Τό πρῶτο μισό…
«Ἡ Μαρία καί ἡ Πόπη.
Ἡ πιάτσα εἶχε ρημάξει, ἀλλά ἡ Μαρία καί ἡ Πόπη, οἱ δυό παλιές πουτάνες τοῦ δρόμου, παρά τά χάλια τους κατάφερναν ἀκόμη νά βγάζουν τό ψωμί τους, παίρνοντας κάθε βράδυ τοὐλάχιστον δυό-τρεῖς μουστερῆδες.
Μέσα σ’ ἐκείνη τήν ἐρήμωση καί ἐγώ. Ἀμίλητος μέ τά χέρια στίς τσέπες, πάνω κάτω-πάνω κάτω, «εἶναι χαφιές σοῦ λέω» ἒλεγε ἡ Πάπη στήν Μαρία γιά μένα, «εἶναι χρυσό παιδί» ἀπαντοῦσε ἡ Μαρία τόν ξέρω, κι’ αὐτά ἦταν τά πιό ἀθῶα λόγια μεταξύ τους, γιατί τίς πιό πολλές φορές βρίζονταν ἂγρια, ἰδίως ὃταν ἂρπαζε ἡ μιά τόν πελάτη τῆς ἂλλης.
Μιἀ μέρα ἡ Πόπη χάθηκε. Ἡ Μαρία ἀνησύχησε. Δέν ἢξερε οὒτε πού κάθονταν, νά πάει νά ρωτήσει. Ἀπάνω στήν βδομάδα δέν τήν χωροῦσε ὁ τόπος. «Βρέ τί ἒγινε ἡ Πόπη, βρέ τί ἒγινε ἡ Πόπη» ρωτοῦσε ὃλους τούς γνωστούς, μέχρι πού ἒμαθε ἐπιτέλους ὃτι ἡ Πόπη εἶχε καρκίνο, πώς βρίσκονταν στό νοσοκομεῖο τοῦ Κιλκίς καί εἶναι στά τελευταῖα της. Ἀμέσως ἡ Μαρία παρατάει τήν πιάτσα καί τρέχει στό Κιλκίς νά προλάβει τήν Πόπη.
Εἶχα μείνει ὁλομόναχος, μέσα σέ κείνη τήν ἐρήμωση καί τριγυρνοῦσα σά συφοριασμένος, οὒτε ἡ Πόπη πιά νά μέ σκυλοβρίζει, οὒτε ἡ Μαρία νά μέ κανακεύει, «κυρ- Κώστα μου» καί «κυρ- Κώστα μου» καμμιά εἲδηση ἀπό πουθενά και ποιόνα νά ρωτοῦσα, τί νά ’λεγα.
Μά ἦταν βουζούνι κι ἒσπασε, καί σέ λίγο νά ἡ Μαρία μέ τήν τσάντα της, καί τό μεγάλο ξεχαρβαλωμένο δόντι, πού νά στά λέω κυρ Κώστα μου. Πολύ τήν ψυχοπόνεσα, σάν ἀδελφή μου, κι ἂς ἢτανε κακιά ἡ Πόπη. Ἒλιωσε ἡ φουκαροῦ, σαράντα κιλά εἶχε μείνει στό τέλος, κακά στερνά, οὒτε στόν ἐχθρό μου. Καί λίγο πρίν συχωρεθεῖ μοῦ μίλησε και γιά σένα. «Λές βρέ Μαρία μου νά ἒπεσα ἒξω μέ κεῖνον τόν τύπο; Δέν μπόρεσα ποτέ νά τόν χωνέψω, καί τό ’χω βάρος στήν καρδιά μου. Ἂμα τόν ξαναδεῖς, πές τον νά μέ σχωρέσει. Τί ἒφταιγε τό παιδί ἐγώ ἢμουν ἠ στριμμένη».
Αὐτά ἡ Μαρία. Μά δέν μοῦ εἶπε πόσο τήν περιποιήθηκε, ἀπό ἀλλοῦ τό ἒμαθα. Δύο μῆνες τήν συμπαραστάθηκε τήν Πόπη, κοιμούντανε μαζί της στό νοσοκομεῖο, τήν τάιζε, τήν ξεσκάτωνε, τῆς πήγαινε ὃ,τι λαχταροῦσε ἠ δόλια, μέρα καί νύχτα δίπλα της, καί Πόπη μου καί Πόπη μου. Καί ὃταν ἡ Πόπη συχωρέθηκε τήν πῆρε και τήν ἒθαψε στό χωριό της, γιατί στῆς Πόπης τό χωριό δέν τήν ἢθελαν.
Σέ λίγο ἒχασα τήν Μαρία. Ἡ πιάτσα δέν τήν σήκωνε πιά. Γέμισε ἀπό πονηρές τραβεστοῦδες, πού μέ πετροβολοῦσαν, μέχρι πού ξαφανίστηκα κι ἐγώ. Μά πάντοτε θυμᾶμαι τήν Μαρία καί τήν Πόπη, ἀναγαλιάζει ἡ καρδιά μου, πού πρόλαβα καί ἀξιώθηκα τόση ἀνθρωπιά, μέσα στή πουτανιά». (Ντίνος Χριστιανόπουλος, Οἱ ρεμπέτες τοῦ ντουνιᾶ, μικρά πεζά, ἐκδ. Ἰανός, 2011,σ.45-46)
Μπουρδελότσαρκα φανταρίστικη
Μεγάλο Πεῦκο 1974, σειρά 111. Ἡ πρώτη μας συλλογική 48ωρη ἀφ’ ὃτου φορέσαμε τόν πράσινο μπερέ, καί ἡ στολή μας ἒφερε πλέον τό ἒμβλημα «Ο ΤΟΛΜΩΝ ΝΙΚΑ». Κανακέματα ἀπό τόν Ἀρχηγό Στρατοῦ, τόν Γκράτσιο, συγχαρητήρια, καμάρι, πανηγύρι, γιορτή, παινέματα, μέ τήν σκέψη ἂν θά συνεχίσουμε ὡς ἀλεξιπτωτιστές ἢ ὂχι, 5000 δραχμές ἡ πτώση… «Πᾶμε ρέ μαλάκα θεολόγε, πού ἒχει ἀκουστεῖ νά πληρώνεσαι γιά τήν πτώση! σου; Ἂσε ἒχουμε χρόνο νά τό σκεφτοῦμε». Στἠν παρέα κάναμε πρόγραμμα ἐξόδου συλλογικό: Φαγητό, κλάμπ, κουτούκι, ἐγώ μπουάτ, ἀλλά κλείδωσε μπουρδελότσαρκα.
…Ἀνάμεσα στά στενά δρομάκια τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίνου τῆς Ὁμόνοιας λειτουργοῦσε στό ἡμίφως τοῦ σούρουπου καί μετά, ἡ ἀκοίμητη ἀγορά. Εἶναι μιά περιοχή τῆς Ἀθήνας ὃπου ὁ Θεός δέν στέλνει, τοὐλάχιστον δέν ἒστελνε, τίς ἀκτίνες τοῦ ἣλιου, καί ὃ,τι συμβαίνει ἐκεῖ παραμένει κρυφό. Στολισμένα κορμιά πού ἀγοράζονται, νταραβέρι, φωνές, προσφορές κραυγές καί αἰτήματα, πεταμένες σύριγγες, παλικάρια καί κόρες πού ἐτοιμάζουν τό τρύπημά τους, γαγγραινιασμένα ἂκρα, ξαποστάματα πιωμένων, τσαμπουκάδες, τρεχάματα, περιπολικά νά στριγκλίζουν μέ ἀναμένους προβολεῖς, ξαναμένοι νταβατζῆδες ἒτοιμοι γιά καβγά, μυρίζει ἀπαγορευμένο λιβάνι, μιά νύφη κλαίει γοερῶς, ὁ νταβατζῆς τήν κτυπάει δυνατά στό μάγουλο, ἡ κόρη τοῦ γυρίζει τό ἂλλο, φωνάζοντάς του ἀπελπισμένα: «βάρα ρέ πούστη καί σ’ αὐτό», τήν πετάει μακριά του καί ἀπομακρύνεται κατεβάζοντας καντήλια, (ὁριακά κρατήσαμε τόν Τάτση τό λιοντάρι, νά μήν τόν σακατέψει στό ξύλο, αὐτοί ὃλοι σουγιαδιάζουν τοῦ λέμε), μιά κοπέλα ἀπὀ τήν Ἀφρική, μέ Σταυρό στόν λαιμό της, ζητάει φωτιά… «Σειρούλα ἒλα ρέ μαλάκα, δέν πᾶς μέ πουτάνες, τοὐλάχιστον νά φιλήσεις τόν Σταυρό, τί θεολόγος εἶσαι» Νά τόν φιλήσω; τῆς λέω, ἂν πληρώσεις μοῦ λέει… νά προσκυνήσω τόν Σταυρό δέν πληρώνεται, ὃπως δέν πληρώνεις νά φιλήσεις τήν ἐρωμένη σου…, φωτάκια πού παραπέμπουν σέ ὀργανωμένο μπουρδέλο, μπαίνουμε, σέ δυό τρία, ἠ ἲδια ἀτμόσφαιρα, ἒνθερμη ὑποδοχή, βρώμα, ζέχνει οὒρα καί ἀλκοόλ, ἓνα καντήλι, σέ μιά γωνία, μιά εἰκονίτσα, μυρουδιά λιβανιοῦ, κεφάλαια ἀπό τήν τεράστια, τήν ἀνείπωτη μυστική θεολογία τοῦ πεζοδρομίου, πού μόνο μέ δάκρυα στά μάτια μπορεῖς νά τήν διαβάσεις καθαρά.
Ἢδη ἀπό τήν ἑλληνική ἀρχαιότητα, πολλά εἶχαν εἰπωθεῖ σχετικά μέ τήν φύση τοῦ ἂνδρα και τῆς γυναίκας. Στήν συντριπτική τους πλειονότητα ὃλα συμφωνοῦσαν περίπου στά ἑξῆς: Ὁ ἂνδρας εἶναι ἀνώτερος σέ ὃλα, ἡ γυναίκα κατώτερη, ὁ ἂνδρας ἐξουσιάζει δέν ἐξουσιάζεται. Ὃταν ἀκοῦμε κάτι τέτοιο ἲσως δέν μᾶς σοκάρει, ὃτι ἀκόμη καί στις μέρες μας, δυστυχῶς, ὑφίσταται αὐτή ἡ ἀντίληψη. «Ἀπό τήν φύση τά περισσότερα πλάσματα ἐξουσιάζουν καί ἐξουσιάζονται. Μέ πολύ διαφορετικό ὃμως τρόπο ἐξουσιάζει ὁ ἐλεύθερος τόν δοῦλο, τό ἀρσενικό τό θηλυκό καί ὁ ἂνδρας τό παιδί· σέ ὃλους ὑπάρχουν τά στοιχεῖα τῆς ψυχῆς ἀλλά σέ διαφορετικούς βαθμούς. Ὁ δοῦλος στερεῖται τελείως τήν ἀρετή τῆς θέλησης, (τό λεγόμενο βουλευτικό), τό θηλυκό τήν ἒχει, ἀλλά εἶναι ἀνίσχυρη, ἐνῶ τό παιδί τήν ἒχει, ἀλλά δέν ἒχει ἀκόμη ἀναπτυχθεῖ» (Ἀριστοτέλης πολιτικά, 1260a.Μετάφραση ἀπό τό: Ἀριστοτέλης, Ἃπαντα, τόμος1:Πολιτικά Α΄, 99).
Θά περίμενε κανείς ὃτι σέ ἓναν κόσμο ὃπου οἱ ἂνθρωποι ἒχουν φανταστεῖ τήν ὓπαρξη γυναικείων θεοτήτων, τό γυναικεῖο φύλο θά ἒχαιρε κάποιου σεβασμοῦ, ἀλλά σέ καμμιά περίπτωση δέν συμβαίνει αὐτό.
Τό αὐτό θα μποροῦσε νά ἰσχυριστεῖ κάποιος καί γιά τόν χῶρο τοῦ Χριστιανισμοῦ. «Ἐκκλησιαστικός πουριτανισμός και μισογυνισμός, μαζί μέ τήν ἐκμετάλλευση καί πραγμοποίηση τῆς γυναίκας, ὑπακούουν στό ἲδιο κίνητρο…Οἱ δύο ἂσπονδοι ἐχθροί συγκλίνουν τραγικά: ἡ ψυχική ζωή ὀργανώνεται πάνω στήν νοσταλγία τῆς συμβιωτικῆς σχέσης καί ταυτόχρονα στόν τρόμο πού αὐτή προκαλεῖ: ἀντιμετωπίζουν τήν γυναίκα πρωτίστως ὡς μητέρα ὁ πουριτανισμός και ὡς σεξουαλικό ἀντικείμενο ἡ πορνογραφία. Καί οἱ δύο τρομάζουν μπροστά στήν ἐκδοχή τῆς γυναίκας «ὡς ἰσότιμης συζύγου καί ἐρωτικοῦ ὑποκειμένου». (π. Βασίλειος Θερμός. Ὃλα εἶναι ὑπό ἒλεγχο, διεθνές ἐπιστημονικό συνέδριο 2019, Ἑλληνική Βιβλική Ἐταιρεία 2020, σ.42).
Μπορεῖ οἱ Ἰουδαῖοι νά εὐχαριστοῦν τόν Θεό πού δέν γεννήθηκαν γυναῖκες (Ταλμούδ, Μεναχότ 436) ἀλλά ὁ Ἰησοῦς ἀντιμετωπίζει τίς γυναῖκες μέ τέτοιο τρόπο πού, ἒρχεται σέ μετωπική ἀντίθεση μέ πολιτισμικές καί θρησκευτικές παραδόσεις καί νόρμες τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ. Ὁ Ἰησοῦς ἀρνεῖται νά ἐκλαμβάνει τίς γυναῖκες ὑποδεέστερες τῶν ἀνδρῶν· διαλέγεται μαζί τους, τίς ἀντιμετωπίζει μέ σεβασμό και ἀναγνωρίζει τήν ἀξιοπρέπειά τους. Ἐξ ἂλλου τό «Χριστός Ἀνέστη» πρῶτα τό εἶπαν γυναῖκες. Ἡ νέα πραγματικότητα θέλει νά μήν ὑπάρχει «ἂρσεν καί θῆλυ· πάντες γάρ ὑμεῖς εἷς ἐστέ ἐν Χριστῶ Ἰησοῦ» (Γαλ. 3, 28).
Οἱ γυναῖκες στίς πρῶτες χριστιανικές κοινότητες ἒχουν διαφορετικούς ρόλους ἀπό τούς ἂνδρες, διαφορετική καθημερινή ζωή, ἀλλά ἒχουν ἀδιαμφισβήτητα ἲση ἀξία καί ἀξιοπρέπεια. Περνοῦν ἀπό τήν άόρατη σφαίρα τῆς ἱστορίας στήν ὁρατή.
Ἐντούτοις, βλέπουμε πώς αἰώνιες συνήθειες δύσκολα ἀλλάζουν. Ἀργότερα ἡ κοσμική σκέψη ὑπερίσχυσε ἐντός τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ ἂνδρας θεωρεῖται συχνά τό μόνο ταυτόσημο τοῦ ἀνθρώπου καί ἡ γυναίκα σταδιακά περνᾶ ξανά στήν ἀόρατη σφαῖρα. «Ἀλλά καί στήν ἐν γένει ἐκκλησιαστική παράδοση καί θεολογική γραμματεία ὃσο καί ἂν θεολόγοι καί κληρικοί ἀποφεύγουμε νά τό παραδεχθοῦμε, ὁ ἂνδρας θεωρεῖται ὡς κατ’ ἐξοχήν ἂνθρωπος: αὐτός εἶναι ὁ κεντρικός δρῶν, αὐτός πού λαμβάνει τίς καίριες ἀποφάσεις γιά τήν ζωή του, τό μέτρο τῆς ἀνθρωπινότητας». (π. Βασίλειος Θερμός Ἡ γυναίκα στήν βίβλο, σ. 35).
«Ni puts ni soumises» («Οὒτε πουτάνες οὒτε ὑποταγμένες». Κίνημα γυναικῶν τοῦ 2003, στήν Γαλλία)
Ἡ προσωπική μου ἂποψη γιά τήν πορνεία δέν εἶναι «φορετή». Ἡ ἀντίθεσή μου στόν ἀγοραῖο ἒρωτα δέν ἀποτελεῖ μέρος κάποιου συντηρητικοῦ παραληρήματος. Ἀγαπῶ καί πονῶ αὐτές τίς ψυχές (πλήν τῶν περιπτώσεων πού ἐκμεταλλεύονται τό κορμί τους γιά ἀναρρίχηση πολιτική, ἐπαγγελματική, σπουδαστική, κοινωνική) καί ἀγαναχτῶ μέ ὃποιους, μέ ὃσους ἒχουν ἐθιστεῖ σ’ αὐτήν τήν διαδικασία ἐρωτικῆς συνεύρεσης. Στενοχωριέμαι ὃσο συλλογιέμαι ὃτι ἡ πορνεία καταλήγει νά εἶναι ἡ κύρια πηγή σεξουαλικῆς ἀπόλαυσης γιά μεγάλο ἀριθμό ἀνδρῶν, ἀγάμων καί ἐγγάμων. Μάλιστα ὃταν κάποιος ἐκφέρει λόγον ὑποστηρικτικό, κάτι κόβεται μέσα μου γι’ αὐτόν.
Ἐκ τῶν πραγμάτων δέν ἐκπροσωπῶ καμμία γυναίκα, ἀλλά πιστεύω πώς πολλές θά συμφωνοῦσαν στό ἑξῆς: Αὐτό πού θέλουμε εἶναι νά ἀναγνωριζόμαστε στήν πράξη ὡς ἂνθρωποι. Τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο. Δέν θέλουμε νά μᾶς ἐκμεταλλεύονται, δέν εἲμαστε ἀντικείμενα, οὒτε σεξουαλικό ἂθυρμα κανενός, οὒτε ἐπιθυμοῦμε τήν ἐξιδανίκευση. Εἲμαστε θυγατέρες τοῦ Θεοῦ, λαχταρᾶμε ἲση μεταχείριση καί συμπερίληψη στήν κοινότητα πού ὁ Ἰησοῦς κάλεσε τήν ἀνθρωπότητα καί ἐπιθυμοῦμε νά μετέχουμε ἐνεργά στόν καλό ἀγῶνα τῆς κοινότητας, πολιτικῆς, κοινωνικῆς καί ἐνοριακῆς, ὂχι πίσω ἀλλά πλάι στούς ἂνδρες, στούς παππούδες μας, τούς ἂνδρες μας, τά ἀδέλφια μας, τά παιδιά μας τούς ἐρωμένους μας, μέχρι τέλους.
Τό ἂλλο μισό…
Ἀφιερωμένο σ’ ὃσους ἀγαποῦν μέ πάθος, ἂνδρες-γυναῖκες, τό ταίρι τους ἢ το σύμβολό τους, ἀδιάφορο.
Μιά μελισσούλα, ἓνα πρωινό γυρόφερνε μιά παπαρούνα χατζηραδιανή, ἡ ὁποία λικνιζόταν στό ρυθμό ἐνός καμώματος μέ νάζι θηλυκοῦ, πού τελικά ἐνέδωσε σέ ἀγγίγματα περισσῆς εὐγένειας, σέ ἀγκαλιές μέ σύνεση καί ξαποστάματα μέσα στήν τρελή χαρά. Δύο ἂγνωστες μεταξύ τους δημιουργίες, μιά γυναίκα κι ἓνας ἂνδρας. Τί τίς ἑνώνει; Ἡ ἐπιβίωση; Μά ἡ γύρη, τό μέλι ἐλάχιστα. Ἡ συνήθεια; Τό πάθος γιά τήν ἐπικοινωνία; Ἡ ἐπαφή; Τίποτα. Ἁπλά ἡ χαρά. Μιά συνάντηση λαχτάρας, σέ ἓνα τοπίο ἐμπιστοσύνης καί ὃλα στό φῶς, γυμνοί άνερυθρίαστα. Ἡ φύση τοῦ ἀνθρώπου. Ἀντάμωση ἀπόλυτη, χωρίς θῆθεν σκέψεις, μιά ἀγάπη πού ὑπόσχεται ἀνθούς, μιά πίστη πού καρποφορεῖ, μιά γλύκα παντοῦ. Μέλι καί ἂρωμα βοτάνων πού χύνεται παντοῦ, σέ ὃλο τό χῶρο, στό σῶμα καί τήν ψυχή. Ὁ κύκλος τῆς ζωῆς ἐκεῖ ἀνθεῖ καί ἐκεῖ κλίνει, ἀνεξάρτητα ἀπό τήν διάρκεια, πάντα. Σάν νά ἦρθε ἡ Ἂνοιξη, πού ὃμως ἀκόμη ἀργεῖ…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου