Πέμπτη 25 Σεπτεμβρίου 2025

Σκηνοθετικῶν εὐφάνταστων μυθοπλασιῶν συνέχεια.

 

 

 

Τοῦ Γιώργου Δημόπουλου

   Στήν συνέχεια  θά καταπιανόμουν μέ τόν θάνατο. 

 

 Ὁ δυτικός πολιτισμός πίστεψε ὃτι θά βγάλει  ὁλωσδιόλου τόν ἂνθρωπο ἀπό τήν μοίρα του, αἰωνίζοντάς  τον μέσα στά φῶτα τῆς πόλης, ἐγκαθιστῶντας τον ἐσαεί πλάνητα σ’ ἓνα αἰώνιο ἐνθάδε.

 Ὁ κινηματογράφος εἶναι κι αὐτός μηχανή. Μονόφθαλμη, ὃπως ὁ Κύκλωπας, ἂδικη ὃπως ὁ κόσμος. Δίκαιη ὃπως ὁ καθρέφτης. Κόβει σάν γυαλί. Τά φῶτα θά σβήσουν καί ἡ ζωή θά συνεχιστεῖ, χωρίς νά ὑπολογίζει ὃτι ὁ χρυσός παρασέρνει τούς πάντες στό χαμό, ἐπιστρέφοντας ἐκεῖ πού  ἀνήκει, στό χῶμα.

   Οἱ σκοτωμοί, τόσο  ἀρχετυπικοί στόν ἀμερικάνικο σινεμά, εἶναι στίς ταινίες τοῦ εἲδους σωρευτικοί. Δέν ἒχουν τίποτα τό ἱερό, τό ἀπόκρυφο ἢ τό τραγικό τοῦ ἀρχαίου δράματος, μιᾶς Ἑκάβης π.χ. 

  Ὁ θάνατος δέν ταιριάζει στό  κινηματογράφο. Μόνο στά ψέματα πεθαίνεις στήν ὀθόνη, καί μάλιστα ὂχι ἐσύ ἀλλά ὁ ἂλλος. Ὁ  ἀληθινός θάνατος, πάντοτε τῶν ἂλλων, γίνεται φτηνός, χωρίς βάρος.

  Θά ἢθελα νά ἀναμετρηθῶ σκηνοθετικά λοιπόν μέ τήν βία τοῦ θανάτου, λυρικά, ποιητικά. Νά ξεγυμνώσω τίς προσόψεις τῶν καλοβαλμένων σπιτιῶν, τούς ξέγνοιαστους παιδόκηπους, τούς κήπους γιά σκυλιά, ἑνός κόσμου πού μοιάζει τοῦ παράδεισου, τοῦ κάθε φτωχοῦ τό ὂνειρο, πού στήν πραγματικότητα  εἶναι ἡ πίσω αὐλή  τῆς Ἱστορίας, πού πάντοτε καί πάντα εἶναι μιά ἀρένα αἱματοχυσιῶν.

  Ὁ δικός μου ὁ φακός θά προσέγγιζε μέ  εἰλικρίνεια   τόν θάνατο καί τό τί πραγματικά συμβαίνει στό σῶμα στήν τελική εὐθεία, ἀποτελῶντας τήν ὀρθή ἀφήγηση περί θανάτου, δίπλα στούς καρκινοπαθείς, ἰδίως τῶν μωρῶν, μά πιό πολύ στήν μωρομάνα. 

  Οἱ ὀγκολογικοί ἀσθενεῖς τελικοῦ σταδίου δέν ἀντιμετωπίζουν τόν θάνατο μόνο ὡς τό τελειωτικό γεγονός μιᾶς ἐπίπονης πορείας. Καθημερινά βιώνουν μικρούς «θανάτους», πολλαπλές ἀπώλειες πού σχετίζονται μέ τήν σωματική, πνευματική, ψυχολογική καί κοινωνική τους ὑπόσταση. Ὁ ἀσθενής  ὐποφέρει καί βιώνει βαθιά ἐσωτερκή ὀδύνη, ἡ ὁποία διακατέχει ὃλη του τήν ὓπαρξη.

  Ἡ ἒννοια τοῦ καθολικῶς πάσχειν διαφοροποιεῖται ἀπό τήν σωματική βίωση τοῦ πόνου, καθώς ὁ ἂνθρωπος ὑποφέρει  ἀπό ποικίλους παράγοντες πού σχετίζονται μέ τήν σωματική, κοινωνική, πολιτισμική και ψυχική του ὑπόσταση.   Οἱ ταξιδιῶτες τῆς ἀντίπερα ὂχθης κλυδωνίζονται πολύ μέσα στήν τρικυμία τῆς ἀσθένειας, ἐνῶ ὁ Θεός φαίνεται νά καθεύδει…

 Καθώς ὁ ἀσθενής εἰσέρχεται στήν διαδικασία τοῦ θανάτου, ὁ πόνος καί ἡ ἀπειλή τοῦ τέλους ματαιώνει κάθε προοπτική πού μέ ἐπιμέλεια ἐτοίμαζε στόν προηγούμενο βίο του. Τά πάντα δοκιμάζονται ὑπό τήν  πίεση τοῦ πόνου καί τοῦ ἐπικείμενου ὀρατοῦ  πλέον θανάτου. Ὁ ἂνθρωπος καταρρέει βιώνοντας  τήν πλήρη κένωση, τήν πλήρη ἐγκατάλειψη. 

  Εἶναι ο θάνατος ὁ  «ἒσχατος ἒχθρός; (1 Κορ. 15, 26) «μακαρία ὁδός»;  Πρός τούτοις  θά σκηνοθετοῦσα τό ἐπικείμενο τέλος τοῦ Ἰησοῦ ὁ ὁποῖος ὡς ἂνθρωπος βίωσε μιά ὑπαρκτική μάχη μέ τόν θάνατο, «γενόμενος ἐν ἀγωνία ἐκτενέστερον προσηύχετο· ἐγένετο δέ ὁ ἱδρώς αὐτοῦ ὡσεί θρόμβοι αἳματος κατεβαίνοντες ἐπί τήν   γῆν» (Λουκ. 22:44), ἀναφωνῶντας σπαρακτικά πάνω στόν Σταυρό: «ἠλί ἠλί λιμά σαβαχθανί, τοῦτ’ ἒστι, Θεέ μου, Θεέ μου  ἳνα τί με ἐγκατέλειπες;»

  Ἀστραπιαῖα θά περνοῦσα σέ μιά νεκρώσιμη μάζωξη δεσποτάδων, ντυμένων μέ τήν γνωστή ἀμφίεση, μέ ἓναν ἐξ αὐτῶν, τόν πιό ὑπέρβαρο  -ἓνα λύκο μέ ἒνδυμα ἁγίου, πού συστηματικά ληστεύει τήν χαρά τῆς ζωῆς- νά προσπαθεῖ νά παρηγορήσει τούς πενθοῦντες, γιά τήν ἀπώλεια τοῦ ἀγαπημένου τους, μακιγιάροντας τόν θάνατο, ἀπόρροια τῶν ψυχολογικῶν ἀνασφαλειῶν τοῦ κάθε αὐτάρκους τῶν ἡμερῶν μας κληρικοῦ πού ἐκφράζεται ὡς ἀπόλυτη βεβαιότητα, φυσικά χωρίς νά πείθει κανέναν, μέ παντελῶς ἀπούσα τήν   βιωμένη διαβεβαίωση πού κάποτε δονοῦσε  τά σπλάχνα τῶν χριστιανῶν: «βασιλεύει ἀλλ’ οὐκ αἰωνίζει τοῦ γένους τῶν βροτῶν». Κυριαρχεῖ ὁ θάνατος στό γένος τῶν θνητῶν, ὂχι ὂμως γιά πάντα. (Ὂρθρος τῆς Ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ, Μ. Σάββατο.)  

 

  Ἐν συνεχείᾳ  θά σκηνοθετοῦσα τό «Κραταιά ὡς θάνατος ἡ ἀγάπη». (Ἂσμα Ἀσμάτων, 8:6).

  Νομίζω, ὃτι ἡ καλύτερή μου σκηνοθεσία, πού θά μείνει στην ἱστορία, ἒχει νά κάνει μέ τήν ὁρατότητα, ὡς σκοπό καί μέσον. Ἒχουμε ἐμμονές πάνω στό νά γίνουμε ὁρατοί, χωρίς νά  μᾶς ἀρέσει ἡ δημιουργική ἒξοδος, ὁ  δρόμος τῆς προσφορᾶς.  «Κι ἂν έχεις στ’ ἀλήθεια κάτι νά προσφέρεις, ἡ δουλειά θά σέ βρεῖ»  περιέγραφε μέ πατρικούς ὃρους ἡ μάνα. Μ’ ἒκανε νά ἐλπίζω ὃτι αὐτό ἰσχύει· τοὐλάχιστον  ἦταν ἓνα ἐνθαρρυντικό σημάδι.

  Μιλούσαμε γιά τήν καλύτερή μου σκηνοθεσία λοιπόν. Πρός τοῦτο διάλεξα μιά ὑπέργηρη βελανιδιά αὐτή τῆς οἰκογένειας στό Δρακοβούνι. Χωρίς νά προσπαθεῖ νά εἶναι ἢ νά διαθέτει ὁποιονδήποτε συγκαταβατικό τρόπο ὓπαρξης ὡς σπουδαία πηγή σοφίας, συμβουλῶν καί μαθημάτων ζωῆς, εἶναι  μιά βελανιδιά. Δέν ξέρεις πῶς βρέθηκε ἐκεῖ, ποιά εἶναι ἡ ἱστορία της. Ἒχει δεῖ πολλά· ἒχει κάνει πολλά, ἒχει ὑποφέρει περισσότερα. Καί ὃμως στέκει ἐκεῖ, ταπεινή, ὂμορφη καί βαθύσκιωτα φιλόξενη.

  Κάτωθέ της  τό πιό ὂμορφο θηλυκό τοῦ κόσμου, ἡ ὠραία Ἐλένη, νά μονολογεῖ ἀποφαινομένη ὡς Πυθία: Τό πένθος δέν εἶναι γραμμικό καί μπορεῖ νά συνυπάρχει μέ τήν εὐτυχία σέ διαφορετικά ἐπίπεδα. Στά «ψέματα» βλέπουμε ἐκεῖνο πού δέν θέλουμε νά δοῦμε στ’ ἀλήθεια. Ἡ διαφορά μέ τήν ζωή  εἶναι ὃτι στό σινεμά καί στήν τέχνη μπορεῖς νά δεῖς, ἂν θές νά δεῖς, τά παρακάτω, τήν συνέχεια, τά γινόμενα, τῶν  ψεμάτων καί τῆς ἀλήθειας.  «Ἂν ὃλα εἶναι ἀτελῆ σέ αὐτόν τόν ἀτελῆ κόσμο, τότε ὁ ἒρωτας εἶναι ὁ πιό ἀτελής στήν τέλεια ἀτέλειά του». Καί ὃμως ἡ σιωπή τοῦ ἀτόμου πού ἀγαπᾶς μπορεῖ νά εἶναι πιό σκληρή κι ἀπό τήν σιωπή τῆς φυλακῆς.

  Ἀκαριαῖα ὁ  φακός μου,  πάει τόν θεατή στό ἀκραῖα πυκνοκατοικημένο κτίριο τοῦ Χόνγκ Κόνγκ, στήν εἲσοδο τοῦ ἀνσασέρ, στήν ἀποτύπωση τῆς διασταύρωσης τῶν ματιῶν ἑνός ἀρσενικοῦ καί ἑνός θηλυκοῦ,  σέ ἓνα ἀργό καί ὑπνωτιστικό slow motion.

  Δέν ὑπάρχουν σπίθες· ὑπάρχει παντοῦ μιά φωτιά πού σιγοκαίει μόνιμα. Τήν πορεία αὐτῆς τῆς ἀργῆς φλόγας παρακολουθοῦμε σέ αὐτό τό ἐκθαμβωτικά ὂμορφο, ἐλεγειακό ρομάντζο ὃπου ἡ ἐπιθυμία χαράσσεται σέ κάθε βλέμμα καί σέ κάθε λέξη πού δέν εἰπώθηκε ποτέ. Ἀσκαρδαμυκτί ἡ αἰσθαντική καμπύλη ἑνός γυναικείου στήθους κάτω  ἀπό ἓνα κάτασπρο πουκάμισο, στήν γνωστή Μοσχούλα, γίνεται σύμβολο πόθου, ἐνῶ ὁ καπνός ἒξω στό μπαλκόνι ἀπό τό στριφτό  τσιγάρο μου ἐκφράζει τόν καημό τῆς φθοράς· προσπάθεια  μιᾶς δεξιοτεχνικῆς ξενάγησης στήν ζωή ἑνός ἀνεκπλήρωτου, γι’ αὐτό παράφορου ἒρωτα.

 

  Στήν ἲδια πράξη θά κατέγραφα τήν προσπάθεια ἑνός σέ δυσανεξία  ζευγαριοῦ, μετά τόν χωρισμό,  νά σβήσουν ἀπό τήν μνήμη τους κάθε ἀνάμνηση τῆς σχέσης τους μέ νέο  πόθο, δείχνοντας πόσο εὒκολο εἶναι νά συνυπάρχεις μέ τήν φρίκη.

  Εὐδιάκριτο ὃτι τό  σέξ εἶναι ἀπό τά σημαντικά ζωή μας, σέ ὀλες τίς ἡλικίες,  καυτό, ἐμμονικό, μέ τό βάρος τῆς ἀνθρώπινης ὓπαρξης νά μένει ἐκτός κάδρου.

  Στήν συνέχεια θά ἐστιάζα διεισδυτικά, στά βραδύκαυστα μάτια   ἑνός μικροῦ παιδιοῦ, στίς ἂγουρες ἧττες καί νίκες του,  θά ἒμπαινα βαθιά στό  πετσί του, στίς στιγμές πού προσπαθώντας νά σταθεῖ  ὂρθιο, ἐπεξεργαζόμενο  τό γεγονός τοῦ χωρισμοῦ, τό μυαλό του ἀρνεῖται νά ὑπακούσει στά κελεύσματα τῶν γονικῶν ἐπιθυμιῶν.  Στό πῶς  δηλαδή βιώνει τόν χωρισμό τῶν γονιῶν του, ἰδίως  τό δρᾶμα του νά βλέπει  τήν μάνα του νά πλαγιάζει, νόμιμα νομικά, ὃμως βάναυσα  γιά τήν παιδική ψυχούλα, μέ ἂλλον ἀπό τόν πατέρα του, μέ ἓναν συναισθηματικά ἀπόμακρο πατέρα   στήν στιγμή πού τό soundtrack  μᾶς ταρακουνά ξαφνικά, καί ἀπό ψηλά ἀκούγεται «βρέ άνόητο κοριτσάκι μου γλυκό, ἢ βάλε τό κεφάλι κάτω καί φρόντιζε  τά παιδιά σου, ἢ κάνε μιά τριγωνική σχέση, εἶναι ἡ καλύτερη ἐπιλογή».

 

   Τέλος θά μιλοῦσα γιά τήν ὀμορφιά καί τήν ἀγάπη πού συναντᾶς στη ζωή, γιά ὃσα ἀγκαλιάζεις καί ὃσα ἀπορρίπτεις. Πιό συγκεκριμένα γιά τό συναίσθημα τοῦ νά νιώθεις σάν απόκληρος, ἀλλά καί τόν ὑπομονετικό, σιωπηλό δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς πρός αὐτό πού πραγματικά νιώθεις ὡς σπίτι.

  Θά κατέγραφα ψιθυριστά τίς κραυγές γιά τήν ἀπώλεια τῆς ζωῆς, μέσα ἀπό τό πιό κλειστό σύστημα ὑποχρεωτικῆς συμβίωσης, τήν φυλακή. Μιά ἀνεπαίσθητη ἑστιακή μετατόπιση τοῦ θεατή: ἀπό τό πρόσωπο πού ἒφυγε βίαια ἀπό τήν ζωή πρός  τήν ἀπώλεια τοῦ προσώπου πού ἒμεινε. Ἐκείνου πού ἒμεινε ἀπό «ἐκείνη τήν στιγμή» ἀπό τό σκηνικό θανάτου. Νά καταγράψω μέ ἒντονες  γραμμές τήν ἀπό  ἐκείνη τήν στιγμή διαρκῆ συνθήκη πένθους. Τήν παρατεταμένη ὑπόμνηση τῆς ἀπώλειας πού προκάλεσε, καί  τῆς ἀπώλειας πού ὑφίσταται, τῆς ἀπουσίας τῆς ζωογόνου ρουτίνας τῆς «κανονικῆς» καθημερινότητας. Ἀπό τά πολλά ἐξαιρετικά ἀκραῖα καί βίαια πού συνδέονται μέ τήν  ἀπώλεια καί τό πένθος στόν μικρόκοσμο τῆς φυλακῆς, νά βλέπουν τήν ζωή τους, ὃπως τήν ἒχουν ζήσει μέχρι τότε, νά σταματάει σ’ ἓνα ὁριακό σημεῖο, ὃπως οἱ ἲδιοι σταμάτησαν τίς ζωές ἂλλων ἀνθρώπων.  Αὐτή τους ἡ ἐμπειρία πού διαμορφώνει μιά κοινή βασική μέριμνά τους: νά ζήσουν ἀπὀ δῶ καί πέρα ὃσο τό δυνατόν πιό οὐσιαστικά, προσφέροντας στόν ἑαυτό τους καί στούς ἂλλους, ψιθυρίζοντας μέ δικά τους λόγια τήν «μνήμη θανάτου».  Μιά προσωπική  ἱστορία προσώπων στό κουβάρι τῆς ζωῆς: μοναξιά, στέρηση, δίψα  καί πείνα ἐλευθερίας, πόνος, θάνατος, ἐφιάλτες, ἀγωνίες, συνάντηση, ἐλπίδα.

 Θά ἒκλεινα μέ ἓνα συγκεκριμένο γεροντάκι, γνωστό ἀπό τά φοιτητικά μου χρόνια, ἀπροσδιορίστου ἡλικίας, νά περπατάει ἐλεύθερος, σκυφτός μετά ἀπό δεκάδες χρόνια φυλακῆς, μέ ἀκράτεια σκέψης,  νά μονολογεῖ: εἶμαι ἒνοχος, θέλω νά συμβιβαστῶ μέ τόν πόνο πού προκάλεσα στούς ἀνθρώπους, καί νά βρῶ κάπως ἕνα τρόπο νά τούς  ἀποζημιώσω γι’ αὐτό. Πάντως ὃλοι νά γνωρίζετε, δέν ὑπάρχουν ἀντικείμενα μιᾶς χρήσης.

 

  Ἒτσι μετά τίς ἰαχές  τοῦ παγκόσμιου σινεφίλ, τό δέος καί τούς συναπτούς ὑπερθετικούς βαθμούς, περίκλειστα, θά παρακολουθήσω ἀπερίσπαστος σιγά σιγά σάν ἡδονή πού φοβᾶμαι μήν τελειώσει, τόν δικό μου «Χαμένο χρόνο». Μπορεῖ, ἲσως, τώρα νά κερδίζω χρόνο, πού πολύ φοβᾶμαι ὃτι δέν ξέρω τί νά τόν κάνω, ἀλλά ναλλακτικά,  μάλιστα μετά τήν πρόσφατη σύναξη τῶν ἡγετῶν τοῦ τρόμου, ἒχω τήν αἲσθηση πώς ὁδεύουμε πρός ἓναν αὐτοπροκαλούμενο, οἰκονομικό πυρηνικό χειμῶνα καί θά πρέπει νά ἀρχίσουμε νά προετοιμαζόμαστε.

  Ὑπάρχουν παραλληλισμοί ἀνάμεσα στίς φρικαλεότητες τοῦ Μεσαίωνα καί τήν ἐποχή τοῦ τωρινοῦ Ψυχροῦ Πολέμου, μέ τήν ἀπειλή τῶν πυρηνικών ὃπλων νά αἰωρεῖται πάνω ἀπό τήν ἀνθρωπότητα ὡς Δαμόκλεια σπάθη.

  Δέν ἒχω τήν ἰκανότητα νά  διαφωτίσω μέ βεβαιότητα γιά τό νόημα τῆς ζωῆς, ἀλλά τοὐλάχιστον προτρέπω ὃλους νά ἀναζητήσουμε διερευνητικά, φιλοσοφικό ὃραμα γιά τό τί  μπορεῖ νά σημαίνει νά ζοῦμε σ’ αὐτόν τόν κόσμο, τῆς ὀμορφιάς καί τῆς ἀσχήμιας, παίρνοντας μόνο ὃ,τι χρειαζόμαστε, μοιραζόμενοι ὃ,τι ἒχουμε, ἀκούγοντας τήν αἰθέρια ἀπόδοση τοῦ λατινικοῦ ὓμνου Dies Irae, ἀντιμέτωποι μέ δεισιδαιμονίες, βία, ἀγάπη, καλοσύνη, ἐμπὀδια, ταπεινώσεις, θυσίες,  ἀνοχή, ἐνοχή, μοχθηρία, σκοταδισμό, εὐγένεια, ἀσθένειες, ἒρωτα, προτοῦ ὁ ὠχρός ἀκόλουθός μας, μἐ τήν μαύρη μπέρτα, μᾶς κοιτάξει προσωπικά μέ τά παγερά του μάτια καί μᾶς ψιθυρίσει προστακτικά σέ πτώση κλητική: «Περπάτησα πολύ καιρό δίπλα σου Δημόπουλε, πᾶμε».

   «Ὃμως ὁ ἂνθρωπος δέν γερνᾶ, οὒτε φεύγει. Ὃσοι ἀκολουθοῦν εἶναι ὁ ἀληθινός ἑαυτός του.  Ἀλλοίμονο ἂν ἡ ζωή καί οἱ φιλοδοξίες τοῦ ἀνθρώπου ἂρχιζαν καί τελείωναν μέσα στόν χρόνο τοῦ παρερχόμενου βίου του». (π. Βασίλειος Γοντικάκης)  

 

Ὑστερόγραφο:

Ἓνας δαίμονας πού ἒχω πάντα μπροστά μου, ὡς σκηνοθέτης, εἶναι τό κενό τοῦ κόσμου τῶν ἡρώων μου· ἡ παράδοξη σιωπή τοῦ Οὐρανοῦ: Τό μηθέν. «Ὃθεν γνῶσις ὀρθή τοῦ μηθέν εἶναι πρός ἡμᾶς τόν θάνατον ἀπολαυστόν ποιεῖ τό τῆς ζωῆς θνητόν, οὐκ ἂπειρον προστιθεῖσα χρόνον, ἀλλά τόν τῆς ἀθανασίας ὀφελόμενη πόθον». Ἐπίκουρος, ἐπιστολή πρός Μενοικέα, παρ. 124. (Ἡ ἐπίγνωση, συνεπῶς, ὃτι ὁ θάνατος εἶναι γιά μᾶς ἓνα μηδέν, μᾶς κάνει εὐχάριστη τήν θνητή ζωή μας, ὂχι γιατί προσθέτει ἂπειρο χρόνο σ’ αὐτήν, ἀλλά γιατί ἀφαιρεῖ τόν πόθο τῆς ἀθανασίας). Ἡ ἀνεμελιά πού προτείνει ὁ φιλόσοφος, τρέπεται σέ ἀκηδία. Λίγο ἀπέχει ἀπό τό εὐαγγελικό «μή οὖν μεριμνήσητε εἰς  τήν αὒριον, ἡ γάρ αὒριον μεριμνήσει τά ἑαυτῆς» (Μτ.6.27). 

 

 

 

Πέμπτη 18 Σεπτεμβρίου 2025

Τό ἀπωθημένο μου· Σκηνοθέτης.

 

  Θά ἢθελα νά ἒχω σκηνοθετικές ἰκανότητες, πού άκόμη καί ὁ Μπέργκμαν μπροστά μου νά ὠχριᾶ.

 

  Θά ζούμαρα μέ μεγάλη λεπτομέρεια στίς ἐπιμέρους καθημερινές μας σχέσεις, σέ ἐκεῖνα τά  μικρά μά τόσο σημαντικά βλέμματα πού ἐκφράζουν τά πιό μύχια συναισθήματα, καί τοῦτο πολυεπίπεδα.   

  Κυρίως στίς διαφορετικές ἐκδοχές ἀνθρώπων πού προσπαθοῦν νά ζήσουν, σέ μιά ὁμοιογενῆ κατά τά ἂλλα συνθήκη, ὃπου ἡ βία συναντᾶ τήν ἀγάπη, πολλές φορές τήν ἲδια στιγμή. 

  Θά εστίαζα στήν προσαρμοστικότητά μας, στις φριχτές παρορμήσεις μας, αὐτές πού φέρνουν τούς πολέμους, πού φέρνουν τίς ἐπιθέσεις, πού ἂλλες φορές ἒρχονται σέ ἐμᾶς κατά τρόπο φυσικό, καί πού ὃταν καταφέρνουμε νά περάσουμε ἀπέναντι, ἀρχίζουμε νά ξεχνᾶμε καί νιώθουμε ἀσφαλεῖς.

 Θά ἒστρεφα τόν φακό κατά τρόπο πού νά μπορεῖ κανείς νά δεῖ τίς  πολιτικές προεκτάσεις   καί τόν τρόπο πού οἱ κοινωνικές δομές λειτουργοῦν καί ἀντιδροῦν σέ αὐτή τήν συνθήκη· μόνιμης κρίσης οὐσιαστικά.

 (Με εντυπωσιάζουν αὐτές οἱ μικρές στιγμές τοῦ θυμοῦ τοῦ ἀνθρώπου πού θέλει νά κάνει κακό στούς ἂλλους καί ἒμμεσα στόν ἑαυτό του. Κάτι πού μπορεῖ νά μεγαλώσει καί νά ὁδηγήσει σέ μιά πολύ μεγαλύτερη σύγκρουση, ἡ ὁποία ἀνακυκλώνεται γιά πάντα. Τό ἐρώτημα πού θέλω νά ἐξερευνήσω περισσότερο εἶναι πότε καί πῶς αὐτό σταματᾶ. Αὐτό, στό τέλος τῆς ἡμέρας, ἀναδεικνύεται σέ  πολιτική ἐρώτηση. Ἀλλά γιά εμένα πάντα ξεκινᾶ ἀπό τό προσωπικό, τό ἀνθρώπινο). 

   Θά προσπαθοῦσα νά παρουσιάσω μέ εἰλικρίνεια τόν ἀνθρώπινο χαρακτῆρα. Ὃταν παρακολουθεῖς ἀνθρώπους νά κάνουν κάτι, βλέπεις τήν ἀμφισημία. Ὃταν εἶναι μόνοι τους, εἶναι εἰλικρινεῖς, ὃταν εἶναι μέ ἂλλους, λένε ψέματα. Γιατί, ἀκόμα καί ἂν θεωροῦν ὃτι κάνουν τό σωστό, ὑποψιάζονται πώς οἱ ἂλλοι θά ἒχουν ἂλλη ἂποψη.

   Δέν θά  ἐπιχειροῦσα νά δημιουργήσω σασπένς, ἀλλά θά βύθιζα σταδιακά τόν θεατή μέσα στόν λαβύρινθο τῆς ψεύτικης εἰκόνας, τήν ὁποία ὡς ἂτομα σερβίρουμε ἀκόμη καί στούς πολύ κοντινούς μας ἀνθρώπους. Θά ἒφερνα τά σημάδια τῆς ἐξαπάτησης τοῦ ἑαυτοῦ μας, ἀπό ἐμᾶς τούς ίδιους, ἀλλά καί τά ἒκτυπα τῆς ματαιοδοξίας μας σέ πρῶτο πλάνο, μέ  πιό ἐνδιαφέρον τό φιλοσοφικό σχόλιο περί ἀλήθειας καί ψέματος.  Πῶς δηλαδή τά ὃρια μεταξύ μυθοπλασίας καί πραγματικότητας συχνά θολώνουν, πού ἀκόμη καί ἡ ἲδια ἡ Ἱστορία γίνεται ἀντικείμενο ἀμφισβήτησης, ἂν ὂχι ξεκάθαρης ἀλλοίωσης.

 

Θά ἀποτύπωνα ὂχι τήν λαμπερή ὂψη τοῦ κόσμου μας, ἀλλά τόν κόσμο τῆς  φτώχειας, τῆς ἀνισότητας, τῶν μεταναστῶν, τοῦ περιθωρίου, μέ τήν Ἑλλάδα, νά βρίσκεται στήν θέση «κυνηγημένου ζώου».

 Θά  ἐστίαζα στίς ὁμιλοῦσες κεφαλές τοῦ κοινοβουλίου, τῆς τηλεόρασης, τήν στιγμή πού ἀνταλλάσσουν ἀνοησίες καί πῶς αὐτές ἀκαριαῖα γίνονται φέιγ-βολάν στήν διψασμένη γιά ἀνακρίβειες ἀρένα τῶν κοινωνικῶν δικτύων.

 Ἡ Ἑλληνική φιλοσοφική πυξίδα λέει ὃτι οἱ ψεῦτες εἶναι διεφθαρμένοι, ἀλλά οἱ παραπάνω κοινωνικοί χαρακτῆρες,   λένε ψέματα, ἐπειδή δέν ἒχουν τίποτε ἂλλο νά προσφέρουν.

 Θά ξεσκέπαζα τήν καθημερινή πορνογραφία τῆς βίας, τήν ὑστερία της, τήν φλυαρία τῶν δημοσιογράφων, τήν  μαγική σκέψη τῶν παπάδων, τήν ἀπόλυτη κοινοτυπία ὃλων μας.

  Θά  ἀποτύπωνα τήν καρδιά τῆς σκοτεινής προέλευσης καί τῶν ἀμφιλεγόμενων τακτικῶν, στό ποῦ καί πῶς τοῦ κολοσσιαίου πλούτου, τῆς σύγχρονης ὑπέρ-ἐλίτ πού τῆς έδωσε το δικαίωμα να συμπεριφέρεται παιδαριωδώς.

  Θά ἒκανα ἓνα σοκαριστικό σενάριο γιά τούς «κατέχοντες» καί τούς «μή ἒχοντες», καί θά ἐστίαζα στά δεινά τοῦ νεοφιλελευθερισμοῦ, μέ μιά λοξή ματιά σέ μιά  οἰκογένεια στά ὃρια τῆς ἐξαθλίωσης, καθώς «εἰσβάλλει» στόν μικρόκοσμο ἑνός εὒπορου σπιτικοῦ, ζῶντας στήν σκιά του. Γελοῖοι ἂνθρωποι, ἂπληστοι, ἀλλά καί τρυφεροί ἐμπλέκονται σέ ἲντριγκες, ἀνταγωνισμούς, σχέσεις σκοπιμότητας, ἀλλά καί ἀληθινούς ἒρωτες. 

 (Ὁ πλοῦτος διαφθείρει, ναί, ἀλλά πόσοι ἀπό ἐμᾶς πού δεν εἲμαστε πλούσιοι, δέν εἲμαστε λίγο ψώνια, λίγο ἀντιπαθεῖς, ξιπασμένοι καί εὐάλωτοι, ἀστεῖοι, ἐξοργιστικοί, κάποιοι ἀνώτεροι  στό παιχνίδι τῆς ἰσχύος, ἂλλοι μονίμως ἐγκλωβισμένοι, διαρκῶς ἐκβιαζόμενοι, καί γιατί ὂχι ὃλα μαζί· ὃπως ὃλοι μας, δηλαδή). 

  Στόν θρόνο της σαπισμένης αυτοκρατορίας, πολιτικῆς, οἰκονομικῆς,                       πληροφόρησης,  θά άνέβαζα ἒνα «ἂδειο κοστούμι». Έναν ἀκόμη ἐλεεινό ἀριβίστα χωρίς σωστό ἐπίθετο, δανεισμένο ἀπό τόν πατέρα του, δοσμένο ἀπό τό κόμμα, παραχωρημένο ἀπό τόν πλουτακράτη, ἂχρις οὓ,  πού θά ἀγαπάει περισσότερο τόν τρόπο ζωῆς του παραπάνω ἀπό τήν γυναίκα του, ἀκόμη  πιό πολύ καί ἀπό  τήν ἐρωμένη  του.

 Ὁ ἑπόμενος πού θά ἒρθει θά εἶναι σίγουρα χειρότερος. Θά ἒχει ἐξουσία καί χρήματα, ἀλλά αὐτά πᾶνε μαζί μέ πολλές πληγές. Καί γιά τήν γυναίκα ἰσχύει: Θα εἶσαι ὂμορφη καί ἐπιτυχημένη, ἀλλά θά σέ θέλουν γιά τά λεφτά σου. Θά εἶσαι παντοδύναμη πολιτικά, ἐπαγγελματικά, ἀλλά στά προσωπικά σου θα πιάνεις πάτο.

 

  Ὡς σκηνοθέτης, μέτρ ἑνός σινεμά πού ἀρνεῖται νά ὑποκύπτει στίς συμβάσεις, θά στρεφόμουν γύρω ἀπό τήν φήμη, θά ἐστίαζα στίς διπλές ταυτότητες, τίς διαφορετικές, τόν φθόνο, τήν ματαιοδοξία, τό παράδοξο καί πολλά ἀκόμη πού διαπιστώνει κανείς στίς καθημερινές δημόσιες ἀναφορές μας.

  Γεμάτη διπλές ταυτότητες, νά εἶναι αὐτή ἡ πιό ζοφερή  καί  τρομακτική ταινία μου ἀλλά καί ἡ πιό συναισθηματικά ἐπώδυνη. Ἓνας σκοτεινός καθρέφτης ὃπου τά ὂνειρα μετατρέπονται σέ ἐφιάλτες, μέ πιό ἐπικίνδυνες τίς  οἰκολογικές καί πνευματικές καταστροφές πού στοιχειώνουν αὐτό τό  «ἀλωνάκι».

  Θά μιλοῦσα γιά ὃσα χρειάζονται γιά νά γίνει ὁ καθένας μας ἡ καθεμιά μας αὐτό πού τελικά εἲμαστε. 

 

 

 

 

Πέμπτη 11 Σεπτεμβρίου 2025

Ὁ θεσσαλικός μῦθος τοῦ Τριόπα

 

 

Ὁ θεσσαλικός μῦθος τοῦ Τριόπα μᾶς ἒχει χαθεῖ. Τό μόνο πού  γνωρίζουμε γι’ αὐτόν εἶναι τά γενεαλογικά του στοιχεῖα κι αὐτά ἀντιφατικά. Ἦταν γιός  τοῦ Ποσειδῶνα καί τῆς Κανάκης, τῆς κόρης τοῦ Αἰόλου, καί πατέρας τῆς Ἰφιμέδειας πού γέννησε ἀπό τόν Ποσειδῶνα τόν Ὦτο καί τόν Ἐφιάλτη. (Θεογονία, Ἀλωάδες). Ἂλλη παράδοση τόν θεωρεῖ γιό τοῦ Ἡλίου, καί ἂλλη γιό τοῦ Λαπίδη καί ἐγγονό τοῦ Ἀπόλλωνα.

 

   Γιά τόν γιό τοῦ Τριόπα, τόν Ἐρυσίχθονα, ξέρουμε περισσότερα πράγματα: Στήν Θεσσαλία, στόν κάμπο τοῦ  Δωτίου, ὃπου βασίλευε, οἱ Πελασγοί κάτοικοι εἶχαν ἀφιερώσει στήν Θεά Δήμητρα ἓνα πυκνό ἂλσος άπό πεύκα, φτελιές, ἀχλαδιές, μηλιές καί ἂλλα δέντρα. Κάποτε ὃμως ὁ νεαρός βασιλιάς θέλησε νά μεγαλώσει τό παλάτι του χτίζοντας μιά μεγάλη αἲθουσα γιά τά συμπόσιά του. Ἀπό κάποιον κακό δαίμονα σπρωγμένος πῆρε μαζί του εἲκοσι χεροδύναμους δούλους καί πῆγε στό ἂλσος τῆς θεάς γιά νά κόψει  ξύλα πού τοῦ χρειάζονταν γιά τήν στέγαση τῆς καινούργιας του αἲθουσας. Ἐκεῖ διάλεξε μια πανύψηλη λεύκα και πρόσταξε τούς δούλους του νά τήν ρίξουν κάτω.  Ἂδικα ἡ  Δήμητρα παίρνοντας τήν μορφή ἡλικιωμένης ἱέρειάς της, δοκίμασε νά τόν συγκρατήσει θυμίζοντάς του πώς τά δέντρα ἐκεῖνα εἶναι ἱερά. Ἐκεῖνος ἀγρίεψε καί ἀπείλησε, ἂν δοκίμαζε νά τόν συγκρατήσει θά τήν σκοτώσει μέ τό τσεκούρι πού κρατοῦσε. Θυμωμένη ἡ Δήμητρα πῆρε ξαφνικά τήν  θεϊκή της μορφή, καί, ἐνῶ τά πόδια της πατοῦσαν στήν γῆ, τό κεφάλι της ἂγγιζε τόν οὐρανό. Οἱ δοῦλοι τό ἒβαλαν στά πόδια τρομαγμένοι. Γνωρίζοντας ὃμως ἡ Θεά ὃτι δέν ἒφταιγαν σέ τίποτα ἀκόμη καί ἂν ὑπάκουαν στήν διαταγή τοῦ κυριου τους, δέν τούς πείραξε καθόλου. Μόνο γύρισε στόν Ἐρυσίχθονα καί τοῦ εἶπε: «Χτίσε,  σκύλε,  τήν τραπεζαρία πού ἐπιθυμεῖς· θά χρειαστεῖ ἀλήθεια νά τρῶς πολύ συχνά ἐκεῖ μέσα» καί τόν  καταράστηκε τό μυαλό του νά τό ἒχει συνεχῶς στό φαγητό, νά νιώθει ἀδιάκοπη πείνα, χωρίς  ποτέ να μπορεῖ νά τήν κορέσει.

 

Ἒτσι ἂρχισε τό μαρτύριο τοῦ Ἐρυσίχθονα: εἲκοσι μάγειροι τοῦ  ἐτοίμαζαν φαγητό, δώδεκα δοῦλοι τόν κερνοῦσαν κρασί, χωρίς  νά τόν προφταίνουν. Τοῦ κάκου ὁ Τριόπας μαδοῦσε τά ἂσπρα του μαλλιά καί παρακαλοῦσε τόν πατέρα του τόν Ποσειδῶνα νά τοῦ παρασταθεῖ. Σέ λίγο οἱ γονεῖς ἒπαψαν νά τόν στέλνουν στίς φιλικές τους  οἰκογένειες, ὃταν τόν προσκαλοῦσαν σε γεῦμα, μέ τήν πρόφαση πότε πώς ἒλειπε σέ ἂλλη πολιτεία, πότε  πώς εἶχε πληγωθεῖ στό πόδι, πότε πώς εἶχε πέσει ἀπό τό ἂλογο, πότε πώς ἒβοσκε τά κοπάδια, στήν Ὂρθη· γιατί μέ τήν πεῖνα πού τόν βασάνιζε φοβόνταν πώς οἱ  ἂλλοι καλεσμένοι δέν θά πρόφταιναν να βάλουν μπουκιά στό στόμα τους. Ἒτσι τό παλάτι-γονεῖς, ἀδελφές, δοῦλοι -εἶχε βουλιάξει στό πένθος.  

  Στό μεταξύ εἶχαν δώσει στόν Ἐρυσίχθονα τό ἐπώνυμο Αἲθων (ἀπό τό αἲθω=καίω), γιατί, ὃπως ἡ φωτιά φουντώνοντας τά τρώει ὃλα στίς φλόγες της, ἒτσι καί ἐκεῖνος σέ λίγο καιρό εἶχε φάει ὃλα τά κοπάδια τοῦ πατέρα του, πρόβατα, γίδια, ἀγελάδες, ἂλογα ἀκόμη καί τά μουλάρια καί τίς γάτες. Παρ’ ὃλα αὐτά ὁ ἂμοιρος ὃσο ἒτρωγε, τόσο καί ἀδυνάτιζε, ὣσπου κατάντησε πετσί και κόκαλο. Ὃταν ὃμως δέν ἀπόμεινε τίποτε πιά νά ἒχουν νά τοῦ  δώσουν  οἱ δικοί του, ὁ κόσμος εἶδε τόν Ἐρυσίχθονα νά βγαίνει στά τρίστρατα  καί νά ζητιανεύει ἀκόμη καί μιά μπουκιά, ἀκόμη καί τά ἀποφάγια τῶν ἂλλων.

(Ἑλληνική Μυθολογία, Τόμος 3ος, σσ. 122-123, Ἐκδοτική Ἀθηνῶν).