Θά ἢθελα νά ἒχω σκηνοθετικές ἰκανότητες, πού άκόμη καί ὁ Μπέργκμαν μπροστά μου νά ὠχριᾶ.
Θά ζούμαρα μέ μεγάλη λεπτομέρεια στίς ἐπιμέρους καθημερινές μας σχέσεις, σέ ἐκεῖνα τά μικρά μά τόσο σημαντικά βλέμματα πού ἐκφράζουν τά πιό μύχια συναισθήματα, καί τοῦτο πολυεπίπεδα.
Κυρίως στίς διαφορετικές ἐκδοχές ἀνθρώπων πού προσπαθοῦν νά ζήσουν, σέ μιά ὁμοιογενῆ κατά τά ἂλλα συνθήκη, ὃπου ἡ βία συναντᾶ τήν ἀγάπη, πολλές φορές τήν ἲδια στιγμή.
Θά εστίαζα στήν προσαρμοστικότητά μας, στις φριχτές παρορμήσεις μας, αὐτές πού φέρνουν τούς πολέμους, πού φέρνουν τίς ἐπιθέσεις, πού ἂλλες φορές ἒρχονται σέ ἐμᾶς κατά τρόπο φυσικό, καί πού ὃταν καταφέρνουμε νά περάσουμε ἀπέναντι, ἀρχίζουμε νά ξεχνᾶμε καί νιώθουμε ἀσφαλεῖς.
Θά ἒστρεφα τόν φακό κατά τρόπο πού νά μπορεῖ κανείς νά δεῖ τίς πολιτικές προεκτάσεις καί τόν τρόπο πού οἱ κοινωνικές δομές λειτουργοῦν καί ἀντιδροῦν σέ αὐτή τήν συνθήκη· μόνιμης κρίσης οὐσιαστικά.
(Με εντυπωσιάζουν αὐτές οἱ μικρές στιγμές τοῦ θυμοῦ τοῦ ἀνθρώπου πού θέλει νά κάνει κακό στούς ἂλλους καί ἒμμεσα στόν ἑαυτό του. Κάτι πού μπορεῖ νά μεγαλώσει καί νά ὁδηγήσει σέ μιά πολύ μεγαλύτερη σύγκρουση, ἡ ὁποία ἀνακυκλώνεται γιά πάντα. Τό ἐρώτημα πού θέλω νά ἐξερευνήσω περισσότερο εἶναι πότε καί πῶς αὐτό σταματᾶ. Αὐτό, στό τέλος τῆς ἡμέρας, ἀναδεικνύεται σέ πολιτική ἐρώτηση. Ἀλλά γιά εμένα πάντα ξεκινᾶ ἀπό τό προσωπικό, τό ἀνθρώπινο).
Θά προσπαθοῦσα νά παρουσιάσω μέ εἰλικρίνεια τόν ἀνθρώπινο χαρακτῆρα. Ὃταν παρακολουθεῖς ἀνθρώπους νά κάνουν κάτι, βλέπεις τήν ἀμφισημία. Ὃταν εἶναι μόνοι τους, εἶναι εἰλικρινεῖς, ὃταν εἶναι μέ ἂλλους, λένε ψέματα. Γιατί, ἀκόμα καί ἂν θεωροῦν ὃτι κάνουν τό σωστό, ὑποψιάζονται πώς οἱ ἂλλοι θά ἒχουν ἂλλη ἂποψη.
Δέν θά ἐπιχειροῦσα νά δημιουργήσω σασπένς, ἀλλά θά βύθιζα σταδιακά τόν θεατή μέσα στόν λαβύρινθο τῆς ψεύτικης εἰκόνας, τήν ὁποία ὡς ἂτομα σερβίρουμε ἀκόμη καί στούς πολύ κοντινούς μας ἀνθρώπους. Θά ἒφερνα τά σημάδια τῆς ἐξαπάτησης τοῦ ἑαυτοῦ μας, ἀπό ἐμᾶς τούς ίδιους, ἀλλά καί τά ἒκτυπα τῆς ματαιοδοξίας μας σέ πρῶτο πλάνο, μέ πιό ἐνδιαφέρον τό φιλοσοφικό σχόλιο περί ἀλήθειας καί ψέματος. Πῶς δηλαδή τά ὃρια μεταξύ μυθοπλασίας καί πραγματικότητας συχνά θολώνουν, πού ἀκόμη καί ἡ ἲδια ἡ Ἱστορία γίνεται ἀντικείμενο ἀμφισβήτησης, ἂν ὂχι ξεκάθαρης ἀλλοίωσης.
Θά ἀποτύπωνα ὂχι τήν λαμπερή ὂψη τοῦ κόσμου μας, ἀλλά τόν κόσμο τῆς φτώχειας, τῆς ἀνισότητας, τῶν μεταναστῶν, τοῦ περιθωρίου, μέ τήν Ἑλλάδα, νά βρίσκεται στήν θέση «κυνηγημένου ζώου».
Θά ἐστίαζα στίς ὁμιλοῦσες κεφαλές τοῦ κοινοβουλίου, τῆς τηλεόρασης, τήν στιγμή πού ἀνταλλάσσουν ἀνοησίες καί πῶς αὐτές ἀκαριαῖα γίνονται φέιγ-βολάν στήν διψασμένη γιά ἀνακρίβειες ἀρένα τῶν κοινωνικῶν δικτύων.
Ἡ Ἑλληνική φιλοσοφική πυξίδα λέει ὃτι οἱ ψεῦτες εἶναι διεφθαρμένοι, ἀλλά οἱ παραπάνω κοινωνικοί χαρακτῆρες, λένε ψέματα, ἐπειδή δέν ἒχουν τίποτε ἂλλο νά προσφέρουν.
Θά ξεσκέπαζα τήν καθημερινή πορνογραφία τῆς βίας, τήν ὑστερία της, τήν φλυαρία τῶν δημοσιογράφων, τήν μαγική σκέψη τῶν παπάδων, τήν ἀπόλυτη κοινοτυπία ὃλων μας.
Θά ἀποτύπωνα τήν καρδιά τῆς σκοτεινής προέλευσης καί τῶν ἀμφιλεγόμενων τακτικῶν, στό ποῦ καί πῶς τοῦ κολοσσιαίου πλούτου, τῆς σύγχρονης ὑπέρ-ἐλίτ πού τῆς έδωσε το δικαίωμα να συμπεριφέρεται παιδαριωδώς.
Θά ἒκανα ἓνα σοκαριστικό σενάριο γιά τούς «κατέχοντες» καί τούς «μή ἒχοντες», καί θά ἐστίαζα στά δεινά τοῦ νεοφιλελευθερισμοῦ, μέ μιά λοξή ματιά σέ μιά οἰκογένεια στά ὃρια τῆς ἐξαθλίωσης, καθώς «εἰσβάλλει» στόν μικρόκοσμο ἑνός εὒπορου σπιτικοῦ, ζῶντας στήν σκιά του. Γελοῖοι ἂνθρωποι, ἂπληστοι, ἀλλά καί τρυφεροί ἐμπλέκονται σέ ἲντριγκες, ἀνταγωνισμούς, σχέσεις σκοπιμότητας, ἀλλά καί ἀληθινούς ἒρωτες.
(Ὁ πλοῦτος διαφθείρει, ναί, ἀλλά πόσοι ἀπό ἐμᾶς πού δεν εἲμαστε πλούσιοι, δέν εἲμαστε λίγο ψώνια, λίγο ἀντιπαθεῖς, ξιπασμένοι καί εὐάλωτοι, ἀστεῖοι, ἐξοργιστικοί, κάποιοι ἀνώτεροι στό παιχνίδι τῆς ἰσχύος, ἂλλοι μονίμως ἐγκλωβισμένοι, διαρκῶς ἐκβιαζόμενοι, καί γιατί ὂχι ὃλα μαζί· ὃπως ὃλοι μας, δηλαδή).
Στόν θρόνο της σαπισμένης αυτοκρατορίας, πολιτικῆς, οἰκονομικῆς, πληροφόρησης, θά άνέβαζα ἒνα «ἂδειο κοστούμι». Έναν ἀκόμη ἐλεεινό ἀριβίστα χωρίς σωστό ἐπίθετο, δανεισμένο ἀπό τόν πατέρα του, δοσμένο ἀπό τό κόμμα, παραχωρημένο ἀπό τόν πλουτακράτη, ἂχρις οὓ, πού θά ἀγαπάει περισσότερο τόν τρόπο ζωῆς του παραπάνω ἀπό τήν γυναίκα του, ἀκόμη πιό πολύ καί ἀπό τήν ἐρωμένη του.
Ὁ ἑπόμενος πού θά ἒρθει θά εἶναι σίγουρα χειρότερος. Θά ἒχει ἐξουσία καί χρήματα, ἀλλά αὐτά πᾶνε μαζί μέ πολλές πληγές. Καί γιά τήν γυναίκα ἰσχύει: Θα εἶσαι ὂμορφη καί ἐπιτυχημένη, ἀλλά θά σέ θέλουν γιά τά λεφτά σου. Θά εἶσαι παντοδύναμη πολιτικά, ἐπαγγελματικά, ἀλλά στά προσωπικά σου θα πιάνεις πάτο.
Ὡς σκηνοθέτης, μέτρ ἑνός σινεμά πού ἀρνεῖται νά ὑποκύπτει στίς συμβάσεις, θά στρεφόμουν γύρω ἀπό τήν φήμη, θά ἐστίαζα στίς διπλές ταυτότητες, τίς διαφορετικές, τόν φθόνο, τήν ματαιοδοξία, τό παράδοξο καί πολλά ἀκόμη πού διαπιστώνει κανείς στίς καθημερινές δημόσιες ἀναφορές μας.
Γεμάτη διπλές ταυτότητες, νά εἶναι αὐτή ἡ πιό ζοφερή καί τρομακτική ταινία μου ἀλλά καί ἡ πιό συναισθηματικά ἐπώδυνη. Ἓνας σκοτεινός καθρέφτης ὃπου τά ὂνειρα μετατρέπονται σέ ἐφιάλτες, μέ πιό ἐπικίνδυνες τίς οἰκολογικές καί πνευματικές καταστροφές πού στοιχειώνουν αὐτό τό «ἀλωνάκι».
Θά μιλοῦσα γιά ὃσα χρειάζονται γιά νά γίνει ὁ καθένας μας ἡ καθεμιά μας αὐτό πού τελικά εἲμαστε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου