Μέχρι τώρα καταβλήθηκε προσπάθεια νά συνάζονται στήν Ἀντοψία μελετήματα ποικίλης θεματικῆς αλλά μέ κοινή σπονδυλική τους στήλη τήν ἒγνοια γιά λόγο ὁ ὁποῖος δίνει λόγο. Λόγος γενικά μπορεῖ νά νοηθεῖ καί τό παραμιλητό, ἀλλά «λόγος ὀ ὁποῖος δίνει λόγο» εἶναι αὐτό πού ἀφ’ ἑνός ἀπευθύνεται στό ὑπαρκτό σήμερα και ἀφ’ ἑτέρου εἶναι πρόθυμος νά λογοδοτεῖ. Εἶναι ὁ λόγος κειμένων πού ἒχουν μέσα τους παίδεμα καί ἒρευνα καί γνώμη, ὣστε, σύν τοῖς ἂλλοις, νά ’ναι καί πρόσκληση για διατύπωση γνώμης μετά παιδέματος, προκειμένου νά μήν εἲμαστε «εἰς ἀέρα λαλοῦντες», οὒτε νά «γκρεμοτσακίζονται τά λόγια μας».
Σήμερα προτείνουμε μιά ἀπόπειρα προσέγγισης τῆς γυναικείας συμμετοχῆς στήν λατρεία (ψαλτική, θεσμός διακονισσῶν κ.λ.π). προσέγγιση ὂχι μέ διακηρύξεις, ἀλλά μέ προσπάθεια ἐξέτασης καί μέ ἑρμηνεία μερικῶν, κάποιων ἱστορικῶν μαρτυριῶν πού γιά μιά ἀκόμη φορά δείχνουν ὃτι ἡ ὁδοιπορία τῆς Ἐκκλησίας εἶναι πολύτροπη καί τρικυμιῶδης. Αὐτή τήν ζεύξη θεολογικῶν κριτηρίων και ἱστορικῆς εὐηκοΐας ὑπηρετοῦν οἱ παρακάτω γραμμές οἱ ὁποῖες καταδεικνύουν ὃτι ἡ ἱστορία δέν εἶναι ἁπλῶς μιά κορνίζα πού φιλοξενεῖ τό ὃποιο θαυμαστό, ἀλλά μιά δημιουργική διαδικασία, ἡ ὁποία κυοφορεῖ τό θαυμαστό, τό καινούργιο καί τό ἒσχατο. Δέν μιλᾶμε λοιπόν για συσσώρευση ἀλλά γιά διαχείριση τῆς ἱστορικῆς γνώσης στήν μετανεωτερική ἐποχή.
Ὁ Κύριλλος Σκυθοπολίτης βιογραφῶντας τόν ἃγιο Κυριακό τόν Ἀναχωρητή, μᾶς διέσωσε τό ἱστορικό μιᾶς τυχαίας συνάντησης κάποιων ἐρημιτῶν μοναχῶν μέ μιά ἂγνωστη ἀσκήτρια πού ἐγκαταβίωνε μόνη της καί ἂγνωστη σέ ἀπόμερη σπηλιά στήν ἒρημο τῆς Παλαιστίνης. Ἡ ἀπροσδόκητη συνάντηση προκάλεσε τήν ἒκπληξη καί την περιέργεια ἀπό τήν πλευρά τῶν ἀνδρῶν καί τήν συστολή μέ τάση φυγῆς πού ἐκδηλώθηκε ἀπό τήν πλευρά τῆς γυναίκας. Τελικά ὑπερίσχυσε ἡ ἀποφασιστικότητα τῶν ἀνδρῶν νά γνωρίσουν κάτι ἀπό τήν ἀσκητική πολιτεία τῆς σεμνῆς ἀσκήτριας, μέ ἀποτέλεσμα αὐτή νά ἀναγκαστεῖ νά ἀπαντήσει μᾶλλον μέ συστολή καί φειδωλά, στίς ἐρωτήσεις τῶν ἀσκητῶν. Ἀξίζει νομίζω νά σταθοῦμε στά ἑξῆς:
«Ὀνομάζομαι Μαρία, καί ἢμουν ψάλτρια τοῦ ἱεροῦ ναοῦ τῆς Ἀναστάσεως, ὃπου πολλούς ὁ διάβολος ἐσκανδάλισε ἐξ αἰτίας μου, καί φοβήθηκα μήπως γίνω ὑπεύθυνη τέτοιων σκανδάλων καί προσθέσω ἁμαρτίες».
Τό κείμενο εἶναι ξεκάθαρο. Μᾶς πληροφορεῖ ὃτι τήν ἐποχή πού ζοῦσε ὁ Άγιος Κυριακός (+29 Σεπτεμβρίου 556) ἒψαλλαν στόν ναό τῆς Ἀναστάσεως στά Ἱεροσόλυμα, σέ μή μοναστικό ναό, γυναῖκες. Ἐπί πλέον ἡ ἀσκήτρια θίγει καί τό θέμα τῆς ἀδιάβλητης συνύπαρξης ἀνδρῶν καί γυναικῶν κατά τίς λειτουργικές συνάξεις.
Ἡ ἀποφυγή ἐγγύτητας τῶν δύο φύλων γέννησε τόν θεσμό τοῦ ἀβάτου στίς μονές καί δημιούργησε τίς προϋποθέσεις γιά τήν σταδιακή ἀπομάκρυνση τῆς γυναίκας άπό τήν ἐνεργό ἐμπλοκή της στήν ὑπόθεση τῆς δημόσιας λατρείας. Γιά τίς ἐπιλογές τῆς Ἐκκλησίας σοβαρό μερίδιο εἶχαν οἱ γενικότερες πολιτισμικές ἀντιλήψεις γιά τήν γυναίκα. Αὐτές οἱ ἀντιλήψεις ὃσο ὁ χρόνος βαίνει πρός τήν τουρκοκρατία γίνονται αὐστηρότερες καί ἀνελαστικές.
Ἡ ὓπαρξη ψάλτριας στόν ναό τῆς Ἀναστάσεως ἀσφαλῶς καί δέν προέκυψε ἀπό παρθενογένεση, Ἦταν ἀπόρροια τῆς γενικότερης πράξης στήν ἀρχαία Ἐκκλησία, ἡ ψαλμωδία νά γίνεται ἀπό ὃλο τό πλήρωμα, ἂνδρες γυναῖκες, ψάλλοντας μέ ἀντιφωνικό τρόπο. Ἡ πληροφορία προέρχεται ἀπό τόν βίο τοῦ ὁσίου Αὐξεντίου τοῦ ἐν Βουνῷ, (γύρω στό 470) ὁ ὁποῖος υἱοθέτησε τήν τάξη, ἡ ψαλμωδία νά γίνεται ἀπό ἂνδρες καί γυναῖκες, ἀκολουθώντας τό λειτουργικό πρότυπο πού εἶχε προβάλει στήν Κωνσταντινούπολη προηγουμένως ὁ ὁσιώτατος Ἂνθιμος. (PG114. 1.338D)
Ὑπάρχουν διάφορες μαρτυρίες διάσπαρτες στά πατερικά κείμενα, οἱ ὁποῖες, ἐφ’ ὃσον ἀνθολογηθοῦν έξαντλητικά μποροῦν νά σχηματίσουν ἀρκετά λαγαρά τό πάζλ γιά τήν ἒκταση τῆς συμμετοχῆς τῶν γυναικῶν στήν ψαλμωδία, καθώς καί γιά τήν στάση τῶν Πατέρων ἒναντι αὐτῆς τῆς πρακτικῆς. Γιά τίς ἀνάγκες τῆς ἐπιφυλλίδας ἀκροθιγῶς θά ἀναφερθοῦμε σέ κάποιες ἀπό αὐτές.
Ὁ ἱερός Χρυσόστομος ἀναφέρει: «εἶναι τέτοια ἡ εὐγένεια τής Ἐκκλησίας ὧστε δέν ἐπιβάλλει στήν γυναίκα τήν σιωπή, νά στέκεται δηλαδή ἂφωνη. Πάντα ψέλνει ἰσότιμα μέ τόν ἂνδρα…καί γυναῖκες καί ἂνδρες καί πρεσβῦται καί νέοι μέν κατά τήν ἡλικίαν οὐ διήρηνται κατά τόν τῆς ὑμνωδίας λόγον…» (Ὁμιλία 36 εἰς Α΄ Κορινθ. PG61.313)
Οἱ γυναῖκες δέν ἒψαλλαν μόνο στούς μοναστηριακούς ναούς, πού τά πράγματα ἐμφανίζονται πιό φυσιολογικά ἀκόμη καί στίς μέρες μας, ἀλλά καί σέ ἐνοριακούς. Συγκεκριμένα ὁ ἃγιος Ἐφραίμ ὁ Σύρος ὀργάνωσε γυναικείους χορούς στήν Ἒδεσσα τούς ὀποίους μάλιστα καί διηύθυνε. (Ashbroook σσ. 47-48).
Ἡ μόνη προτροπή πού συναντᾶται συχνά εἶναι οἱ μοναχοί νά εἶναι ἰδιαίτερα προσεκτικοί στίς συναναστροφές τους μέ τίς μοναχές μή ἐξαιρουμένης καί τῆς ὣρας τῆς ψαλμωδίας. (PG89, 1484B).
Ἀργότερα ὁ Αὐτοκράτορας Ἀλέξιος Α΄ Κομνηνός (1081-1118) ἒκτισε ναό πρός τιμήν τοῦ Ἀποστόλου Παύλου καί κατά τήν συνήθη πράξη, τήν ὁποία ἐπιτάσσουν καί τά σχετικά νομοθετικά κείμενα τοῦ Ἰουστινιανοῦ, ὃρισε στόν ναό «ἂδοντες καί ἀδοῦσες» (Ἀλεξιάς σσ. 2310).
Τό ἐνδιαφέρον τοῦ Αὐτοκράτορα Ἀλεξίου νά ψάλλουν ἀντιφωνικά σέ χορούς ἂνδρες καί γυναῖκες ἑδράζεται σέ μακραίωνη πράξη τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἐπιμαρτυρεῖται καί κατοχυρώνεται ἀπό τούς πατέρες.
Τά παραπάνω μνημονευόμενα δέν ἦταν κυριαρχοῦσα πράξη μόνο στίς περιπτώσεις τῶν λεγομένων διπλῶν μοναστηριῶν (βλ. κανόνα Ζ΄ Οἰκουμενικῆς), στά ὀποῖα διαβιοῦσαν, ὑπό τήν αὐτήν στέγη, μοναχοί καί μοναχές κατά τό πλείστον συγγενεῖς.
Ἀπό τά παραπάνω συνάγεται ὃτι ἡ ψαλμωδία ἀπό γυναῖκες ἦταν ἐξ ἲσου γεγονός ὂχι μόνο στήν μοναστηριακή λατρεία ἀλλά καί στήν ἐνοριακή καί ἐτελεῖτο εἲτε συναφῶς μέ χορούς ἀνδρῶν εἲτε χωρίς αὐτούς.
Τοῦτο τεκμηριώνεται καί ἀπό τήν χαρακτηριστική πληροφορία πού ὑπάρχει στόν Τιμαρίωνα (12ος αἰ.) σχετικά μέ τήν συμμετοχή χοροῦ γυναικῶν λαϊκών καί μοναζουσῶν κατά τήν ἱερή μνήμη τοῦ πολιούχου τῆς Θεσσαλονίκης Ἁγίου Δημητρίου, ἡ ὁποία ἐτελεῖτο μέ ξεχωριστή λαμπρότητα. (Τιμαρίων 55,59. Ashbrook-Harvey. ὃ.π. σ. 53)
Θά πρέπει ἐπίσης νά ληφθεῖ ὑπόψη ὃτι σέ μουσικά χειρόγραφα ὑπάρχουν διάσπαρτες πληροφορίες γιά γυναῖκες μελοποιούς, κάποιες ἀπό τίς ὁποῖες ἦταν καί ψάλτριες. (Ἀθ. Βουρλῆ, θέματα ἱερᾶς ψαλμωδίας, τεῦχ. Α΄ . Ἀθῆναι 2000, σ. 66.)
Ὃ,τι σήμερα ἀντιλαμβανόμεθα ὡς παγιωμένη πράξη δέν σημαίνει ὃτι αὐτή ἲσχυε καί παλαιότερα. Ἡ λειτουργική πράξη ὑπαγόταν στούς νόμους τῆς ρευστότητας, δεχομένη τίς ἐπιρροές τῶν ποικίλων τοπικῶν λειτουργικῶν παραδόσεων, ὡσάν τήν κοίτη ἑνός εὐρύχωρου ποταμοῦ πού δέχεται τήν ροή τῶν ὑδάτων ἀπὀ ἑκατέρωθεν παραποτάμους. Ἡ Ἐκκλησία ἀποδέχεται ἀνέκαθεν τήν ἐξέλιξη ἢ τήν ποικιλία τῆς λειτουργικῆς πράξης, ἐφ’ ὃσον δέν προσβάλλεται ἡ ἀπρόσκοπτη λειτουργία τοῦ Θεοῦ.
Ἀπό πολλές πηγές εἶναι γνωστό, ὃτι οἱ διακόνισσες χειροτονοῦνταν ὂπως ἀκριβῶς και οἰ διάκονοι. Ἡ τάξη, οἱ διακόνισσες νά ἒχουν τόν ρόλο ἀκριβῶς αὐτόν πού ἒχει ὀ σημερινός διάκος, ἲσχυε γιά πολλούς αἰῶνες καί τίμησαν τό ἀξίωμα ἐξέχουσες μορφές ἁγίων γυναικῶν, ὃπως ἡ Ὀλυμπιάδα, (4ος αἰ. μνήμη 25 Ἰουλίου), ἡ Δομνίκη, (5ος αἰ., μνήμη 8 Ἰανουαρίου), Εἰρήνη Χρυσοβαλάντου (10ος αἰ. μνήμη 28 Ἰουνίου) κ.ἂ. Τελευταία χειροτονία γυναίκας διακόνισσας ἒγινε στήν Ἀφρική πρίν ἓνα χρόνο καί προτελευταία ἀπό τόν Ἃγιο Νεκτάριο.
Εἶναι χαρακτηριστική καί ἡ ἂνεση καί τό φυσιολογικό τῆς ἀναφορᾶς τοῦ Μ. Φώτιου στήν μεταφορά τῆς θείας Εὐχαριστίας ἀπό χριστιανές γυναῖκες, ἀκόμη καί ἀπό ἀλλόπιστες γιά νά μεταλάβουν μελλοθάνατοι γέροντες ἢ γερόντισσες, χριστιανοί. (Ἱερωνύμου Κοτσώνη «Ἰδιάζουσα περίπτωση ἐκκλησιαστικῆς οἰκονομίας. Ἡ θεία εὐχαριστία μεταφερομένη ὑπό μή χριστιανῶν γυναικῶν» Θεολογλία 27 .1956 3-24). Τήν πρακτική αὐτή τήν γνώρισα στό Στρασβοῦργο ὃταν μέ παρότρυνση τοῦ πατρός Ἰωάννου, μετέφερα τήν Θεία Εὐχαριστία σέ ὑπερήλικες ἢ ἀσθενοῦντες, γεγονός πού κατ’ ἐπανάληψη ἐφαρμοζόταν κάθε Κυριακή ἀπό τήν Ἰωάννα γιά τήν κατάκοιτη μάνα της, ὃταν τοπικά ἀκόμη καί τόν Ἂρτο πρέπει νά τόν λάβουμε ἀπό τοῦ παπά τό χέρι.
Στό corpus τῶν ἱερῶν Κανόνων δέν ὑπαρχει ἒμμεση ἢ ἂμεση ἀπαγόρευση γιά τήν ψαλμωδία ἀπό γυναῖκες ἡ ὁποία ὃπως ἐν συντομία εἲδαμε ἦταν πράξη διαδεδομένη, ἰδίως μέχρι τόν 11ο αἰώνα καί ἀποδεκτή ἀπό τήν Ἐκκλησία. Ἐξάλλου, ἐάν ὑπῆρχε πρόθεση μιᾶς τέτοιας ἀπαγόρευσης, θά εἶχε καταγραφεῖ στόν ad hoc 75ο κανόνα τῆς ἰδίας συνόδου, ὀ ὁποῖος καταφέρεται κατά τῶν «ἀτάκτων βοῶν» κάποιων ψαλτῶν, θέτοντας ὡς ἀρχή ἡ δοξολογία τοῦ Θεοῦ νά γίνεται «μετά πολλῆς προσοχῆς καί κατανύξεως» (Γ. Ράλλη-Μ. Ποτλῆ ὃ.π. σ.478).
Ἐπιπλέον ἂς θυμηθοῦμε καί ὂσα σχετικά ὁ παραδοσιακότατος Παπαδιαμάντης ἀναφέρει γιά τίς γυναῖκες πού ἒψαλλαν διακονώντας ἀπλοϊκούς λευίτες στήν Σκιάθο. Παράλληλα δέν πρέπει νά διαφεύγει τῆς προσοχής μας ἡ ἰσχυρή παράδοση τῶν σλαβικῶν Ἐκκλησιῶν νά ψάλλουν γυναῖκες κατά τίς λατρευτικές συνάξεις, καθώς καί ἡ ἀρχαϊκή τάξη τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας πού θέλει τήν συμμετοχή ὃλων, ἀνδρῶν καί γυναικῶν, κατά τήν Θεία Λειτουργία.
Ἡ ψαλμωδία εἶναι ὑποχρέωση ὃλων τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας. «Ταῦτα (οἱ ποικίλες ἐκφάνσεις τῆς Ἐκκλησίας) οὐ μόνο μοναχοῖς καί κοσμικοῖς ἀλλά καί γυναιξί πισταῖς καί εὐλαβέσι πρέπον και οὐδείς ὁ κωλύων» λέει ὀ ἀββᾶς Νεῖλος. (Δ. Τσάμη, Τό ΓεροντικότοῦΣινᾶ, ὃ.π.σ.472
Ἐν κατακλείδι:
-Στήν λειτουργική πράξη ὑπῆρξαν, καί χοροί ψαλτριῶν, οἱ ὁποῖοι συστήθηκαν καί κάποιες φορές διευθύνθηκαν ἀπό πατέρες και ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας μας.
-Οἱ γυναῖκες ἒψαλλαν εἲτε σέ μικτούς χορούς εἲτε συνηθέστερα συγκροτοῦσες οἱ ἲδιες ξεχωριστό χορό, στήν καθημερινή τακτική λατρεία.
-Ἡ ψαλμωδία ἀπό γυναῖκες γινόταν καί στήν δημόσια λατρεία καί ὂχι μόνο στίς γυναικεῖες Μονές.
-Δέν ὑπάρχει καμμία ἀπαγόρευση στούς Ἀποστολικούς, Συνοδικούς καί Πατερικούς Κανόνες γιά τήν ψαλμωδία στήν Ἐκκλησία ἀπό γυναῖκες.
-Μέ βάση τήν παράδοση μποροῦν καί σήμερα ὂχι μόνο νά ψάλλουν οἱ γυναῖκες στήν Ἐκκλησία, ἀλλά καί νά χειροτονοῦνται τουλάχιστον διακόνισσες.
-Ἀλλαγή ὂσον ἀφορᾶ τήν θέση τῆς γυναίκας στήν δημόσια λατρεία παρατηρείται κυρίως μετά τήν εἰκονομαχία καί ἐπηρεάζει ἒκτοτε ποικιλοτρόπως τήν ἐν γένει λειτουργική τάξη, ἀκόμη καί τό Εὐχολόγιο. Π.χ ἡ μή εἲσοδος βρεφῶν κοριτσιῶν στό ἱερό Βῆμα κατά τόν σαραντισμό τους εἶναι πράξη πού μαρτυρεῖται μετά τόν 12ο αἰώνα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου