Παρασκευή 29 Νοεμβρίου 2024

1940 -41. Ο Ελληνικός στρατός στη Βόρειο ΄Ηπειρο!

 

Της Άννας Κ. Κορνάρου-Καλαμαρά

  Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 1940, 6 η ώρα το πρωί, τα ουρλιαχτά των σειρήνων της αντιαεροπορικής άμυνας ξύπνησαν την Αθήνα κι αντιλάλησαν σε κάθε ελληνική ψυχή. «Πόλεμος! Οι Ιταλοί εισβάλλουν» ήταν η είδηση που έτρεχε από στόμα σε στόμα. Και ο ευσεβής λαός μας ύψωνε τα μάτια στον ολοκάθαρο ουρανό και ζητούσε από τη Θεία Δίκη να αποκαταστήσει τη διασαλευθείσα τάξη. «Ο Θεός δεν θα μας αφήσει. Τον δεκαπενταύγουστο, στην Τήνο, ανήμερα στη γιορτή της Θεοτόκου, άρχισαν την επίθεση οι βέβηλοι με τον τορπιλισμό της « ΕΛΛΗΣ» μας ! Τώρα θα πληρώσουν». Κι ο καθένας μέσα του άκουγε τον Εθνικό ΄Υμνο να ανακρούεται σαν προσκλητήριο και προσευχή.

  Το πρώτο πολεμικό ανακοινωθέν του Γενικού Στρατηγείου, που βγήκε σε έκτακτες εκδόσεις εφημερίδων κατά το μεσημέρι, έδωσε λακωνικά τον τόνο στην όλη Υπόθεση: «Αι ιταλικαί στρατιωτικαί δυνάμεις προσβάλλουν από τις 5.30 σήμερον τα ημέτερα τμήματα προκαλύψεως της ελληνοαλβανικής μεθορίου. Αι ημέτεραι δυνάμεις αμύνονται του πατρίου εδάφους». Εκεί στα ιερά σύνορα βροντούσε το κανόνι και συγκλόνιζε την εθνική συλλογική συνείδηση. Τώρα η Ιστορία γινόταν πράξη ζωής και καλούσε για το χρέος! Η Ελλάδα πολεμούσε κι αντιστεκόταν. Τότε που οι δυνάμεις του ΄Αξονος ήταν ακαταμάχητες και νικηφόρες παντού.

  Η ελληνική αμυντική διάταξη απλωνόταν απ’ τις ηπειρωτικές ακτές του Ιονίου μέχρι τη λίμνη της Μεγάλης Πρέσπας. Ο εχθρός διέθετε αριθμητική υπεροχή. Οκτώ μεραρχίες, τάγματα μελανοχιτώνων και Αλβανών, μεγάλο όγκο πυροβολικού, αρμάτων μάχης και αεροπλάνων απέναντι σε λιγότερο από τρεις ελληνικές μεραρχίες αναπτυγμένες σε αμυντικές θέσεις μήκους 250 χιλιομέτρων. Η επιστράτευση στην αρχή της, οι εφεδρείες ελάχιστες, τα εφόδια του ελληνικού στρατού λιγοστά. Πού βρίσκαμε τις αντοχές και ο λαός μας έδειχνε τέτοιο αδάμαστο αγωνιστικό φρόνημα απέναντι στον ιταμό επιδρομέα; «Ούτοι εν άρμασι και ίπποις», εμείς με ακράδαντη πίστη στον Θεό και τον Ελληνισμό, αγωνιζόμασταν με πάθος για την ελευθερία «υπέρ βωμών και εστιών».

  «Ο αγών θα διεξαχθή μετά πείσματος και επιμονής ακαταβλήτου.΄Αμυνα κρατερά επί των θέσεών μας μέχρις εσχάτων» έλεγε η Ημερήσια Διαταγή . Εκεί πάνω στην ΄Ηπειρο και την Πίνδο παιζόταν η πιο κρίσιμη πράξη του δράματος από τα χαράματα της 28 ης Οκτωβρίου 1940 μέχρι τις 13 Νοεμβρίου. Ο αγώνας είχε γενικευτεί σ’όλο το μέτωπο. Καιγόταν ο τόπος, τρανταζόταν συθέμελα από όλα μαζί τα πυροβολικά, τις βόμβες, τις ανατινάξεις. Ο εχθρός υποστηριγμένος από ισχυρό πυροβολικό και αεροπορία πολεμούσε να σπάσει την αμυντική γραμμή και κάπου το κατόρθωνε, αλλά οι φαντάροι μας ανακαταλάμβαναν τα εδάφη μας. Και ο πληθυσμός των ορεινών περιοχών βοηθούσε με κάθε μέσον τις αγωνιζόμενες μονάδες μας. Οι γυναίκες της Πίνδου κυρίως με ηρωισμό και καρτερικότητα αναρριχώμενες σε απότομα φαράγγια τούς μετέφεραν πυρομαχικά και εφόδια επιστρέφοντας με τραυματίες στους ώμους τους. Ένα θέαμα συγκλονιστικό!

  Αγώνες κόπων και αντοχής ο στρατός μας στα απρόσιτα βουνά της Ηπείρου με βροχές, λάσπες, χιόνια και στερήσεις παντοειδείς. Μάχες με τη φωτιά και το σίδερο στα καταρράχια και τις χαράδρες της Πίνδου με ατίθασες καιρικές συνθήκες και ελλείψεις.Η πολεμική κραυγή «αέρα!» με σφυρίγματα ενθουσιώδη φούσκωνε τα σωθικά τους κι ένα γλυκύτατο όραμα τους εμψύχωνε « απ’ τη γαλανή θάλασα του Ιονίου ίσαμε ψηλά στις παγωμένες Πρέσπες: ΄Εβλεπε τις νύχτες μια γυναικεία μορφή να προβαδίζει, ψηλόλιγνη, αλαφροπερπάτητη, με την καλύπτρα της αναριγμένη από κεφάλι στους ώμους. Την αναγνώριζε, την ήξερε από πάντα…Είταν η μάννα η μεγαλόψυχη στον πόνο και στη δόξα, η λαβωμένη της Τήνου, η υπέρμαχος Στρατηγός» (Αγγ. Τερζάκης).

   Το χιόνι πύκνωνε, το κρύο δυνάμωνε, ο χειμώνας έμπαινε βαρύς κι ο στρατός μας τώρα πια αναλαμβάνει από τις 14 Νοεμβρίου 1940 επιθετικές επιχειρήσεις. Από αμυνόμενος γίνεται τιμωρός. Κυνηγά να διώξει τον εχθρό από το εθνικό έδαφος και εξορμά προς το βοριά. Επίθεση ανάμεσα στις δυο Πρέσπες με γοργό ρυθμό προς στο εσωτερικό της Αλβανίας, που είχε συμμαχήσει με τον ΄Αξονα. Πρώτα όμως απλώνονταν εκεί περιοχές ελληνικές, χώματα της αλύτρωτης Βορείου Ηπείρου, πληθυσμοί που κάτω από τον αλβανικό ζυγό δεν έχασαν την εθνική τους συνείδηση, γλώσσα και μνήμη. ΄Ηταν κοιτίδα του Νεοελληνικού πνεύματος, πατρίδα των Βορειοηπειρωτών ευεργετών του ΄Εθνους μας. Εκεί δίδαξε, ίδρυσε σχολεία και μαρτύρησε ο μεγάλος ιεραπόστολος Κοσμάς ο Αιτωλός.

   Εκεί λοιπόν αλλεπάλληλες αντεπιθέσεις του εχθρού δεν μπορούν να ανακόψουν την ελληνική προέλαση. Αγώνας σώμα με σώμα με ξιφολόγχη και χειροβομβίδες. Κυριεύονται τα υψώματα το ένα πίσω απ’ το άλλο, η γέφυρα του Δεβόλη, τα βουνά της Μοράβας και του Ιβάν κάτω από υπερβολικά δύσκολες συνθήκες, με πυκνή καταχνιά. Και στις 22 Νοεμβρίου στις έξι παρά τέταρτο το βράδυ ένα τάγμα μας κι ένας λόχος απελευθερώνουν την Κορυτσά. ΄Ηταν η πρώτη πέρα απ’ τα σύνορα μεγάλη πολιτεία, η μεγαλύτερη της Βορείου Ηπείρου, που κυρίευε ο ελληνικός στρατός. Κι ήταν η τρίτη φορά (7 Δεκεμβρίου 1912, 27 Οκτωβρίου 1914), που η ελληνική Κορυτσά ξαναρχόταν στα ελληνικά χέρια μαζί με αμέτρητο υλικό πολέμου, πάνω από σαράντα πυροβόλα και χίλιους –τόσους αιχμαλώτους. Η ταπείνωση του φασιστικού ιμπεριαλισμού είχε συντελεστεί!

   Στην Αθήνα οι καμπάνες διαλαλούσαν τη μεγάλη νίκη. Ο λαός ξεχύθηκε στους δρόμους με σημαίες. « Επί καταλήψει Κορυτσάς υπό ενδόξων ελληνικών στρατευμάτων γονυπετής απένειμε φόρον ευγνωμοσύνης τη Παντανάσση λαός Τήνου» τηλεγραφούσε ο Πρόεδρος της Κοινότητας του νησιού στην Κυβέρνηση. Οι εφημερίδες εξέδιδαν πανηγυρικό παράρτημα. Να πώς η εφημερίδα ΄Εθνος με ημερομηνία 23-11-1940 γνωστοποιούσε την απελευθέρωση της Κορυτσάς: «Το βράδυ της Πέμπτης 21 ης Νοεμβρίου, εορτήν της Θεοτόκου, τα ιταλικά στρατεύματα, προβλέποντα βεβαίαν αιχμαλωσίαν κατόπιν της εξελίξεως της μάχης εις τα πέριξ της πόλεως όρη, εγκατέλειψαν ουσιαστικώς την Κορυτσάν. Εις την πόλιν έμεινε μικρόν τμήμα του εχθρικού στρατού, αλλά η απόφασις περί εγκαταλείψεως της Κορυτσάς, απόφασις την οποίαν εξεβίασαν αι ιδικαί μας επιτυχίαι, είχε ληφθεί την ημέραν που εώρταζεν η Θεοτόκος. Μαζί με όλους τους ΄Ελληνας, οι κάτοικοι της Κορυτσάς, επίστευσαν στο θαύμα και βγήκαν χθες με εικόνας της Παναγίας στους δρόμους της πολυβασανισμένης πόλεώς των διά να υποδεχθούν τους ελευθερωτάς.

   Οι ΄Ελληνες όμως της Κορυτσάς δεν είχαν παύσει ποτέ να πιστεύουν την ιδικήν των απελευθέρωσιν…Και έκρυβαν βαθειά στις γωνιές του σπιτιού τους τη Γαλανόλευκη.. Εκείνο που έγινε στην Κορυτσάν το χθεσινό απόγευμα υπερβαίνει τη φαντασία του θερμοτέρου πατριώτου. Με σημαίες στα χέρια, με εικόνες της Παναγίας, με τα λουλούδια που περιεσώθησαν από τις τρομερές ημέρες της πολιορκίας, οι γυναίκες και τα παιδιά της Κορυτσάς χύθηκαν για να δεχθούν την Ελλάδα. Η μετάπτωσις από τον φόβον των προηγουμένων ημερών στον ενθουσιασμό του θαύματος έδωσε τον τόνο της μεγάλης, της απέραντης χαράς, που επλημμύρισε τις πατριωτικές ψυχές των ελευθερωθέντων. Σεβαστές γρηούλες γονάτιζαν ευλαβικά στο πέρασμα της ελληνικής σημαίας, έκαναν με το τρεμάμενό τους χέρι το σημείο του σταυρού και παρακαλούσαν κάποιο στρατιώτη μας για να ασπαστούν το χακί της στολής του… Εις τους ναούς της Ζωοδόχου Πηγής, του Αγίου Γεωργίου και τους άλλους της πόλεως εψάλησαν δοξολογίαι από τον Κλήρον, ο οποίος συγκεκινημένος απήγγειλεν τας ευχάς της κατισχύσεως των ελληνικών όπλων. Εις τον ναόν της Παναγίας παρετηρήθη η μεγαλυτέρα συγκέντρωσις και γονυκλινείς εκεί προσηύχοντο οι λυτρωθέντες διά το Θαύμα...».

  Και οι νίκες συνεχίζονται. Μπροστά η σημαία του συντάγματος, οι σαλπιγκτές σαλπίζουν το εμβατήριο της ορμής «Προχωρείτε! Προχωρείτε!» και με θυσίες καταλαμβάνονται περιοχές, χωριά ολόκληρα. Στις 24 Νοεμβρίου οι Ιταλοί εγκαταλείπουν τη Μοσχόπολη, την ελληνική πόλη που ανθούσε το 18 ο αιώνα με τα ελληνικά σχολεία, τα τυπογραφεία και την Ακαδημία. Στις 30 Νοεμβρίου πέφτει το Πόγραδετς. «Η κατάστασις είναι σοβαρά, δεν αποκλείεται να αποβή και τραγική» ομολογεί ο Μουσολίνι. Στις ελεύθερες χώρες ο Τύπος εξυμνεί «τον θαυμάσιον αγώνα που διεξάγει σήμερον η μικρά Ελλάς εναντίον της ιταλικής δυνάμεως», αλλά θα τον θυμούνται αργότερα;

   Οι επιτυχίες του στρατού μας, κάτω από εξαίσια Διοίκηση, συνεχίζονται και στο κεντρικό μέτωπο. Στις 3 Δεκεμβρίου, ώρα 10 το πρωί, ο ελληνικός στρατός ελευθερώνει την Πρεμετή. Την ίδια μέρα οι δυνάμεις του παραλιακού μετώπου έμπαιναν στο σημαντικό λιμάνι τους Αγίους Σαράντα, ενώ στις 5 Δεκεμβρίου στο Δέλβινο. Το ελληνικό βέλος χωνόταν βαθιά στην Αλβανία και τόξευε ολόΐσια στο Τεπελένι. Στις 8 του μηνός κυρίευε τη Δερβιτσάνη. Εκεί πεντοκόσιες κοπέλες με διακόσια παλικάρια του βορειοηπειρωτικού χωριού βγήκαν να προΰπαντήσουν το σύνταγμα. Κρατούσαν την ελληνική σημαία, έψελναν το «Χριστός Ανέστη», τον εθνικό ύμνο. Από το 1913 η Δερβιτσάνη είχε να δει ελληνικό στρατό. Την ίδια μέρα οι Ιταλοί αδειάζουν το Αργυρόκαστρο και ο Μητροπολίτης Ιωαννίνων Σπυρίδων πήγε αμέσως και χοροστάτησε στη δοξολογία. Η είδηση πως ελευθερώθηκε το Αργυρόκαστρο ξεσήκωσε κύμα ενθουσιασμού σ’ όλη τη χώρα μας και οι ελληνικές νίκες είχαν τεράστιο διεθνή αντίκτυπο με υποσχέσεις για βοήθεια στην Ελλάδα.

   Εν τω μεταξύ ο χειμώνας βαρύς. Οι χιονοθύελλες λυσσομανούν, το κρύο θερίζει, η πείνα, η ψείρα, οι πόνοι, τα κρυοπαγήματα νεκρώνουν τα μέλη, το θανατικό και στα άλογα, ο ανεφοδιασμός δραματικός, ο εχθρός γερά οχυρωμένος με δυνάμεις ανασυγκροτημένες από αλλεπάλληλους εφοδιασμούς. Οι μάχες που δίνουν οι ΄Ελληνες είναι άθλοι. Στον παραλιακό τομέα εξάλλου τα ελληνικά τμήματα έμπαιναν στις 22 Δεκεμβρίου στη Χειμάρρα. Η ελληνική πολιτεία απελευθερωνόταν για τρίτη φορά στην ιστορία της. Σκιρτούν οι καρδιές των Βορειοηπειρωτών παντού, όταν βλέπουν την ελληνική σημαία να κυματίζει. Το νέο έτος 1941 βρίσκει τον ελληνικό στρατό να έχει προχωρήσει στο αλβανικό έδαφος σε βάθος που κυμαίνεται από τριάντα έως ογδόντα χιλιόμετρα, αλλά και συνεχώς απομακρύνεται από τις βάσεις ανεφοδιασμού του. Στις 11 Ιανουαρίου καταλαμβάνει μετά από επίμονες και αιματηρές μάχες τα στενά της Κλεισούρας και προωθείται βόρεια της οροσειράς της Τρεμπεσίνας. Φτερουγιζει η καρδιά του να φτάσει στην Αυλώνα, στον ποταμό Σκούμπη, στα Κεραύνια. Να υπερκεράσει τα όρια της Παλαιάς ΄Ηπείρου… Και με τι θυσίες! « Σπάνια η στρατιωτική ιστορία αναγράφει τέτοια  παραδείγματα αυτοθυσίας, άντρες που κινδυνεύουν να θαφτούν από στιγμή σε στιγμή μέσα στα χιόνια να παραμένουν στη θέση τους» ανέφερε η έκθεση της ΙΙ Μεραρχίας.

   Νίκες δύσκολες, ανεξήγητες κάτω από συνθήκες αδυσώπητες, αλλά τους χαλύβδωνε το όραμα της Θεοτόκου ως φωτοφόρου νεφέλης, τους ενέπνεε και τους εμψύχωνε διαρκώς. Νιώθουν την προστασία Της, τη θαλπωρή και τη σκέπη Της και Την επικαλούνται με θέρμη ψυχής! Εδώ ας καταθέσουμε μια μαρτυρία που δεν κατέγραψε η ιστορία, αλλά μένει στην καρδιά και η ανάμνησή της ανατροφοδοτεί την πίστη: ΄Ενας ΄Ελληνας φαντάρος γλίτωσε από πολύνεκρη μάχη εκεί στα ματωμένα υψώματα και τραυματισμένος στο κεφάλι, αναίσθητος, έπεσε σε ρεματιά. Όταν συνήλθε, ανέβηκε στο δρόμο και μέσα στην ερημιά παρακαλούσε την Παναγία να του φανερώσει ένα άνθρωπο για να τον σώσει. Σε λίγο τρεις ΄Ελληνες φαντάροι τον ρωτούσαν «Ποιος είσαι;» « Είμαι ο Κώστας ο Κ.». ΄Ηταν τρεις συμπατριώτες του απ’ το νησί του, την Τήνο, κι οι τρεις με το όνομα «Παναγιώτης». «Παναγία μου», φώναξε με λυγμούς. « Σ’ Ευχαριστώ… Ένα Σου ζήτησα, τρεις μου έστειλες απ’ τον τόπο μου κι οι τρεις με το όνομά Σου!» ( Ο τραυματίας ήταν ο πατέρας μου, αείμνηστος σήμερα). Κάθε επιζήσας από εκείνο τον πόλεμο στρατιώτης είχε να λέει και μια δική του ιστορία για τη δύναμη που του’ δινε η πίστη του μέσα στα χαρακώματα και τις χιονισμένες κακοτοπιές.

  Κι άντεξε ο στρατός μας ακόμα κι όταν ο Μουσολίνι, παρών ο ίδιος στο μέτωπο, εξαπέλυσε αιφνιδιαστικά στην Αλβανία την «εαρινή επίθεση»- βορειοδυτικά της Κλεισούρας - από 9 έως 25 Μαρτίου 1941, που κατέληξε σε μεγάλη ήττα. Εκείνο το ύψωμα «731» έμεινε θρυλικό. Εκεί απέκρουσε ο στρατός μας πάνω από 18 επιθέσεις των Ιταλών κι έμεινε ίσως ένα από τα πιο αιματοβαμμένα υψώματα ολοκλήρου του παγκοσμίου πολέμου, σύμβολο του Αγώνα και του Ηρωισμού των Ελλήνων μαχητών. Χιλιάδες οι νεκροί κι από τα δύο μέρη. Ο ΄Αγγ. Τερζάκης γράφει: «Δώδεκα ιταλικές μεραρχίες, με αεροπορία ισχυρή κι εφόδια άφθονα, είχαν ριχτεί σε έξι ελληνικές μεραρχίες δίχως αεροπλάνα, πεινασμένες, ξεθεωμένες, και δεν τους πήρανε ούτε σπιθαμή γης. Το φαινόμενο ξεφεύγει από τη σφαίρα της λογικής, περνάει στην περιοχή του θαύματος».

    Κι όπως είχαμε απαντήσει στους Ιταλούς «ΟΧΙ», γιατί αυτή ήταν η επιταγή της ελληνικής ψυχής και της ελληνικής Ιστορίας, την ίδια απάντηση δώσαμε και στους Γερμανούς στις 6 Απριλίου του 1941. Δεινοπάθησε ό λαός μας, αλλά έμεινε όρθιος μέχρι τέλους. Βομβαρδισμοί, πείνα, διώξεις, βασανιστήρια, φυλακίσεις, εκτελέσεις, ολοκαυτώματα δεν έκαμψαν το αγωνιστικό του φρόνημα από πίστη στην ελπίδα της λευτεριάς. Κι όταν με την τελική ήττα του ΄Αξονος ήρθε «η ώρα της πληρωμής» για τους ΄Ελληνες, τότε οι Σύμμαχοι λησμόνησαν τους άθλους και την προσφορά του νικηφόρου Στρατού μας και οι θυσίες του δεν ανταμείφθηκαν. Η διπλωματία και «οι παλίνστροφοι καιροί» αδίκησαν τη χώρα μας και έδωσαν την αιματοπότιστη απ΄τους φαντάρους μας και μαρτυρική για τους αγώνες της Βόρειο ΄Ηπειρο στην Αλβανία...

   Κι εμείς, απόγονοι εκείνων των ηρώων, με συγκίνηση δεν λησμονούμε ποτέ πως αναπνέομε τον αέρα της ελευθερίας χάρη στην αυτοθυσία της γενιάς του σαράντα –ενόπλων δυνάμεων και λαού. Γι΄ αυτό κάθε χρόνο στις 28 Οκτωβρίου αναπέμπομε ευχαριστήριες δεήσεις στην Παναγία Μητέρα μας ανυμνούντες: «Θεοτόκε Αειπάρθενε, ως πάλαι και νυν θαυμαστώς ημάς έσωσας» « ..και σκέπεις τον λαόν σου νοερώς εκ πάσης των εχθρών επιβουλής, Σε γαρ Σκέπην και προστάτιν και βοηθόν, κεκτήμεθα...»! Αλλά και μνημονεύομε με βαθύτατη ευγνωμοσύνη «Υπέρ αναπαύσεως των ψυχών των ενδόξων νεκρών μας στα πεδία των μαχών και στα μετόπισθεν» τραγουδώντας με τον ποιητή μας:

ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ήλιε νοητέ και μυρσίνη συ δοξαστική μη παρακαλώ σας μη λησμονάτε τη χώρα μου!

 

 

 

 

 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου