Κυριακή 23 Ιουνίου 2024

Η ΜΥΡΣΙΝΗ ΚΙ Η ΘΑΛΑΣΣΑ

 

Του Ιωάννη Παπαδασκαλόπουλου

Πώς ν’ αγκαλιάσεις τη θάλασσα;

Πώς να τη χωρέσεις σε λέξεις;


Θάλασσα αρχαία δεκαοχτώ χρονώ

Κοπέλα ξανθή

Με βραχιόλια από φύκια

Μαργαριτάρια στο λαιμό

Στον αστράγαλο ασημιά καδένα

Τα μάτια σου  μπλε, πράσινα, γκρι

 

Θάλασσα η Ελληνική

Της Πάφου, της Χάλκης, της Νίσυρος

Του Όμηρου και του Καββαδία

Νηρηίδων και Αμφορέων

Φακίστρα ἢ Χρυσομηλιά

Μικρή και Μεγάλη Ασέληνος

 

Θάλασσα των λιμανιών και των οριζόντων

Της λάβας, των πάγων και τ’ άνεμου

 

Ένα κορίτσι σ’ έκλεισε κάποτε σ’ ένα κοχύλι

Έν’ αγόρι στη χούφτα του σ’ ήπιε  και μέθυσε

 

Βουή του πελάου τα λόγια σου

Οι θύμησές σου ωκεανός

Τι προσπαθείς άραγε να μας πεις

Γι’ αυτά που ’χεις ακούσει

Για όσα  έχεις δει;

Πού κρατάς φυλαγμένα

Τα μυστικά που σου εμπιστεύτηκαν;

 

Το κορίτσι  το λέγαν Μυρσίνη

Στην ποδιά της είχε όλα τα χρώματα

 

Θάλασσα πού ’γινες απ’ του κόσμου το δάκρυ

Τι να σκέφτεσαι άρα για μας;

Μας δίνεις και σε πληγώνουμε

Σε  τραγουδάμε και μας πονάς

 

Νά ’μουνα, λέει, φάρος στον απώτατο κάβο σου

τις νύχτες σου να φωτίζω κι εσύ

νά χύνεσαι ολόσωμη εμπρός μου

ελεύθερη, ατίθαση, ερωτική

 

Νά ’μουν  δείλι σε κάποια σχεδία

μόνος μ’ άσπρο πανί μεσοπέλαγα

να βυθίζεται εντός σου ο  ήλιος αργά

πορφυρή και μαβιά να σε βάφει και συ

στην ορμή του μπροστά μου ν’ αφήνεσαι

 

Το αγόρι δεν είχε όνομα

Μόνο έπαιζε τον αρχαίο αυλό

 

Ποιος έχει δει την ερημιά καταμεσής της θάλασσας;

Ποιος ξέρει για τη μοναξιά της;

 

Ποιος έχει δει τον ουρανό απομεσής της θάλασσας;

Ποιος μίλησε  με το Θεό;

 

Ιδρώς η θάλασσα  μέσα μου και δάκρυ μου κι αίμα

 

Βαθύκολπη, αβυσσαία, πλατιά

μήτρα αρχέγονη, θάλασσα θηλυκιά

με την αρμύρα σου οι ψυχές μας ζυμώθηκαν

Ποιον δε νανούρισε του φλοίσβου το  μούρμουρο;

Ποιος δε λικνίστηκε στα ρηχά σου;

Στ’ ανοιχτά σου 

πόσες  φορές ναυαγοί δε βρεθήκαμε;

 

Η Μυρσίνη βούτηξε βαθιά κι έγινε κοράλλι

Τ’ αγόρι σύγνεφο θαρρώ

 

Μη δεν ακούμε τήν κραυγή σου, Κυρά;

Την αγωνία σου δε φουγκραζόμαστε;

 

Αιώνες τώρα σε μολεύουμε, Αγνή

Στο κορμί σου ασελγούμε

Βιαστές από εραστές σου γινήκαμε

 

Ασυνείδητοι, αχάριστοι, άπληστοι

Κοντόφθαλμοι, κυνικοί

Βαθύ τό χνάρι σ’ αφήνουμε

Την υπογραφή μας πληγή

 

Πώς ν’ αγκαλιάσεις τη θάλασσα;

Πώς να τη χωρέσεις σε λέξεις;

 

Ξελογιάστρα, ερασμία, πλανεύτρα…

Πώς αλλιώς να σε πω;

 

Τ’ ουρανού και της γης αδελφή

Της ζωής πρωταυγή

 

Στην απεραντοσύνη σου καταδύομαι

Τη χαμένη μου Ατλαντίδα ζητώ

 

 «Αρέθουσα», σ.σ. 157-159, εκδ. Πατάκη, 2019

Ὁ ποιητής Ἰωάννης Παπαδασκαλόπουλος γεννήθηκε στό Αἲγιο τό 1958. Σπούδασε στό Νομικό Τμῆμα τῆς Νομικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν καί ἐργάστηκε στόν ΟΤΕ. Εἶναι μέλος τῆς Πανελλήνιας Ἓνωσης Λογοτεχνῶν. Ἡ «Ἀρέθουσα» εἶναι ἡ τρίτη ποιητική συλλογή του, μετά  τήν «Μυριάνθη» καί τήν  «Νυκτωδία» πού  κυκλοφόρησαν τό 2016 καί 2017 ἀντίστοιχα.  Τήν ἀκολούθησε ἡ «Κυμοθόη» τό 2021.   

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου