Τοῦ Γιώργου Δημόπουλου
Στήν συνέχεια θά καταπιανόμουν μέ τόν θάνατο.
Ὁ δυτικός πολιτισμός πίστεψε ὃτι θά βγάλει ὁλωσδιόλου τόν ἂνθρωπο ἀπό τήν μοίρα του, αἰωνίζοντάς τον μέσα στά φῶτα τῆς πόλης, ἐγκαθιστῶντας τον ἐσαεί πλάνητα σ’ ἓνα αἰώνιο ἐνθάδε.
Ὁ κινηματογράφος εἶναι κι αὐτός μηχανή. Μονόφθαλμη, ὃπως ὁ Κύκλωπας, ἂδικη ὃπως ὁ κόσμος. Δίκαιη ὃπως ὁ καθρέφτης. Κόβει σάν γυαλί. Τά φῶτα θά σβήσουν καί ἡ ζωή θά συνεχιστεῖ, χωρίς νά ὑπολογίζει ὃτι ὁ χρυσός παρασέρνει τούς πάντες στό χαμό, ἐπιστρέφοντας ἐκεῖ πού ἀνήκει, στό χῶμα.
Οἱ σκοτωμοί, τόσο ἀρχετυπικοί στόν ἀμερικάνικο σινεμά, εἶναι στίς ταινίες τοῦ εἲδους σωρευτικοί. Δέν ἒχουν τίποτα τό ἱερό, τό ἀπόκρυφο ἢ τό τραγικό τοῦ ἀρχαίου δράματος, μιᾶς Ἑκάβης π.χ.
Ὁ θάνατος δέν ταιριάζει στό κινηματογράφο. Μόνο στά ψέματα πεθαίνεις στήν ὀθόνη, καί μάλιστα ὂχι ἐσύ ἀλλά ὁ ἂλλος. Ὁ ἀληθινός θάνατος, πάντοτε τῶν ἂλλων, γίνεται φτηνός, χωρίς βάρος.
Θά ἢθελα νά ἀναμετρηθῶ σκηνοθετικά λοιπόν μέ τήν βία τοῦ θανάτου, λυρικά, ποιητικά. Νά ξεγυμνώσω τίς προσόψεις τῶν καλοβαλμένων σπιτιῶν, τούς ξέγνοιαστους παιδόκηπους, τούς κήπους γιά σκυλιά, ἑνός κόσμου πού μοιάζει τοῦ παράδεισου, τοῦ κάθε φτωχοῦ τό ὂνειρο, πού στήν πραγματικότητα εἶναι ἡ πίσω αὐλή τῆς Ἱστορίας, πού πάντοτε καί πάντα εἶναι μιά ἀρένα αἱματοχυσιῶν.
Οἱ ὀγκολογικοί ἀσθενεῖς τελικοῦ σταδίου δέν ἀντιμετωπίζουν τόν θάνατο μόνο ὡς τό τελειωτικό γεγονός μιᾶς ἐπίπονης πορείας. Καθημερινά βιώνουν μικρούς «θανάτους», πολλαπλές ἀπώλειες πού σχετίζονται μέ τήν σωματική, πνευματική, ψυχολογική καί κοινωνική τους ὑπόσταση. Ὁ ἀσθενής ὐποφέρει καί βιώνει βαθιά ἐσωτερκή ὀδύνη, ἡ ὁποία διακατέχει ὃλη του τήν ὓπαρξη.
Ἡ ἒννοια τοῦ καθολικῶς πάσχειν διαφοροποιεῖται ἀπό τήν σωματική βίωση τοῦ πόνου, καθώς ὁ ἂνθρωπος ὑποφέρει ἀπό ποικίλους παράγοντες πού σχετίζονται μέ τήν σωματική, κοινωνική, πολιτισμική και ψυχική του ὑπόσταση. Οἱ ταξιδιῶτες τῆς ἀντίπερα ὂχθης κλυδωνίζονται πολύ μέσα στήν τρικυμία τῆς ἀσθένειας, ἐνῶ ὁ Θεός φαίνεται νά καθεύδει…
Καθώς ὁ ἀσθενής εἰσέρχεται στήν διαδικασία τοῦ θανάτου, ὁ πόνος καί ἡ ἀπειλή τοῦ τέλους ματαιώνει κάθε προοπτική πού μέ ἐπιμέλεια ἐτοίμαζε στόν προηγούμενο βίο του. Τά πάντα δοκιμάζονται ὑπό τήν πίεση τοῦ πόνου καί τοῦ ἐπικείμενου ὀρατοῦ πλέον θανάτου. Ὁ ἂνθρωπος καταρρέει βιώνοντας τήν πλήρη κένωση, τήν πλήρη ἐγκατάλειψη.
Εἶναι ο θάνατος ὁ «ἒσχατος ἒχθρός; (1 Κορ. 15, 26) ἢ ἡ «μακαρία ὁδός»; Πρός τούτοις θά σκηνοθετοῦσα τό ἐπικείμενο τέλος τοῦ Ἰησοῦ ὁ ὁποῖος ὡς ἂνθρωπος βίωσε μιά ὑπαρκτική μάχη μέ τόν θάνατο, «γενόμενος ἐν ἀγωνία ἐκτενέστερον προσηύχετο· ἐγένετο δέ ὁ ἱδρώς αὐτοῦ ὡσεί θρόμβοι αἳματος κατεβαίνοντες ἐπί τήν γῆν» (Λουκ. 22:44), ἀναφωνῶντας σπαρακτικά πάνω στόν Σταυρό: «ἠλί ἠλί λιμά σαβαχθανί, τοῦτ’ ἒστι, Θεέ μου, Θεέ μου ἳνα τί με ἐγκατέλειπες;»
Ἀστραπιαῖα θά περνοῦσα σέ μιά νεκρώσιμη μάζωξη δεσποτάδων, ντυμένων μέ τήν γνωστή ἀμφίεση, μέ ἓναν ἐξ αὐτῶν, τόν πιό ὑπέρβαρο -ἓνα λύκο μέ ἒνδυμα ἁγίου, πού συστηματικά ληστεύει τήν χαρά τῆς ζωῆς- νά προσπαθεῖ νά παρηγορήσει τούς πενθοῦντες, γιά τήν ἀπώλεια τοῦ ἀγαπημένου τους, μακιγιάροντας τόν θάνατο, ἀπόρροια τῶν ψυχολογικῶν ἀνασφαλειῶν τοῦ κάθε αὐτάρκους τῶν ἡμερῶν μας κληρικοῦ πού ἐκφράζεται ὡς ἀπόλυτη βεβαιότητα, φυσικά χωρίς νά πείθει κανέναν, μέ παντελῶς ἀπούσα τήν βιωμένη διαβεβαίωση πού κάποτε δονοῦσε τά σπλάχνα τῶν χριστιανῶν: «βασιλεύει ἀλλ’ οὐκ αἰωνίζει τοῦ γένους τῶν βροτῶν». Κυριαρχεῖ ὁ θάνατος στό γένος τῶν θνητῶν, ὂχι ὂμως γιά πάντα. (Ὂρθρος τῆς Ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ, Μ. Σάββατο.)
Ἐν συνεχείᾳ θά σκηνοθετοῦσα τό «Κραταιά ὡς θάνατος ἡ ἀγάπη». (Ἂσμα Ἀσμάτων, 8:6).
Νομίζω, ὃτι ἡ καλύτερή μου σκηνοθεσία, πού θά μείνει στην ἱστορία, ἒχει νά κάνει μέ τήν ὁρατότητα, ὡς σκοπό καί μέσον. Ἒχουμε ἐμμονές πάνω στό νά γίνουμε ὁρατοί, χωρίς νά μᾶς ἀρέσει ἡ δημιουργική ἒξοδος, ὁ δρόμος τῆς προσφορᾶς. «Κι ἂν έχεις στ’ ἀλήθεια κάτι νά προσφέρεις, ἡ δουλειά θά σέ βρεῖ» περιέγραφε μέ πατρικούς ὃρους ἡ μάνα. Μ’ ἒκανε νά ἐλπίζω ὃτι αὐτό ἰσχύει· τοὐλάχιστον ἦταν ἓνα ἐνθαρρυντικό σημάδι.
Κάτωθέ της τό πιό ὂμορφο θηλυκό τοῦ κόσμου, ἡ ὠραία Ἐλένη, νά μονολογεῖ ἀποφαινομένη ὡς Πυθία: Τό πένθος δέν εἶναι γραμμικό καί μπορεῖ νά συνυπάρχει μέ τήν εὐτυχία σέ διαφορετικά ἐπίπεδα. Στά «ψέματα» βλέπουμε ἐκεῖνο πού δέν θέλουμε νά δοῦμε στ’ ἀλήθεια. Ἡ διαφορά μέ τήν ζωή εἶναι ὃτι στό σινεμά καί στήν τέχνη μπορεῖς νά δεῖς, ἂν θές νά δεῖς, τά παρακάτω, τήν συνέχεια, τά γινόμενα, τῶν ψεμάτων καί τῆς ἀλήθειας. «Ἂν ὃλα εἶναι ἀτελῆ σέ αὐτόν τόν ἀτελῆ κόσμο, τότε ὁ ἒρωτας εἶναι ὁ πιό ἀτελής στήν τέλεια ἀτέλειά του». Καί ὃμως ἡ σιωπή τοῦ ἀτόμου πού ἀγαπᾶς μπορεῖ νά εἶναι πιό σκληρή κι ἀπό τήν σιωπή τῆς φυλακῆς.
Ἀκαριαῖα ὁ φακός μου, πάει τόν θεατή στό ἀκραῖα πυκνοκατοικημένο κτίριο τοῦ Χόνγκ Κόνγκ, στήν εἲσοδο τοῦ ἀνσασέρ, στήν ἀποτύπωση τῆς διασταύρωσης τῶν ματιῶν ἑνός ἀρσενικοῦ καί ἑνός θηλυκοῦ, σέ ἓνα ἀργό καί ὑπνωτιστικό slow motion.
Δέν ὑπάρχουν σπίθες· ὑπάρχει παντοῦ μιά φωτιά πού σιγοκαίει μόνιμα. Τήν πορεία αὐτῆς τῆς ἀργῆς φλόγας παρακολουθοῦμε σέ αὐτό τό ἐκθαμβωτικά ὂμορφο, ἐλεγειακό ρομάντζο ὃπου ἡ ἐπιθυμία χαράσσεται σέ κάθε βλέμμα καί σέ κάθε λέξη πού δέν εἰπώθηκε ποτέ. Ἀσκαρδαμυκτί ἡ αἰσθαντική καμπύλη ἑνός γυναικείου στήθους κάτω ἀπό ἓνα κάτασπρο πουκάμισο, στήν γνωστή Μοσχούλα, γίνεται σύμβολο πόθου, ἐνῶ ὁ καπνός ἒξω στό μπαλκόνι ἀπό τό στριφτό τσιγάρο μου ἐκφράζει τόν καημό τῆς φθοράς· προσπάθεια μιᾶς δεξιοτεχνικῆς ξενάγησης στήν ζωή ἑνός ἀνεκπλήρωτου, γι’ αὐτό παράφορου ἒρωτα.
Στήν ἲδια πράξη θά κατέγραφα τήν προσπάθεια ἑνός σέ δυσανεξία ζευγαριοῦ, μετά τόν χωρισμό, νά σβήσουν ἀπό τήν μνήμη τους κάθε ἀνάμνηση τῆς σχέσης τους μέ νέο πόθο, δείχνοντας πόσο εὒκολο εἶναι νά συνυπάρχεις μέ τήν φρίκη.
Εὐδιάκριτο ὃτι τό σέξ εἶναι ἀπό τά σημαντικά ζωή μας, σέ ὀλες τίς ἡλικίες, καυτό, ἐμμονικό, μέ τό βάρος τῆς ἀνθρώπινης ὓπαρξης νά μένει ἐκτός κάδρου.
Στήν συνέχεια θά ἐστιάζα διεισδυτικά, στά βραδύκαυστα μάτια ἑνός μικροῦ παιδιοῦ, στίς ἂγουρες ἧττες καί νίκες του, θά ἒμπαινα βαθιά στό πετσί του, στίς στιγμές πού προσπαθώντας νά σταθεῖ ὂρθιο, ἐπεξεργαζόμενο τό γεγονός τοῦ χωρισμοῦ, τό μυαλό του ἀρνεῖται νά ὑπακούσει στά κελεύσματα τῶν γονικῶν ἐπιθυμιῶν. Στό πῶς δηλαδή βιώνει τόν χωρισμό τῶν γονιῶν του, ἰδίως τό δρᾶμα του νά βλέπει τήν μάνα του νά πλαγιάζει, νόμιμα νομικά, ὃμως βάναυσα γιά τήν παιδική ψυχούλα, μέ ἂλλον ἀπό τόν πατέρα του, μέ ἓναν συναισθηματικά ἀπόμακρο πατέρα στήν στιγμή πού τό soundtrack μᾶς ταρακουνά ξαφνικά, καί ἀπό ψηλά ἀκούγεται «βρέ άνόητο κοριτσάκι μου γλυκό, ἢ βάλε τό κεφάλι κάτω καί φρόντιζε τά παιδιά σου, ἢ κάνε μιά τριγωνική σχέση, εἶναι ἡ καλύτερη ἐπιλογή».
Τέλος θά μιλοῦσα γιά τήν ὀμορφιά καί τήν ἀγάπη πού συναντᾶς στη ζωή, γιά ὃσα ἀγκαλιάζεις καί ὃσα ἀπορρίπτεις. Πιό συγκεκριμένα γιά τό συναίσθημα τοῦ νά νιώθεις σάν απόκληρος, ἀλλά καί τόν ὑπομονετικό, σιωπηλό δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς πρός αὐτό πού πραγματικά νιώθεις ὡς σπίτι.
Θά κατέγραφα ψιθυριστά τίς κραυγές γιά τήν ἀπώλεια τῆς ζωῆς, μέσα ἀπό τό πιό κλειστό σύστημα ὑποχρεωτικῆς συμβίωσης, τήν φυλακή. Μιά ἀνεπαίσθητη ἑστιακή μετατόπιση τοῦ θεατή: ἀπό τό πρόσωπο πού ἒφυγε βίαια ἀπό τήν ζωή πρός τήν ἀπώλεια τοῦ προσώπου πού ἒμεινε. Ἐκείνου πού ἒμεινε ἀπό «ἐκείνη τήν στιγμή» ἀπό τό σκηνικό θανάτου. Νά καταγράψω μέ ἒντονες γραμμές τήν ἀπό ἐκείνη τήν στιγμή διαρκῆ συνθήκη πένθους. Τήν παρατεταμένη ὑπόμνηση τῆς ἀπώλειας πού προκάλεσε, καί τῆς ἀπώλειας πού ὑφίσταται, τῆς ἀπουσίας τῆς ζωογόνου ρουτίνας τῆς «κανονικῆς» καθημερινότητας. Ἀπό τά πολλά ἐξαιρετικά ἀκραῖα καί βίαια πού συνδέονται μέ τήν ἀπώλεια καί τό πένθος στόν μικρόκοσμο τῆς φυλακῆς, νά βλέπουν τήν ζωή τους, ὃπως τήν ἒχουν ζήσει μέχρι τότε, νά σταματάει σ’ ἓνα ὁριακό σημεῖο, ὃπως οἱ ἲδιοι σταμάτησαν τίς ζωές ἂλλων ἀνθρώπων. Αὐτή τους ἡ ἐμπειρία πού διαμορφώνει μιά κοινή βασική μέριμνά τους: νά ζήσουν ἀπὀ δῶ καί πέρα ὃσο τό δυνατόν πιό οὐσιαστικά, προσφέροντας στόν ἑαυτό τους καί στούς ἂλλους, ψιθυρίζοντας μέ δικά τους λόγια τήν «μνήμη θανάτου». Μιά προσωπική ἱστορία προσώπων στό κουβάρι τῆς ζωῆς: μοναξιά, στέρηση, δίψα καί πείνα ἐλευθερίας, πόνος, θάνατος, ἐφιάλτες, ἀγωνίες, συνάντηση, ἐλπίδα.
Θά ἒκλεινα μέ ἓνα συγκεκριμένο γεροντάκι, γνωστό ἀπό τά φοιτητικά μου χρόνια, ἀπροσδιορίστου ἡλικίας, νά περπατάει ἐλεύθερος, σκυφτός μετά ἀπό δεκάδες χρόνια φυλακῆς, μέ ἀκράτεια σκέψης, νά μονολογεῖ: εἶμαι ἒνοχος, θέλω νά συμβιβαστῶ μέ τόν πόνο πού προκάλεσα στούς ἀνθρώπους, καί νά βρῶ κάπως ἕνα τρόπο νά τούς ἀποζημιώσω γι’ αὐτό. Πάντως ὃλοι νά γνωρίζετε, δέν ὑπάρχουν ἀντικείμενα μιᾶς χρήσης.
Ἒτσι μετά τίς ἰαχές τοῦ παγκόσμιου σινεφίλ, τό δέος καί τούς συναπτούς ὑπερθετικούς βαθμούς, περίκλειστα, θά παρακολουθήσω ἀπερίσπαστος σιγά σιγά σάν ἡδονή πού φοβᾶμαι μήν τελειώσει, τόν δικό μου «Χαμένο χρόνο». Μπορεῖ, ἲσως, τώρα νά κερδίζω χρόνο, πού πολύ φοβᾶμαι ὃτι δέν ξέρω τί νά τόν κάνω, ἀλλά ἐναλλακτικά, μάλιστα μετά τήν πρόσφατη σύναξη τῶν ἡγετῶν τοῦ τρόμου, ἒχω τήν αἲσθηση πώς ὁδεύουμε πρός ἓναν αὐτοπροκαλούμενο, οἰκονομικό πυρηνικό χειμῶνα καί θά πρέπει νά ἀρχίσουμε νά προετοιμαζόμαστε.
Ὑπάρχουν παραλληλισμοί ἀνάμεσα στίς φρικαλεότητες τοῦ Μεσαίωνα καί τήν ἐποχή τοῦ τωρινοῦ Ψυχροῦ Πολέμου, μέ τήν ἀπειλή τῶν πυρηνικών ὃπλων νά αἰωρεῖται πάνω ἀπό τήν ἀνθρωπότητα ὡς Δαμόκλεια σπάθη.
Δέν ἒχω τήν ἰκανότητα νά διαφωτίσω μέ βεβαιότητα γιά τό νόημα τῆς ζωῆς, ἀλλά τοὐλάχιστον προτρέπω ὃλους νά ἀναζητήσουμε διερευνητικά, φιλοσοφικό ὃραμα γιά τό τί μπορεῖ νά σημαίνει νά ζοῦμε σ’ αὐτόν τόν κόσμο, τῆς ὀμορφιάς καί τῆς ἀσχήμιας, παίρνοντας μόνο ὃ,τι χρειαζόμαστε, μοιραζόμενοι ὃ,τι ἒχουμε, ἀκούγοντας τήν αἰθέρια ἀπόδοση τοῦ λατινικοῦ ὓμνου Dies Irae, ἀντιμέτωποι μέ δεισιδαιμονίες, βία, ἀγάπη, καλοσύνη, ἐμπὀδια, ταπεινώσεις, θυσίες, ἀνοχή, ἐνοχή, μοχθηρία, σκοταδισμό, εὐγένεια, ἀσθένειες, ἒρωτα, προτοῦ ὁ ὠχρός ἀκόλουθός μας, μἐ τήν μαύρη μπέρτα, μᾶς κοιτάξει προσωπικά μέ τά παγερά του μάτια καί μᾶς ψιθυρίσει προστακτικά σέ πτώση κλητική: «Περπάτησα πολύ καιρό δίπλα σου Δημόπουλε, πᾶμε».
«Ὃμως ὁ ἂνθρωπος δέν γερνᾶ, οὒτε φεύγει. Ὃσοι ἀκολουθοῦν εἶναι ὁ ἀληθινός ἑαυτός του. Ἀλλοίμονο ἂν ἡ ζωή καί οἱ φιλοδοξίες τοῦ ἀνθρώπου ἂρχιζαν καί τελείωναν μέσα στόν χρόνο τοῦ παρερχόμενου βίου του». (π. Βασίλειος Γοντικάκης)
Ὑστερόγραφο:
Ἓνας δαίμονας πού ἒχω πάντα μπροστά μου, ὡς σκηνοθέτης, εἶναι τό κενό τοῦ κόσμου τῶν ἡρώων μου· ἡ παράδοξη σιωπή τοῦ Οὐρανοῦ: Τό μηθέν. «Ὃθεν γνῶσις ὀρθή τοῦ μηθέν εἶναι πρός ἡμᾶς τόν θάνατον ἀπολαυστόν ποιεῖ τό τῆς ζωῆς θνητόν, οὐκ ἂπειρον προστιθεῖσα χρόνον, ἀλλά τόν τῆς ἀθανασίας ὀφελόμενη πόθον». Ἐπίκουρος, ἐπιστολή πρός Μενοικέα, παρ. 124. (Ἡ ἐπίγνωση, συνεπῶς, ὃτι ὁ θάνατος εἶναι γιά μᾶς ἓνα μηδέν, μᾶς κάνει εὐχάριστη τήν θνητή ζωή μας, ὂχι γιατί προσθέτει ἂπειρο χρόνο σ’ αὐτήν, ἀλλά γιατί ἀφαιρεῖ τόν πόθο τῆς ἀθανασίας). Ἡ ἀνεμελιά πού προτείνει ὁ φιλόσοφος, τρέπεται σέ ἀκηδία. Λίγο ἀπέχει ἀπό τό εὐαγγελικό «μή οὖν μεριμνήσητε εἰς τήν αὒριον, ἡ γάρ αὒριον μεριμνήσει τά ἑαυτῆς» (Μτ.6.27).