Παρασκευή 6 Δεκεμβρίου 2024

Κόλαση καί αἰωνιότητα

 

Τό ζήτημα τῆς Κόλασης εἶναι ἀπό τά πλέον δύσκολα τῆς χριστιανικῆς θεολογίας ἄν ὄχι τό δυσκολότερο. Σ’ αὐτό συρρέουν πολλοί καίριοι ἄξονες, ὅπως ἡ σχέση θείας ἀγαθότητας καί δικαιοσύνης, ἡ διάκριση μεταξύ τῆς  εὐαγγελικῆς ἀλήθειας καί τῶν τρόπων διατύπωσής της μέσα σέ διαφορετικές ἐποχές καί έν ὄψει διαφορετικῶν κοσμοειδώλων, τό ἰλιγγιῶδες τῆς θείας ἐλευθερίας καί ἡ κρηπίδωση τῆς ἀνθρώπινης, ὁ πειρασμός τοῦ θεολογεῖν πρός ἰδίαν δικαίωσιν κλπ.

  Ἰδιαίτερη μάλιστα δυσκολία φέρει μιά βασική του παράμετρος, ἡ διδασκαλία γιά τήν αἰωνιότητα τῆς Κόλασης, ἡ ὁποία φορτίζει ὅλα τά παραπάνω μέ ἕνα πολύ σκληρό ἐρώτημα: πῶς δύναται, ἐν τέλει, νά συνταιριαστεῖ ἡ καθολική ἀνακαίνιση τοῦ κόσμου (ἡ Βασιλεία) μέ κάτι πού ἐπίσης θά ὑπάρχει αἰωνίως, ἀλλά ὠς παλιό καί ἀνακαίνιστο, δηλαδή οἱ κολαζόμενες ὑπάρξεις. 

  Σημαντικές θεολογικές παρουσίες οἱ ὁποῖες ἔχουν κοπιάσει κατά τά τελευταῖα χρόνια, γιά την διαύγεια τῆς Ὀρθόδοξης αὐτοσυνειδησίας, ἔχουν διευκρινίσει ὅτι ὁ Θεός δέν μισεῖ καί δέν ἀντιδικεῖται· μόνον ἀγαπᾶ. Ἡ ὀπτική αὐτή βοήθησε ἐξαιρετικά νά λυτρωθοῦμε ἀπό τά ἀδιέξοδα τοῦ δικανισμοῦ. Ὡστόσο δέν παύει νά συναντᾶ κάποια προσκόμματα.

  -Τό πρόβλημα τῶν Ἐσχάτων προσεγγίζεται κατά κανόνα ἀπό δικανική σκοπιά. Τά Ἔσχατα εἶναι ὁ χρόνος τῆς κρίσεως. Στήν σκηνή τῆς Δευτέρας Παρουσίας τοῦ Χριστοῦ στό Κατά Ματθαῖον Εὐαγγέλιον ( 25, 31-46) ὁ Κύριος  κρίνει τόν κόσμο καί τόν διαχωρίζει  σέ δύο ὁμάδες, στούς ἐκ δεξιῶν, οἱ ὁποῖοι κληρονομοῦν τήν «ήτοιμασμένην βασιλείαν ἀπό καταβολῆς κόσμου» καί μεταβαίνουν «εἰς  ζωήν αἰώνιον», καί τούς ἐξ εὐωνύμων, οἱ ὁποῖοι καταδικάζονται «εἰς πῦρ τό αἰώνιον»«εἰς κόλασιν αἰώνιον».    

  Ἡ δικανική προσέγγιση τῶν Ἐσχάτων ἔχει ἀναπόφευκτα ἕνα βαθύτατα καί, ἴσως, ἀποκλειστικό ψυχολογικό χαρακτήρα. Προϋποθέτει ἕνα Θεό τιμωρό καί συγχρόνως μιά ἀνθρώπινη ἐμπειρία ἀνάλογη, ἄν ὄχι ταυτόσημη μέ αὐτήν πού βιώνουμε ὡς ἄνθρωποι στήν ζωή μας. πόνο, ὀδύνη, στεναγμό, «τριγμό τῶν ὀδόντων». Ὅλα αὐτά, ἄν ἐκληφθοῦν στήν κυριολεξία τους, προϋποθέτουν τό ἀνθρώπινο σῶμα στήν σημερινή του μορφή, πρᾶγμα πού δέν συμβιβάζεται μέ τήν ἔννοια τῆς ψυχῆς, πού ἔχει χωριστεῖ ἀπό τό σῶμα μέ τόν θάνατο.

  -Ἄν ἡ βούληση τοῦ ἀμετανόητου ἀνθρώπου, εἶναι ἡ «περιοχή» ὅπου ὁ Θεός θά ἀπορρίπτεται αἰωνίως, τότε κατά πόσον θά ἰσχύει τό βιβλικό ὅραμα τῆς τελικῆς δεσποτείας τοῦ Θεοῦ καί τῆς κατάργησης τοῦ κακοῦ; «…ὅταν δὲ ὑποταγῇ αὐτῷ τὰ πάντα, τότε καὶ αὐτὸς ὁ υἱὸς ὑποταγήσεται τῷ ὑποτάξαντι αὐτῷ τὰ πάντα, ἵνα ᾖ ὁ Θεὸς τὰ πάντα ἐν πᾶσιν…» (Α΄ Κορ. 15,28).

  -Τί λογῆς «εὐδαιμονία» θά ἔχουν οἱ πολίτες τῆς Βασιλείας (οἱ θαμῶνες τοῦ Παραδείσου) γνωρίζοντας τήν παράλληλη ὕπαρξη κολαζομένων; Ἄν ἡ ἀγάπη εἶναι τό μεῖζον, («νυνὶ δὲ μένει πίστις, ἐλπίς, ἀγάπη, τὰ τρία ταῦτα· μείζων δὲ τούτων ἡ ἀγάπη» Α΄Κοριν. 13,13) τότε τί λογῆς χαρά θά γεννᾶ ἡ ἐπίγνωση αὐτή;

[Ἅγιος Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης (ἀφήγηση γέροντα Σωφρονίου): «Θυμόμαστε τήν συνομιλία του μ’ ἕναν ἐρημίτη, ὁ ὁποῖος ἔλεγε:  “ Ὁ Θεός θά τιμωρήσει τούς ἄθεους. Θά καίγονται στό πῦρ τό αἰώνιο”.  Μέ ὁλοφάνερη συγκίνηση ὁ Γέροντας ἀπάντησε: “Πές μου σέ παρακαλῶ, ἄν σέ βάλουν στόν παράδεισο καί δεῖς ἀπό ἐκεῖ πώς κάποιος καίγεται στίς φλόγες τοῦ Ἄδη, θά μποροῦσες τάχα νά ἔχεις ἀνάπαυση;”  “Μά τί νά κάνεις; Αὐτοί οἱ ἴδιοι φταῖνε”. λέει ἐκεῖνος. Καί τότε ὁ Γέροντας εἶπε  μέ θλιμμένο βλέμμα:  “Ἡ ἀγάπη δέν μπορεῖ νά τό ὑποφέρει … πρέπει νά προσευχόμαστε γιά ὅλους”». ( Ἀρχιμ. Σωφρονίου. Ὁ Ἁγιος Σιλουανός Ἱ. Μονή Τιμίου Προδρόμου, Ἔσσεξ Ἀγγλίας 1988, σ. 39)]

  -Πῶς μπορεῖ νά ὑπάρχει ὁ,τιδήποτε ἄλλο παράπλευρα μέ τον Θεό, ἄν ὁ Θεός εἶναι τό  πλήρωμα τοῦ Εἶναι; Δηλαδή θά ὑπάρχει ὁ Παράδεισος μέ τήν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν καί παράλληλα ἡ Κόλαση μέ τόν ἄρχοντα τοῦ Κακοῦ. Καί τό «πανταχοῦ παρών καί τά πάντα πληρῶν» τό «ὁ τόν  θάνατον καταπατήσας τόν δέ διάβολον καταργήσας καὶ ζωὴν τῷ κόσμῳ σου δωρησάμενος» ἤ τό «Νῦν πάντα πεπλήρωται φωτός, οὐρανός τε καὶ γῆ, καὶ τὰ καταχθόνια· ἑορταζέτω γοῦν πᾶσα κτίσις, τὴν Ἔγερσιν Χριστοῦ, ἐν ᾗ ἐστερέωται» τί νόημα ἔχουν; Εἶναι ἐκτός πραγματικότητος; Τά λέμε γιά νά περνάει ἡ ὥρα;

  -Πῶς μπορεῖ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ νά βλέπει ἕνα πλάσμα Του νά βασανίζεται καί μάλιστα αἰώνια; Σέ ὀντολογικό ἐπίπεδο μιά αἰώνια  κόλαση δέν σημαίνει μιά διαιώνιση τοῦ κακοῦ, μιά αἰώνια ὕπαρξή του, ἔστω καί μέ την μορφή τοῦ βασανισμοῦ; Δέν θά προσέκρουε αὐτό στήν ταύτιση τοῦ κακοῦ μέ τό «μή ὄν» τήν ὁποία συναντοῦμε σέ ὅλους τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας;

  -Ἡ Ἐκκλησία δέν ἀντιμάχεται τήν κόλαση μέ τό νά δέεται ἀνεξαιρέτως ὑπέρ ὅλων τῶν κεκοιμημένων κυρίως καί κατ’ ἐξοχήν στήν Θεία Εὐχαριστία; Ἤδη ἀπό τούς χρόνους τῶν Ἀποστόλων, κατά τόν Χρυσόστομο, ἡ Ἐκκλησία πίστευε καί πιστεύει ὅτι μέ τήν προσφορά τῆς Εὐχαριστίας ὑπέρ τῶν νεκρῶν «μεγίστην ὄνησιν ἔσεσθαι ταῖς ψυχαῖς ὑπέρ ὥν ἡ δέησις ἀναφέρεται  τῆς ἀγίας καί φρικωδεστάτης προκειμένης θυσίας» (Κυρίλλου Ἱεροσολύμων, Μυστ. Κατηχήσεις, 5,PG33,1116-1117).

  Τά λόγια αὐτά τῶν Πατέρων καί ἡ ἀδιάκοπη παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μέ τά ἱερά μνημόσυνα μαρτυροῦν ὅτι ἡ Ἐκκλησία, ἰδιαίτερα μέ τήν Θεία Εὐχαριστία, παρεμβαίνει διασπαστικά στήν λογική ἀλληλουχία «ἁμαρτία=κόλαση», παρεμβάλλοντας στά δύο αὐτά μεγέθη τήν ἀγάπη, καί μάλιστα τῶν ἄλλων, δηλαδή τῆς ἐκκλησιαστκῆς-εὐχαριστιακῆς κοινότητας. Ἡ ἁμαρτία τοῦ ἀνθρώπου δέν δεσμεύει τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Ἡ «λογική» τῶν Μνημοσύνων ἀπορρέει ἀπό τήν ὀντολογία τῆς Εὐχαριστίας καί δέν νοεῖται ἐκτός αὐτῆς. Ἄν θέλουμε νά εἴμαστε μαθητές τῶν Πατέρων, δέν ἀρκεῖ νά ἐπαναλαμβάνουμε αὐτολεξεί τά λόγια τους, ἀλλά νά στοχαζόμαστε πάνω σ’ αὐτά.

  Ἡ ἔννοια τοῦ προσώπου, καί κατ’ ἐπέκταση τῆς ἀγάπης στήν Ἐκκλησία περνάει ἀπαραίτητα ἀπό τόν Σταυρό. Ὁ Σταυρός τοῦ Χριστοῦ ἀποκαλύπτει μιά πρωτόγνωρη ὀντολογική ἀρχή: τά πρόσωπα ὄχι μόνο συνδέονται μεταξύ τους, ἀλλά ἀλληλοπεριχωροῦνται μέ τέτοιο τρόπο, ὥστε τό ἕνα νά ἀναλαμβάνει καί νά «αἵρει» τήν ὕπαρξη τοῦ ἄλλου σέ ὅλες τίς μορφές της, περιλαμβανομένης καί τῆς ἁμαρτωλότητας. Ἡ «κενωτική» αὐτή ἀγάπη στην ὕψιστη θυσιαστική μορφή της βρίσκεται  στόν Σταυρό του Χριστοῦ. Ἐκεῖ ὁ «Ἕνας» παίρνει ἐπάνω του τίς ἁμαρτίες τῶν «ἄλλων» καί γίνεται «ἱλασμός» ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἁμαρτία παύει μέ αὐτόν τον τρόπο νά εἶναι ἀναπόσπαστο στοιχεῖο τῆς προσωπικῆς ταυτότητάς μας. Χαρακτηριστική εἶναι καί ἡ προσευχή τοῦ Μωϋσή πρός τόν Θεό: «καὶ νῦν εἰ μὲν ἀφεῖς αὐτοῖς τὴν ἁμαρτίαν αὐτῶν, ἄφες· εἰ δὲ μή, ἐξάλειψόν με ἐκ τῆς βίβλου σου, ἧς ἔγραψας». ( Ἐξόδ. 32,32). Συγκλονιστικά καί τά λόγια τοῦ Ἀποστόλου Παύλου:

« ηὐχόμην γὰρ αὐτὸς ἐγὼ ἀνάθεμα εἶναι ἀπὸ τοῦ Χριστοῦ ὑπὲρ τῶν ἀδελφῶν μου, τῶν συγγενῶν μου κατὰ σάρκα»        

 

1 σχόλιο:

  1. Δημόπουλος Γιῶργος6 Δεκεμβρίου 2024 στις 8:00 μ.μ.

    Σημείωση: Τό κείμενο αὐτό δημοσιεύεται γιά τούς παρακάτω λόγους. Ἓνας ἀγαπημένος θεῖος τῆς Ἰωάννας ἒφυγε ἀπό τήν ζωή καί παρευρεθήκαμε προχθές στήν νεκρώσιμη ἀκολουθία στήν Ἀθήνα. Ὁ ἱερουργός παπᾶς, ἒδραξε τὴς εὐκαιρίας στό κήρυγμά του, νά ἀποθεώσει τήν παντοκρατορία τῆς παπαδικῆς του ἠλίθιας κακότητας. Ἐκμεταλλεύτηκε στό ἒπακρον τήν ἀδυναμία τοῦ ἐκκλησιάσματος νά ἀντιδράσει καί κατέφυγε στήν λεκτική ψυχολογική τρομοκρατία, περί κολάσεως καί τιμωρητικῆς ἂποψης τῆς Ἐκκλησίας. «Ἂν ὁ κύριος Γιάννης, (ὁ νεκρός) εἶχε καλές πράξεις τότε οἱ πόρτες τοῦ παράδεισου θά εἶναι ἀνοιχτές». Εὐτυχῶς πού δέν συνέχισε τόν συλλογισμό του.
    Στήν καρδιά τῶν λεγομένων τοῦ τρομοκράτη ἀλαζόνα παπά, πρόδηλα ἀκόμη καί στίς ἰλαρές κινήσεις του, παλλόταν δριμύτατος ἓνας εἰρωνικός καγχασμός, γιά τήν ἀδυναμία μας νά ἀντιδράσουμε, σέ μιά τέτοια στιγμή, στήν κενοδοξία του, στόν εὐαγγελικό ἀναλφαβητισμό του καί στήν γενικότερη κουφότητα, πού βυσσοδομούν στόν σημερινό παπαδικό κόσμο. Τό νά ἀποσπᾶ ὁ παπᾶς ἀπό τό πένθος «ὀλέθρια ἀνοησία» τό θεώρησε σπουδαῖο κατόρθωμα.
    Ἒκρινα ὃτι ἒπρεπε νά τοῦ «τά σούρω», ἀλλά ἡ ἀβελτηρία του δέν τιθασευόταν. «Κοίτα νά μετανοήσεις ἀντέτεινε», ἀναψοκοκκινισμένος, ἒτσι σέ ἀγενές ἐνικό.

    ΑπάντησηΔιαγραφή