόψελνε τό ἀπολυτίκιο
τῆς Ἁγίας Τριάδας, ἀργοκλείνοντας τά μάτια κουρασμένα, γιά νά καταλάβω ὅτι πῆρε
τό δρόμο γιά «τό ἐπόμενο κεφάλαιο τῆς ζωῆς του», ὅπως τοῦ ἄρεσε νά λέει. Πέθανε ἤσυχα, καί μέ μιᾶς κατάλαβα τί θά πεῖ
ἀκριβῶς «θανάτῳ θάνατον πατήσας».
Στό πρόσωπο τοῦ νεκροῦ πατέρα δέν ἀντίκριζα τήν σιωπή τοῦ θανάτου, ἀλλά
τόν ἴδιο τόν πατέρα στήν γαλήνη τῆς θεατῆς του αἰωνιότητας· ὁ πατέρας ἀπέκτησε
μέ μιᾶς κάτι μετάρσια ἀνέκφραστο, ἔγινε ψυχούλα. Δέν διέκρινα στό πρόσωπό του
τήν σβησμένη ὄψη κάποιου πού ἄλλοτε «περιπάταγε
καί βρόνταγε», ἀλλά τήν ἄχρονη παρουσία του, τήν ψυχική του ταυτότητα.
Τίποτε ἀναμνηστικό προσδοκίας, κινήσεως, ἐπιθυμίας, ὁρμῆς, ἀγωνίας, περισκέψεως
τῆς ἐν χρόνω βιοτῆς δέν ὑφίστατο στήν ἀπεραντοσύνη τοῦ θανάτου του, πού ὡστόσο, ὡς Οὐρανοπολίτης ἔκτοτε,
μετέχει τοῦ εἶναι καί παρίσταται εἰς
μνημόσυνον αἰώνιον.
Δημοσιεύτηκε στό περιοδικό «Δέκατα», Τεῦχος 73ο
Ε , τι να πεις για το κείμενο αυτό …
ΑπάντησηΔιαγραφήΜεγαλη τιμη που ειμαι εγγονη του!!!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΗΤΑΝ, ΕΝΑΣ ΔΩΡΙΚΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ
ΑπάντησηΔιαγραφή