(Παραπληρωματική παρέμβαση τοῦ ἀμέσως προηγούμενου).
Εἶναι ξεκάθαρο πώς ἡ πορνεία ἒχει διαμορφώσει σέ σημαντικό βαθμό τίς ἀντιλήψεις τῶν ἀνδρῶν γιά τό σέξ καί ἒχει ἐπηρεάσει τίς σεξουαλικές συμπεριφορές στήν ἐρωτική τους ζωή.
Η πλειονότητα της σεξουαλικῆς ζωῆς, όπως κάθε κομμάτι της κουλτούρας στήν Δύση, εἶναι πατριαρχική καί ἐξακολουθεί νά εὐνοεί τήν εὐχαρίστηση τῶν ἀνδρῶν.
Ὡς ἀντικείμενο ἐκμετάλλευσης ἠ γυναίκα γίνεται σαφές πώς ἒχει ἀξία μόνο ὃταν μπορεῖ νά ἀποφέρει καί ἀπόλαυση στόν ἂνδρα.
Τελικά, ἀνεξάρτητα ἀπό τόν ποιόν ρόλο καταλήγει νά ἒχει μιά γυναίκα στήν ἱστορία, ὁδηγεῖται εἲτε σέ ἐξιδανίκευση εἲτε σέ ἐκμετάλλευση.
Ἐφ’ ὃσον ἡ ἀγάπη εἶναι ἐλεύθερη ἀπό κάθε νόμο και ἡ Ὀρθοδοξία καί ὁ Καθολικισμός μιλοῦν γιά ἐλευθερία ἀτόμου, τό ἐρώτημα εἶναι γιατί ὑπῆρξαν τόσοι κανόνες περί ἐρωτισμοῦ καί τόσος πουριτανισμός ἐντός αὐτῶν τῶν κύκλων.
Ὀρθοδοξία καί Καθολικισμός: Δύο χριστιανικές περιοχές σέ διαφορετικές κοινωνικές πραγματικότητες μέ μιά κοινή συνέπεια πού ἐντοπίζεται στήν ἀνάγκη τῶν ἀνθρώπων νά ἀντιδράσουν γιά νά διεκδικήσουν τήν προσωπική τους ἐλευθερία βασιζόμενοι στό Εὐαγγέλιο.
Ἡ σύγχρονη κοινωνία χαρακτηρίζεται ἀπό τήν σεξουαλική ἀπελευθέρωση πού στήν ζωή ἑνός χριστιανοῦ, ὀρθόδοξου καί καθολικοῦ- δύο χριστιανικές περιοχές σέ διαφορετικές κοινωνικές πραγματικότητες-συνυπάρχει μέ τήν ἐνοχική ὀπτική τῆς σεξουαλικῆς ἐπαφῆς. Οἱ Καθολική Ἐκκλησία τό παράκανε. Ὃλοι οἱ κληρικοί ἂγαμοι. Ἡ Ὀρθόδοξη ἀκολουθεῖ τήν γνωστή μεσοβέζικη τακτική. Ἡ ἐνοχή αὐτή δηλητηριάζει τήν ζωή καί δημιουργεῖ συχνά τήν ἀποστροφή ἀνθρώπων γιά τό σῶμα τους. Δημιουργεῖ μιά δραματική κατάσταση πού ἒχει ἀποδοθεῖ ἀπό πληθώρα καλλιτεχνῶν ὃπως Μπέργκμαν, Φελίνι…
Οἱ ἀναρχικοί στίχοι τοῦ Φαμπρίτσιο Ντέ Ἀντρέ ἀποτελοῦν κι αὐτοί ἓνα παράδειγμα τῆς ἀπόδοσης τοῦ συναισθήματος τῆς ἐνοχῆς γιά ὃ,τι ἀφορᾶ τόν ἒρωτα. Ἐνδεικτική εἶναι ἡ ἱστορία μιᾶς γυναίκας πού μᾶς ἀφηγεῖται στό τραγούδι «Ροδόστομη» (Boccatirosa), ὃπου λέγεται σέ ἐλεύθερη ἀπόδοση τό ἑξῆς: «Μόλις κατέβηκε στό σταθμό τοῦ Ἁγίου Ἱλαρίου, ὃλοι κατάλαβαν μ’ ἓνα βλέμμα ὃτι δέν ἦταν ἱεραπόστολος. Κάποιοι κάνουν ἒρωτα ἀπό πλήξη, ἂλλοι τόν διαλέγουν σάν ἐπάγγελμα. Ἡ Ροδόστομη ὃμως οὒτε τό ἓνα, οὒτε τό ἂλλο, ἐκείνη τό ἒκανε ἀπό πάθος…. Ἀκόμη καί ὁ παπάς πού δέν περιφρονεῖ (ἀνάμεσα σ’ ἓνα κύριε ἐλέησον καί σ’ ἒνα αἰωνία ἡ μνήμη ) τό ἐφήμερο τῆς ὀμορφιᾶς, τήν θέλει πλάι του στήν λιτανεία. Καί μέ τήν Παρθένο στήν πρώτη σειρά καί τήν Ροδόστομη λίγο πιό πέρα, περιδιαβαίνουν στό χωριό, ἡ θεϊκή ἀγάπη καί ἡ κοσμική». (Fabrizio De Andre, Via Del Campo/Bocca Di Rosa, 1967)
Στό τραγούδι «La Citta Vecchia» τοῦ ἰδίου, τοποθετεῖ σέ μιά γειτονιά τῆς Γένοβας ἓναν συνταξιοῦχο καθηγητή πού στήν καθημερινότητά του ἀναφέρεται προσβλητικά στίς ἱερόδουλες, ὃμως καταλήγει νά δίνει τήν μισή του σύνταξη σέ μιά κόρη, γιατί εἶναι «ἡ μόνη πού μπορεῖ νά τοῦ δώσει ἓνα μάθημα» ἱκανοποιώντας τίς κρυφές του ἐπιθυμίες. Στήν συνέχεια ὁ καλλιτέχνης ἀπεθύνεται σέ δεύτερο πρόσωπο στόν καθηγητή λέγοντάς του πὠς, βλέποντας τούς περιθωριακούς ἀνθρώπους τῆς κακόφημης γειτονιᾶς, λογικά θά σκέφτεται ὂτι ἐάν μποροῦσε, ὡς σωστός ἀστός, θά τούς καταδίκαζέ σέ πέντε χιλιάδες χρόνια φυλάκισης δίχως νά σκεφθεῖ πώς αὐτοί οἱ ἂνθρωποι εἶναι θύματα αὐτοῦ τοῦ κόσμου.
Μέσα ἀπό τούς στίχους αὐτούς ὁ τραγουδοποιός καταγγέλει τήν ὑποκριτική στάση ἀνθρώπων πού ἒχουν μιά «κοινωνική ἐπιφάνεια» καί κατηγοροῦν τούς συνάνθρωπους τους γιά χυδαῖες συμπεριφορές, ἐνῶ παράλληλα συμμετέχουν σέ αὐτό πού ἀποκαλοῦν χυδαῖο μέ ἂκρα μυστικόητα.
(Μιλᾶμε γιά τό τέλος τῆς δεκαετίας τοῦ 60. Τό ἰταλικό κρατικό ραδιόφωνο λογοκρίνει πολλά τραγούδια του. Ἀντίθετα ἡ Καθολική Ἐκκλησία δέν ἐγκρίνει τήν λογοκρισία καί ἀποφασίζει νά τά μεταδώσει ὃλα ἀπό τόν Ραδιοφωνικό Σταθμό τοῦ Βατικανοῦ.)