Εἰσαγωγικά
Μήπως «ἡ κακία» ἐντός τῶν τειχῶν, στήν ὁποία ἀναφερθήκαμε στίς ἀμέσως προηγούμενες ἐπιφυλλίδες, εἶναι τό σύμπτωμα ἑνός διαχρονικοῦ τραύματος τῆς ἑλληνικῆς ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, καί πιό συγκεκριμένα τῆς ἐσκεμμένης πολιτισμικῆς καί κοινωνικῆς ὑστέρησης τῶν κληρικῶν της; Δέν τό ἐκλαμβάνω ὡς ἐλαφρυντικό ἀλλά ὡς ἐξήγηση.
Ἡ ὑπόθεση ἐργασίας αὐτῆς τῆς ἐπιφυλλίδας θά μποροῦσε νά διατυπωθεῖ ὡς ἑξῆς: ἡ ἱστορία τῆς Ἑλληνικῆς κοινωνίας σήμερα διατρέχεται κοινωνιολογικά ἀπό τρεῖς θεμελιώδεις τύπους τοῦ δημόσιου χώρου: τό «χωριό» τήν «πόλη» καί τήν «μεταπόλη».
Πρόκειται γιά ἰδεότυπους καί ὡς ἐκ τούτου δέν ὑπόκεινται σέ γεωγραφικό ἀλλά σέ ἰδεολογικό-ψυχολογικό ὁρισμό, γι’ αὐτό δέν παρουσιάζουν ἀμιγῆ χαρακτηριστικά. Ὃλοι τους διακρίνονται τόσο άπό τά κατάλοιπα τοῦ ἱστορικά προηγηθέντα ἀλλά καί ἀπό τούς ἀκολουθούμενους προπομπούς. Ἡ ἐντυπωσιακή ποικιλία ἀνθρώπων δικαιολογεῖ στήν ὓπαρξη ἀνθρώπων πού προηγοῦνται τῆς ἐποχῆς τους καί ἂλλων πού ἒπονται.
Στήν ἐποχή μας ἒχει ἀρχίσει νά ἐμφανίζεται μιά ἐξέλιξη τῆς νεωτερικῆς «πόλης» ἡ «μεταπόλη», ἡ ὁποία καί αὐτή συνιστᾶ κυρίως τρόπο ζωῆς. (Διασύνδεση ἀνθρώπων χωρίς νά ὑπολογίζονται οἱ γεωγραφικοί περιορισμοί, ἐμφάνιση τοῦ κυβερνοχώρου, προτεραιότητα ἡ ὀπτική ἐντύπωση καί οἱ αἰσθήσεις ἒναντι τοῦ μυαλοῦ, κοινωνία τοῦ θεάματος, χαλάρωση τῆς ἱεραρχίας…).
Ποιά ἦταν ἡ πορεία τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος κατά τήν διαδρομή αὐτῶν τῶν τριῶν χρονικῶν περιόδων;
Ἀραγής καί πάγια ἡ pax byzantina μένει αἰώνια. Εἶναι ἀκόμη ἀδιανότητη ἡ ὓπαρξη εὐνομούμενης ἐκκλησιαστικῆς πολιτείας. Οἱ μἠ δεχόμενοι τήν ἒνταξή τους, θεωροῦνται αὐτοδίκαια ὡς πολιτικά ἀνυπότακτοι ἀποκλεισμένοι ἀπό τόν ἐκκλησιαστικό χῶρο τῆς δεσποτείας πού ἀπαιτεῖ ὑποταγή ἀκόμη καί στά νεύματα τοῦ κληρικοῦ. Ἡ μή ὑποταγή τοῦ πιστοῦ ἐπιφέρει τό ἒγκλημα τῆς καθοσίωσης, τό πνευματικό ἀδίκημα τῆς ἀνυποταγῆς, ἐγκαινιάζοντας κλίμα ἀνευλεύθερης σκέψης καί συνεχοῦς ἀσφυκτικοῦ ἐλέχγου. Ὃπως γνωρίζουμε ἡ θεσμική περιθωριοποίηση ἀνυπάκουων ἐφαρμόστηκε καί στήν Δύση, μέχρι φρίκης, γιά λόγους πού σχετίζονται μέ τήν ἀντίστοιχη θεολογία.
Στήν πραγματικότητα αὐτό πού τροφοδοτεῖ τήν ἀγανάκτηση τῶν κληρικῶν εἶναι ἡ ἀνάδειξη τῆς φιλόδοξης ἱκανότητας τοῦ ἀνθρώπου, πού τοῦ ἐπιτρέπει νά κρίνει τό ἐκκλησιαστικό σύστημα.
Μπορεῖ ἡ Ἐκκλησία νά ἐκχριστιάνισε τήν Πολιτεία, ἀλλά ἡ Πολιτεία μπόλιασε τήν διοικοῦσα Ἐκκλησία, τούς κληρικούς της, μέ συμπεριφορές, μᾶλλον μέ τάσεις ὁμογενοποίησης τῆς κοινωνίας. Ἀκόμη καί σήμερα οἱ παραπάνω παραφθορές ἀποτελοῦν κυρίαρχη ἰδεολογία καί εὐκτέο ποθούμενο μεταξύ τῶν κληρικῶν. (Μέ τούς Γεροντάδες, τήν ἐξομολόγηση, τό χειροφίλημα…)
Μέ τήν ἳδρυση τοῦ νεοελληνικοῦ κράτους ἐμφανίζονται οἱ λειτουργίες τῆς «πόλης». Πρωτόγνωροι πολιτικοί θεσμοί, σύνταγμα, καθολική ψηφοφορία, μή θεοκρατική νομοθεσία καί δικαιοσύνη, τύπος, καί πρός παντός ἐλεύθερη γνώμη. Ἀναμφίβολα αὐτές οἱ λειτουργίες παρά τίς ἀτέλειές τους εὐνοοῦν κατά πολύ τήν νεωτερική «πόλη», ἡ ὁποία ἐνθαρρύνεται σήμερα ἀπό τήν πολυεπίπεδη ὢσμωση τῆς Χώρας μας με τήν Δύση.
Τίς ἐξελίξεις αὐτές ἡ ἑλλαδική Ἐκκλησία δέν στάθηκε ἰκανή νά παρακολουθήσει, παρά τό γεγονός ὃτι ἒχει ὁριστικά καί ἀμετάκλητα μεταβληθεῖ ὁ ἰδεότυπος τοῦ Δημόσιου χώρου. Ἐξακολουθεῖ νά θέλει ὡς ἀναφαίρετο δικαίωμα της, τόν καθορισμό τῆς νομοθεσίας, τήν ἐπιβολή ποινῶν σέ ἂθεους, ἐναντίον τῶν αἰρετικῶν, νά ἒχει εὐνοϊκή ἀντιμετώπιση ἒναντι ἂλλων θρησκειῶν, προσεταιρίστηκε τήν Δεξιά και τήρησε ἐχθρική στάση πρός τήν Ἀριστερά, …Ἡ ἰσονομία τῶν πολιτῶν ἀμφισβητεῖται ἀνοιχτά. Στήν πραγματικότητα πρόκειται γιά μιά ἀγωνιώδη νοσταλγική στάση, κατά τήν ὀποία ὀ ἐπιθυμητός ἰδεότυπος δημοσίου χώρου εἶναι ἡ βυζαντινή Αὐτοκρατορία. Ἒρχεται φυσικό νά ἀντιδροῦν βίαια οἱ κληρικοί μας ἐπειδή ζοῦν στήν «μεταπόλη» ἢ καί στήν «πόλη» ἀκόμη, ἀπαιτώντας ἀπό τόν κόσμο γύρω τους νά ἀνατρέψει τήν ἱστορία καί νά παραμείνει στόν ἰδεότυπο τοῦ «χωριοῦ», προκειμένου νά ἒχουν ὡς κληρικοί προνομιακή θέση.
Ποιά εἶναι τά σημάδια τῆς ἀναχροντιστικῆς ἀσυμβατότητας τῆς Ἐκκλησίας στόν δημόσιο τοπικό χῶρο;
Παρατηρεῖ κανείς σωρεία συμπτωμάτων τά ὁποῖα δέν εἶναι δυνατόν νά ἀποδοθοῦν μόνο σέ «κακία» ἢ στόν «ἂφθονο φθόνο» τῶν κληρικῶν. Εἶναι κοινό μυστικό στήν τοπική Ὀρθόδοξη κοινότητα ὃτι ὁποιοσδήποτε τολμήσει νά κάνει ὃτι διαφοροποιεῖται στό ἐλάχιστο ἀντιμετωπίζεται μέ εἰρωνεία, σκαιότητα, ἀπομόνωση, διωγμούς, ἐνῶ οὐδόλως εὐνοεῖται ὁ ἒντιμος διάλογος μεταξύ τῶν μελῶν.
Τό κουτσομπολιό, ἡ διασπορά εἰδήσεων καί φημῶν, ( μοῦ εἶπε κάποιος, κάποια κυρία, τό ἂκουσες τί λένε γιά τόν τάδε; Κατά κύριον λόγον περί τά σεξουαλικά…) εἶναι ἀρκετά δημοφιλής, ἐκφράζοντα μᾶλλον τήν ψυχολογική ἀνάγκη ὁλοκληρωτικῆς κατάληψης, κάτι πού ὑποκρύπτει τήν φαντασίωση μονοφωνικοῦ σώματος. Ἐπί πλέον ἡ ἀπουσία ἐσωτερικῆς αὐτοκριτικῆς πού καί ὃταν ἐπιχειρεῖται θυμίζει τήν συσπείρωση τοῦ σογιοῦ ἢ τῆς φατρίας (ἂς μήν ξεχνᾶμε ὂτι τό σόι ἀποτελεῖ θεμελιώδη ψυχολογική μονάδα τοῦ ἰδεότυπου μικρῆς κλειστῆς κονωνίας τοῦ «χωριοῦ»).
Ἡ ἐκτεταμένη μάλιστα ἀδιαφορία τοῦ ἐπισκόπου καί τῶν κληρικῶν γιά τήν νομιμότητα, εἲτε ἐκκλησιαστική εἲτε κοσμική, μαρτυρᾶ τήν αἲσθηση πού ἒχουν ὃτι βρίσκονται ὑπεράνω τοῦ νόμου. Καί ὂντως δέν ὐπολογίζουν τόν Νόμο: ὑπόθεση τῆς ἀρχαιοκαπηλίας Εἰκόνας στήν Μύκονο, ἡ κλοπή νεκροκεφαλῆς ἀπό ἀνδριῶτες κληρικούς…
Ἡ ἀνάγκη κοινοτικῆς Εὐαγγελικῆς ταυτότητας διαγράφεται παντελῶς, ἀπό τήν αὐταρχική δεσποτεία, παίρνοντας τήν μορφή, τῆς ἀλληλέγγυας στούς ὑπάκουους. Ὃμως ἡ συνειδητή ἂρνηση κάποιων νά διαμορφώσουν προσωπική δημόσια γνώμη, δεδομένο ἀπολὐτως ἀπαραίτητο σύστασης ἀληθινῆς κοινότητας, εἶναι ἓνα φαινόμενο πού ἀγγίζει τήν μέχρι φρίκης θεσμική περιθωριοποίηση τῆς ἀξιοπρέπειας.
Ἡ σύγχρονη Τῆνος φαίνεται νά ἀποτελεῖ μωσαϊκό καί τῶν τριῶν ιδεοτύπων σέ βαθμό μεγαλύτερο τῆς ὑπόλοιπης Ἑλλάδας καί φυσικά μεγαλύτερο ἀπό ὁποιαδήποτε ἂλλη Εὐρωπαϊκή Χώρα.
Δέν πρέπει νά μᾶς διαφεύγει ὃτι στό ἲδιο σπίτι στεγάζονται ἂτομα πού ἀντιλαμβάνονται ριζικά διαφορετικά τόν δημόσιο χῶρο, μιά ἀπόκλιση στήν ὀποία συμβάλλουν ἡ ἡλικία, ἡ ἐκπαίδευση, ἡ ἀνατροφή, ἡ προσωπικότητα, οἱ προκαταλήψεις, οἱ ψυχικές ἂμυνες, ὁ μιμητισμός, καί πολλοί ἂλλοι παράγοντες.
Τό τοπίο αὐτό δημιουργεῖ σημαντικές ποιμαντικές δυσκολίες ἡ βαρύτητα τῶν ὁποίων δέν ἒχει ἀπασχολήσει σοβαρά τήν τοπική Ἐκκλησία. Ἀντιλαμβανόμαστε πόσο τραγικό καταλήγει ὃταν κληρικοί τοῦ πρώτου ἰδεότυπου καλοῦνται ἢ ἐπιχειροῦν νά ποιμάνουν ἀνθρώπους τοῦ τρίτου.
Γιά νά μάθει κανείς τόν τρίτο ἰδεότυπο πρέπει ὑποχρεωτικά νά περάσει ἀπό τόν δεύτερο, μέ τόν χρόνο πλέον νά ἒχει περιοριστεῖ δραματικά. Διαφορετικά ὁ μόνος ἂλλος δρόμος εἶναι αὐτός τῶν τρομοκρατῶν ἰσλαμιστῶν, οἱ ὁποῖοι ζοῦν ψυχολογικά καί κοινωνικά στόν θεοκρατικό ἰδεότυπο τοῦ χωριοῦ τῶν μουλάδων, καί χρησιμοποοῦν ἂνετα μεθόδους τῆς κοινωνίας τοῦ θεάματος γιατί γνωρίζουν ὃτι ἀπευθύνονται στήν «μεταπόλη».
Ἡ κοινωνιολογία μᾶς βοηθᾶ γιά ἀσφαλεῖς γνωματεύσεις, ἀλλά κάποια στιγμή ἒρχεται ἡ ὣρα τῆς ἀγωγῆς. Στήν συγκεκριμένη στιγμή τό μυαλό μου πάει στόν πρώην Ἀρχιεπίσκοπο Ἀμερικῆς Δημήτριο, στήν τολμηρή ἑρμηνεία του, στό παύλειο: «Ἐλεύθερος γὰρ ὢν ἐκ πάντων πᾶσιν ἐμαυτὸν ἐδούλωσα, ἵνα τοὺς πλείονας κερδήσω· καὶ ἐγενόμην τοῖς Ἰουδαίοις ὡς Ἰουδαῖος, ἵνα Ἰουδαίους κερδήσω· τοῖς ὑπὸ νόμον ὡς ὑπὸ νόμον, ἵνα τοὺς ὑπὸ νόμον κερδήσω· τοῖς ἀνόμοις ὡς ἄνομος, μὴ ὢν ἄνομος Θεῷ, ἀλλ᾿ ἔννομος Χριστῷ, ἵνα κερδήσω ἀνόμους· ἐγενόμην τοῖς ἀσθενέσιν ὡς ἀσθενής, ἵνα τοὺς ἀσθενεῖς κερδήσω· τοῖς πᾶσι γέγονα τὰ πάντα, ἵνα πάντως τινὰς σώσω». (Α΄Κορ.9:19-21).
Μέ αὐτή τήν θυσιαστική διακήρυξη ὁ ἐπίσκοπος, ὁ κληρικός τοῦ Εὐαγγελίου, συναγάγει τήν ἀνάγκη νά καλλιεργήσει ὀ χριστιανός ἓναν ἐσωτερικό πλουραλισμό προκειμένου νά γίνει ἱκανός νά κατανοεῖ καί νά «προσλαμβάνει» τούς συνανθρώπους του: «Τό νά γίνει κανείς τά πάντα γιά ὃλους τούς ἀνθρώπους ἀπαιτεῖ μιά πράξη προσωπικῆς κένωσης, ἓνα ἂδειασμα πού ἀκολουθεῖται ἀπό ἓνα ταξίδι στά βάθη τῆς ἀνθρωπιᾶς του γιά νά ἀνακαλύψει τήν πληρότητα καί τήν ποικιλία τῆς ἐξαιρετικῆς μας φύσης ὡς δημιουργημάτων πού εἲμαστε, ἑνός ἀσύλληπτου μεγέθους Θεοῦ… Γιά τόν Παῦλο, οἱ πλουραλιστικές συναντήσεις τῆς ἀποστολικῆς του διακονίας γίνονται τό μέσον γιά βαθύτερη ὁμοίωση τοῦ δικοῦ του προσώπου μέ τόν Χριστό».
Ἀποπεραιώνω μέ τόν πατερικό μας π. Βασίλειο Θερμό παιδοψυχίατρο: «Ἀλλά γιά νά βρεῖ τήν δύναμη καί τήν σοφία νά κατέβει κάποιος στόν δημόσιο χῶρο τῆς ἐποχῆς του προκειμένου νά κηρύξει και νά μαρτυρήσει Ἰησοῦ Χριστό, χρειάζεται προηγουμένως νά ἀντλεῖ ἀπό τήν σχέση του μέ Αὐτόν τήν δύναμη ἐκείνη καί τήν πεποίθηση πού τοῦ ἐπιτρέπουν νά αἰσθάνεται τήν ἱστορία ὡς κατοικία του, ὁποιοσδήποτε καί νά εἶναι ὁ δημόσιος χῶρος στόν ὁποῖο ζεῖ. Τό μέλλον τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας φαίνεται νά βρίσκεται στήν ἱκανότητα τῶν μελῶν της νά ἀρύονται τήν ταυτότητά τους άπό τόν Ἱδρυτή της καί ὂχι ἀπό τά «δεκανίκια» τῶν μορφωμάτων τά ὁποῖα ἀποκρυστάλλωσε ἡ ἱστορία».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου