Παρασκευή 28 Ιουνίου 2024

Ἡ Μαγεία

 

Τοῦ Γιώργου Δημόπουλου

 

   Ἀπό τίς μέχρι τώρα ἱστορικές  ἒρευνες ἡ Χαλδαία ἢ ἡ Βαβυλώνα θά μποροῦσε ἲσως νά προσδιοριστεῖ ὡς ὁ γνωστότερος τόπος ἱστορικῆς μνημείωσης τῆς  μαγείας, σύμφωνα μέ τίς γραπτές πηγές ἐπικλήσεων, πού ἒφθασαν ἒως ἐμᾶς, καί τοῦτο χρονολογούμενο ἀπό τό 2000 π.Χ. Αὐτές οἱ ἱστορικές ἀναφορές εἶναι ἀντιγραφή ἐκ μέρους Ἀσσυρίων ἱερέων, ἀρχαιότερων Βαβυλωνιακῶν πηγῶν, oἱ ὀποῖες χάνονται στό παρελθόν.  

  Συγκεκριμένα στόν κώδικα τοῦ Χαμουραμπί προβλέπεται ἡ δοκιμασία τοῦ νεροῦ γιά ἐκεῖνον πού κατηγορεῖται ὡς μάγος, ἀλλά καί γιά τόν κατήγορο. Ἂν ὁ κατηγορούμενος πνιγόταν, ἡ περιουσία του μεταβιβαζόταν στόν κατήγορο. Ἂν σωζόταν, τότε ὁ κατήγορος θανατωνόταν καί ἡ περιουσία του μεταβιβαζόταν στόν κατηγορούμενο. Αὐτό βέβαια, στήν περίπτωση πού οἱ δικαστές δέν ἦταν σίγουροι γιά τό ἀληθές τῆς κατηγορίας. Σέ περίπτωση ἀποδεδειγμένης κατηγορίας ἡ ποινή προέβλεπε θανάτωση.    

  Οἱ  Ἰουδαῖοι μέ τήν σειρά τους ἦταν ἀρκετά ἐξοικειωμένοι μέ τή μαγεία, γεγονός πού ἀντανακλᾶται στούς αὐστηρούς νόμους ἐνάντια στήν μαγεία, καθώς καί στίς   προειδοποιήσεις τῶν προφητῶν, ( Βασ. Α΄,Ἒξοδος, xxii, 18, Δευτ. xviii xxi, 6 κ.α.). Ὃμως παρά  τίς προειδοποιήσεις καί τήν αὐστηρότητα τῶν νόμων ἡ μαγεία στόν ἰουδαϊσμό ἂνθισε, καί κράτησε γερά.

  Οἱ Ἓλληνες θεωροῦσαν τήν Θεσσαλία καί τήν Θράκη ὡς περιοχές πού ἦταν ἰδιαίτερα ἐθισμένες στήν ἂσκηση τῆς μαγείας. Ἡ θεά Ἑκάτη ἦταν ἐκείνη πού προΐστατο κάθε μαγικῆς τελετουργίας, μιά θεότητα ξένη, τήν ὁποία εἰσήγαγε ὁ Ἡσίοδος στήν Κοσμογονία του. Ὡστόσο, ὁ χθόνιος Ἑρμῆς, ὁ ψυχοπομπός εἶναι ἡ ἰσχυρή θεότητα πού ἀπαντᾶται σέ παρόμοιου εἶδους τελετουργίες, μαζί μέ τήν Ἀρτέμιδα, μιά ἂλλη συμβολική ὂψη τῆς Σελήνης.

   Πόσοι ἂνθρωποι σέ ὃλα  τά μήκη καί πλάτη τοῦ Πλανήτη, σέ προηγμένες, σέ ὑποβαθμισμένες χῶρες, ὃλων τῶν κοινωνικῶν στρωμάτων καί κάθε  ἐπιπέδου  μόρφωσης, πιστοί, ἂπιστοι, ἀγνωστικιστές, καί τῶν δύο φύλων, μέσα στήν ἀνασφάλειά τους δέν καταφεύγουν σέ μάγους, καφετζοῦδες, χαρτορίχτρες, ξεματιάστρες; Πόσοι ἀκόμη καί καθηγητές  καί καθηγήτριες  πανεπιστημίου δέν ἒχουν ὃλα τά  χαρακτηριστικά τοῦ  προληπτικοῦ ἢ τοῦ  δεισιδαίμονος;  

  Ἡ ἐπιστήμη φθάνει στά πέρατα τοῦ σύμπαντος, ὡστόσο δέν μπορεῖ νά νικήσει τήν ἀνθρώπινη δεισιδαιμονία. Ὃσο κι ἂν προοδεύει ἡ ἐπιστήμη, ἡ μαγεία, τά ξόρκια καί τά φυλαχτά, παραμένουν χαραγμένα  στό μυαλό τῶν ἀνθρώπων. 

  Τήν ἲδια στιγμή πού ἓνα τηλεσκόπιο φωτογραφίζει τήν ἀρχή τοῦ σύμπαντος, ἓνας κατά τά ἂλλα λογικός ἐνήλικος, Ἓλληνας, Ἂγγλος, Γάλλος. Πορτογάλος, βγάζει τό παιδί του βόλτα φορώντας του χάντρα γιά τό κακό μάτι, χτυπάει ξύλο πρός ἀποτροπήν τοῦ κακοῦ, ἀποφεύγει μαύρη γάτα, φτύνει τόν κόρφο του γιά νά σπρώξει τήν κακή μοίρα μακριά ἀπό τήν δική του ζωή, φτύνει  γιά νά μήν βασκάνει, καταφεύγει στήν ξεματιάστρα  νά θεραπευθεῖ ἀπό τόν πονοκέφαλο… Πιστεύει ὃτι ὑφίστανται ὑποχθόνιες δυνάμεις πού μποροῦν νά φέρουν τό κακό καί κατάρες πού ὁδηγοῦν σέ δυστυχία.

  Ὃλα τά παραπάνω ἐπιβιώνουν ἀκόμα καί σήμερα, ταυτόχρονα μέ τίς ραγδαῖες προόδους πού σημειώνει ἡ ἐπιστήμη. Σέ ἒρευνα πού δημοσιεύθηκε στήν ἐπιστημονική ἐπιθεώρηση «PLΟS One» καί διεξήχθη ἀπό τό τμῆμα οἰκονομικῶν τοῦ ἀμερικανικοῦ Πανεπιστημίου τῆς  Οὐάσιγκτον, συμμετεῖχαν μέσω συνεντεύξεων περισσότεροι ἀπό 140.000 ἂνθρωποι, μέ καταγωγή ἀπό 95 χῶρες, μεταξύ τῶν ὁποίων καί ἡ Ἑλλάδα.

  Σύμφωνα  μέ τήν παραπάνω ἒρευνα  4 στούς 10 Ἓλληνες πιστεύουν στά μάγια καί στό «μάτι». Δηλαδή τό 40% τῶν Ἑλλήνων δηλώνει ὃτι πιστεύει στήν δύναμη τῶν πνευμάτων ἢ σέ  κάποιο εἶδος μαγείας, ὃτι δηλαδή ὁρισμένοι ἂνθρωποι μποροῦν νά κάνουν μαγικά, νά καταραστοῦν  κάποιον, ἢ νά τόν  ματιάσουν καί νά τοῦ προκαλέσουν κακό.  

  Ὃταν διαβάζει κανείς γιά τόν ἰστορικό θρίαμβο τοῦ Χριστιανισμοῦ ἒναντι τῆς μαγείας καί τῆς μαντικῆς κατά τήν Ἂρχαιότητα, ἀπορεῖ εὒλογα πῶς μετά ἀπό δυό χιλιάδες χρόνια χριστιανικῆς ἱστορίας καί σχετικῆς διαπαιδαγωγήσεως τῶν ἀνθρώπων οἱ «καλύτερες» ξεματιάστρες  εἶναι οἱ παπάδες.  Γιά τοῦ λόγου τό ἀληθές  δέν ἒχετε παρά νά γνωρίσετε στό  διαδίκτυο πού ὀδηγοῦν οἱ κληρικοί μας   τόν Χριστιανισμό: σέ μιά ἐπιλογή  περίκλειστη, ποτισμένη μαγικά, χωρίς προσωπική ἀποδοχή, βίωση  καί εὐθύνη, (Δέστε τούς ἰσχυρισμούς  τοῦ ἡγουμένου Μουλατσιώτη περί ματιάσματος καί βασκανίας γενικά στήν προσωπική του ἠλεκτρονική διεύθυνση, ἢ τίς εὐχές κατά τῆς βασκανίας,  μέ τήν κοινωνία μας νά κατακλύζεται ἀπό μάντεις, χρησμολόγους, χαρτορίχτρες, ἀστρολόγους. Δέν  ὐπάρχει ἐφημερίδα  πού νά μήν  ἒχει ἀναφορά στά  ζώδια στό ὡροσκόπιο, στήν ἀστρολογία.

Μιά προσωπική προσέγγιση γιά  τό  «μάτι», ὂχι καί τόσο προσωπική. 

 Ὁ ἐν ἁγίοις πατέρας μας, Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος (10ος αἰῶνας) ἒμεινε  στήν ἱστορία  ὡς ἀνακαινιστής τοῦ πνευματικοῦ βίου τῆς Ἐκκλησίας.

  Στόν εἰκοστό  τρίτο  ὓμνος του περί θείων ἐρώτων, πού ἀφετηρία ἒχει  τό ἐρώτημα, Πῶς νά βρῶ τόν Θεό πού ἐντός μου φέρω καί μέ  φέρει ἐντός Του, μᾶς ἐξηγεῖ ὃτι ἡ θεωρία  τοῦ Θεοῦ εἶναι  σάν τήν θέα τοῦ ἣλιου καί  ὃτι ἀκόμη σπουδαιότερη εἶναι  ἡ θέα τοῦ νοητοῦ φωτός. Ὁ αἰσθητός  ἣλιος ἐκπέμπει τίς ἀκτίνες του, τίς ὁποῖες δεχόμαστε μέ τά  μάτια μας. Τά μάτια ὃμως δέν εἶναι  ἁπλός  καθρέφτης, ὃπου ἀντανακλᾶται τό ἡλιακό φῶς καί τότε βλέπει  ὁ ἂνθρωπος, τά μάτια  ἒχουν τό δικό τους φῶς. Φυσικά ἡ ἓνωση τοῦ φωτός τῶν ματιῶν μέ  τίς ἀκτίνες τοῦ ἣλιου γίνονται ἀσυγχύτως, γι’ αὐτό ὃταν τό φυσικό φῶς ἀποσύρεται, ὁ ἂνθρωπος  δέν βλέπει. Πῶς ὃμως τό φῶς τῶν ματιῶν δέν βλέπει χωρίς ἂλλο φῶς; Πῶς μένει ἀπαθές και ἂθικτο, ἐνῶ ἀφ’ ἑνός  μέν ἀποτελεῖ πηγή φωτός  αὐτόνομη, ἀφ’ ἑτέρου δέν φωτίζεται ἑνούμενο μέ  ἂλλο φῶς; Τό φαινόμενο εἶναι λογικά ἀνεξήγητο καί ὡς πρός τήν ἓνωση καί  ὡς πρός τήν διάκριση τῶν φώτων. Ἒχει νά κάνει μέ τήν ἀνερεύνητη φύση καί τίς ἀνερμήνευτες ἐνέργειες τοῦ Κτίστου, ὁ ὁποῖος δέν ὑπάρχει  μέ τόν τρόπο  οἱουδήποτε κτίσματος  (στ. 189) κι ἐν τούτοις πληροῖ κατά τήν οὑσία  Του και τήν ὑπόστασή Του τό πᾶν.

 Προτοῦ συνεχίσω τόν σκέψη τοῦ Νέου Θεολόγου ἀξίζει νά σταθοῦμε στήν φυσική – καί ἐπομένως λογική- τους προϋπόθεση. Ἡ ὁπτική θεωρία  τῆς ἐποχῆς, ἦταν αὐτή τῶν Ἀρχαίων Ἑλλήνων, ἡ ὁποία μπορεῖ νά μήν συγκροτεῖ μιά ἐπιστημονική θεωρία ἑνιαία, ὃμως ἀναγνωρίζει ἐν γένει τήν   φωτοείδεια τοῦ ὀφθαλμοῦ, ἐν ἀντιθέσει πρός τήν νεώτερη ὀπτική, ἡ ὁποία τόν θέλει κάτοπτρο.

    ὀπτική αὐτή ἐπιτρέπει στόν Νέο Θεολόγο νά θεωρεῖ ὃτι  ὃπως  ὁ ἣλιος, ἒτσι καί τά μάτια ἒχουν τό δικό  τους φῶς, μέ  τήν  διαφορά ὃτι ἡ θέα ὡς συνάντηση τῶν φώτων τοῦ ὁρῶντος  καί  τοῦ ὁρωμένου καθίσταται ἐφικτή χάρη στό ἡλιακό  φῶς. Ἐκεῖνο πού βλέπουμε εἶναι φῶς καί στό  φῶς μέσα  ἐμφανίζονται τά πράγματα τοῦ κόσμου. (στ.113-118). Δέν βλέπουμε τήν νύχτα ἐπειδή τό φῶς τῶν ματιῶν καί τῶν σωμάτων μένει ἀνενέργητο καί ἑπομένως ἀδιέξοδο.

  Γιά τόν ἃγιο Συμεῶνα τό φαινόμενο τῆς ὃρασης  δέν ἀποτελεῖ μηχανική λειτουργία κατοπτρισμοῦ ἀπό τήν ὁποία ὁ πνευματικός  κόσμος τοῦ ἀνθρώπου ἀπέχει. Ἀντιθέτως ἐπιτάσσει τήν συμμετοχή τῆς ψυχῆς στήν ὃραση γιά ὃλους ὂσους  ἀντιλαμβάνονται δυναμικά  τήν ὀπτική.                                                                                                                                       

  Ἡ παρομοίωση τῶν σωματικῶν ὀφθαλμῶν μέ θυρίδες διά τῶν ὁποίων ἡ ψυχή παρακύπτει καί θεωρεῖ, θεωροῦσα δέ τρέπεται ἀναλόγως τῶν προϋποθέσεών της πρός τά ἂνω ἢ  πρός τά κάτω, παραχωρεῖ στό φαινόμενο τῆς ὃρασης μιά μεταφυσική προέκταση ἀδιανόητη ὑπό ἂλλες προϋποθέσεις. Μαζί με τά μάτια τοῦ σώματος βλέπουν καί τά μάτια τῆς ψυχῆς, πρᾶγμα πού χρωματίζει τήν θέα ἠθικά καί τήν συνδέει μέ τήν πνευματική τάξη στήν ὁποία ἀνήκει ό  ἂνθρωπος. Ἐν ἀντιθέσει πρός τήν σύγχρονη, ἠ ἑλληνική ὃραση καί αὐτή τοῦ ἁγίου μας δέν εἶναι ἐξακριβωτική, εἶναι μεθεκτική.

 Ἒστω ὃμως ὂτι ἡ ἀρχαία ὀπτική λειτούργησε ὡς ἒμπεδο τῆς ψυχικῆς ὃρασης. Τί νόημα ἒχει  ὃμως νά ἀναφερόμαστε στίς  προεκτάσεις και τίς συνέπειές της, ὃταν πρὀ πολλοῦ ἒχει παύσει ὑφισταμένη;  Τολμῶ μιά ἀπάντηση: Μπορεῖ ἡ ὀπτική θεωρία τῶν νέων χρόνων νά διαφέρει  ἀντελῶς  ἀπό τήν τῶν Ἀρχαίων, ὣστε νά μήν διανοεῖται κανένας νά ἰσχυριστεῖ ὃτι  βλέπει ἐπειδή τό φῶς τῶν δικῶν του ματιῶν συναντᾶ τό  φῶς πού ἐκπέμπει τό ὀρώμενο πρόσωπο ἢ ἀντικείμενο, πλήν ἡ ἀρχαία ὀπτική ἐξακολουθεῖ ὑποδορίωςνά ἰσχύει.

 Ὃπως  νά ἐρμηνευτοῦν τά παραπάνω  ἡ λειτουργία τοῦ βλέμματος ὡς λήψεως συγχρόνως καί  ἐκπομπῆς, ὂχι ὠς παθητικοῦ καθρεφτίσματος, μένει ἀδιαμφισβήτητη.

Ἲσως ἐδῶ ὐπάρχουν οἱ ρίζες τῆς διαδεδομένης πίστης στό μάτιασμα, στήν δύναμη τοῦ βλέμματος, ἢ τόν κολλητικό ἐξ  ὂψεως πονόματο, τήν ὀφθαλμία τῶν Ἂρχαίων.

  Προσωπικά πιστεύω  στήν δύναμη τοῦ βλέμματος.  Ἂς περιοριστοῦμε σέ κάποιες συμβολικές ἐκφράσεις: Ὁ ἒρωτας ἀπό τά μάτια πιάνεται, μιλᾶμε μέ τά μάτια, δείχνουμε τά πάντα μέ τά μάτια, χαρά, λύπη, κακία, ἐξυπνάδα, ἀγριάδα, τρυφερότητα, μάτι ἀετίσιο, κοιμισμένο, βλέμμα πού «σκοτώνει, «μάτια μου μεγάλα, μάτια μελαγχολικά…» 

  Κρατῶ, γιά τήν ἀκρίβεια, κάποιες καθημερινές πνευματικές προϋποθέσεις, οἱ ὀποῖες  παραμένουν καί θά παραμένουν ἀκαθαίρετες διότι ἀποτελοῦν συστατική δύναμη τῆς κόσμου μας καί  ὂχι ἀνακλαστική μορφή τῆς μορφῆς του. 

  Ἡ θέα πλαταίνει τήν  συνείδηση, ἡ μετοχή τήν ξεχειλίζει. Ποιός  δέν ἀναγνωρίζει στό βλέμμα μιά γονιμοποιό καί μεταπλαστική δυναμη (ὂχι αὐτή τῆς  ἁρπακτικότητας καί τήν μηχανική παθητικότητα  πού μᾶς παρέδωσε ἠ σύγχρονη ὀπτική).

  Ὁ ἂνθρωπος ἒχει  βλέμμα αἰσθητό καί  βλέμμα νοερό. Ἒτσι μπορεῖ καί ἀντικρίζει τά αἰσθητά καί τά νοερά.  Τό βλέμμα κινεῖ τίς αἰσθήσεις, τήν ἐπιθυμία. Μέσα στίς ἀστραπές τοῦ ματιοῦ γεννιέται ὀ ἒρωτας.   

   Ἓλληνας καί ὁ Βυζαντινός ζωγράφος καλοῦνται νά αποδώσουν τό ἲδιο τό βλέμμα τους και ὂχι κάποιο ἀπέναντι ὀρώμενο. Ἀντί νά  μιμοῦνται τό ἀντικείμενο, δείχνουν πώς ὑπάρχει θεατό: Συλλαμβάνουν τήν ἀσπαίρουσα μορφή τό φῶς πού κάνει ἐφικτή τήν θέα της, ὀπότε τό  φῶς τρέπεται σέ βλέμμα καί τό βλέμμα σέ φῶς. Ἀπό τά μάτια  παίρνει ο ἂνθρωπος φωτιά!

  Δέν μιλᾶμε γιά κάποια τεχνοτροπία, ἀλλά γιά διαστολή, γιά βάθαιμα καί φωτισμό τῶν ματιῶν. Τῆς  ἑλληνικῆς τέχνης  καί πολιτισμοῦ ἡ  ἱστορία εἶναι ἱστορία ἀνοίγματος ματιῶν, πού ἀπό στοιχεῖο τοῦ σώματος γίνεται πλέον βλέμμα.

 Δέν ὑπάρχει ἀνθρώπινη θέαση διά «γυμνοῦ» ὀφθαλμοῦ. Καί στήν πιό ἀθώα ματιά  συνεργεῖ ἀσυνείδητα ὁ σκοπός, ἡ ἀξία. Διαφορετικά τό βλέμμα θά πλανιόταν μηχανικά καί ἀδιάφορα, χωρίς νά προκαλεῖ ἀντιδράσες καί  συναισθήματα. Ὃμως στήν θέα ἑνός ἀγαπητοῦ προσώπου αὐθόρμητα χαιρόμαστε, ἐνῶ τοῦ ἀντιπαθοῦς ἡ παρουσία μᾶς ταράζει. Ἡ θέα δέν μένει μόνη της· τήν συνοδεύει πάντα κάποιο αἲσθημα.

    τιμή τῆς ἀποκάλυψης ἀνήκει στόν Πλωτίνο·(205-270) ἡ ψυχή δέν σκηνώνει στήν ὓλη τοῦ σώματος ἀλλά    τυλίγει τό σῶμα. Τήν σφραγίδα τῶν ἀξιῶν  καί τῶν σκοπῶν στήν βασίλισσα τῶν αἰσθήσεων, τήν ὃραση, ἀναγνωρίζουμε ὀλοκάθαρα καί γλαφυρά στίς νεκρογραφίες τοῦ  τρίτου αἰῶνος, τίς περίφημες Φαγιούμ. Τά  πρόσωπα  τῶν  Φαγιούμ ἒχουν κάτι μετάρσια ἀνέκφρατο-εἶναι  ψυχοῦλες. Διεσταλμένα   στό φῶς τοῦ μεταθανατίου βλέμματος, τά μάτια τῶν Φαγιούμ χωροῦν στό πεπερασμένο τους τό ἂπειρο. Ἐάν δέν ὑπῆρχε ἡ λευκή κουκίδα τῆς ἲριδος, ἠ ματιά τους θά χανόταν στό  κενό καί  ὀ θάνατος θά παρέμενε δυστυχισμένο  τέλος. Δέστε: Ὁ μόνος τρόπος νά γλυκάνει ὁ τηνιακός τό ἀνελέητο φῶς εἶναι νά τό ματιάσει μέ ἂσπρους τοίχους, σπίτια καί δώματα.    

 Ὃμως ὃσο τό ἂπειρο τοῦτο ὂμμα ἀτενίζει τήν αἰωνιότητα, ἀκόμη δέν ἒχει γεννηθεῖ ἡ χριστιανική τέχνη. Θά γεννηθεῖ ὃταν στήν ματιά προστεθεῖ μεταμορφωτικά ἡ αὐγή τοῦ σκοποῦ, ὁπότε ἡ ἀοριστία τοῦ ἐπέκεινα  τρέπεται σέ ὃραμα χειροπιαστό, πού φέρνει τόν ἂλλο κόσμο ἐδῶ κάτω. Τό βλέμμα τῶν εἰκόνων εἶναι σάν τό φῶς τοῦ καντηλιοῦ ἀντιπροσφορά μας στήν θεία χάρη. Ὃσο καίγεται καί ἀδειάζει  τό σῶμα, τόσο μεγαλώνουν τά μάτια στήν γλυκύτατη λάμψη τους. Ἡ χριστιανική τέχνη τῆς καθ’ ἡμᾶς Ἀνατολῆς θά ὁλοκληρωθεῖ κατά τόν δέκατο τέταρτο αἰῶνα, ὀπότε ὁ Θεοφάνης ὁ Ἓλλην ἀποτυπώνει μέ λιτότατη ἐλευθερία, σέ εἰκόνες  πού θυμίζουν ἐρυθρόμορφα ἀγγεῖα, τήν χοϊκότητα τοῦ σώματος, τίς θύελλες τῆς ψυχῆς καί ἂμα τό φῶς τῆς Χάριτος, πού ξεπηδᾶ  ἀπό τό  σῶμα σάν ἀχόρταγη πυρά γιά νά τό ἁγιάσει. Οἱ κυκλῶνες φωτός τῶν ματιῶν τοῦ Χριστοῦ στόν Νόβγκοροντ εἶναι ἡ ψυχή τοῦ μεταμορφωμένου ἀνθρώπου-τοῦ ἀτόμου τῆς καθολικότητας. Προσκυνοῦμεν Σου τά μάτια Χριστέ καί τήν ἁγίαν Σου ἀνάστασιν τιμῶμεν καί δοξάζομεν.      

 

  

 

2 σχόλια:

  1. Ἀκριβέ μου Giorgos
    ἐκτιμῶ τήν προσωπική σου ἐπιστημονική προσπάθεια. Συμφωνῶ μέ τήν ἀναφορά σου ὃτι ἡ Ἀρχαία ὀπτική ἐξακολουθεῖ ὑποδορίως νά ἰσχύει. Μήν ἀπορεῖς μέ τήν κατίσχυση τῆς πίστης στό μάτιασμα, ἐπηρεασμένος ἀπό τίς ἀκλόνητες θρησκευτικές σου πεποιθήσεις. Προσωπικά πιστεύω στήν δύναμη τοῦ βλέμματος. Τό γεγονός διαπιστώνει κανείς εὒκολα, ἀρκεῖ νά προσηλώσει τά μάτια του στήν πλάτη ἑνός οἰουδήποτε ἂλλου, γιά νά τόν κάνει νά γυρίζει πίσω του· ἀφήνω ἐπίσης κατά μέρος τήν ὑπνωτική δύναμη τοῦ βλέμματος, πού ἐκτός τοῦ ἀνθρώπου διαθέτουν ἰδιατέρως τά ἐρπετά· ἀφήνω τήν ἠλεκτρική θερμότητα τοῦ βλέμματος τῆς στρουθοκαμήλου, ἡ ὀποία ἐπωάζει τό αὐγό της ἀτενίζοντας ἀσκαρδαμυκτί ἐξ ὁρισμένης ἀποστάσεως, (θυμᾶμαι ἀκόμη τήν εἰρωνική σου ματιά στόν συμφοιτητή μας Sam ὂταν μᾶς διηγιόταν σχετικές ἱστορίες ἀπό τήν πατρίδα του τήν Σενεγάλη) ἢ τούς ὀφθαλμούς προβολεῖς νυκτοβίων καί μή ζώων. Τί ἒχεις νά πεῖς γιά τόν γητευτή τῶν ἀλόγων πού παρέα εἲδαμε στίς Βερσαλλίες; Ὃπως καί νά ἑρμηνεύσει κανείς αὐτά τά φαινόμενα, συμφωνῶ μαζί σου ὃτι ἡ λειτουργία τοῦ βλέμματος ὡς λήψεως συγχρόνως καί ἐκπομπῆς, ὂχι ὡς παθητικοῦ καθρεφτίσματος, μένει ἀδιαμφισβήτητη.
    Προσωπικά ἒχω ρίξει ὂλο τό βάρος τῆς συγγραφικῆς μου προσπάθειας στό φαινόμενο τῆς αὐξητικῆς πορείας τοῦ φασισμοῦ. Περιμένω τήν ἂποψή σου, ὂποτε καί ἂν, γιά δημοσίευση στό περιοδικό μας.
    Φιλικά Jean François

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Vangelis Koumarianos
    Μήπως να το βλέπαμε κι από άλλη γωνία; Μήπως πρόκειται για άγνωστες "δυνάμεις" του ανθρώπου που δεν έχουν ακόμα τεκμηριωθεί επιστημονικά; Απορρίπτουμε με ευκολία και αβασάνιστα φαινόμενα που βιώνουν όλοι οι λαοί της γης στο πέρασμα των αιώνων, τα οποία αδυνατούν να κατανοήσουν, δίδοντάς τους διάφορες μορφές και αιτίες. Ας αφήσουμε στην άκρη τις διαχρονικές αντιδράσεις σε όλα τα σχετικά «πιστεύω» και στα «μέσα» που οι άνθρωποι προσφεύγουν προκειμένου να ξορκίσουν ή να προλάβουν το «κακό». Άλλωστε η ιστορία διδάσκει ότι διαρκώς καταρρίπτονται και φαντάζουν αστεία ή γραφικά πράγματα και ενέργειες του παρελθόντος οι οποίες συνθλίβονται κάτω από νέες επιστημονικές ανακαλύψεις και τεκμηριώσεις.
    Κάποιοι μπορεί να πιστεύουν στις δυνάμεις των γαλάζιων ματιών αλλά και των γαλάζιων χαντρών, ενώ την ίδια ώρα άλλοι γελούν μ’ αυτά και φτύνουν ειρωνικά τον κόρφο τους. Με το δίκιο τους θα μπορούσα να πω από την στιγμή που κάθε τι αποδίδεται στο κακό μάτι ή στα μάγια. Όμως το πράγμα δεν είναι τόσο απλό. Κάτι συγκεκριμένο υπάρχει που δεν έχει να κάνει ούτε με χάντρες, ούτε με μάγια, ούτε με θρησκείες και όλα αυτά. Και δεν ισχύει, κατά την άποψή μου, το ίδιο για όλους τους ανθρώπους. Ας περιμένουμε.

    ΑπάντησηΔιαγραφή