Ὁ θεσσαλικός μῦθος τοῦ Τριόπα μᾶς ἒχει χαθεῖ. Τό μόνο πού γνωρίζουμε γι’ αὐτόν εἶναι τά γενεαλογικά του στοιχεῖα κι αὐτά ἀντιφατικά. Ἦταν γιός τοῦ Ποσειδῶνα καί τῆς Κανάκης, τῆς κόρης τοῦ Αἰόλου, καί πατέρας τῆς Ἰφιμέδειας πού γέννησε ἀπό τόν Ποσειδῶνα τόν Ὦτο καί τόν Ἐφιάλτη. (Θεογονία, Ἀλωάδες). Ἂλλη παράδοση τόν θεωρεῖ γιό τοῦ Ἡλίου, καί ἂλλη γιό τοῦ Λαπίδη καί ἐγγονό τοῦ Ἀπόλλωνα.
Γιά τόν γιό τοῦ Τριόπα, τόν Ἐρυσίχθονα, ξέρουμε περισσότερα πράγματα: Στήν Θεσσαλία, στόν κάμπο τοῦ Δωτίου, ὃπου βασίλευε, οἱ Πελασγοί κάτοικοι εἶχαν ἀφιερώσει στήν Θεά Δήμητρα ἓνα πυκνό ἂλσος άπό πεύκα, φτελιές, ἀχλαδιές, μηλιές καί ἂλλα δέντρα. Κάποτε ὃμως ὁ νεαρός βασιλιάς θέλησε νά μεγαλώσει τό παλάτι του χτίζοντας μιά μεγάλη αἲθουσα γιά τά συμπόσιά του. Ἀπό κάποιον κακό δαίμονα σπρωγμένος πῆρε μαζί του εἲκοσι χεροδύναμους δούλους καί πῆγε στό ἂλσος τῆς θεάς γιά νά κόψει ξύλα πού τοῦ χρειάζονταν γιά τήν στέγαση τῆς καινούργιας του αἲθουσας. Ἐκεῖ διάλεξε μια πανύψηλη λεύκα και πρόσταξε τούς δούλους του νά τήν ρίξουν κάτω. Ἂδικα ἡ Δήμητρα παίρνοντας τήν μορφή ἡλικιωμένης ἱέρειάς της, δοκίμασε νά τόν συγκρατήσει θυμίζοντάς του πώς τά δέντρα ἐκεῖνα εἶναι ἱερά. Ἐκεῖνος ἀγρίεψε καί ἀπείλησε, ἂν δοκίμαζε νά τόν συγκρατήσει θά τήν σκοτώσει μέ τό τσεκούρι πού κρατοῦσε. Θυμωμένη ἡ Δήμητρα πῆρε ξαφνικά τήν θεϊκή της μορφή, καί, ἐνῶ τά πόδια της πατοῦσαν στήν γῆ, τό κεφάλι της ἂγγιζε τόν οὐρανό. Οἱ δοῦλοι τό ἒβαλαν στά πόδια τρομαγμένοι. Γνωρίζοντας ὃμως ἡ Θεά ὃτι δέν ἒφταιγαν σέ τίποτα ἀκόμη καί ἂν ὑπάκουαν στήν διαταγή τοῦ κυριου τους, δέν τούς πείραξε καθόλου. Μόνο γύρισε στόν Ἐρυσίχθονα καί τοῦ εἶπε: «Χτίσε, σκύλε, τήν τραπεζαρία πού ἐπιθυμεῖς· θά χρειαστεῖ ἀλήθεια νά τρῶς πολύ συχνά ἐκεῖ μέσα» καί τόν καταράστηκε τό μυαλό του νά τό ἒχει συνεχῶς στό φαγητό, νά νιώθει ἀδιάκοπη πείνα, χωρίς ποτέ να μπορεῖ νά τήν κορέσει.
Ἒτσι ἂρχισε τό μαρτύριο τοῦ Ἐρυσίχθονα: εἲκοσι μάγειροι τοῦ ἐτοίμαζαν φαγητό, δώδεκα δοῦλοι τόν κερνοῦσαν κρασί, χωρίς νά τόν προφταίνουν. Τοῦ κάκου ὁ Τριόπας μαδοῦσε τά ἂσπρα του μαλλιά καί παρακαλοῦσε τόν πατέρα του τόν Ποσειδῶνα νά τοῦ παρασταθεῖ. Σέ λίγο οἱ γονεῖς ἒπαψαν νά τόν στέλνουν στίς φιλικές τους οἰκογένειες, ὃταν τόν προσκαλοῦσαν σε γεῦμα, μέ τήν πρόφαση πότε πώς ἒλειπε σέ ἂλλη πολιτεία, πότε πώς εἶχε πληγωθεῖ στό πόδι, πότε πώς εἶχε πέσει ἀπό τό ἂλογο, πότε πώς ἒβοσκε τά κοπάδια, στήν Ὂρθη· γιατί μέ τήν πεῖνα πού τόν βασάνιζε φοβόνταν πώς οἱ ἂλλοι καλεσμένοι δέν θά πρόφταιναν να βάλουν μπουκιά στό στόμα τους. Ἒτσι τό παλάτι-γονεῖς, ἀδελφές, δοῦλοι -εἶχε βουλιάξει στό πένθος.
Στό μεταξύ εἶχαν δώσει στόν Ἐρυσίχθονα τό ἐπώνυμο Αἲθων (ἀπό τό αἲθω=καίω), γιατί, ὃπως ἡ φωτιά φουντώνοντας τά τρώει ὃλα στίς φλόγες της, ἒτσι καί ἐκεῖνος σέ λίγο καιρό εἶχε φάει ὃλα τά κοπάδια τοῦ πατέρα του, πρόβατα, γίδια, ἀγελάδες, ἂλογα ἀκόμη καί τά μουλάρια καί τίς γάτες. Παρ’ ὃλα αὐτά ὁ ἂμοιρος ὃσο ἒτρωγε, τόσο καί ἀδυνάτιζε, ὣσπου κατάντησε πετσί και κόκαλο. Ὃταν ὃμως δέν ἀπόμεινε τίποτε πιά νά ἒχουν νά τοῦ δώσουν οἱ δικοί του, ὁ κόσμος εἶδε τόν Ἐρυσίχθονα νά βγαίνει στά τρίστρατα καί νά ζητιανεύει ἀκόμη καί μιά μπουκιά, ἀκόμη καί τά ἀποφάγια τῶν ἂλλων.
(Ἑλληνική Μυθολογία, Τόμος 3ος, σσ. 122-123, Ἐκδοτική Ἀθηνῶν).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου