Παρασκευή 19 Δεκεμβρίου 2025

Ἐγκώμιο στόν ἀνεκπλήρωτο ἒρωτα.

 

Τοῦ Γιώργου Δημόπουλου

«Οἱ πιό ὡραῖοι ἒρωτες εἶναι ἐκεῖνοι πού δέν ζήσαμε» Ναζίμ Χικμέτ  

  Μιά πορτογαλέζα μοναχή, ἡ Μαριάνα Ἀλκοφοράδο, ἀπευθύνει στόν ἀγαπημένο  της, πού τήν ἒχει ἐγκαταλείψει, πέντε γεμᾶτες πάθος καί λυρισμό ἐπιστολές. Πέντε εἰλικρινεῖς καί φλεγόμενες ἐπιστολές, γεμᾶτες ἀγωνία καί ἐλπίδα, προτοῦ ἡ ἀναχώρηση τοῦ ἀγαπημένου της τήν βυθίσει στήν ἀπόγνωση. "Ἂραγε, αὐτή ἡ ἀπουσία, πού ὀ  πόνος μου, ὃσο ἐπινοητικός κι ἂν εἶναι, δέν βρίσκει λέξεις ἀρκετά φρικτές νά τήν χαρακτηρίσει, θά μοῦ στερήσει μιά γιά πάντα αὐτά τά μάτια πού μέσα τους καθρεφτιζόταν τόσος ἒρωτας;" Στόν πόνο της ὃμως καί στό παράπονό της, μοναδική ἀπάντηση ἒχει τήν ἐπίμονη σιωπή τοῦ ἀγαπημένου της.

  Οἱ ταυτότητες δέν ἒχουν καί τόση σημασία. Μόνο μᾶς ἀρκεῖ πού γνωρίσαμε τήν ψυχική ἐρήμωση πού προκάλεσε στήν ἐγκαταλελειμμένη αὐτή ψυχή. Αὐτό πού μᾶς ἀγγίζει εἶναι ἡ ἀφοπλιστική εἰλικρίνεια αὐτῆς τῆς φωνῆς. Οἱ πέντε ἐπιστολές-μονόλογος χωρίς ἀπάντηση- σήμερα θεωροῦνται ὡς οἰ πέντε πράξεις μιᾶς τραγωδίας.  Ἀπό γράμμα σέ γράμμα ἡ μοναχή κερδίζει βαθμιαῖα τήν αὐτοκυριαρχία της, ὣσπου θά ἀποκτήσει τελικά τήν ἱκανότητα νά ἀπαρνηθεῖ τόν ἒρωτά της.

  Μποροῦμε νά κουβεντιάσουμε γιά κάποια θέματα πού καῖνε πολλούς; Γιά ἐκείνη ἡ γυναίκα, (μιλάω ὡς ἂντρας, ἡ μοναχή μίλησε ὠς γυναίκα) πού σέ κάνει νά χάνεις  τά λόγια σου, καί τόν ὓπνο σου; Γιά τόν κρυφό σου ἒρωτα, αὐτόν πού φωτίζει ὃλον  σου τόν κόσμο καί ἡ ζωή ἀποκτᾶ νόημα κι ἀπαντοχή. Τόν ἀσίγαστο, τόν σάρκινο, αὐτόν πού θρέφει ἀπέραντες  μοναξιές καί χαμένα ὂνειρα.

  Ἡ ἀνθρώπινη εὐκολία θέλει νά βλέπει ἀκόμη καί τούς  ἀνεκπλήρωτους ἒρωτες ἒκφυλους. Δέν θέλει νά βλέπει πίσω ἀπό αὐτή τήν «ἁμαρτία» τήν ἀνάγκη, νά φωτιστοῦν τά πρόσωπα ἀπό μακρινά καί ἀπίθανα πεπρωμένα, πρόσωπα  πού κλαῖνε  ἀτελείωτα μές τήν νύχτα.  Κατάφαση τῆς ζωῆς καί τοῦ σώματος, μιά διάφανη ἡδονική κοινωνία εὐχαριστίας καί ἀπροϋπόθετης  λειτουργίας, μέσα σέ ρωγμές, σκιρτήματα ὑπαρξιακῆς σταύρωσης καί ἓνα ξεγύμνωμα ἀπό τίς μεταφυσικές βεβαιότητες.

  Ποῦ καί πόσο νά χωρέσει αὐτό τό θαῦμα τῆς συνδιαλλαγῆς, ὃταν καμμιά καινούργια μέρα δέν ἀνθίζει δίχως τήν θύμηση τῆς ἀγαπημένης;  Πάντα ὑπάρχει ἓνας τρόπος νά ρεμβάζει κανείς στήν ἀβεβαιότητα τοῦ ἒρωτα. Ἒχει  πάρει τό μήνυμα; Ἀλλά πιό μήνυμα, τό ἀνεπίδοτο;  Πῶς νά εἶναι τό ἐσωτερικό τοῦ σπιτιοῦ της, πῶς ἀνεβαίνει στίς σκάλες, πῶς εἶναι ἡ τραπεζαρία της,  εἶναι ὃπως φαίνεται, ἒχει παραξενιές, ξέρει νά μοιράζεται, εἶναι μεγαλόψυχη, συγχωρεῖ, φοβᾶται τήν ρήξη, ἀφουγκράζεται δονήσεις, πῶς εἶναι ὡς μάνα, ποιά κείμενα τῆς ἀρέσουν, τά δικά μου πῶς τά κρίνει;…        Ἓνας ἀπλός της δρασκελισμός, ἂν τό γνώριζε, ἂν συμφωνοῦσε νά ψηλαφίσει τήν κατάθεσή μου, καί ἂς μήν συμφωνοῦσε. Ἀπό τό σπίτι της στό σπίτι μου μιά θυσία δρόμος. Οὒτε ἂγχη οὒτε ἀγωνίες, μέ  τήν λάμψη τοῦ σώματος στήν  ὡραιότητα τοῦ ἀνεκπλήρωτου, ἀλλά μή μιαροῦ, μή αἰσχροῦ.

   Ὀνειρεύομαι ἓνα τοπίο σπαρακτικῆς ὀμορφιᾶς, κάτω ἀπό ἓναν ἣλιο πού λούζει καί καταυγάζει τά πάντα, μιά θαλπωρή,  μιά ἀνταύγεια ἀγάπης πού κυοφορεῖ τήν ζωή, στήν ἀνακαινιστική ἐνέργεια της. Στούς ἀνίσχυρους ὢμους τοῦ ἀνεκπλήρωτου ἀκουμπᾶ ὃλος ὁ κόσμος, καί σέ κάθε σκέψη φυτρώνει ὁ σπόρος τῆς ἀγαθότητας. Ἡ περιπέτειά του ἀποδομεῖ. Δέν εἶναι σχέση. Παρά ταῦτα εἶναι παραγωγή τῆς ἀλήθειας. Περνάει ἀπό τό ἐπίπεδο τῶν παθῶν χωρίς νά ἀκυρώνει τίποτα στήν σφαίρα τῆς  κοινωνικῆς διάστασης.

  Γερνῶντας καί γέρνοντας στό προχωρημένο, αἰσθάνομαι πιό ἒντονη τήν μυρουδιά τῆς περγαμοτιάς μου, ἀνάκουστη, δέν εἶναι ἒκτακτη,  μόν’ εἶναι σαφῶς πιό ἒντονη, ἲσως δέν τό εἶχα προσέξει.

 Ὃσο καί νά ἀερίζω τό σπίτι ἡ παρουσία τῆς μυρουδιάς της παρούσα, θαῦμα στό δωμάτιο τό ἂρωμά της, χωρίς νά ἒχει ἒρθει ἒστω καί μιά φορά σπίτι.  Δυσανάγνωστα γιά ὃλους τούς ἂλλους, εὐανάγνωστα γιά μένα. Ἡ ἁφή τοῦ βλέμματος, ἡ ἀνεξίτηλη βαφή, ἡ ἐλπίδα πού ἐξοντώνει .

  Ἂμποτες καί  ἒχανε τόν δρόμο της καί ἐρχόταν σπίτι, ἀφοῦ γνωρίζει πού μένω. Καί  ἀπ’ ἒξω νά περάσει, καί νά μήν γνωρίζει τήν διεύθυνση θά μυρίσει τίς ἀναθυμιάσεις τοῦ τάματος καί τῶν εὐχῶν, ἀφοῦ μέ διεκδικεῖ ἐξ ὁλοκλήρου, καί θά καταλάβει ποῦ μένω.

  Δέν τήν ἒχω δεῖ πῶς προσκυνᾶ τίς εἰκόνες γιά νά δῶ πῶς φιλᾶ, ἀλλά δέν μέ  ἐνδιαφέρει, μοῦ ἀρκεῖ πού τήν φαντάζομαι. Ὁ ἒρωτας λέν’ εἶναι γιά τούς ἐφυεῖς καί τούς τρελούς. Κινοῦμαι ἂνετα στό χῶρο τῶν τρελῶν.

  Πῶς νά γίνει κατανοητό ἀπό τόν ἀνθρωποφάγο  εὐσεβισμό  καί τήν ἀνίερη «ἁγιασύνη» τῶν ἀνέραστων τῆς ἐκκλησιαστικῆς θέσμισης ἀφοῦ ἡ ἠθικιστική ἐνοχική περιβολή τοῦ σώματός τους ἒχει δολοφονήσει τήν ἐρωτική μέθεξη; Ἀφοῦ ἡ νοσηρή τους παθολογία ἐναντιώνεται στήν σεξουαλικότητα; Αὐτό πού ἀξίζει εἶναι αὐτό πού  ἓπεται καί αὐτό εἶναι ὁ ἒρωτας καί εἶναι αὐτό τό μόνο πού δίνει στήν  παρουσία του διάρκεια ἒως τά ἒσχατα. Τόπος καί τρόπος ὑποδοχῆς, ὁ ἒρως.

  Ἡ ἁφή του οἰκεία σέ ὃλους, ἀκόμη καί στά πρόσωπα τῶν «ἀψεγάδιαστων»· ἡ εὐγένεια τοῦ σώματος καί τῆς ψυχῆς πάνω ἀπό τήν ἁγιασμένη ἀθλιότητα. Ὁ ἒρωτας εἶναι φτιαγμένος ἀπό ἱδρῶτα κι ἀστέρια. Μοσχοβολᾶ νοτισμένο χῶμα, καί μεταδίδει μέσα ἀπό τό μεθυστικό και δυνατό ἂρωμά του τό ἀνήκεστο τοῦ θανάτου: «κραταιά ὠς θάνατος ἡ ἀγάπη». Ὁ ἒρωτας ταπεινώνει καί σταυρώνει.  Ἒχει μια ἂρρητη νεανική φλόγα, ἐμπεριέχει μιά εὒγλωτη προσωπική πείνα καί δίψα γιά συνάντηση καί συμπόρευση, μιά ριψοκινδύνευση στήν  μεγάλη ἀβεβαιότητα τῆς ζωῆς. Τίποτε δέν μπορεῖ να ἰσοπεδώσει ὁ ποιμαντικός ἠθικισμός. Πάντα θά ἐπανέρχεται καί θά ἐπενεργεῖ στίς ἀνθρώπινες σχέσεις ἀκόμη καί ὁ φτηνός, ὁ ἒκφυλος, αὐτός τοῦ πορνείου, ὃσο κι ἂν δέν ταιριάζει στήν ψυχοσύνθεση κάποιων, καί ἒχει ἀπορριφθεῖ ὡς διαδικασία, γιατί ὑπεισέρχεται ἡ ἀπρόσωπη συναλλαγή. «Τόσα  δίνω,  πόσα θές;». (Σέ τί διαφέρει ἡ προίκα;).  

  Δέν περνάει άπό τό μυαλό κανενός νά πετάξει τόν ἐρωτά του στά σκουπίδια ὡς ἀνεπίδοτο. Θά τό βροῦν οἱ τοῦ ἀπορριματοφόρου καί θά τό περάσουν γιά διαμάντι. Ὃπως δέν πετιέται τό χαμόγελο. Πάντα θά ὑπάρχει ἡ ἐπιθυμία πού θά σέ κάνει νά διαστρεβλώνεις τήν πραγματικότητα, προκειμένου νά δεῖ ἡ καρδιά σου αὐτό πού διακαῶς θέλει. Ἐξ ἂλλου τά πράγματα μᾶς βρίσκουν ὂταν εἲμαστε ἒτοιμοι νά τά ὑποδεχτοῦμε, ἰδίως ὁ ἒρωτας.

 

«Ποῦ πᾶνε τά βλέμματα ὃταν δειλιάζουν;

Ποῦ πᾶνε τά χέρια ὃταν δέν ἀγκαλιάζουν;

ὁ λόγος ὃταν δέν ἀναστατώνεται, καί δέν ἀναστατώνει;

Ἡ φωνή ὂταν πιά δέν ἀκούγεται;» (Δέν θυμᾶμαι ποιός τό ἒχει γράψει)

 

 

 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου