Του Βασίλη Δαμιανάκη
Το πρωί ξέσπασε μπόρα. Θα χάναμε την εκδρομή στον Αϊ Φωκά. «Πάλι μορέ βρέχει;», ακούστηκε η φωνή του Παπουτσάκη. Εγώ αυτό το ….πάλι βρέχει δεν τολμούσα να το πω, γιατί η μάνα μου με συμβούλευε από όταν ήμουν μικιό κοπέλι με το παρακάτω δίστιχο:
«Απού’ κλασε στην εκκλησιά κι απου’πε …πάλι βρέχει,
κι απού βλαστήμηξε παπά πάλι σωσμό δεν έχει».
Με το …πάλι βρέχει ήτανε σαν να τα’ βανες με τον Θεό
κι αλίμονό σου μετά…
Κι αφού χάσαμε την εκδρομή, συμφωνήσαμε να πάμε στον
Αϊ Φωκά την Κυριακή
μετά την εκκλησία κατά την πρωινή έξοδό μας.
Όντας ξεκίνησε η παρέα των Κρητικών που δεν χαμπάριαζε και πολύ εκείνη την ανοιξιάτικη Κυριακή του 1992. Ο Δερμίτζος ήξερε από χόρτα και μας εκπαίδευε πώς να τα ξεχωρίζουμε. Εκεί που προχωρούσαμε πέσαμε πάνω σε μερικά πρόβατα. Σβέλτος όπως ήτανε ο Δερμίτζος, με τη βοήθεια του Μαθιού του Καραταράκη, πιάσανε μια προβατίνα. Λέει ο Δερμίτζος του Μαθιού: « Βάστα μου τηνε». Ξαπλώνει αυτός από κάτω από την προβατίνα κι άρχισε να την αρμέγει, τσιρώντας το γάλα προς το στόμα του. « Μορέ κουζουλέ δε φοβάσαι μη πάθεις πράμα; Άβραστο γάλα θα πιεις;» , ακούστηκε βροντερή η φωνή του Μαθιού. « Χάνεις που δεν πίνεις κι εσύ…», απάντησε ο Νεκτάριος, που δεν έλεγε να σταματήσει να αρμέγει την προβατίνα και φαινόταν να απολαμβάνει το φρεσκότατο γάλα ξαπλωμένος κάτω από τα μαστάρια της. Ήμασταν όλοι σίγουροι πως κάτι θα πάθαινε με το άβραστο γάλα που ήπιε, μα εκείνος δεν έπαθε τίποτα.
Όταν επιτέλους φτάσαμε στην παραλία του Αϊ Φωκά, ο πιο τολμηρός της παρέας, ο Μαθιός, βούτηξε στα κρύα νερά της γαλήνιας θάλασσας με τη μία, ενώ οι υπόλοιποι μείναμε να τον κοιτάμε με ανοιχτό το στόμα. Οι αδερφοί Φραγκάκηδες, ο Βαλάντης και ο Γιώργος, βγάλανε τα μεζεκλίκια που τους είχε στείλει η μάνα τους από το Ηράκλειο και που είχαν παραλάβει τα ξημερώματα από το πλοίο Άνεμος . Φάγαμε, ήπιαμε και πήραμε το στρατί της επιστροφής για τη σχολή. Το βράδυ φάγαμε από τις βρούβες που είχε βράσει ο Νεκτάριος και που είχαμε μαζέψει στην εξοχή, μιας και το δείπνο τις Κυριακές στο οικοτροφείο ήταν πολύ λιτό και δε θα χορταίναμε.
Βγαίνοντας από την κουζίνα, στο πίσω μέρος της βιβλιοθήκης, βρήκα τον Κουκ (Χρήστο Θεοδωρόπουλο) να πίνει μόνος του ρετσίνα και να τρώει ψαροκονσέρβες. Έμεινα να του κάνω παρέα και την κάναμε καλή…Ήταν ο Κουκ μοναδικός…
Είχαν μάθει να μοιράζονται τα πάντα. Επί παραδείγματι… Τους έστελνε η μάνα τους δέμα με το πλοίο της γραμμής, το άλλοτε κραταιό Άνεμος, που έκανε το δρομολόγιο Ηράκλειο- Θεσσαλονίκη κάνοντας στάση και σε κάποια νησιά των Κυκλάδων, μεταξύ των οποίων και η Τήνος. Το πλοίο έφτανε στην Τήνο ξημερώματα Κυριακής γύρω στις 04:00. Κατέβαιναν οι Φράγκοι στο λιμάνι και παραλαμβάνανε το πολυπόθητο για όλους μας δέμα. Ξημερώματα Κυριακής αμαρτάναμε, γιατί πριν τον εκκλησιασμό στη Μεγαλόχαρη την κάναμε …ταράτσα. Κιοφτέδες, μυζηθρόπιτες και την παραγγελία του Παχιού (Φραγκίσκος Δασκαλάκης)…λαχανοντολμάδες. Φώναζε το Παχιό:« Ω! Βαλάντη! Ντουλομάδες! ». Φούσκωναν τα ροδοκοκκινισμένα μαγουλάκια του, που σου ερχότανε να του τα ζουλήξεις…Την τελευταία φορά θυμάμαι που στο δέμα η ευλογημένη μάνα των …Φράγκων είχε βάλει και φάγαμε σαβρίδια τηγανισμένα στο ελαιόλαδο, σβησμένα με ξίδι και με πολύ αρισμαρί (δεντρολίβανο). Είχαμε πιει και ρετσίνα. Τα ρεψίματα και οι καούρες στη Μεγαλόχαρη κατά τον πρωινό εκκλησιασμό μας, με έκαναν να αισθάνομαι ενοχές, μιας που δε φημιζόμουν και για καλοφαγάς. Οι καούρες στο στομάχι ήτανε πολύ ενοχλητικές και θεώρησα ότι ήταν καμπανάκι από την Παναγία που αξημέρωτα τρώγαμε τον …αγλέορα από τα καλούδια των… Φράγκων. Από τότε δεν ξαναπήγα ποτέ στην εκκλησία φαγωμένος. Δοτικοί, καλοσυνάτοι, μα προπάντων πονόψυχοι και ελεήμονες οι …Φράγκοι. Ό, τι και να πεις για τη μεγαλοψυχία τους εκείνο τον καιρό θα είναι λίγο.
Ένα βράδυ μες στον ύπνο μου άκουγα χαρχαλητά (θόρυβο) μέσα από μια ντουλάπα στο θάλαμό μας. Οι υπόλοιποι κοιμούνταν και δεν είχανε πάρει χαμπάρι. Κι ενώ το χαρχαλητό συνεχίζονταν, μου πέρασε από το μυαλό πως ίσως στην ντουλάπα είχε μπει κανένας ποντικός. Σηκώνομαι και με το λιγοστό φως που είχε, αφού εντόπισα τη ντουλάπα που ακούγονταν ο θόρυβος, άνοιξα την πόρτα της ντουλάπας απότομα, έτοιμος να κάνω επίθεση με το σκουπόξυλο στο υποτιθέμενο τρωκτικό που πίστευα ότι ήταν μέσα και ροκάνιζε…Τι να δω όμως; Ο αρουραίος ήταν ο …Τσιλιμπούρδας, που καταβρόχθιζε μες στα μαύρα μεσάνυχτα τα φιστίκια Αιγίνης από το δέμα που του είχε στείλει η μάνα του. Ο μονοφαγάς τίποτα δεν έδινε, γι’ αυτό κι εγώ στην καντίνα που ήμουν υπεύθυνος, του έκανα απίστευτους χωρατάδες. Όταν ήτανε να πάρει ρέστα για παράδειγμα πέντε δραχμές, δεν του τις έδινα και τον είχα να με παρακαλεί για κάμποση ώρα. « Δαμιανάκη ή μου δίνεις τα ρέστα ή σε πάω στο διευθυντή», μου ‘λεγε στο τέλος κι εγώ μη θέλοντας να έχω τράβαλα, αντί να του επιστρέψω τις πέντε δραχμές του επέστρεφα επίτηδες τις τέσσερις. Και για τη μια δραχμή όμως ο φραγκοφονιάς ο…Τσιλιμπούρδας συνέχιζε τον θρήνο με το: « Έλα ρε Δαμιανάκη. Δώσε μου τα ρέστα….» να αντηχεί ακόμα στα αυτιά μου…..
Ήμουν μπροστά στη συζήτηση που κάνανε με τον διευθυντή της σχολής την άλλη μέρα σχετικά με το συμβάν. «Καλά και δε φοβήθηκες μη σκοτωθείς; Πώς το αποφάσισες και πήδηξες στη θάλασσα;» τον ρώτησε ο διευθυντής, ο κύριος Δημόπουλος. « Και τι να’ κανα ρε μ…. Γιώργο; Να πήγαινα στον Πειραιά;», απάντησε ο Κανόπουλος, χωρίς βέβαια να έχει επίγνωση το ρίσκο της παρακινδυνευμένης βουτιάς του….
Ποιος δε θυμάται τον Κανόπουλο να γεμίζει κυριολεκτικά τον πίνακα με γράμματα κι αριθμούς λύνοντας μόνος του διάφορους τύπους εξισώσεων… Το διασκέδαζε τόσο πολύ, που ξεχνούσε να σβήσει τον πίνακα και έπεφτε η μια άσκηση πάνω στην άλλη… Κανένας μας δεν καταλάβαινε τίποτα βέβαια. Μετά πήγαινε στο πίσω μέρος της αίθουσας, καμάρωνε τις μαθηματικές καλικατσούνες του λες κι ήτανε καμιά καλλονή και έλεγε με έπαρση σε εμάς τους …ιεροσπουδαστές: «Ορίστε μορέ... αυτό είναι το ευαγγέλιο…»
Κι αν δεν έγραφες τίποτα στο τεστ, ο Κανόπουλος δεν έβαζε μονάδα (1). Έγραφε μόνο με κεφαλαία τη λέξη UFO. Αυτός ήταν ο βαθμός. Του παραπονεθήκαμε μια φορά γιατί μας έκανε το 18 στο 2 ο τρίμηνο 16, ενώ είχαμε γράψει καλά στο διαγώνισμα, εν αντιθέσει με άλλους που δεν είχαν γράψει και τους ανέβασε. Ιδού η αιτιολογημένη απάντηση: « Κατέβασα αυτούς που είχαν 18άρια και ανέβασα αυτούς που είχαν χαμηλούς βαθμούς. Έτσι τα’φερα στα ίσα και υπάρχει σχετική ισορροπία στην τάξη σας». Μπακαλίστικος τρόπος βαθμολόγησης, αλλά καθ’ όλα μαθηματικός τρόπος….
Σάββατο πρωί. Με τον Στέλιο τον Πούλο, τον Ικαριώτη, θα πηγαίναμε να καθαρίσουμε τους στάβλους του Δεσύμπρη. Είχε ζώα ο Δεσύμπρης και μερικές φορές είχα πάει στη δούλεψή του. Ήταν αδιόριστος θεολόγος τότε, αλλά εκείνο το διάστημα εκτελούσε χρέη νυχτοφύλακα στη σχολή. Πήγαμε πρωί πρωί με τον Στέλιο στο στάβλο, κι αφού μας έδειξε ο Βαγγελάκης την καθ’ όλα βρώμικη δουλειά που θα κάναμε, ξεκινήσαμε να φτυαρίζουμε τις κοπριές και να τις μεταφέρουμε έξω από το στάβλο με καρότσια. Δε ντρεπόμουνα γι’ αυτό που έκανα. Ίσα ίσα …είχα μάθει να εκτιμώ τα χρήματα που κοπίαζα με κάθε τρόπο για να τ’ αποκτήσω.
Κάποτε γύρω στο μεσημεράκι, έχοντας τελειώσει τη βαριά και ανθυγιεινή εργασία στους στάβλους του Δεσύμπρη κι έχοντας πάρει το χαρτζιλίκι μας, επιστρέψαμε στη σχολή κατάκοποι. Ήταν η ώρα του φαγητού μετά την πρωινή έξοδο του Σαββάτου. Το γεύμα περιελάμβανε πατάτες με μπιφτέκια (αλά Μπόν). Πεινασμένοι και κουρασμένοι όπως ήμασταν με τον Πούλο, μπήκαμε στην τραπεζαρία χωρίς να αλλάξουμε ρούχα και φορώντας τα παπούτσια που πατούσαμε τις κοπριές. Κανένας δεν μας έδωσε σημασία και όλοι απολαμβάνανε τη σπεσιαλιτέ του Μπόν. Το άρωμα όμως που κουβαλούσαμε άρχισε να κατακλύζει την τραπεζαρία κι όλοι ψάχνανε με τις μύτες τους να βρουν από πού προέρχονταν αυτή η δυσοσμία-κοπρίλα που τους χαλούσε το ευχάριστο γεύμα. Μας πήρε χαμπάρι ο Γιουβανέλης ο Σεβαστός, ο συνήθης ύποπτος κοιλιόδουλος, που καταβρόχθιζε τρεις τρεις τις μερίδες. Άρχισε να μας φωνάζει και κακήν κακώς μας πέταξαν έξω από την τραπεζαρία, έχοντας όμως επιτυχώς αφήσει το …άρωμα που κουβαλήσαμε από τους στάβλους του Δεσύμπρη. Ο Στέλιος διαμαρτυρήθηκε έντονα, επικαλούμενος τη φύση της εργασίας που κάναμε κι ότι ήταν άδικο να μείνουμε νηστικοί… Εγώ όμως άρχισα περιπαικτικά να βγάζω τη γλώσσα μου στο Γιουβανέλη και να του τραγουδώ τα στιχάκια που είχε γράψει για πάρτη του ο Λιλής ο Ευθύμης:
« Του χοντρού του Σεβαστού του αρέσει η Λαμπαδού.
Ο χοντρός ο Σεβαστός τρώει ό, τι βρει εμπρός .
Δέκα πιάτα μακαρούνια και κιοφτέδες μιλιούνια…»
Εσπέρας προκείμενον με του παπά Λεωνίδα τη χαρμόσυνη ακολουθία.
Του είχε παραχωρηθεί ξεχωριστό δωμάτιο πλησίον των πλυσταριών για να μένει να κοιμάται. Ποτέ δεν αρνήθηκε σε κανένα μας την οποιαδήποτε συμβουλευτική και ψυχολογική υποστήριξη. Στις εντάσεις μεταξύ των σπουδαστών, ως έμπειρος καπετάνιος της θαλάσσης, είχε τον τρόπο να ηρεμεί τα πνεύματα, μαθημένος από τις φουρτούνες της ζωής όπως ήτανε…
Δε θα ερχόταν ο παπά Γιώργης ο Τουφεκλής εκείνο το απόγευμα να μας κάνει τον εσπερινό, αλλά θα τον έκανε ο παπά Λεωνίδας, ο Ανδριώτης. Ήταν τότε που ότι και είχε χειροτονηθεί και έκανε τους πρώτους του εσπερινούς .
Την ώρα που ο Μαρκουλής έψελνε το Κατευθυνθήτω η προσευχή μου σε πλάγιο του δευτέρου και έχοντας φτάσει στη φράση ως θυμίαμα ενώπιον σου, άρχισε ο παπά Λεωνίδας να θυμιάζει και να εξέρχεται εκ του ιερού βήματος θριαμβευτικά, εμφανώς εκστασιασμένος και συνεπαρμένος από τον ήχο του Κεκραγάριου, σαν το μερακλή χορευτή που αφήνεται στους ήχους της λύρας του δεξιοτέχνη λυράρη. Κι ενώ η κατανυχτική ατμόσφαιρα στο εκκλησάκι της Σχολής, στο Ρόδον το Αμάραντον, φαίνεται να ενέπνεε τον καπετανόπαπα, επηρεασμένος από τα ταξίδια στη θάλασσα, παραπατούσε σαν να βρισκότανε στο κατάστρωμα του καραβιού που πιλοτάριζε κάποτε μεσοπέλαγα, εν μέσω σφοδρής κακοκαιρίας. Αύτη η θάλασσα η μεγάλη και ευρύχωρος κατά τον ψαλμωδό και σε μια τέτοια θάλασσα ένιωθε ο παπάς ότι βρισκότανε. Μέχρι που τα ’κανε θάλασσα….
Το θυμιατό έπαιρνε στροφές στον αέρα, στρούφιζε και ξεστρούφιζε, εκτοξεύονταν τα καρβουνάκια και το λιβάνι πάνω στο χαλί του ναού, τα κουδουνάκια χτυπούσαν στο ρυθμό του …Πεντοζάλη κι εμείς ήμασταν έτοιμοι να παίξουμε παλαμάκια, αφού θέλαμε να …συνταξιδέψουμε με το καράβι του ευδιάθετου καπετανόπαπά μας.
Σαν να μην έφτανε αυτό πήγε να ψάλει και το δοξαστικό των αποστίχων. Ίδρωνε και ξέδρωνε ο παπάς, γιατί έχανε και ξανάβρισκε τον ήχο… Μπέρδεψε τον ύμνο και σαν να τον ανακάτεψε με τα μουσικά χαρακτηριστικά ανδριώτικης πατινάδας. Στο τέλος έμεινε μόνος του στο ψαλτήρι, γιατί όπως ομολόγησαν αργότερα οι παριστάμενοι ιεροψάλτες, ιεροσπουδαστές, αδυνατούσαν να συμψάλλουν με τον παπά, εξαιτίας του πρωτόγνωρου γι’ αυτούς ψαλτικού ύφους, που δεν μπορούσαν να ακολουθήσουν. Με το Δι’ ευχών του παπά Λεωνίδα ξεχυθήκαμε στην αυλή της Σχολής και προς την έξοδό μας σχολιάζοντας την εσπερινή ακολουθία που έμεινε αποτυπωμένη ευχάριστα στη μακροχρόνια μνήμη.
Μια μέρα ο παπα Λεωνίδας που είχε το χάρισμα να μας διηγείται μοναδικά ιστορίες από τη ναυτική ζωή του, μας είπε και μια ιστορία από τη στεριανή ζωή του, αφότουέγινε παπάς. Κακό συνήθειο που το γνώριζε καλά ο πατήρ, ήταν που κάποιοι όταν έβλεπαν ιερέα έπιαναν τα γεννητικά τους όργανα αρκετά προκλητικά άνευ ντροπής και μειδιάζοντας…
Είχε πάει στην Αθήνα κάποτε για δουλειές. Όπως ήταν με τα ράσα στα φανάρια κάπου στην Ομόνοια, βλέπει έναν νέο που μόλις τον είδε, έπιασε τα αχαμνά του και κοίταζε προς το μέρος του παπά σε σχετικά κοντινή απόσταση. Κάνει νόημα στο νεαρό ο καπετανόπαπας να πλησιάσει προς το μέρος του, μα πού να πλησιάσει εκείνος. Αυτό που ήθελε να ακούσει ο ξεδιάντροπος νέος τα κατάφερε ο παπάς να το ακούσει έστω κι από απόσταση. Με θάρρος και αποφασιστικότητα του φώναξε μπροστά στο πλήθος: «Δεν έρχεσαι ρε μεγάλε να πιάσεις και τα δικά μου;». Έμεινε ο νεαρός να τον κοιτάζει έκπληκτος, αλλά σίγουρα πήρε και το μάθημά του από τον ανδρείο, Ανδριώτη, πρώην καπετάνιο και νυν ιερέα του Υψίστου…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου