Πέμπτη 12 Δεκεμβρίου 2024

13 Δεκεμβρίου 1943. Η Τραγωδία των Καλαβρύτων.

              Της Άννας Κ. Κορνάρου-Καλαμαρά

   «Αποφράς ημέρα» εκείνη η Δευτέρα, 13 Δεκεμβρίου 1943. Η πιο μαύρη μέρα της γερμανικής Κατοχής στην Ελλάδα. Φρικιαστικό έγκλημα κατά αθώων αμάχων! Αιματοπότιστα τα Καλάβρυτα. Εκεί η βάρβαρη θηριωδία της Βέρμαχτ συσσώρευσε εκατόμβες νεκρούς. Τόσος κόσμος, τέτοια συμφορά! Τραγωδία χωρίς κάθαρση μετά από 81 ολόκληρα χρόνια. Πού είναι οι αντοχές να ανακαλέσεις τόση φρίκη: «κι η φρίκη δεν κουβεντιάζεται γιατί είναι ζωντανή/ γιατί είναι αμίλητη και προχωράει» επισημαίνει ο Σεφέρης. Μα η Ιστορία των λαών καταγράφει τα γεγονότα και η ιστορική μνήμη υποκλίνεται στους μάρτυρες της Πατρίδας με σεβασμό και συντριβή «εις μνημόσυνον αιώνιον».

  Και επειδή είναι απαραίτητη η αναδρομή στα γεγονότα ας θυμηθούμε πώς στις 28 Οκτωβρίου 1940 μας επιβλήθηκε η εμπλοκή μας στον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο. Σύσσωμος ο ελληνικός λαός επικαλέστηκε τότε την θερμή προστασία της Θεομήτορος, και πρωτοστάτησε η Χάρη Της ως Υπέρμαχος Στρατηγός του ΄Εθνους. ΄Ηταν η «προσβληθείσα Παρθένος»! Τον Δεκαπενταύγουστο της εορτής Της, το 1940, έξω απ’ στο λιμάνι της Τήνου, είχαν τορπιλίσει οι ιερόσυλοι του Μουσολίνι το εύδρομο του στόλου μας «ΕΛΛΗ». Και προσδοκούσε ο λαός μας να ακουστεί η πολεμική ιαχή, αλλά με πίστη πως η θεία δικαιοσύνη δεν θα μας εγκαταλείψει… Σελίδες δόξας και τιμής έγραψαν τότε ελληνικό στρατός, ναυτικό και αεροπορία. Βαθιά προελαύνοντας στα αλβανικά βουνά οι ΄Ελληνες έδειξαν στον κόσμο πώς «οι ήρωες πολεμούν σαν ΄Ελληνες». Συνέτριψαν και την «εαρινή επίθεση» των Ιταλών, αλλά στις 6 Απριλίου 1941 και η Γερμανία κτυπά την Ελλάδα.

  Μετά από ηρωϊκή αντίσταση στα μακεδονικά οχυρά, ο στρατός μας αναγκάζεται να υποκύψει. Οι μηχανοκίνητες γερμανικές μεραρχίες παρελαύνουν στην Αθήνα στις 27 Απριλίου 1941 και μετά την κατάληψη της Κρήτης (Μάϊος 1941), παρά τη γενναία αντίσταση της μεγαλονήσου, ολόκληρη η ελληνική επικράτεια βρίσκεται κάτω από την κατοχή των δυνάμεων του ΄Αξονα. Τριπλή Κατοχή: Γερμανοί, Ιταλοί και Βούλγαροι δεσμεύουν τα υλικά αγαθά, τον φυσικό πλούτο, την παραγωγή και γίνεται προβληματική η προμήθεια τροφίμων για τον ελληνικό λαό. Ο λαός μας υποσιτίζεται. Η πείνα μαστίζει την Ελλάδα. Αθρόοι οι θάνατοι τον τρομερό χειμώνα του 1941- 42. Υπολογίζονται σε 300.000 οι νεκροί από πείνα στα μεγάλα αστικά κέντρα. Αγώνας για επιβίωση αλλά και επίμονη αντίσταση των σκλαβωμένων στις πόλεις και τα βουνά για την εκδίωξη του κατακτητή και τη λύτρωση.

  Η φασιστική Ιταλία, τον Σεπτέμβριο του 1943, συνθηκολογεί ένεκα της απόβασης των αμερικανικών στρατευμάτων στη Σικελία και το Σαλέρνο. ΄Εντρομη η Γερμανία θεωρεί ότι αναμένεται απόβαση των Συμμάχων στην Πελοπόννησο και αναθέτει στο 749 Σύνταγμα Ορεινών Κυνηγών «την παρεμπόδιση κάθε προσπάθειας τυχόν διείσδυσης συμμαχικών δυνάμεων προς τα επάνω από τον Ισθμό της Κορίνθου και την απόκρουση τυχόν επιθέσεων στο μήκος της παραλιακής οδού Πατρών – Κορίνθου». Περιφρουρείται η κρίσιμη περιοχή του Αιγίου, κομβικό σημείο με λιμάνι, σιδηροδρομικό σταθμό και οδικό άξονα, αλλά και τό τρίγωνο- Πάτρας – Καλαβρύτων- Τρυπιών. Καθώς γράφει όμως ο Συν/ρχης Ι. Γεμενετζής, Υπ/ντής ΓΕΣ/ΔΙΣ «Κατά τη διάρκεια της ιταλογερμανικής κατοχής και ειδικότερα το 1943 η ευρύτερη περιοχή Αιγιαλείας- Καλαβρύτων υπήρξε πεδίο σημαντικής αντιστασιακής δράσης. Τα πολυάριθμα σαμποτάζ και οι αντάρτικες ενέδρες διαμόρφωσαν ένα γενικότερο κλίμα ανησυχίας και η κατατρόπωση επαναστατικών ομάδων γύρω απ’ τα Καλάβρυτα κρίθηκε απ’ το γερμανικό Επιτελείο ως μία απολύτως απαραίτητη στρατιωτική αναγκαιότητα».

  Στις 14 Οκτωβρίου λοιπόν δίνεται εντολή στο Γερμανό λοχαγό Σόμπερ να ξεκινήσει επιχείρηση με σκοπό την «αναγνώριση και ανίχνευση της περιοχής Καλαβρύτων, Νιαμάτων και Τρυπιών». Διενέργεια δηλ. εκκαθαριστικών επιχειρήσεων κατά των ανταρτών του ΕΛΑΣ της περιοχής. Μα τρία χιλιόμετρα έξω από τα Καλάβρυτα έχουν στηθεί τα μετερίζια της εθνικής αντίστασης κατά του κατακτητή. Διεξάγεται τότε ένας αγώνας αγνός και σκληρός για τη σωτηρία του ελληνικού λαού. Οι κάτοικοι των περιοχών εκείνων με κάθε τρόπο βοηθούν τους αντάρτες. Οι Γερμανοί το γνωρίζουν. Αυτή ήταν η αιτία που θέλουν να σβήσουν τα Καλάβρυτα απ’ τον χάρτη. Γι’ αυτό επιχειρούν προς τα χώματα των Καλαβρύτων αλλεπάλληλες εξορμήσεις, για να διαλύσουν τους αντάρτες και να τρομοκρατήσουν τον πληθυσμό. ΄Επρεπε όμως να παρουσιαστεί και η αφορμή. Και δεν άργησε.

  ΄Ενα ανομοιογενές σύνολο 97 ανδρών σχηματίστηκε από δύο -τρεις λόχους υπό τις διαταγές του λοχαγού Σόμπερ και κατά τη «μάχη της Κερπινής» στις 17 Οκτωβρίου 1943 συγκρούστηκε με τους αντάρτες του ονομαζόμενου «Ανεξάρτητου τάγματος Καλαβρύτων» του ΕΛΑΣ. Αυτή «η μάχη» απετέλεσε την αφορμή της Σφαγής των Καλαβρύτων, που συντελέστηκε μετά ένα δίμηνο περίπου. Τα γεγονότα καταιγιστικά. Τρεις Γερμανοί έπεσαν επί τόπου, τέσσερες τραυματίστηκαν και ογδόντα ένας συνελήφθησαν αιχμάλωτοι, γεγονός πρωτοφανές για τους στρατιώτες της Βέρμαχτ. Αμέσως μετά τη μάχη άρχισαν οιδιαπραγματεύσεις για την απελευθέρωση των αιχμαλώτων. Τοπικές Αρχές και αντάρτες του ΕΛΑΣ από τη μία πλευρά και Γερμανοί από την άλλη. Δεν υπήρξε αποτέλεσμα. Στις 29 Νοεμβρίου οι ‘Ελληνες αντάρτες αποστέλλουν την τελική τους πρόταση: να πελευθερωθούν, ονομαστικά αναφερόμενοι, ΄Ελληνες κρατούμενοι στα στρατόπεδα συγκέντρωσης της Γερμανίας και μάλιστα 50 ΄Ελληνες κρατούμενοι για κάθε ένα Γερμανό. Είχε ήδη δημοσιευθεί διαταγή των Γερμανών: «….εις το μέλλον διά κάθε φονευθέντα Γερμανόν στρατιώτην θα εκτελούνται 50 ΄Ελληνες. Διά κάθε τραυματιζόμενον Γερμανόν θα εκτελούνται 10 ‘ Ελληνες».

  Αντί άλλης απαντήσεως οι Γερμανοί αρχίζουν δεύτερο πιο αποφασιστικό κύκλο εκκαθαριστικών επιχειρήσεων στην περιοχή. Από την Τρίπολη, Πάτρα, Αίγιο, Κόρινθο όλοι οι δρόμοι οδηγούν τους αφηνιασμένους στρατιώτες του Χίτλερ στα Καλάβρυτα. Καίνε, σκοτώνουν, λεηλατούν, ερημώνουν και εκτελούν ομήρους σε διάφορες περιοχές, όπως στο Αίγιο εκτέλεσαν 50 ομήρους στις 3 Δεκεμβρίου 1943. Δυστυχώς μέσα σε μια τέτοια φοβερή πολεμική ατμόσφαιρα σκοτίζεται η λογική, η βία απαντά στη βία και στις 7 Δεκεμβρίου παρά τις εκκλήσεις των τοπικών ελληνικών Αρχών, οι αντάρτες σκοτώνουν εβδομήντα από τους Γερμανούς αιχμαλώτους και τους καταβαραθρώνουν σε μια χαράδρα του Χελμού. Κάποιοι απ’ αυτούς, βαρύτατα τραυματισμένοι, διασώζονται και εκθέτουν στους συναδέλφους τους λεπτό προς λεπτό τα γεγονότα. ΄Ετσι ξεσπά η τρομερή εκδικητική μανία των Γερμανών να βρουν και να περισυλλέξουν τους φονευθέντες.

   Τρομερά τα αντίποινα. Αθρόες εκτελέσεις υπόπτων Ελλήνων. Ξεκληρίζονται χωριά ολόκληρα. Νεκροί 42 άοπλοι αθώοι χωρικοί στην Κερπινή, 60 θερίζει το πολυβόλο στο χωριό Ρωγοί, στο προαύλιο στης εκκλησούλας τους, 18 στη Ζαχλωρού, αλλά και στο Μέγα Σπήλαιο συμφορά. 15 μοναχούς κι ανάμεσά τους κάποιους ανήμπορους γέροντες τους πετούν κάτω απ’ τον πανύψηλο κι απότομο βράχο «της Κισσωτής». Κι άλλους στρατοκόπους, που συναντούν στο δρόμο τους, τους επιβάλλουν πρώτα να σκάψουν τον τάφο τους, τους πυροβολούν και τους ρίχνουν μέσα. Κι αφού «καθάρισαν» τον δρόμο τους απ’ τους «επικίνδυνους « και «αντιδραστικούς» εκείνη την παγερή μέρα 9 Δεκεμβρίου 1943 όλες οι γερμανικές φάλαγγες φθάνουν στα Καλάβρυτα. «Όλα τα΄σκιαζε η φοβέρα…». Σείεται η γη απ’ τον τρομερό γδούπο της γερμανικής μπότας. Με αγριεμένες διαθέσεις και κραυγές αλλόκοτες κάνουν περιπολίες στους δρόμους της ήσυχης κωμόπολης. Γεμίζουν ολόγυρα τα υψώματα από σιδερόφρακτους στρατιώτες και ο Γερμανός διοικητής προσπαθεί να καθησυχάσει τον κόσμο με καμουφλαρισμένα κηρύγματα: « Μη φοβάστε. Τους αντάρτες καταδιώκουμε. Να μας υποδείξετε πού κρύβονται. Να παραδώσετε αν έχετε όπλα και πολεμικό υλικό. Μην κυκλοφορείτε πέραν της 16.00 ώρας. ‘ Οποιος επιχειρήσει να βγει έξω από την πόλη, θα θεωρηθεί ως αντάρτης και θα θανατωθεί…».

  Την επομένη, 10 Δεκεμβρίου, ο Υποστράτηγος Λε Σουίρ, διοικητής της 117 Μεραρχίας, αναθέτει στον Ταγματάρχη Εμπερσμπέργκερ, διοικητή του Ι/749 Τάγματος, «δύστροπο και σκληρό αξιωματικό, που εκτελεί τυφλά κάθε διαταγή», τη διοίκηση της όλης «επιχείρησης Καλάβρυτα», όπως την ονόμασαν οι ίδιοι οι Γερμανοί. Η επιχείρηση αυτή ήταν μία απ’ τις πιο απάνθρωπες της Βέρμαχτ όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στην Ευρώπη ολόκληρη. Μέσω ασυρμάτου λοιπόν ο Λε Σουίρ στέλνει διαταγή «να εκτελεστεί ο ανδρικός πληθυσμός και να πυρποληθούν τα χωριά». Ξεκινούν ανακρίσεις. Αναζητούν τους τρεις από τους τέσσερες τραυματίες της μάχης της Κερπινής, που είχαν συλληφθεί απ’ τους αντάρτες και είχαν μεταφερθεί προς περίθαλψη στο νοσοκομείο των Καλαβρύτων (ξενοδοχείο «Παράδεισος»). Μα οι τραυματίες παρά τις εκκλήσεις των Καλαβρυτινών, που γνώριζαν πως οι όμηροι είναι «πρόσωπα ιερά και απαραβίαστα», είχαν ήδη εκτελεστεί από τους αντάρτες.

  Νέες διαταγές εκδίδει ο Λε Σουίρ επαναλαμβάνοντας «την εκκαθάριση των περιοχών παραμονής και την επιστροφή των μονάδων στη βάση τους με την ταυτόχρονη εφαρμογή αυστηρότατων αντιποίνων, όπως και τη μεταφορά των κοπαδιών, για να περιοριστούν οι δυνατότητες διαβίωσης των ανταρτών στις περιοχές, όπου κυριαρχούν μέχρι τώρα οι συμμορίες». Ταυτόχρονα διατάζει «σε αντίποινα για τη θανάτωση των μελών του 1 ου και 5 ου λόχου του 749 Συντάγματος Ορεινών Κυνηγών να ισοπεδωθούν οι τοποθεσίες Μαζέικα και Καλάβρυτα. Και τα χωριά να ισοπεδωθούν στις περιοχές, όπου έγιναν έρευνες και στα οποία αποδεδειγμένως στεγάστηκαν συμμορίες ή υπήρξε αντίσταση κατά τη διάρκεια της έρευνας ή βρέθηκαν όπλα και πυρομαχικά». Μέχρι την Κυριακή 12 Δεκεμβρίου οι άνδρες του μαζεύουν κοπάδια και προμήθειες, ώστε την επομένη να μεταφερθούν στις γερμανικές βάσεις στην Πάτρα και στο Αίγιο.

  Νύχτα, παραμονή της μεγάλης σφαγής ποιος μπορούσε να κλείσει μάτι; Τι θα συνέβαινε με την ανατολή της καινούργιας μέρας; Νύχτα εφιαλτική για τους Καλαβρυτινούς, ενώ οι Γερμανοί κατέστρωναν τα λυσσαλέα σχέδιά τους. Κι όμως κάποιοι απ’ αυτούς φάνηκαν άνθρωποι και ενημέρωσαν με νοήματα και σπασμένα Ελληνικά τους ιδιοκτήτες των σπιτιών, που έμεναν, για την επερχόμενη συμφορά: «Όταν ξημερώσει θα σκοτώσουν όλους τους άνδρες». Μα δεν πήγαινε η καρδιά τους να μείνουν σε κρυψώνες εγκαταλείποντας τις οικογένειές τους κι ακολούθησαν τον κοινό όλεθρο…

  Μόλις ξημέρωσε, πριν την ανατολή του ήλιου, οι καμπάνες κτυπούν δαιμονισμένα. Πετιούνται οι Καλαβρυτινοί αλαφιασμένοι στις πόρτες, στα παράθυρα, στα μπαλκόνια να μάθουν τι συμβαίνει. Δεν ήταν ο γνώριμος ήχος της γλυκιάς τους καμπάνας. Προμήνυμα φοβερό ξερίζωνε τα σωθικά. «Μήπως φεύγουν οι βάρβαροι» είπαν κάποιοι κι έψαχναν να διακρίνουν τις φάλαγγές τους να ξεμακραίνουν. Αλλά μια καταχνιά και χαμηλή ομίχλη, απλωμένη ολόγυρα, δεν σ’ άφηνε να διακρίνεις άνθρωπο πέρα από πέντε μέτρα. Κι είχαν δώσει οι αθεόφοβοι την ελπίδα της αναχώρησής τους σε μερικούς κατοίκους. « Τα ξημερώματα φεύγουμε». Μα ήταν όλα παραπειστικά.

  Σε λίγο κυκλοφόρησε η είδηση πως οι Γερμανοί είπαν να πάρουν όλοι οι κάτοικοι μια κουβέρτα ο καθένας και τρόφιμα για μια μέρα και να συγκεντρωθούν στο Δημοτικό Σχολείο. Για να ’χει μια ιδέα ο αναγνώστης, ήταν ένα από εκείνα τα ωραία σχολεία, νεοκλασικά κτίρια, που κτίστηκαν σε αρκετά μέρη της Ελλάδος με δωρεά του εθνικού ευεργέτη Ανδρέα Συγγρού. Οι Γερμανοί όμως χωρίς καθυστέρηση πλημμύρισαν τις γειτονιές, εξαγριωμένοι με τα πιστόλια στα χέρια σπρώχνοντας τους φοβισμένους ανθρώπους προς την κατεύθυνση του Σχολείου. ΄Ανδρες, γυναίκες και παιδιά μικρά, μεγάλα και βυζασταρούδια ακόμα στην αγκαλιά της μάνας τους. Οικογένειες ολόκληρες άφηναν τα σπίτια τους με μάτια βουρκωμένα, σφιγμένα τα χείλη και τις καρδιές σχισμένες απ’ τον πόνο. Θα ξαναγύριζαν; ΄Ανθρωποι κάθε κοινωνικής τάξης και ηλικίας, μια πομπή νεκρική, μια φάλαγγα ωθούνταν βίαια στο ίδιο μέρος. Περνώντας τη σιδερένια εξώπορτα του Σχολείου χωρίζονταν οι οικογένειες και αποχαιρετιούνταν με σπαραγμό ψυχής. Τι εικόνες, Θεέ μου! Σε δυο αίθουσες οι άνδρες από 14 ετών και άνω «οι ικανοί προς στράτευσιν», σε τρεις τα γυναικόπαιδα και οι υπερήλικες. Υπήρξαν ωστόσο και περιπτώσεις όπου 12χρονοι ανεπτυγμένοι «μπήκαν» στους άνδρες, ενώ 16χρονοι αδύναμοι παρέμειναν με τα παιδιά.

   Γύρω στις 9 η ώρα ανακοινώνεται η διαταγή: οι άνδρες να βγουν στο προαύλιο και να μπουν ανά δύο στη γραμμή. Παρέλυσαν τα πόδια τους. Η «σωφρονιστική διμοιρία του τάγματος» τούς βγάζει από την πίσω εξώπορτα του Σχολείου και τους οδηγεί ψηλά στο χωράφι του Καπή, σε απόσταση 10΄ λεπτών από το Σχολείο. Οι όμηροι δεν μπορούν να σκεφτούν το σατανικό σχέδιο. Θολώνει ο νους απ’ την αγωνία. Κλαίνε τα δωδεκάχρονα παιδιά, τρέμουν οι γέροντες. Και φτάνουν εκεί, σε μια αμφιθεατρική τοποθεσία, επίτηδες επιλεγμένη, ώστε η επικλινής διαμόρφωση να μην επιτρέπει σε κανένα να γλιτώσει απ’ τις ριπές των πολυβόλων, που είχαν τοποθετηθεί περιμετρικά. Κι άλλο δράμα! Οι μελλοθάνατοι βλέπουν από ψηλά την πόλη τους. ΄Ηδη διέκριναν καπνούς. Σε λίγο φθάνει κι άλλη φάλαγγα. Στο χωράφι του Καπή συγκεντρωμένη όλη η καλαβρυτική κοινωνία. Τρεις γενιές. Γέροι, άνδρες και παιδιά βλέπουν ολόγυρά τους να κινούνται Γερμανοί σαν από κάποια κόλαση. Και μπροστά τους πολλά πολυβόλα. «Γιατί μας φέρατε εδώ; Θα μας σκοτώσετε;». « Όχι» απαντά με κυνισμό ο Πυράρχης Τέννερ. « Κάτι τέτοιο δεν θα γίνει ποτέ. ΄Εχετε τον λόγο της στρατιωτικής μου τιμής. Την πόλη σας θα καταστρέψουμε, γιατί ανεφοδιάζονται οι αντάρτες και την χρησιμοποιούν σαν καταφύγιο. Θα σας μεταφέρουμε σε άλλο μέρος».

  Μια ελπίδα ζητούσαν οι μελλοθάνατοι κι αγκιστρώθηκαν απ’ αυτήν. Μα όσο περνά η ώρα οι Γερμανοί ανησυχούν. Φοβούνται μην ξεσπάσει το πλήθος. Βλέπουν με τα κιάλια τους στα γύρω βουνά. Φοβούνται τον εαυτό τους, τα στοιχεία της φύσης, μια πιθανή επίθεση των ανταρτών. Κι οι Καλαβρυτινοί ξεχωρίζουν τώρα τα σπίτια τους τυλιγμένα στις φλόγες. Καπνοί κι αντάρα. «Κι αν φτάσουν οι φλόγες στο Σχολειό, θα καούν κλεισμένες εκεί οι γυναίκες μας, τα παιδιά μας, οι μάνες μας, τ’ αδέλφια μας. Οι γέροντες;». Αγωνία και τρέμουλο. Στις 10.30΄ένα σφύριγμα ακούστηκε. ΄Ηταν το σφύριγμα του «Μουντζούρη», όπως έλεγαν τον οδοντωτό. ΄Εφευγε φορτωμένος με σοδειές των Καλαβρύτων και κοπάδια ζώων. Οι εντολές για το πλιάτσικο είχαν εκτελεστεί. Στις 11.00΄μια γερμανική ομάδα έρχεται. Πλησιάζουν τον Τέννερ και του δίνουν ένα χαρτί. Καλούνται: ο Διευθυντής της στρατιωτών κατευθύνονται στην πόλη κι όταν επιστρέφουν σε μια ώρα, ωχροί και ξέπνοοι, ψιθυρίζουν στους συμπολίτες τους πως τους πήραν τα χρηματοκιβώτια, αλλά λήστεψαν και τους ίδιους. Τους πήραν ρολόγια, δακτυλίδια, χρήματα …Τόσος ξεπεσμός!

  Κι ενώ σκέπτονται να φωνάξουν και να χυμήξουν πάνω στα πολυβόλα, μια πράσινη φωτοβολίδα φωτίζει τον ορίζοντα και χρωματίζει τον ουρανό. Και σε λίγα λεπτά δεύτερη φωτοβολίδα, κόκκινη αυτή τη φορά, ακολουθεί την τροχιά της πρώτης. ΄Ετσι δόθηκε το σήμα του θανάτου. Τότε ο Τέννερ σηκώνει το χέρι του και δίνει το σύνθημα για την εκτέλεση των αθώων. Το ρολόι δείχνει ώρα 2.34΄. Αμέσως 8-10 μυδράλια ξεχύνουν φωτιά και σίδερο, στέλνοντας σταυρωτά τις βολίδες τους, ενώ οι Καλαβρυτινοί ζητωκραυγάζουν μ’ όση δύναμη τους έμεινε. Μα οι δολοφόνοι θερίζουν κορμιά. Για μια στιγμή ο Πάνος Γιωργανιάς, ο φτασμένος Καλαβρυτινός ποινικολόγος, φωνάζει: «αδέλφια, των πολλών ο θάνατος δεν είναι θάνατος. Για την πατρίδα μια φορά κανείς πεθαίνει, θεία η δάφνη». Φωνές ύστατες δονούν τον αέρα. Οι βάρβαροι εξαγριώνονται και ο Τέννερ κουνάει τα χέρια νευρικά, για να επιταχύνουν τα μυδράλια τον ρυθμό της εκτέλεσης. Κι όσο τα μυδράλια μουγκρίζουν, στοιβάζονται τα πτώματα και τα βογγητά του θανάτου σβήνουν τις ζητωκραυγές! «Χαλασμός. Θάνατος πέρα ως πέρα…».

  Ένα πλήθος πάνω από χίλιους ανθρώπους σωριασμένο αναίσθητο κι αιμόφυρτο. Εκατόμβες θυσίας αθώων στο βωμό της Πατρίδας! Και οι Γερμανοί, ψυχροί, χωρίς ίχνος συναίσθησης μπροστά στον χαμό, πλησιάζουν με τα πιστόλια στα χέρια και ρίχνουν με μανία τις χαριστικές βολές… ΄Υστερα, βλέποντας με σαδισμό τα κατορθώματά τους, μπαίνουν στη γραμμή και κατευθύνονται προς τον σταθμό τραγουδώντας τη «Λιλή Μαρλέν…», οι ανάλγητοι…

  Το χωράφι του Καπή πνιγμένο στο αίμα. Τα λόγια είναι περιττά. « Φευ! Οικτρόν ιδείν τε και λέγειν». Κι ενώ τα βογγητά σμίγουν με τη μυρωδιά του θανάτου, άλλο επεισόδιο της τραγωδίας εκτυλίσσεται στο Σχολείο. Εκεί στοιβαγμένα γυναικόπαιδα και γέροντες, παγιδευμένοι στις αίθουσες με την αγωνία των δικών τους να χτυπά τα μηλίγγια τους, πνίγονται απ’ τους καπνούς. Ψελλίζουν τις προσευχές τους. Κάποιες γυναίκες ψάλλουν την «Παράκληση» στη Θεομήτορα και επικαλούνται τη μεσιτεία Της «προς τον φιλάνθρωπον Θεόν». Μα καθώς βλέπουν απ’ τα παράθυρα των αιθουσών τα σπίτια τους να καίγονται, να λαμπαδιάζουν οι γειτονικές κατοικίες, αναμμένα ξύλα να πέφτουν στην αυλή του Σχολείου, σφαδάζουν στην ιδέα πως θα καούν όλοι τους ζωντανοί. Κάνουν προσπάθειες να σπάσουν τα τζάμια, τα σύρματα, τις πόρτες. Κάποιοι γέροντες σπρώχνουν ν’ ανοίξουν και σαν «από μηχανής θεός» ένας Αλσατός φρουρός, πατέρας ο ίδιος πολλών παιδιών, αψηφά τη ζωή του και ανοίγει την πόρτα. Ξεπετιούνται έξω τα γυναικόπαιδα με λυγμούς, κλαίνε τα παιδιά, φωνές, πανδαιμόνιο αλαλαγμών, ποδοπάτημα και να οι Γερμανοί μπροστά τους. Δεν αφήνουν τον συρφετό εκείνο να στραφεί προς το χωράφι του Καπή, μήπως και δώσουν βοήθεια σε κάποιον τραυματισμένο, και γεμίζει ο κάμπος από κοπάδια γυναικών, παιδιών, γερόντων που τουρτουρίζουν απ’ το κρύο. Πού να πάνε; «Πού είναι οι άνδρες μας, τα παιδιά μας;», φωνάζουν, όταν γύρω στις 4 η ώρα μια γυναίκα σπαράζοντας κραυγάζει: « Ελάτε να δείτε τους λεβέντες μας… Τους σκότωσαν όλους στου Καπή το χωράφι». Θρήνος και κλαυθμός και οδυρμός… «Ερμιά παντού…»!

   Πώς να εγκαταλείψουν τους νεκρούς στη μοναξιά τους; Πού να βουβάνει η νύχτα τους καημούς; Τα σκυλιά αλυχτούν παράξενα. Και το μονότονο κλαυθμύρισμα της κουκουβάγιας, πένθιμη μουσική υπόκρουση στο σκηνικό της μεγάλης συμφοράς. Πού να σταθούν οι ορφανεμένες οικογένειες; Τα σπίτια τους, τις εκκλησιές, το Σχολειό, όλα τα ΄φαγε η φωτιά. Μάζεψαν τις καταρρακωμένες ψυχές τους και κούρνιασαν σε σπηλιές, σε στάβλους, σε κοτέτσια, σε ερημοκλήσια, νηστικοί και διψασμένοι, πνιγμένοι στον πόνο και την απελπισία, σκιές ανθρώπων με τα παιδιά στην αγκαλιά τους μέσα στην παγωνιά εκείνης της κολασμένης νύχτας. « Α! Τι νύχτα ήταν εκείνη, που την τρέμει ο λογισμός;» γράφει ο Δ. Σολωμός για τη φοβερή νύχτα πολέμου κατά την πολιορκία της Τριπολιτσάς. Μα εδώ ήταν πόλεμος οδύνης στα σπλάχνα εξουθενωμένων υπάρξεων.

  Κι απ’ τα ξημερώματα όλοι το χωράφι του Καπή. Η τελευταία πράξη του δράματος. Το χρέος της ταφής των νεκρών. ΄Αμοιρες κι ανήμπορες γυναίκες πού βρήκαν τη δύναμη να αναγνωρίσουν τους δικούς τους- ανάμεσα σε άμορφες μάζες- και πώς να τους μεταφέρουν ως το Νεκροταφείο. Πώς να κουβαλήσει μια μάνα πέντε παιδιά σκοτωμένα και τον άνδρα της έξι; Και το άνοιγμα των τάφων με τα χέρια, με σκαλιστήρια, με σκεπάρνια, με ξύλα. Τόση τραγικότητα σωριασμένη στην καρδιά και στη φύση ολόγυρα. Και ποιος να ψάλει τη νεκρώσιμη ακολουθία; Κι ο παπά- Καλός, ο ιερέας τους, κατακρεουργημένος στον τύμβο των θυμάτων της γερμανικήςς θηριωδίας. ΄Ηταν και ξενοχωρίτες ανάμεσα στους νεκρούς. Τσομπάνηδες, εργάτες απ’ την Εύβοια, που δούλευαν στα λιγνιτωρυχεία, περαστικοί έμποροι, Δημόσιοι υπάλληλοι και πολλοί άλλοι… Αλλά και κάτω απ’ τους σκοτωμένους –ω τι θαύμα- ξεπετάχτηκαν ζωντανοί δεκατρείς Καλαβρυτινοί, για να θυμούνται εκείνες τις τρομερές στιγμές της μεγάλης σφαγής και να τροφοδοτούν την ιστορική μνήμη με τις φρικτές λεπτομέρειες…

  Το ολοκαύτωμα συνεχίστηκε το πρωί της επόμενης μέρας. Οι Γερμανοί έκαψαν τό χωριό Βισοκά και κατέστρεψαν το ιστορικό Μοναστήρι της Αγίας Λαύρας. Εκεί κάτω απ’ τον πλάτανο, που ορκίστηκαν το 1821 οι πρόκριτοι των Καλαβρύτων για την απελευθέρωση του Γένους, θυσιάζονταν τώρα τέσσερες καλόγηροι κι ο φύλακας του Μοναστηριού. Ευτυχώς οι νεότεροι πρόλαβαν και γλύτωσαν στα βουνά. Και υποστηρίζει ο Στρατιωτικός Διοικητής Ελλάδος Γερμανός SPEIDEL,δικαιολογώντας στις ελληνικές Αρχές την επίθεση στην Αγία Λαύρα, ότι: «Το Μοναστήριον ήσκησεν άμυναν και παρέστη ανάγκη να καταληφθή κατόπιν μάχης…».

  «Κατεστράφησαν εκ θεμελίων τα Καλάβρυτα»… Ο Ακαδημαϊκός Σπύρος Μελάς, όταν τον Ιούνιο του 1945 επισκέφθηκε τον ερημότοπο των Καλαβρύτων με ανταποκριτές και ξένους δημοσιογράφους, έγραψε μεταξύ άλλων. «Εδώ δεν είναι το θέαμα της φρενιασμένης λύσσας εναντίον των αψύχων, που αποτελεί την κύρια έκφραση του δράματος. Αλλ’ ότι, προπάντων, μέσα σ’ αυτά τα ερείπια, καταδικάστηκαν να ζουν, να κυκλοφορούν και να λειώνουν εκατοντάδες αδύνατα πλάσματα, γυναίκες, παιδιά, υπέργηροι, που ’γιναν μάρτυρες της ομαδικής τραγωδίας των πιο αγαπημένων τους προσώπων, που δεν μπορούν ούτε στιγμή να ξεχάσουν τις συγκλονιστικές φάσεις της (…) Πουθενά, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στη γη όλη, δεν έχει διαπραχθεί εναντίον αθώων ομαδικό έγκλημα τόσο ανατριχιαστικό…».

  Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας έχει αναγνωρίσει τη ναζιστική αγριότητα κατά των Καλαβρύτων καταδικάζοντας τα αποτρόπαια εγκλήματα. Καμιά αποζημίωση όμως! Τον Απρίλιο του 2000 ο τότε Πρόεδρος της Ομοσπ. Γερμανίας Γιοχάννες Ράου επισκέφθηκε τα Καλάβρυτα και εξέφρασε συναισθήματα ντροπής και βαθιάς θλίψης για την τραγωδία. Αλλά δεν αναφέρθηκε καν στο ζήτημα των αποζημιώσεων. 700 σπίτια είχαν τα Καλάβρυτα. Σε στατιστική του Υπουργείου Κοινωνικής Προνοίας του 1946 αναφέρεται ότι καταστράφηκαν ολοσχερώς τα 640. Ερειπωμένες εκκλησίες και σχολεία… Κι η αναφορά πεπραγμένων της 117 μεραρχίας, με ημερομηνία 19 Ιανουαρίου 1944, με ψυχρότητα γνωστοποιεί: «κατεστράφησαν 24 χωριά, 3 μονές. Οι εκτελεσθέντες ανήλθον εις 696 άνδρες». Μόνο; Μα ο Δημήτρης Καλδίρης, μαθητής του Δημοτικού Σχολείου στα Καλάβρυτα του 1943, έκλεισε τότε μέσα στην παιδική του ψυχή την κάθε στιγμή εκείνου του ολέθρου κι αποτύπωσε με βαθύτατο πόνο ανατριχιαστικές λεπτομέρειες στο βιβλίο του: «Το δράμα των Καλαβρύτων», πολύτιμη προσφορά στην ιστορική μνήμη. Κι άλλοι πολλοί πονεμένοι γράφουν και απομνημονεύουν την πικρή αλήθεια για εκείνα τα στυγερά εγκλήματα των ναζί.

Εδώ και πολλά χρόνια όμως ανθεί στα Καλάβρυτα μια καινούργια ζωή μέσα απ’ τα χαλάσματα. «Το χάσμα π’ άνοιξε ο σεισμός ευθύς εγιόμισε άνθη» επιβεβαιώνει ο εθνικός μας Ποιητής. Η νέα πόλη ευημερεί, μα κρατεί στην καρδιά τη θυσία των Ηρώων της. Και όπως μονολογεί ο Σεφέρης για τους σκοτωμένους φίλους του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου «Στάζει τη μέρα στάζει στον ύπνο μνησιπήμων πόνος», έτσι και εδώ στάζει νύχτα –μέρα… Τόσα ονόματα θυμάτων χαραγμένα στα μνημεία των Καλαβρύτων! Τόσοι σταυροί στο Νεκροταφείο και σε περιοχές της υπαίθρου πού να σ’ αφήσουν να ξεχάσεις! Μα και όλοι οι ΄Ελληνες, κι αν δεν φτάσαμε ως τα Καλάβρυτα, με θλίψη κρατήσαμε μέσα μας τη μαρτυρική θυσία των εκτελεσθέντων… Και με εθνική ευαισθησία προσκυνούμε τον αγιασμένο τόπο του φρικτού μαρτυρίου, εκεί που σήμερα υψώνεται ο πανύψηλος Σταυρός, στο λόφο του Καπή. Αλλά και εκ βάθους ψυχής δεόμεθα υπέρ αναπαύσεως «εν χώρα ζώντων», «εις την αιωνίαν μακαριότητα», των 1300 Καλαβρυτινών μαρτύρων, γονατίζοντας ευλαβικά στην κατακόμβη της θυσίας τους, όπου τρεμοπαίζουν οι φλόγες των 1300 κανδηλιών!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου