της Ελισάβετ. Δ. Δημοπούλου
"Τ' αηδόνι δεν
απέθανε, τ' αηδόνι πάντα ζει. Άλλαξε τα φτερά του, δεν άλλαξε
φωνή..."(Χαρίλαος Τρικούπης)
"Λαμπέτη εδείλιασα! Τα σωθικά μου
άσπλαχνο εθέρισε βόλι, πικρό.
Νεκρά στο σκάνταλο τα δάχτυλά μου
βλέπεις επάγωσαν...Δος μου νερό...
Λαμπέτη, εσβύστηκα! Ώραν την ώρα
φευγ' ανυπόμονη, πετά η ψυχή.
Στα κρύα τα χείλη μου στέκεται τώρα,
σκύψε και πιε τηνε μ' ένα φιλί..."
(Απ' τον "Αστραπόγιαννο").
Κει χάμω, στην άκρα του νοτιά, ανταμώνει η ματιά του θαλασσοπόρου τον "Κάβο της Κυράς"... "Λευκάς πέτρα"..."Λευκάς άκρα "στα χρόνια τ' αρχαία. Μια θωριά σκληρή ο ορθόβραχος...θανατερή κι απάνω του το πέτρινο κορμί του "Δουκάτου", του σύντροφου των πλεούμενων του φωτερού. Διαφεντεύει το πέλαγος, που πήρε τ' όνομά του-κατά πώς λεν τα παραμύθια-απ' τη βασανισμένη την πολυπλανόβια Ιώ, της σελήνης τη συντρόφισσα, της καταραμένης για μιαν αποδιωγμένη αγάπη του θεού του αγρικέραυνου.
Ιόνιο τ' ονομάτισαν τούτο το πέλαγος κι έχει στην αγκάλη του, τη νερένια, νησιά γλυκοχαμογελαστά κι αέρινα, αρχοντονήσια, φορτωμένα θρύλους κι ιστορίες...Εφτάνησα... "Λευκάτα" ο ακρόβραχος... Λευκάδα το νησί, το στεφανωμένο με το φως τ' Απόλλωνα, πούχει εκεί ,δίπλα στη σκληράδα του γκρεμού, το σπιτικό του. Λευκάδα...ένας τόπος περήφανος...κορώνα του τα "Σταυρωτά", βουνό τραγουδισμένο κι αγκάλιασμά του θαυμαστό το κάστρο το ενετικό της Αγιάς Μαύρας. Λευκάδα...γεννήτρα λεύτερων ανθρώπων, ανυπόταχτων, άξιων πολεμιστών για δικαιοσύνη, για λευτεριά...ποιητών τρανών, που ανταμώνουν οι ψυχές τους με τα πέτρινα κορμιά τους στο Μποσκέτο...
Τέσσερις γίγαντες νοσταλγικοί κι ονειροπόλοι, τέσσερις ανεμόμυλοι παραστέκουν ,με το σκιάδι της φτερωτής τους τ' απλωτό, τον τόπο το γαληνό, αυτόν με την απλότητα την αγιασμένη. Στ' ακρογέρματα του πελάγους, κει που η δροσάτη πνοή του γυαλού ανταμώνει με τ' αμμουδερά ακρογιάλια και τα βραχοτόπια...σαστίζει ο νους με την ομορφιά ...Τόπος με χίλια χρώματα, με τα καντούνια τα στενά, με τους ανθρώπους τους γελαστούς, τους χωρατατζήδες, τους χορτασμένους απ' την τρυφεράδα της πλάσης, τη λαδόπιτα και το γλυκόπιοτο βερτζαμί. Κι απ' τα βάθια του πελάγους, κάτω απ' το γερόβραχο, ανασαίνει η λυράρισα η Ψάπφα, η ερωτοδέσποινα, που κι αυτή αφανίστηκε για μιαν αγάπη αλλιώτικη, μες στα κοράλλια ,ανάμεσα στα συντεφένια θάμπη της μαργαριταρόριζας, κοιμάται η Μούσα... η Μούσα που τη λύρα έχει για παντοτινό της προσκεφάλι.
Σε τούτο λοιπόν το νησί,που ακουμπάει απάνω καταπάνω στο στεργιανό κορμί τ' αντικρυνό, τρία χρόνια μετά την επανάσταση του 1821,στα1824,πρωτακούστηκε μέσα σ' ένα αρχοντόσπιτο το κλάμα ενός μικρού αγοριού, που πήρε τ' όνομα του μεγάλου Σταγειρίτη...Αριστοτέλης... Κι ήταν τ' αγόρι κείνο που, στο μεγάλωμά του, θα γιγαντώσει εντός του ένα πατριωτικό ιδανικό αλλόκοτο, ριζωμένο βαθιά στο κατάψυχο, σπαρμένο από προγόνους ηρωικούς, μυρωμένο απ' την ανάσα του, αγκαλιασμένο με τόλμη κι αντρειοσύνη ,φυλαγμένο σ' ολάκερη τη ζωή του σαν..."άρτον προθέσεως"...
Δεν αρνήθηκε ποτέ τους προγόνους του, θέλησε να τραβήξει το ίδιο μονοπάτι μ' αυτούς, αρματωμένος όμως μ' άλλα όπλα, συντρόφια του πιστά στο πάλεμα της σύντομης και πολυσήμαντης ζωής του. Κάπου κει, γύρω σε μιαν όχθη του Αχελώου, κοντά στο τραχύ Καρπενήσι, στη Βαλαώρα Ευρυτανίας, κατοίκησαν οι πρώτοι του πρόγονοι. Στην Ήπειρο, τούτη τη φορά, κείται ακόμα ένα χωριουδάκι με σπίτια ερειπωμένα, με τ' όνομα Βαλαώρα, όπου οι ...Βαλαωραίοι έκρυψαν μεγάλους θησαυρούς, ανεύρετους...έτσι κεντά ο θρύλος ως τα σήμερα τη φαντασία τη λαϊκή. Ενάμισι αιώνα πριν απ' την επανάσταση του '21 είχαν ανταριάσει οι πολεμάρχοι κείνοι με τα παλικάρια τους σε Στερεά και Πελοπόννησο και τα κατορθώματά τους τα διαλαλούσε το τραγούδι το βγαλμένο απ' το σπλάχνο του λαού, απ' της λαλιάς του της στιχοπλέχτρας, απ' τη δροσοπηγή της ψυχούλας του.
Ο πατέρας του μικρού Λευκαδίτη, ο Ιωάννης Βαλαωρίτης, ούτε μόρφωση, ούτε φροντισμένη ανατροφή είχε, είχε όμως ..."υπέροχο χαρακτήρα και ισχυρά διάνοια". Τολμηρός κι έξυπνος, κατάλαβε πολύ νωρίς ότι την κοινωνική και πολιτική θέση, που κληρονόμησε απ' τις "οικογενειακές παραδόσεις, "δε θα μπορούσε να τις διατηρήσει δίχως πλούτο. Έτσι, σιγά σιγά, με τόλμη κι επιμονή, με το εμπόριο και τη ναυτιλία, κατάφερε κι απόχτησε πλούτη ζηλευτά.
Ο μικρός Αριστοτέλης, το αρχοντόπουλο, περνά τα πρώτα χρόνια της ζωής του μεσ' στον αναβρασμό, το γιομάτο απ' τον αντίλαλο της κλαγγής των όπλων και της πολεμικής ιαχής των αγωνιστών. Στην Κέρκυρα, στην Ιόνιο Ακαδημία, όπου ακολουθεί τα γυμνασιακά μαθήματα από σοφούς δασκάλους - και μαθαίνει "γερά ελληνικά" κι ύστερα στις πολύχρονες διαμονές του στη Δύση, ονειρεύεται πως το ίδιο τ' αεράκι το λεύτερο, της πατρίδας το λυτρωτικό ανασασμό αναπνέει παντού. Γιομίζουν τα πνευμόνια του λευτεριά κι αγάπη για τη γη των ηρώων και των ποιητών.
Ένα χρόνο πριν γεννηθεί ο Βαλαωρίτης, ο Σολωμός, σε στιγμές φλογερού ενθουσιασμού, είχε συνθέσει τον "Ύμνο στην Ελευθερία". Με σιγουριά, οι πρώτες φράσεις, που ψέλλισε τ' αρχοντοπαίδι της Λευκάδας, ήταν οι στίχοι του...Ύμνου, που τους πρόφερε ασυνείδητα στα μικράτα του, ύστερα όμως ένιωσε στα βάθια της ψυχής του, της πυρωμένης, ολάκερο το νόημά τους και τους έκανε "φάρους" της ζωής του.
Για την παιδική ηλικία του Βαλαωρίτη δεν κατέχουμε και πολλά, αλλά όπως λέει ο γιος του...ο ποιητής αγαπούσε πολύ τη μάθηση, αλλά και τις σκανταλιές και τις παιδιάστικες τρέλες και τα παιχνίδια. Σωστός "Ηρακλής" στη σωματική ρώμη κι ανάπτυξη, ο Αριστοτέλης δεν μπορούσε νάναι από κείνα τα ...χλωμούλικα παιδιά, τα σκυμμένα πάντα πάνω σε βιβλία. Μετά την αποφοίτησή του από την Ιόνιο Ακαδημία, λαχτάρα του μια περιοδεία στην ελεύθερη Ελλάδα. Ταξίδι "σπουδής" περισσότερο, από κείνα που συνηθίζουν να κάνουν, ακόμα και σήμερα, οι καλλιτέχνες. Η κατάσταση του νεογέννητου κράτους...απελπιστική. Ανοιχτές πληγές παντού...ο τόπος ένα ρημάδι... μαύρη φτώχια σε κάμπο και χώρα...γκρίνια, αγανάκτηση ενάντια στους Βαυαρούς. Ο αναπαμός της ματιάς του...τα αρχαία μνημεία, της θλίψης του αλάφρωμα εφηβικό, ξεχώρισμα απ' την αθλιότητα της χαμοζωής τριγύρω.
Τόχαν συνήθεια τ' αρχοντόπουλα της Εφτανήσου να πηγαίνουν για σπουδές στα φορτωμένα με φήμες τρανταχτές πανεπιστήμια της Δύσης. Έτσι, και το ...δικό μας αρχοντόπουλο έφυγε για την Ιταλία κι ύστερα στην Ελβετία ...στόχος το ανώτερο γυμνασιακά πτυχίο....1844...Παρίσι...σπουδές νομικής... διακόπτονται από αρρώστια βαριά, που τον φέρνει πίσω στο νησί του. Ένα χρόνο αργότερα αυτές οι σπουδές ολοκληρώνονται στην Πίζα της Ιταλίας κι ο Αριστοτέλης "αναγορεύεται διδάκτωρ μετά πολλών επαίνων..." Όμως, η μεγάλη του αγάπη είναι τα...φιλολογικά κι η ιστορία κι όχι τα νομικά. Αλλά και για το γερμανικό φιλοσοφικό στοχασμό έχει μανία, που φτάνει στην υπερβολή, "παραιτήσας τας διασκεδάσεις και απομονωθείς εν τη εξοχή, όπως αφιερωθεί εις την μελέτην αυτού"...
Ρουφάει με λαχτάρα τη ζωή. Είναι πλούσιος, ωραίος, ρωμαλέος κι υγιή, με τρόπους και μόρφωση που δεν του αφήνουν κανένα κοινωνικό κύκλο κλειστό ...σπαθί, σκοποβολή, ιππασία, κυνήγι. Άπληστα κι αχόρταγα "πίνει" όλα τα ...δυνατά πιοτά της ζωής, που φέρνουν το μεθύσι το γλυκό. Ιδεόληπτος κι επαναστάτης, αίμα αναμμένο κι αψύ, ανακατώνεται σε πατριωτικές εκδηλώσεις και κρυφές συναντήσεις. Απ' τα 1842 ως τα 1852,στην απόλυτη φρεσκάδα της νιότης του, όπου τον φέρνει η περπατησιά του ...στη Γαλλία, 1848, με την επανάσταση του Φλεβάρη, που οδήγησε στη γέννηση της δεύτερης Γαλλικής Δημοκρατίας κι αργότερα στην Ιταλία, όπου η παλεύτρα ψυχή του συγκλονίζεται απ' τη δράση και τις αξίες του "καρβοναρισμού"...της γενιάς της επαναστατικής, πούχε για τόπο αντάμωσης τις καλύβες των καρβουνιάρηδων.
Ελευθερία, ισότητα, αδελφοσύνη, κατάργηση κάθε απολυταρχίας ...οι δυνάμεις οι ακατάλυτες. Ο Βαλαωρίτης νιώθει γύρω του άσβεστη τη φλόγα για τη λευτεριά, από καιρό αναμμένη στις ψυχές των λαών, που ζούσαν κάτω απ' τον ψυχρό κι απάνθρωπο δυνάστη της Ιερής Συμμαχίας. Όλη τούτη τη διάθεση και τον πόθο, το φιλελεύθερο και πατριωτικό, τις δύο αυτές έννοιες δεν θα τις ξεχωρίσει ποτέ τ' αρχοντόπουλο της Λευκάδας.
Το καθρέφτισμά τους θα φανερωθεί στα πρώτα του ποιήματα...τα "Στιχουργήματα", που τ άγραψε, πιθανά, στην εφηβεία του επηρεασμένος από λογής διαβάσματα ξένων κι ελλήνων ποιητών.(Τα τύπωσε όμως στην Αθήνα, στα 1847.) Ωστόσο, μέσα απ' αυτά τα ...τέσσερα, άτολμα, στιχουργήματα ξεπροβάλλει θάρραλης η έμπνευσή του, αφέντρα στο πατριωτικό του ιδανικό, συνταιριασμένο τραγικά με την αγωνία του για τους αγώνες και τις δοκιμασίες της πατρίδας του...της χιλιοπληγιασμένης. Τα "Στιχουργήματα", ολότελα λυρικά σε διάθεση και τόνο, αναδύουν τ' αρώματα του ...ρομαντικού "βυρωνισμού" της εποχής, με φλόγα πατριωτική, παράξενο φανέρωμα για νέο ποιητή, γιατί συχνά πυκνά οι νέοι, σ' όλες τις εποχές, είναι "δοσμένοι" στον εαυτό τους...."Ο κλέφτης","La mort est un doux oreiller"," Ο Λευκάτας" κι ο "Κατάδικος". Αν και τα "στιχουργήματα" χαρακτηρίζονται ...άτεχνα κι αδέξια, απηχούν όλα ξένες επιδράσεις.
Οι ερωταποκριτικοί στίχοι τους μιμούνται το δημοτικό τραγούδι κι είν' ολοφάνερη η επίδραση του Σολωμού στο μέτρο και τη γλώσσα :
"Η φωτιά σε λίγο αρχίζει
οι κραυγές, οι στεναγμοί
και τριξίματα οδόντων
και σπαθιών οι σφυριγμοί..."
...Ο γέρο Λευκάτας, που κανείς πια δεν τον φοβάται και που κλαίει την παλιά του δόξα, συμβολίζει την ταπεινωμένη Ελλάδα, με κάποιο δειλό φανέρωμα μελλούμενου λυτρωμού.
"Κοιμήσου τώρα ήσυχος,
ίσως θα έρθει η ώρα
αγέρωχος να υψωθεί
η δυστυχής σου η χώρα..."
Και πάλι ...η Δύση, ταξίδια ατελείωτα, ...σταθμός η Βενετία. Εκεί γνωρίζεται μ' έναν άνθρωπο των γραμμάτων θαυμαστό ..τον Αιμίλιο Τυπάλδο, με το περίφημο "φιλολογικό του σαλόνι". Μπαινοβγαίνει λοιπόν ο ωραίος Λευκαδίτης σε κείνο το σπίτι ,που το θερμαίνει της τέχνης το φως το γλυκό και που το γιομίζει με την ωριά της η μοναχοκόρη του Αιμίλιου, η Ελοισία... όμορφη, έξυπνη, με μόρφωση εξαιρετική, φιλελεύθερα και δημοκρατικά αισθήματα.
Και το αρχοντόπουλο, 29χρονών,αφού ρούφηξε ως το μεδούλι τη χαρά της ζωής, στα 1853 γυρίζει πια οριστικά στο νησί του, έχοντας στο πλευρό του την υπέροχη Ελοισία, τη μάνα των εφτά παιδιών του...την ακριβή του συντρόφισσα. Τη συντρόφισσα κείνη που ,μαζί σφιχταγκαλιασμένοι, μοιράστηκαν τον πόνο τον ανείπωτο για το χαμό των τριών μικρών κοριτσιών τους σε πολύ τρυφερή ηλικία.
Η Λευκάδα, λέει ένας Γάλλος γεωγράφος, είναι "εξάρτημα της ηπειρωτικής Ελλάδας". Ένα ...γιοφύρι τις χωρίζει. Ο Βαλαωρίτης, με τη ρίζα των πολεμάρχων την ηπειρώτικη, νιώθει σύψυχα τη συγγένεια αυτή. Απ' τη Λευκάδα αντικρύζει κάθε μέρα τα χιονοσκέπαστα ηπειρώτικα βουνά, "τα μελαγχολικά και μαυροφορεμένα." Ακοίμητος κι ο πόθος του να δει τούτον τον τόπο λεύτερο ...πόθος με διάρκεια και θέρμη.
Εργάστηκε σκληρά για τη σκλαβωμένη γεννήτρα των προγόνων του, μ' όσες κάτεχε δυνάμεις, ,όπως και για τη ένωση της Εφτανήσου με την Ελλάδα, όπως και για την Κρήτη, σ' ολάκερη σχεδόν τη ζωή του. Στα 1854,μετά το ξέσπασμα επαναστατικού κινήματος στην Ήπειρο, στέλνει άντρες και χρήματα στους ήρωες επαναστάτες, αδιαφορώντας για την πολιτική της ...Αγγλικής προστασίας στη Λευκάδα. Η ήττα της μάχης του Πέτα τον συντρίβει. Πολλά απ' τα έγγραφά του πέφτουν στα χέρια των Τούρκων ...κι ο Άγγλος αρμοστής αναλαμβάνει να...επιπλήξει τον απείθαρχο. Παίρνει όμως τη λεβέντικη απάντηση : "Υψηλότατε, λησμονείτε ότι εγώ είμαι Έλλην;"...(του έστρεψε την πλάτη κι έφυγε ...)
Στα τρία χρόνια, που ακολούθησαν, ο θάνατος των γονιών του και της μικρούλας του κόρης Μαρίας είναι τα πιο πικρά γεγονότα της ζωής του. Ο γέρο Βαλαωρίτης, ο πατέρας πολιτευτής, θεωρούσε πρόωρο τον πόθο των εφτανήσιων για την Ένωση ...φοβόταν την κατάσταση της "ελεύθερης "Ελλάδας ...ούτε ευνομία, ούτε δικαιοσύνη, ούτε ασφάλεια, παρά μονάχα ληστείες, αναρχία, στάσεις ...ο συλλογισμός του ολοφάνερα βάσιμος...
Ωστόσο, ο Αριστοτέλης με πάθος φλογερό υποστήριζε την Ένωση κι ένα χρόνο αργότερα εκλέγεται βουλευτής στην Ιόνιο Βουλή, στο κόμμα των "ριζοσπαστικών". Συνηθισμένη η "Αγγλική προστασία", με δολώματα, να μπλέκει στα βρόχια της τους εφτανήσιους πολιτικούς, του πρότεινε τη θέση του ...επάρχου. Η απάντηση του περήφανου ποιητή...συγκλονιστική "Η ψυχή μου δεν είναι προς πώλησιν. Εις μιαν μόνην δόξαν ατενίζω...να ζήσω και να αποθάνω άνευ κηλίδος και άμεμπτος.". Η τέχνη η ρητορική, η αρρενωπή μορφή, η ζωντάνια, το ανάστημα, η φωνή, ο γιομάτος πάθος λόγος του Βαλαωρίτη οιστρηλατούν το φλογισμένο νου του κάθε πατριώτη και φέρνουν στα μάτια δάκρυα ,με ένα ονείρεμα όχι ακατόρθωτο ,όχι μακρυνό.
Την ίδια χρονιά που αρχίζει ο άρχοντας της Λευκάδας την πολιτική του σταδιοδρομία, αρχίζει και μιαν άλλη, πιο σπουδαία, πιο στιβαρή, που κράτησε σ' ολάκερη τη ζωή του, αυτή που του χάρισε και την αιώνια δόξα.. Μέσα απ' την αγνή ψυχή του πολιτικού με τους φλογερούς λόγους, ξεπηδάει ολθόστητος ο επικολυρικός ποιητής. Το Μάη του 1857 τυπώνονται στην Κέρκυρα "Τα μνημόσυνα", ουσιαστικά η πρώτη του ποιητική συλλογή, αφιερωμένη στον πεθερό του. Καμία σαρανταριά ποιήματα, όλα τους ξεχωριστά...ανάμεσα τους "ο Θανάσης Βάγιας", "Η φυγή", "Ο Σαμουήλ", "Ο Βλαχάβας","Ο βράχος και το κύμα", "Το ξεριζωμένο δέντρο", "Ο Δήμος και το καρυοφύλλι του" κι άλλα λαμπρά, που οι παλιότερες γενιές των μαθητών τα χιλιοτραγούδησαν στις γιορτές τις εθνικές, με καρδιά φτερωμένη, νιώθοντας βαθιά το μεγαλείο της θυσίας και των αγώνων των ηρώων της λευτεριάς .
Τα ποιήματα αυτά είναι ...τρισάγια και συχώρια σ' αγαπημένους νεκρούς, κατάδικούς του, μάρτυρες αγιασμένους για το δίκιο και το πάλεμα.
Σαν άλλο "επιτύμβιο λίθο" σφράγισε ο ποιητής τα "Μνημόσυνά" του με το περίφημο ποίημα " Η δάφνη και τ' αηδόνι", που γράφτηκε στις 16 Φλεβάρη 1857,τη μέρα που ο μεγάλος Διονύσιος Σολωμός "παρέδωκε το πνεύμα τω θεώ".
"Μαύρισε κύμα τον αφρό
κι εσείς βουνά το χιόνι.
Γιατ' ήρθε βαρυχειμωνιά
και δε λαλεί τ' αηδόνι,
τ' αηδόνι που τραγούδησε
εις του βουνού τη ράχη.
Κλάψτε βουνά και βράχοι,
τ' αηδόνι δε λαλεί...
Κι εσύ δαφνούλα ελληνική,
φυλλόχλωρη δαφνούλα,
εσύ, που τ' άνθη σου έλουζες
τη νύχτα στη δροσούλα,
για να σε βλέπει όμορφη
και να σε καμαρώνει ...πες μου
γιατί τ' αηδόνι, δαφνούλα
δε λαλεί..."
Όλα τα ποιήματα, βγαλμένα απ' τη βρυσομάνα του λαού, τη γλώσσα τη ζωντανή ,την ξελογιάστρα, την ταξιδεύτρα ...τη δημοτική, αυτή που τύλιξε με το καθάριο ρούχο της τα λόγια των ποιητών κι έστερξε μέσ' στη μαύρη τη σκλαβιά να γενεί ο σύντροφός ο αχώριστος, η μοναχή παρηγοριά της βασανισμένης ψυχής των σκλαβωμένων. Πότε πένθιμη και μελαγχολική, πότε γιομάτη ζωή κι ελπίδα, έχει ψηλά στο μέτωπο στεφάνι ολόδροσο απ' ακροκλώναρα μυρτούλας δροσοστάλαχτης, κυπάρισσου περήφανου και δάφνης μυρωμένης.
Απ' τα 1859 ως τα 1864,η χρονιά της Ένωσης, όλη του τη δράση, όλη του τη σκέψη την αφιέρωσε ο Βαλαωρίτης στην πολιτική, με το βλέμμα πάντα στραμμένο στο σκοπό τον ιερό. Σ' όλο αυτό το διάστημα γράφει και δημοσιεύει μονάχα ένα έργο...την "Κυρά Φροσύνη".(Την είχε γράψει στη Βενετία, μικρή ανάπαυλα απ' τη ζάλη της πολιτικής .)
"Φυσάει Βοριάς, φυσάει Θρακιάς'
τ' ειν' το κακό που εγίνη...
στα Γιάννενα, στη λίμνη;
Δείτε κυράδες, θάλασσες,
Τ' ειν' το κακό που εγίνη!
Επνίξανε τις Δεκαφτά
με την κυρά Φροσύνη.
Αχ! χαλασμός που εγίνη!
Τα στήθια τα χιονάτα της
γήλιος δε θα μαυρίση.
Πλυμένα με τη θάλασσα
και με τα δάκρυά της ,
ολόλευκα κι ασπρότερα
θα να φανούν στην κρίση.
Το κύμα πλένει το κορμί,
τα δάκρυα της καρδιάς της..."
Εδώ ο ποιητής, με "κατέχουσα τον νουν και την καρδίαν του δόξαν'', στηρίζεται σε μιαν αλήθεια "αναμφίλεκτον"...ότι θεμέλιο και στήριγμα της ποίησης της ελληνικής πρέπει νάναι το πιστό, το ατόφιο ιστόρημα των παθημάτων και των μαρτυρίων του Έθνους, το συγκρατητό αντιπάλεμα του ελληνισμού απέναντι στον Τούρκο, σε μιαν εποχή ηρωική "αποχωριζομένη του βυζαντινού κυκεώνος και θέλουσα να υπάρξη αφ'εαυτής, ενδυομένη νέαν ατομικότητα, νέαν ζωήν, νέον κάλλος..." Απ' τα 1859 ως τα 1864,η ποιητική παραγωγή του Βαλαωρίτη ήταν μερικά μόνο μικρά ποιήματα, κύρια "νεκρικές ωδές".
Στα τέλη του Μάρτη 1864, (μετά την Ένωση), ο πρόεδρος της τελευταίας Ιονίου Βουλής με άλλους βουλευτές, μαζί κι ο Βαλαωρίτης, φεύγουν για την Αθήνα, για να συνεννοηθούν για τις εκλογές των βουλευτών, που θα έστελναν τα Εφτάνησα στην Εθνοσυνέλευση. Κερκυραίοι, Ζακυνθινοί, Κεφαλονίτες και Λευκαδίτες, αφήνουν στην άκρη τις διαφορές τους και τραβούν για τον Πειραιά...η υποδοχή γιομάτη θέρμη κι ενθουσιασμό.
Μα...αυτοί οι ενθουσιασμοί δεν θολώνουν το νου του ποιητή, τόσο που να μην καταλαβαίνει, απ' την πρώτη στιγμή, ποια είναι η πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα. Γνώριζε από πολύ καιρό τώρα πως τα πάθη και τα συμφέροντα κανόνιζαν, πέρα ως πέρα, τη ζωή των πολιτικών κι όχι η άγρυπνη φροντίδα για το καλό του τόπου...αλλά πάντα έτρεφε την ελπίδα ότι ...ίσως και να γελιόταν . Τώρα όμως τους βλέπει από κοντά, τους ζει..."ήταν αγιάτρευτα χαλασμένοι"... χάνει κάθε ελπίδα και μια πίκρα βαθιά γεμίζει την ψυχή του.
Λίγους μήνες αργότερα, σαν πρώτος πληρεξούσιος στην πατρίδα του, έρχεται να " παρακαθήσει" στην Εθνοσυνέλευση. Η Βουλή γεμάτη από κόσμο...πολιτικές και στρατιωτικές αρχές, το διπλωματικό σώμα, ανώτεροι κληρικοί, πολλοί απ' τους αγωνιστές του '21 που ζούσαν ακόμα . Όλοι περίμεναν, μετά τον όρκο, ποιος απ' τους εφτανήσιους θα μιλήσει. Ήταν η μεγάλη μέρα του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη, ως πολιτικού.
Κλείνοντας με την υπέροχη αρχοντοθωριά του το βήμα, "απάγγειλε" λόγο θριαμβευτικό, μιλώντας για την Ένωση και τα προβλήματα των εφτανήσων, καυτηριάζοντας όμως και τις διχόνοιες και τα πάθη των πολιτικών. "Ραγδαία και φρενώδη χειροκροτήματα, επιδοκιμασίαι εξερχόμενοι εκ βάθους ψυχής, τα δάκρυα έβρεχον τους οφθαλμούς και των απαθεστέρων."...Ήταν κι ο μόνος λόγος του ποιητή στη Βουλή ,"καθότι πάσαι αι κατ' αυτόν συζητήσεις ήσαν εκτός του θέματος, όπερ εκέντα παρ' αυτώ τον ρητορικό οίστρον..."
Η κοινοβουλευτική του αξία όμως έχει απ' όλους αναγνωριστεί ...του γίνονται απανωτές προτάσεις για μεγάλα αξιώματα. Άρνηση παντού. Αηδιασμένος απ' την πολιτική, λαχταράει να γυρίσει στη Λευκάδα, στο μικρό αγαπημένο του νησάκι ,τη Μαδουρή. Τι πήγαινε να βρει στη Μαδουρή...αυτή η περήφανη κι αισθαντική ψυχή, αυτός ο "αγχίνους" λεβεντάνθρωπος; Μα τι άλλο; Μοναξιά κι ησυχία, τις αγαπημένες του ξέχωρες γωνιές, τη θάλασσα την ιόνια, πότε με γαληνεμένη την ανάσα της και πότε ανταριασμένη, τ' ασημόγλαυκα λιόδεντρα να κατρακυλούν στους λοφίσκους, ανταμωμένα στο πέρασμά τους μ' αμπέλια καμαρωτά, μ' αγάπη περισσή γραμμωμένα.
Κι ύστερα, ο ταπεινός άρχοντας αποζητάει με λαχτάρα το συντόφεμα ανθρώπων απλοϊκών,...ξωτάρηδων, τσομπαναρέων, ψαράδων, με τις συνήθειες τους ακουμπισμένες στη ζωή την καθάρια, του μόχθου και του ίδρωτα, τη ζωή που όρισε ο Μεγαλοδύναμος και τη λαλιά την τραγουδιστή, της χαράς και του γλυκασμού ,του χωρατού του άκακου, του χαμογέλιου του λιόχαρου για την καινούργια χαρισμένη μέρα...Η Μαδουρή...το "ερημητήριο" του ποιητή, ένα "τσιφλίκι" που η προκοπή του χρειάζονταν αγάπη για "τον γεωργικόν βίον"...
Μέσ' σ' εκείνον τον τόπο τον ευλογημένο, που γύρα του θέριευαν τ' αμπέλια ,ο Βαλαωρίτης, ξέγνοιαστος, αρχίζει να μαζεύει το γλωσσικό και ιστορικό του υλικό για ένα νέο έργο, γεννημένο στο νου του τρυφερά, ρομαντικά ...προσκύνημα στο μεγαλείο ενός εθνομάρτυρα...του Αθανάσιου Διάκου, ενός μάρτυρα που η σποδός του η μυρωμένη θέριεψε τα βλαστάρια της λευτεριάς και την αποσταμένη ελπίδα.
Η πραγματικότητα όμως και πάλι προβάλλει μπρος του με τη σκληράδα της. Στις εκλογές του 1865, που έγιναν με απίστευτη βιαιότητα και εμπάθεια, ο ποιητής δε θέλησε να "εκτεθεί", αηδιασμένος απ' το βούρκο της πολιτικής. Οι συντοπίτες του όμως τον παρασύρουν με τον ενθουσιασμό τους και...να πάλι ...ο άρχοντας της Μαδουρής στη Βουλή, ανόρεχτα, σχεδόν μ' απελπισιά, αισθήματα που δικαιώνουν οι αποφάσεις για την κατάργηση της νομαρχίας και του πρωτοδικείου της Λευκάδας, που δεν του στάθηκε ποτέ μπορετό να εμποδίσει.
Πίκρες μεγάλες για τη μεγάλη ψυχή του...παρηγοριά του...η Ποίηση. Το Μάρτη του 1866 "ο Διάκος"του περνά στην αθανασία, με στίχους φλογερούς που αγγίζουν με το ανεχτίμητο πύρωμά τους, ως τα σήμερα, τις ψυχές όλων αυτών που σκύβουν απάνω τους μ' ανοιχτωσιά καρδιακή, κλίνοντας ευλαβικά το γόνυ μπροστά στον τραγικό ήρωα της λευτεριάς, το θεοσεβούμενο αθλητή του αγώνα, το πρότυπο της ομορφιάς, της ηθικής και της φυσικής, το κλωνάρι το δροσάτο του αρματωλισμού, το σεμνό μαχητή, το μυροβλήτη απόστολο του μαρτυρίου, που παρέδωσε την πανώρια του ψυχή μέσα στις μοσχοβολιές κείνης της Άνοιξης ,της ανθοστολισμένης, με την αγκάλη της γιομάτης απ' τους νιούς βλαστούς της εθνικής αναγέννησης.
..."Διάκος"...ένας θρήνος απέραντος. Μια κληρονομιά, ένα πολυθησαύρισμα αντρειοσύνης, λεβεντιάς κι αγιοσύνης, ένα κελάδημα αηδονιού που αγγίζει και τα πιο αδάκρυτα μάτια, τις πιο σκληρές καρδιές. "Γένοιτό μοι αρωγός και προστάτης"...η δέηση του ποιητή στο σύντροφό του τον πιστό, μέσα στις καταιγίδες του χειμώνα, το Θανάση Διάκο, που στοίχειωσε τον ύπνο του, τάραξε την περπατησιά του σε στεριά και θάλασσα, αφουγκράστηκε στοργικά τις θλίψες του τις μυστικές σε κείνο τον έρημο σκόπελο, το λευκαδίτικο...τη λατρεμένη Μαδουρή. "Την ιδέαν ταύτην του ποιήματος πολυειδώς και πολυτρόπως ηθέλησα να διατρανώσω και να εμφυσήσω εις το στιχούργημά μου, θεωρών αυτήν ως την ψυχήν δι' ής ανέκαθεν εζωογονήθη το έθνος, υπέρ ής ηγωνίσθη, εμαρτύρησε και ής τη αρωγή Θεού ευδοκούντος, θέλει πάλιν ανορθωθεί..."...Κι ας ακούσουμε το συγκλονισμό του ποιητή μέσα απ' την "προσευχή" του Διάκου...
"Όταν η μαύρη μάνα μου
εμπρός σε μιαν εικόνα,
Πλάστη μου, μ' εγονάτιζε
με σταυρωτά τα χέρια
και μώλεγε να δεηθώ
για κειούς που το χειμώνα
σα λύκοι ετρέχαν στα βουνά,
με χιόνια κι αγριοκαίρια,
για να μη ζούνε στο ζυγό,
ένοιωθα τη φωνή μου
να ξεψυχάει στα χείλη μου,
εσπάραζε η καρδιά μου,
μου ετρέμανε τα γόνατα,
σα νάθελε η ψυχή μου
να φύγει με τη δέηση
από τα σωθικά μου...
...Πατέρα παντοδύναμε!
Άκουσες την ευχή μου,
μου φύτεψες μεσ' στην καρδιά
αγάπη, πίστη, ελπίδα,
έδωκες μιαν αχτίδα σου,
αθέρα στο σπαθί μου
και μούπες: τώρα πέθανε για με,
για τη γλυκιά πατρίδα.
Έτοιμος είμαι Πλάστη μου!
Λίγες στιγμές ακόμα
και σβυώνται τ 'άστρα σου για με...
...Ευλόγησέ τηνε τη γη,
οπού θα μ' αγκαλιάσει
και στοίχειωσε κάθε κλωνί
από τα χώματά μου,
να γένει αδιάβατο βουνό
το μνήμα του Θανάση...
Πλάστη Μεγαλοδύναμε,
Χριστέ! Παράλαβέ με
Βρέξε στη φλόγα μου δροσιά
και κάμε αυτή τη στάχτη,
που θα ν' αφήσει το κορμί
του δούλου σου, Πατέρα,
να μην την πάρει ο άνεμος
και να μη μείνει στείρα..."
Τον ίδιο καιρό που έγραψε ο Βαλαωρίτης το "Διάκο", γράφει και τον "Αστραπόγιαννο", μονομιάς, σε στιγμές οίστρου ποιητικού "αδιάπτωτου", μπροστά απ' τ' αρχοντικό της Μαδουρής, στο μαρμάρινο τραπέζι, κάτου από μιαν ελιά πελώρια. ..."Αστραπόγιαννος"...ένα ιστόρημα που συγκλονίζει, που κόβει την ανάσα...αφιερωμένο στη φιλία και την αδερφοσύνη των δύο αντρειωμένων πολεμάρχων ...του Αστραπόγιαννου και του Λαμπέτη.
Η σύλληψη της ιδέας ακουμπισμένη στη θανή ,σε σκληρή μάχη, του Αστραπόγιαννου που, πριν ξεψυχήσει, ζητάει απ' το πρωτοπαλίκαρό του, το Λαμπέτη, να του κόψει το κεφάλι, για να μην "πέσει" στα βέβηλα χέρια του Τούρκου. Η συνέχεια συνταρακτική με το Λαμπέτη να περιδιαβαίνει τα γκρεμνά και τα βράχια, καταδιωγμένος απ' τον εχθρό, έχοντας μέσα στο σακκούλι του "την πολύτιμον παρακαταθήκην", το "πεφιλημένον λείψανον" του συντρόφου του, ψάχνοντας με αγωνία τόπο σιγουρεμένο να τ' αποθέσει στη χωμάτινη αγκαλιά της πανγεννήτρας. Κι όπου διαβαίνει, κι όπου σταθεί, βαριανασαίνοντας, αποζητώντας του κορμιού την αποστασιά, δίπλα στις δροσοπηγούλες και τα ευλογημένα ισκιώματα των δέντρων...μιλάει με το συντρόφι του και" μοιράζεται " μαζί του το λιγοστό του το ψωμί, το γάργαρο νεράκι ,που τ' άφωνα τα χείλη δρόσιζε. Εικόνες συγκλονιστικές, βαθιά ανθρώπινες, ψυχές ριζωμένες κατάβαθα ... κρατερά παράριζα στο δεντρί της λευτεριάς, το ποτισμένο με ποτάμια αίματος ηρώων αγιασμένων... Το τέλος βρίσκει τις αδάμαστες ψυχές των αδερφοποιτών, παραδομένες στο χέρι του Θεού, στο ίδιο μνημούρι της μάνας γης.
"Βαθειά σπαράζει φοβερή
στο χέρι του Λαμπέτη
η κάρα του Αστραπόγιαννου.
Το μάτι ανταριασμένο
του σκοτωμένου τρεις φορές
ανεβοκατεβαίνει και βασιλεύει
σκοτεινό. Στο μέτωπό του η νύχτα...
Σπρώχνει στη θήκη κόκκινο
το γιαταγάνι ο κλέφτης
κι αρπάζει το δισσάκι του!
Στη μια μεριά φορτώνει
το κρίθινό του το ψωμί,
στην άλλη φορτωμένο
το λείψανό του τ' ακριβό...
Διαβαίνει ανήφορους και μονοπάτια,
βράχους απάτητους, νεροσυρμές...
εψυχομάχησε πολλές φορές.
Το μνήμα επρόσμενε,
πηδά,αντρειεύεται,
σφίγγει τα δόντια, πέφτει νεκρός.
Το βράδυ, ανέλπιστα ,πιάνει το χιόνι
κι ο τάφος κρύβεται βαθειά βαθειά,
λες και σαβάνωσαν σ' ενα σεντόνι
τα δυό τα λείψανα σφιχτά σφιχτά..."
Βαθιές, μεγάλες οι χαρές του ποιητή. Σύντομες όμως, γιατί ύστερα από τρεις μήνες χάνει και το δεύτερο κοριτσάκι του ...τη δεύτερη Μαρία...σπαραγμός... Δεκέμβρης 1866,η Βουλή αρχίζει πάλι τις εργασίες της. Ο Βαλαωρίτης ξανά στην Αθήνα. Η Κρητική επανάσταση βρίσκεται στη "βράση" της. Ο Λευκαδίτης άρχοντας γίνεται αμέσως μέλος της κεντρικής επιτροπής για την ενίσχυση του αγώνα της Κρήτης. Μάταιοι κόποι, μάταιες λαχτάρες...η κατάσταση του ζητήματος οικτρή. Η Ελλάδα τίποτα δεν μπορεί να προσφέρει στον αγώνα...ούτε όπλα,ούτε μπαρούτι, ούτε παράδες...τίποτα...οι "Μεγάλες Δυνάμεις" αδίστακτα παρούσες μ' αντίδραση φοβερή. Ζητούν απ' την ελληνική κυβέρνηση το αδιανόητο ...να "πνίξει" την επανάσταση !!! Ο Βαλαωρίτης "υψώνει" και πάλι τη φωνή του για τα "ανοσίως" καταπατούμενα "εθνικά δίκαια". Η αγόρευσή του... απ' τους μεγαλύτερους ρητορικούς του θριάμβους. "Τα γονατά μου έτρεμον, η καρδία μου έφευγε πουλί...αρχίζω... Εκ των ακροατηρίων έφθασε εις την ακοήν μου η φλογερά αναπνοή του κόσμου και ήκουσα τους παλμούς του ελληνικού λαού...οι υπουργοί με ασπάζονται ..." Οίστρος πατριωτικός, οίστρος ρητορικός; Κάτι πιότερο απ' αυτά ...μέθη. Τα μεγάλα κατάμαυρα μάτια του αστράφτουν απ' το πάθος .
Με τη θέρμη, με την τέχνη, με το πύρωμα του λόγου του, με την αγέρωχη ψηλή του κορμοστασιά, με τη φωνή του τη βροντερή ,με την αδρή, αρρενωπή, ποιητική του τη θωριά, ήξερε ν' αγγίζει και τις πιο ευαίσθητες χορδές των ψυχωμένων Ελλήνων. Χαρές μεγάλες, αλησμόνητες, αλλά η υγεία του ...η καρδιά του έχει αρχίσει να τον προδίδει. Οι νύχτες του πια είναι δύσκολες, η ανάσα του βαριά. Δεν ήξερε την πάθησή του κι όταν του τη φανέρωσαν οι γιατροί...δεν άλλαξε τα συνήθεια του. Πολιτικές ασχολίες και ποίηση...στα 1867 τυπώνει το "Διάκο" και ξανατυπώνει τα "Μνημόσυνα" και την "Κυρά Φροσύνη". Τώρα πια η απόφασή του, να εγκαταλείψει οριστικά την πολιτική, γυροφέρνει στο νου του βασανιστικά. Το Κρητικό ζήτημα, που όλο χειροτερεύει, γιομίζει πίκρα τη γενναία του ψυχή. Τίποτα δεν τον φτερώνει. Η πολιτική...ένας βούρκος...μια δυσωδία θεόρατη...
Πού βρήκε τη δύναμη ,την άλλη χρονιά, να "κατέβει" και πάλι βουλευτής; Είναι οι περιβόητες εκλογές του Μάρτη 1868, με τις βρωμερές "υπόγειες διαδρομές "ανίκανων πολιτικών, που το όνομά τους έμεινε στις σελίδες της ιστορίας συνώνυμο με την ατιμία, την παλιανθρωπιά και τις καλπονοθεύσεις... Η απόφαση πια έχει παρθεί..."μετά την κατάργησιν της Βουλής θα επανέλθω αφεύκτως εντός των κόλπων της οικογενείας μου"...γράφει στην αγαπημένη του σύντροφο. Οι σελίδες του κοινοβουλευτικού βίου της εποχής εκείνης ...γεμάτες σκοτεινιά και μαυρίλα. Η Ελλάδα στα πρόθυρα χρεοκοπίας ,οι φήμες για πόλεμο με την Τουρκία ολοζώντανες κι η επανάσταση η Κρητική ολότελα ξεψυχισμένη. Πάθη, έριδες, εκδικήσεις...οι μαύροι καρποί ..."εγώ λοιπόν, κατ' ουδένα λόγον θέλω να βυθιστώ εντός του βορβόρου τούτου"...κι ο πολιτικός Αριστοτέλης Βαλαωρίτης ξαναγίνεται, οριστικά, ο επικός, ο ρομαντικός, ο αισθαντικός ποιητής της Μαδουρής.
Ολάκερη η ποίησή του είναι ενέργεια, που υπηρέτησε το πατριωτικό του ιδανικό. Πουθενά πια στα γράμματά του δεν ανταμώνουμε ούτε λέξη, που να φανερώνει έναν καημό, μια λαχτάρα,μ ια νοσταλγία για την πολιτική. Δεν παίρνει όμως ανάσαμα... Δυστυχίες, θάνατοι, αδιάκοπες έγνοιες οικογενειακές, η πάθησή του η καρδιακή, τα οικονομικά του, λίγα άρθρα και ποιήματα, δημοσιευμένα εδώ κι εκεί, ένα μεγάλο ποίημα .."Ο Φωτεινός" που μένει ατέλειωτο, σεισμός μεγάλος στο νησί ...οικτρός θάνατος αγαπημένων του, καταστροφή του σπιτιού του, ψυχικός κλονισμός, καρδιακή κρίση...πάρα λίγο θάνατος.
Τα δύο επόμενα χρόνια δύσκολα ...μα ήσυχα . Στα τέλη όμως του 1871, ο τότε πρύτανης του Πανεπιστημίου κάλεσε τον ποιητή να γράψει ένα ποίημα, για τα αποκαλυπτήρια του αγάλματος του Πατριάρχη Γρηγορίου του Ε' και να το απαγγείλει ο ίδιος μπροστά στο Πανεπιστήμιο. Τον φόβιζαν οι δυσκολίες να γράψει το ποίημα στη δημοτική και να το απαγγείλει δημόσια, μέσα στη δύνη του..."λογιωτατισμού." Το ήθελε όμως πολύ και λογάριαζε οι στίχοι του να μην ξεπερνούν τους 150 δεκαπεντασύλλαβους , "αλλ' έκαστος αυτών να είναι κεραυνός φλογερώτατος".
Η απαγγελία αυτή, στις 25 του Μάρτη στα 1872, μ' ότι ακολούθησε στην Αθήνα και στη Λευκάδα, στάθηκε ο πιο τρανός ποιητικός του θρίαμβος κι ίσως κι η πιο γλυκιά του ώρα. Δακρυσμένοι όσοι τον άκουσαν ...έναν ποιητή, που σε αδρούς, ηχερούς, γιομάτους από πατριωτικό πάθος στίχους και σε μια γλώσσα" μέχρι χθες αποσκυβαλιζομένην και χλευαζομένην "που, επιτέλους θριάμβευε, ιστορούσε τις μεγάλες αιματοστάλαχτες ώρες του Εικοσιένα.
"Πώς μας θωρείς ακίνητος;
Πού τρέχει ο λογισμός σου,
τα φτερωτά σου τα όνειρα;
Γιατί στο μέτωπό σου
να μη φυτρώνουν, γέροντα,
τόσες χρυσές αχτίδες,
όσες μας δίδ' η όψη σου
παρηγοριές κι ελπίδες ;..."
Ξανά στη Μαδουρή, ξανά μπροστά του ο βίος ο "γεωργικός". Χρειάζονταν τα χρήματα περισσότερο από ποτέ, γιατί οι δυο μεγάλοι του γιοι σπούδαζαν σε πανεπιστήμια κι η μεγαλύτερη φροντίδα του Βαλαωρίτη, τα τελευταία χρόνια, ήταν οι σπουδές των παιδιών του. Εκτός απ' τ' αποσπάσματα του "Φωτεινού" που τάγραψε λίγο πριν φύγει απ' τη ζωή, σ' όλη την επταετία 1872-1879, η ποιητική του παραγωγή στάθηκε ελάχιστη...μερικά ποιήματα ερωτικά, κάποιες νεκρικές ωδές, το ποίημά του στον Κανάρη, ο "Γιώργος" και δύο τρία ακόμα ...
..."Ο Φωτεινός ο ζευγολάτης" όμως, αν και ατέλειωτος, είναι το πιο ώριμο έργο του ποιητή...σύνθεση που για θέμα της έχει μια παλιά εξέγερση κατά των Φράγκων στη Λευκάδα.
"Παρ' ένα σβώλο Μήτρο
και διώξε εκείνα τα σκυλιά
που μου χαλούν το φύτρο..."
Ποίημα επικολυρικό, ολοφάνερη η ιδεολογική τοποθέτηση του ποιητή, λόγος ρωμαλέος, δυνατός, ασυγκράτητο συναίσθημα, υψηλοθώρητες ώρες εθνικές, όπου ένας φτωχός ξωμάχος ,που παράτησε την κλεφτουριά κι έγινε...ζευγολάτης, αρνιέται τη μιζέρια, ποδοπατάει το άδικο θέλημα του δυνάστη, ανταριάζεται και ...γίνεται "ήρωας", ξεθάβοντας απ' το εντός του το "σπόρο", τον ανύποπτο, του ηρωισμού...το γέρμα προς τα "μεγάλα", τη σπίθα που θα γενεί πυρκαγιά.
Με το στόμα του Φωτεινού μιλάει ο σκλάβος ο αιώνιος, που ζει μ' οδύνη το παρόν του, αλλ' αδιάκοπα αποζητάει τη λύτρωση ,ακόμα κι αν αυτή ειν' ένα ονείρεμα μονάχα, μια ανάγκη της ψυχής και του κορμιού, ακουμπισμένη στα χέρια του Πλάστη. Οι στίχοι του Βαλαωρίτη, απ' τους πιο δυνατούς μέσα στη νεοελληνική ποίηση, κουβαλούν ολάκερο το βαθύ, ηθικό κι ανθρώπινο νόημά τους, με πνοή παντοδύναμη, με απόλυτα ταιριασμένες με το νόημα εικόνες, παρμένες απ' την ποτισμένη ζωή της αγροτιάς με κείνον τον "άγιο ίδρωτα" που ευωδιάζει άχερο κι ασβέστη, κοπριά και μοσχολίβανο απ' της αλιφασκιάς ξερόφυλλα και δάφνης δοξασμένης. Εικόνες που ευωδιάζουν σβωλιασμένη γη, φύτρο, παχνί, πυρωστιά, φτωχοκάλυβο... ανημπόρια, πίστη και καρτερία.
Η απάντηση του σκλάβου στον αφέντη, κλείνει μέσα της ολάκερη την ψυχή και το ψύχωμα του Έλληνα λαού, ...του "πάντοτε ευκολόπιστου και πάντα προδομένου".
"Αν εξεράθη το κλαρί,
πάντα χλωρή είν' η ρίζα
κι μένει πάντα ζωντανό,
ή ρόδι φάγει ή βρίζα,
αυτό το βόδι το μανό,
που όσο βαθειά ρουχνίζει,
τόσο εύκολα μυγιάζεται
κι ανεμοστροβιλίζει
και που τον κράζουνε ΛΑΟ...
Θα σπάσει το καρίκι
και θα προβάλει με φτερά
μια μέρα το σκουλήκι..."
Το τέλος του 1875 στάθηκε μαύρο κι άραχλο για τον ποιητή. Έχασε την αγαπημένη του κόρη Ναθαλία, που ζούσε στη Βενετία με τη μητέρα της. Η καρδιά του η αδύναμη σπάραξε...
"Τώρα παιδί μου εζήλεψες
το στείρο το σκοτάδι,
του τάφου τα στολίσματα,
την ερημιά...τον Άδη...
Ο Γενάρης του 1876 τον βρίσκει στην Αθήνα. Αρνείται να απαγγείλει ξανά ποίημα κι αρνείται και ...το Υπουργείο Εξωτερικών. Όμως, ολόζεστο ήταν μέσα του πάντα το αίσθημα της πατρίδας..."παρακαλώ τον Θεόν να μ' αφήσει να ζήσω, δια νά ίδω εκπληρουμένους τους πόθους της νεότητός μου ευθύς, μετά ταύτα, να με πάρη..." γράφει στην Ελοισία. Ανταλλάσσει τρυφερά γράμματα με το γιο του Αιμίλιο, που κάνει κι αυτός τα δικά του βήματα στην ποίηση... Σκορπά παντού γύρω του τους θησαυρούς της καρδιάς του. Η πονεμένη του ψυχή αναρρωτιέται, αν ο πόνος την εξαγνίζει " έτσι που να μπορεί να ενωθεί με το Άπλαστο..." και συλλογιέται..." Θάνατος είναι πάντα ο θάνατος, σκιάς σκιά, σήψη και κονιορτός το κορμί. Κάτι άφθαρτο μονάχα μένει ...κείνη η σπίθα που τη λέμε πνεύμα, που τη λέμε ψυχή και που ξεχύνεται ...και πλάθει...και ζει...".
Στις αρχές του 1878 ,η αρρώστια του χειροτερεύει. Δεν υποφέρει μόνο πια, μαρτυράει.. η σκέψη του πάντα δοσμένη στους δικούς του, με την εξασφάλιση μια ζωής άνετης. Ταξίδι στη Βενετία ..το στερνό του. Η καρδιά του τον βασανίζει πιο λίγο, αφού αγκαλιάζει τη γυναίκα του και τα παιδιά του, που ζουν πια μακρυά απ' τη Λευκάδα απ' το φόβο των σεισμών. Όμως κι αυτή η χαρά δε βαστά πολύ, αφού, με το γυρισμό του στο νησί, παίρνει το μαύρο μαντάτο, ότι το λατρεμένο του Αιμίλιο τον "χτύπησε το χτικιό" και κινδυνεύει η ζωή του. "Ο Χάρος με διώκει εκ του πλησίον. Αισθάνομαι, ότι εντός ολίγου θα θέσει την ξηράν χείραν του επί του τραχήλου μου..."γράφει ο χαροκαμένος ποιητής. Την καρδιά του δαγκώνει η αγωνία, το μαράζι τον θερίζει...δεν θα προλάβει να πάρει και τον "πόνο" του χαμού του Αιμίλιου, που "έφυγε" τρία χρόνια μετά απ' αυτόν.
Το τέλος σιμώνει. Σ' ενα στερνό φτεροκόπημα της ψυχής του, τον ξαναπιάνει, για ύστατη φορά, ο οίστρος του ο ποιητικός ...μεταφράζει μονομιάς ένα κομμάτι απ' την "Κόλαση" του Δάντη και συμπληρώνει το "Φωτεινό". Ξεγέλασμα η ποίηση...αποξέχασμα τάχα...Κοντοζυγώνει η άνοιξη κι αυτός, άταχτα, κομματιαστά, γράφει το πιο ωραίο του τραγούδι. Πάθος, οργή, μίσος για τον "ξένο", συνταιριασμένα αλλόκοτα με τόνους γλυκούς και τρυφερούς απ' την παλικαρίσια του τη λύρα. Καθάρια, βροντερή, αντρίκια... πάντοτε η φωνή του. Αποχαιρετάει τη ζωή, μ' όλη τη θέρμη που την είχε διαβεί. Εικόνες γλυκές, αξέχαστες στιγμές, ο έρωτας κι η φύση...όλα τα λογαριάζει, όλα τα ιστορεί.
Ξαλάφρωμα στους πόνους του...η άνοιξη. Το σαράκι του Αιμίλιου του "τρώει" τα σωθικά. Παλεύει με το στοχασμό να πολεμήσει τον πόνο. Οι μέρες πια ...μετρημένες. Στις 22 Ιουλίου καταλαβαίνει ότι..."φεύγει". Ζητά εξομολόγηση και μεταλαβιά. 24 Ιουλίου 1879... ο μεγάλος ποιητής Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, ο άρχοντας της Λευκάδας, ο ερημίτης της Μαδουρής, ο φλογερός πατριώτης...περνάει στο..."επέκεινα", ψιθυρίζοντας τα ονόματα των αγαπημένων του, έχοντας δίπλα του λιγοστούς φίλους, μα όχι τους δικούς του. Τον έθαψαν στην οικογενειακή εκκλησιά του Παντοκράτορα, πίσω απ' τ' Άγιο Βήμα...
ΣΥΜΠΥΚΝΩΜΑ ΨΥΧΗΣ
ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΟΙΗΤΗ ΚΑΙ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ
(με σεβασμό και δέος...)
Ο μεγάλος Λευκαδίτης ποιητής, κύτταρο κι ένστικτο ελληνικό, βγαλμένο απ’ τα σπλάχνα της γης του, ζυμωμένο με το χώμα της, με τη λαλιά της, το λαό της, την ιστορία της, τη γιομάτη δυστυχίες κι ηρωισμούς. Είν' ο "λυράρης" που τραγούδησε τα "πεθαμένα κόκκαλα", αυτός που δεν απολησμόνησε ποτέ πως ο σκλαβωμένος Έλληνας έτρωγε το ξεροκόμματό του βρεγμένο με δάκρυ κι αίμα ...όλα αίσθημα και ψύχωμα ιστορικό, φανατικό, αποκλειστικό, καθάριο, αυτός που νιώθει για την πατρίδα του "στα σπλάχνα χαλασμό". Ο Βαλαωρίτης, λέει ο Παλαμάς, είναι "καρδιά και ζωγραφιά"...αλήθεια του η φύση η ελληνική, με γρήγορες εικόνες, πεντακάθαρες, δροσάτες, με τα ζούδια και τα λούλουδα, όλα ιστορημένα μέσα στ' ονειροπόλημα, στ' όραμα και στο πάθος. Σκηνικό των έργων του πάντα η φύση, τρεχάλα ξέφρενη μεσ' από βουνά και λόγγους, η λέξη, το επίθετο, η γνώση κι η λατρεία της παντού ...
Οι ήρωες του ποιητή είναι πρόσωπα απ' την Επανάσταση του '21 και την ιστορία της Λευκάδας ..Διάκος, Μπότσαρης, Ανδρούτσος, Καραϊσκάκης, Μπουμπουλίνα, Μαντώ Μαυρογένους, Γκούρας, Βασίλης των Σφακίων, κυρά Φροσύνη, Αστραπόγιαννος, Φωτεινός, ακόμα κι ο Μέγα Αλέξανδρος ... Πρόσωπα πετρωμένα στο χρόνο, τον τόπο και τη δόξα, που δεν είναι απλά μαχητές κι αγωνιστές ,είναι σύμβολα της ελληνικής ψυχής, της γενναιότητας, της αυτοθυσίας και της αγάπης για την πατρίδα.
Η γλώσσα του, εκτός απ' τη γάργαρη γλώσσα του λαού, τη δημοτική, δεν έχει κανένα άλλο γνώρισμα με τους εφτανήσιους, με το λιτό και μουσικό τους λόγο. Ανάερο και τολμηρό αντάμα ξεκίνημα απ' το δημοτικό τραγούδι, με τους δεκαπεντασύλλαβους, το ηπειρώτικο και το μωραΐτικο, ανακατώνει λέξεις του νησιού του με πιο "λόγιες", συνεχίζει τη φαναριώτικη παράδοση και γίνεται ένας απ' τους "προδρόμους", ο πιο σημαντικός, της "Νέας Αθηναϊκής Σχολής" και προπάντων του Παλαμά. Η δροσομάνα, η πηγή, απ' όπου αναβλύζει, λιγότερο ή πιότερο φανερά, η ποίηση του Βαλαωρίτη είναι ο ρομαντισμός, απ' τα "στιχουργήματα" μέχρι και το "Φωτεινό".
Ο Ροΐδης σωστά παρατηρεί... "Είναι ρομαντικός ο Βαλαωρίτης, μ' ό,τι υποδηλώνει η λέξη αυτή σ' ότι αφορά το αχαλίνωτο της μορφής και την κυριαρχία του αμετουσίωτου αισθήματος και του πάθους. Η ποίησή του δεν είναι μια απλή "αλχημεία ψυχρή", αλλά η αργή (και με την αδιάκοπη συνεργασία του νου και του υποσυνείδητου), μετασκευή του ψυχικού γεγονότος σε αυτόνομο γεγονός αισθητικό: το ποίημα." Κι ο ίδιος ο ποιητής ομολογεί... "Πάσα στιγμή εμπνεύσεως είναι στιγμή παραφροσύνης και όλος ο οργανισμός πάσχει δεινώς εκ της πυρακτώσεως της φαντασίας."
Πολλοί σχολιαστές του έργου του άρχοντα της Μαδουρής "βρίσκουν ελαττώματα", όπως άλλωστε σ' όλους τους ρομαντικούς ποιητές...τόνος ρητορικός κι ανάπτυξη, περιττολογία, ορθολογισμός, αισθηματισμός, πάθος περισσότερο λεκτικό, πάρα ουσιαστικό, λειψή πλαστική φαντασία...όλα θαρρώ μικρόψυχα. Εμείς, οι παλιότερες γενιές, που χιλοτραγουδήσαμε, με φτέρωμα ψυχής και δάκρυα στα μάτια, τα τραγούδια του Βαλαωρίτη, ξέρουμε καλά, πως η αξία του έργου του είναι ολοζώντανη και θαλλερή, δοξολόγημα πάναγνο της κλεφτουριάς, με χροιά πλατωνική, οι τόνοι του ηρωικοί, οι πινελιές της φύσης δροσάτες, ο καλπασμός του στίχου του γοργόφτερος, οι λέξεις του μονάκριβες, αδρές και τρυφερές, κρουστές κι ...ολοστρόγγυλες, που δεν "ταριχεύουν" τα ιερά τα λείψανα των ηρώων, αλλά τα σώζουν απ' τη λήθη και τον κουρνιαχτό.
Τέτοια τα λόγια σου, Ποιητή,
μιλούν μεσ' στην ψυχή μου .
Κι όπως ακούω στα βάθη της
την άξια σου εντολή ,
διπλή αναβρύζει σήμερα
σ' Εσένα η προσευχή μου:
,,Όταν θα φέξει ολάκερη
της γης η ανατολή,
που Εσύ θωρείς από ψηλά,
στον ουρανό προφήτης ,
ρίξε το βλέμμα σου κι εδώ ,
στη γη τη μητρική,
που σε κρατάει ακοίμητη
για πάντα στην κορφή της
κι από τα σπλάχνα της αυγής ,
π'αστράφτει μυστική ,
δωσ' της τ 'αστέρι το πρωινό,
Ποιητή...κι εμένα δω' μου,
όσον ακόμα μου χτυπά
πάνω στη γη η καρδιά,
Άγιος να τρέχει ο ίδρωτας
από το μέτωπό μου
κι απ' όλο μου το πρόσωπο
του αγώνα η ευωδιά!,,
Άγγελος Σικελιανός
(Ωδή στον Αριστοτέλη Βαλαωρίτη).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου