Πέμπτη 29 Μαΐου 2025

Μνήμη Μεγαλομάρτυρα Κωνσταντίνου Παλαιολόγου

 

  Στίς 29 Μαΐου τοῦ 1453 ὁ Κωνσταντῖνος  Παλαιολόγος, ἐπάνω στίς ἐπάλξεις, στήν πύλη τοῦ Ρωμανοῦ στήν Κωνσταντινούπολη, στήν ἀπαίτηση τοῦ  Μωάμεθ νά τοῦ παραδώσει τήν Κωνσταντινούπολη ἀπαντᾶ: «Ἡ Πόλις δέν εἶναι δική μου γιά νά σοῦ τήν δώσω, Γι’ αὐτήν θά πεθάνουμε ὃλοι». 

   Μόνο πού δέν ὑπελόγιζε τήν Ἐκκλησία, τόν Σχολάριο, ὁ ὁποῖος τήν ἲδια στιγμή στό Μοναστήρι τοῦ Παντοκράτορα, θυροκολλοῦσε ἀνάθεμα ἐναντίον τοῦ Αὐτοκράτορα, γιατί τήν προηγουμένη Κυριακή εἶχε λειτουργηθεῖ ἑνωτικά στήν Ἁγιά-Σοφιά. Ὁ Μωάμεθ ὁ Πορθητής, τιμώντας τόν Σχολάριο,  μέ τήν πτώση τῆς Πόλης τόν  ἒκανε Οἰκουμενικό Πατριάρχη.

    Καί ἐνῶ ὁ Κωνσταντῖνος ΙΑ΄ ὁ Παλαιολόγος, ὁ μαρμαρωμένος βασιλιᾶς κατά τήν παράδοση, ὁ πρῶτος νεομάρτυρας τοῦ Γένους, δέν κατατάσσεται οὒτε κἂν στούς ὁσίους, ἡ Ὀρθόδοξη Ἑλληνική Ἐκκλησία ἀνακήρυξε ἃγιο τόν Σχολάριο τιμῶντας τήν μνήμη του στίς 25 Αὐγούστου. 

Ἡ πλεονεξία τῶν Βυζαντινῶν γαιοκτημόνων, ἀρχόντων, κληρικῶν, ἡγουμένων μοναστικῶν ἱδρυμάτων καὶ προσκυνημάτων πολύ πρίν τήν πτώση τῆς Πόλης εἶχε πάρει διαστάσεις ἀνεξέλεγκτης ἐπιδημίας. Ποῦ νὰ τοὺς κάνεις ζάφτι ὅλους αὐτούς. Ζόφος, ἀπελπισία, μιζέρια, λαϊκή ὀργή.

 Κατά καιρούς πατριῶτες, λαϊκοί καί κληρικοί, στηλίτευαν τήν στάση τῶν ἀσυνείδητων κληρικῶν, ποὺ δυστυχῶς ἦταν ἡ συντριπτικὴ πλειοψηφία, κατηγορῶντας συγκεκριμένα τούς ἀναλφάβητους εὐαγγελικὰ ἐπισκόπους, ποὺ ἐγκατέλειπαν τὶς μικρασιατικὲς μητροπόλεις γιὰ νὰ σώσουν τὸ τομάρι τους, ἀφήνοντας ἀβοήθητο τό ποίμνιό τους νὰ βολοδέρνει στὸ ρημαδιό, καί ταυτόχρονα προσπαθοῦσαν νά πείσουν τούς πλούσιους καὶ τὰ μοναστήρια νὰ ἀνοίξουν τὶς ἀποθῆκες. (Τούς ἀποκαλοῦσαν συλλήβδην «σιτοκαπήλους»). Ἀλλ’ εἰς μάτην.

Ὃποιος μάλιστα τολμοῦσε νά στηλιτεύσει τήν συσσώρευση ὑπέρογκου  πλούτου άπό τόν ἀνώτατο κλήρο καί τά μοναστήρια, δεχόταν τίς ἀπειλὲς, τά ἀναθέματα καὶ τίς κατάρες τῶν κληρικῶν.

Ἀδιέξοδα, συνομωσίες ἐνέτειναν τὸν πανικὸ καὶ τὴν ἀπελπισία, ἔντονες ἐκκλησιαστικὲς ἀντιπαραθέσεις γιὰ μερτικὸ στὴν ἐξουσία, μὲ τοὺς ἀνθενωτικοὺς νὰ συμμαχοῦν ἀπροκάλυπτα ἀνοιχτὰ μὲ τοὺς Τούρκους, διευκολύνοντας μάλιστα τήν κατάκτηση τῆς Πόλης ἀπὸ δαύτους, προσωπικὰ συμφέροντα, διαφθορὰ δικαστῶν, σκληρότητα γαιοκτημόνων, δυσφορία καλλιεργητῶν καὶ διχόνοια σὲ πλήρη ἀνάπτυξη, ποὺ κατασπάραζαν τὸν βυζαντινὸ ὀργανισμό. Ὅλοι βυσσοδομοῦσαν ἀνοιχτὰ ἐναντίον τῆς ἑτοιμοθάνατης Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας, μὲ πρώτους τοὺς ὁρκισμένους ἀνθενωτικούς, θύματα οἱ περισσότεροι τῆς τρομοκρατίας ποὺ εἶχε ἐξαπολύσει ἡ κρατική μηχανή μετά τήν ὑπογραφὴ τῆς ἔνωσης τῶν Ἐκκλησιῶν. Ὁ ἄνεμος ἀπὸ τὸ ἀσκὶ τοῦ Αἰόλου δὲν συμμαζεύονταν.

 

  Ὡς λαός ἒχουμε μιά παράδοση στούς διχασμούς καί στούς Ἐφιάλτες, οἱ δέ κληρικοί μας, συλλογικά,  διαισθανόμενοι τό οἰκονομικό καί κοσμικό συμφέρον τους ἐτάσσοντο ἀνέκαθεν, ἂκομψα μάλιστα, στό πλευρό τοῦ ἑκάστοτε ἰσχυροῦ.

  Ὁ Δημάρατος ἦταν βασιλιᾶς τῆς Σπάρτης. Σέ κάποια στιγμή μάλωσε μέ τόν Λεωτυχίδη, τόν ἓτερο βασιλιᾶ τῆς Σπάρτης (στήν Σπάρτη ὑπῆρχε ὁ θεσμός τῆς διπλῆς βασιλείας) τόν ἒδιωξαν, καί χωρίς κανένα ἐνδοιασμό  τά μάζεψε καί κατέφυγε, ὡς σύμβουλος,  στήν Αὐλή τοῦ Πέρση Βασιλιᾶ.

   Σύμφωνα μέ τόν Ἡρόδοτο, ὃταν τό 480 π.Χ. οἱ Πέρσες ἐπέδραμαν ἐναντίον τοῦ Μαντείου τῶν Δελφῶν προκειμένου νά τό συλήσουν, οἱ  ἱερεῖς τοῦ Ναοῦ,  πού ἀκολουθοῦσαν φιλοπερσική πολιτική, ἀρνήθηκαν τήν βοήθεια  τῶν  Ἀθηναίων ὑποστηρίζοντας ὃτι ὁ θεός Ἀπόλλων προστατεύει τόν χῶρο.

  Τήν ἒχουμε στό αἷμα μας τήν προδοσία:  Ἐφιάλτης, ἐξισλαμισμοί, -ἡ μισή Κύπρος, οἱ λεγόμενοι τουρκοκύπριοι, Ἓλληνες  ἐξωμότες-Ὀρθόδοξοι ἦσαν οἱ  παππούδες τους-  μέ τό ἱερατεῖο μας, ὡς ἂριστοι μετεωρολόγοι, νά γνωρίζουν ἀλάνθαστα ποῦ φυσάει ὁ ἂνεμος.

 Ὑπάρχει ἕνας συλλογικὸς ἀποσυντονισμὸς ὀφειλόμενος στὴ χύδην κατάσταση ποὺ ὑπονομεύει τὴ Χώρα μας καὶ τὴν ποιότητα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς.  Πανελλαδικὰ πλέον οἱ δεσποτάδες, ἀντὶ «πινακίου φακῆς», κατάντησαν ἀργυρώνητοι ὑπηρέτες τῶν πολιτικῶν καὶ οἰκονομικῶν συμφερόντων, ἀρεσκόμενοι νὰ συναγελάζονται μόνο μὲ ὑψηλὰ ἱσταμένους τῆς πολιτικῆς καὶ οἰκονομικῆς ζωῆς τοῦ τόπου.

 

  Ὁ Γεννάδιος ἐνοχλήθηκε γιά τήν τέλεση στήν Ἁγία Σοφία ἑνωτικῆς θείας λειτουργίας, ἀλλά δέν εἶχε κανένα πρόβλημα, κανέναν ἐνδοιασμό, νά παραδώσει τήν Ἁγιά-Σοφιά στόν κατακτητή, καί ἀπό σύμβολο τῆς Χριστιανοσύνης νά μετατραπεῖ, μέ τίς εὐλογίες του, σέ Τζαμί.

  «Εἶναι νὰ γελάει κάθε ἀπροκατάληπτος, κάποιας παιδείας συνάνθρωπος, ἢ νὰ θλίβεται, ἀκούγοντας τούς πολιτικούς μας ἄρχοντες, τοὺς κομματικοὺς ἀρχηγούς, ἰδίως τούς ἐκκλησιαστικούς μας ταγούς  νὰ διαμαρτύρονται πού οἱ Τοῦρκοι ξανάκαναν τήν  Ἁγια-Σοφιὰ τζαμί». 

  Ὁ μαγνητισμὸς ποὺ ἀσκεῖ πάνω στὸν κλῆρο ἡ ἀνομία, ἡ ἐκμετάλλευση δὲν ἔχει ὅρια. Βλέπω τὸν ἑαυτό μου, τὰ παιδιά μου, ὅλους μας, νὰ τριγυρίζουμε μάταια σὲ ἕναν κλειστὸ ἀπὸ παντοῦ τόπο, τὸν Τόπο μας. Ἀκόμη καὶ τὸ ἐσωτερικὸ τῶν ἐκκλησιῶν στάζει πάγο. Περάσαμε στὴν ἠλικία τῆς δογματικῆς σκληρότητας, τῆς ἀκαμψίας, τῆς ἀδέκαστης στάσης τοῦ ὑπερφίαλου αἰθεροβάμονα κληρικοῦ ποὺ διατυμπανίζει τὴν «ἀλήθεια» χωρὶς νὰ σκύβει στὰ ἀνθρώπινα, ἀντὶ νὰ γινόμαστε πιὸ ὡραῖοι, πιὸ ἀνεκτικοί, ἀντὶ νὰ μαλακώνουμε, ν’ ἀνοιγόμαστε σὲ ἀνοιξιάτικες μοσχοβολιές.

    Ἡ Κωνσταντινούπολη δέν ἒπεσε μόνο ἀπό τούς Τούρκους. Ἒπεσε πρῶτα ἀπό τούς Λατίνους, καί ὁπωσδήποτε δέν ξεχνιέται κάτι τέτοιο. Ὑπάρχει ἡ ἡμερομηνία ὁρόσημο, τό 1204, ὃταν οἱ Δυτικοί Καθολικοί μπῆκαν στήν Πόλη. Οἱ φρικαλεότητες ἀνατριχιαστικές. Ἡ “Φλογέρα τοῦ Βασιλιᾶ”, τοῦ Παλαμᾶ, τά λέει ὃλα. Αὐτό  ὃμως δικαιολογεῖ μετά ἀπό δυόμισι αἰῶνες  τό τοῦ Νοταρᾶ “Καλύτερα σαρίκι τούρκικο, παρά τιάρα παπική”; Αἰῶνες τώρα ὡς Ἓλληνες ὀρθόδοξοι, κρατᾶμε τόν ἀπόηχο τῆς δυσπιστίας τῶν Βυζαντινῶν πρός τούς Δυτικούς. Αἰῶνες τώρα πιστεύουμε στήν “εὐτυχισμένη ὑποτέλεια”, τῶν τετρακοσίων χρόνων. Μᾶς ἀρκεῖ ἡ ἀπέχθειά μας γιά τούς Καθολικούς. Ἀκόμη καί ὁ κοινός ἑορτασμός τοῦ Πάσχα μᾶς  ἐξαγριώνει.

 Χίλια κομμάτια ἒχουμε γίνει ὡς Ὀρθόδοξη  Ἐκκλησία, μέ τό κάθε ἒνα νά διεκδικεῖ  τήν καθαρότητά του. Κοινός παρονομαστής ὃλων τό μένος ἐναντίον τοῦ Πάπα. Σέ κάθε πρωτεύουσα τοῦ ἐξωτερικοῦ, πάνω ἀπό δεκαπέντε ὀρθόδοξοι ἀρχιεπίσκοποι. Ὁ Οίκουμενικός μας Πατριάρχης, Τοῦρκος ἀνεβάζεται, προδότης κατεβάζεται, μέ  τόν Πατριάρχη Μόσχας νά  προβάλεται, ἀπό σημαντική μερίδα ὀρθοδόξων Ἑλλήνων   ὡς ὁ ἀκραιφνής όρθόδοξος κληρικός. Ποιός; Αὐτός πού εὐλόγησε γιά πρώτη φορά στήν ἱστορία τῆς Ὀρθοδοξίας ἐπιθετικό πόλεμο.  Καί νά κρατούσαμε ὡς Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία κάτι ἀπό τό Εὐαγγέλιο!

 Δέν πυκνώνονται οἱ αἰῶνες πού δοκίμασαν βάναυσα τήν ἰσορροπία τῆς Ὀρθοδοξίας μέ  τήν Καθολική Ἐκκλησία σέ δυό γραμμές, καί φυσικά οὒτε ἀποτυπώνονται προσωπικά αἰσθήματα  γιά τό ἀντίπαλο δέος  τῆς χριστιανοσύνης. Κακό χρ’ά’χουν κάποιες λατινικές τακτικές. Ἐξαρτᾶται τί κρατᾶμε, καί  οἱ μέν καί οἱ δέ,  ἀπό τήν Ἱστορία. Ἡ Ἱστορία ὃμως δέν διαβάζεται μέ κρατούμενα.

  Ζοῦν ἀκόμη  Ἓλληνες πού  φέρουν  τό  τραῦμα τῆς κατάληψης τῆς Πατρίδας  μας ἀπό τούς Γερμανούς καί τούς Ἰταλούς. Φυσικά καί δέν λησμονιέται κάτι τέτοιο ἀλλά στίς σχέσεις μας μέ τούς Γερμανούς καί Ἰταλούς  δέν ἒχουμε στά αὐτιά μας  τόν   ἀπόηχο τῆς βιαιότητάς τους. Δέν τό ξεχνᾶμε ἀλλά δέν τό προβάλουμε συνεχῶς μπροστά μας. Οὒτε  ὃταν παντρευόμαστε ἢ κάνουμε γερές φιλίες μέ καθολικούς σκεπτόμαστε τήν καταπίεση  πού δέχθηκαν οἱ πρόγονοί μας γιά νά ἀλλάξουν θρησκευτική περιοχή.

Ζοῦμε σέ ἐποχές καί κοινωνίες πού ἀπαιτοῦν πρωτοβουλίες καί δημιουργικές ἐνέργειες. Ἀντ’ αὐτοῦ κάποια σουπερορθόδοξα κέντρα, στανικά, άνήγαγαν ἀκόμη καί τήν καλημέρα μεταξύ προσώπων διαφορετικῶν ὁμολογιῶν, ὡς  τήν  κατ’ ἐξοχήν αἲρεση, πού δέν συγχωρεῖται εἰς τόν αἰῶνα τόν ἂπαντα.

   «Ἀντιθέτως Δυτικοί ἀδερφοί μας, ἒχοντας ὡριμάσει μέσα στἰς παντοειδεῖς φωτιές καί ἒχοντας ταπεινωθεῖ ἡ ὀφρύς τῆς αὐταπάτης τους, (ἂν χαιρεκακοῦμε... εἲμαστε ἂρρωστοι...!) ἒχοντας ἀντιληφθεῖ ὃτι τά ἂκρα εἶναι τῶν δαιμόνων, ἒχοντας μάθει ὃτι ἡ ἀλήθεια δεν ἐπικρατεῖ μέ πυγμή ἀλλά μέ ἀγκαλιά, μᾶς ἀποδέχονται πλήρως καί ἀναγνωρίζουν κατά πάντα ὃ,τι ἒχουμε, καί ἐπιτρέπουν στά μέλη τῆς Ἐκκλησίας τους, τήν συμμετοχή στά τελούμενα ἀπό ἐμᾶς Μυστήρια…». π. Θεδόσιος  Μαρτζοῦχος.

  Παρηγοριὰ καὶ ἐλπίδα μας, στῦλος καὶ ἑδραίωμα, ἀνεκτίμητο ἄμφιο, οἱ  ἀγαπημένες μας, γιαγιάδες, μητέρες, γυναῖκες, κόρες, ἀδελφές, ἐρωμένες, ὃλες τους μυρωμένες, αὐτὲς ποὺ κράτησαν τήν πίστη στά δύσκολα, πού ζεσταίνουν καί σήμερα «παγωμένες Ἐκκλησιές», προσευχόμενες καί δεόμενες γονατιστὲς ἀπόμερα καί σιγοψέλνουν σέ ἦχο βαρύ: «Ὑπὲρ τῶν ἐμῶν ἁμαρτημάτων καὶ τῶν τοῦ λαοῦ ἀγνοημάτων». «Καὶ τὸν πρῶτο λόγο του ὁ στερνὸς τῶν ἀνθρώπων θὰ πεῖ, ν’ ὰψηλώσουν τὰ χόρτα, ἠ γυναῖκα στὸ πλάι του σὰν ἀχτίδα τοῦ ἥλιου νὰ βγεῖ. Καὶ πάλι θὰ λατρέψει τὴ γυναῖκα καὶ θά τήν πλαγιάσει πάνου στὰ χόρτα καθὼς πού ἐτάχθη. Καὶ θὰ λάβουνε τά ὄνειρα ἐκδίκηση, καὶ θὰ σπείρουνε γενεές στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων» (Ἄξιον Ἐστίν, Ἐλύτης ὁ Μέγας,  ὁ Ἐλυταρᾶς). 

 

 

«..Ὁ μή κατ’ ἐπίγνωσιν χριστιανός, κέκτηται μέν ζῆλον ἀλλ’ οὐ κατ’ ἐπίγνωσιν, πλανᾶται ἐν ταῖς σκέψεσι καί ἐνεργείαις αὐτοῦ καί ἐργαζόμενος δῆθεν ὑπέρ τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ παραβαίνει  τόν νόμον τῆς πρός τόν πλησίον ἀγάπης.  Ὁ μή κατ’ ἐπίγνωσιν χριστιανός  ἐν τ ζέσει τοῦ ζήλου αὐτοῦ  πράττει τά ἐνάντια πρός τάς διατάξεις τοῦ Θείου νόμου καί πρός τό Θεῖον θέλημα.

  Ὁ μή κατ’ ἐπίγνωσιν χριστιανός διαπράττει τόν κακόν, ὂπως ἐπέλθη τό ὑπ’ αὐτοῦ νοούμενον ἀγαθόν. Ὁ ζῆλος τοῦ μή κατ’ ἐπίγνωσιν χριστιανοῦ εἶναι πῦρ  διαφθεῖρον, πῦρ καταναλίσκον· ἡ καταστροφή προπορεύεται  αὐτοῦ καί ἡ ἐρήμωσις  ἓπεται αὐτῶ. Ὁ μή κατ’ ἐπίγνωσιν χριστιανός, εὒχεται τῷ Θεῷ νά ῥίψῃ πῦρ ἐξ οὐρανοῦ καί νά  κατακαύσει πάντας τούς μή δεχομένους τάς ἀρχάς καί πεποιθήσεις αὐτοῦ.

 Τόν μή κατ’ ἐπίγνωσιν χριστιανό χαρακτηρίζει μῖσος πρός τούς ἑτεροθρήσκους ἢ ἑτεροδόξους, ὁ φθόνος καί ὁ ἐπίμονος θυμός, ἡ ἀμπαθής ἀντίσταση πρός τό ἀληθές πνεῦμα τοῦ θείου νόμου, ἡ παράλογος ἐπιμονή ἐν τῇ ὑπερασπίσει  τῶν  ἰδίων φρονημάτων, ὁ παράφορος ζῆλος πρός κατίσχυσιν  ἐν πᾶσιν, ἡ φιλοδοξία, ἡ  φιλονικία, ἡ ἒρις, καί τό  φιλοτάραχον.

Ὁ μή κατ’ ἐπίγνωσιν χριστιανός εἶναι ἂνθρωπος  ὀλέθριος».

Ἃγιος Νεκτάριος. Τό γνῶθι σαυτόν (Ἂπαντα, τ. Ε΄)  Ἀθῆναι 2011, σσ. 339-340.

Παρασκευή 23 Μαΐου 2025

Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μήτρα ἀνελευθερίας καί φόβου, ἢ ἂλλως διολίσθηση ἀπό τήν διακονία στήν σατραπεία.

 

   «…ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς προσκαλεσάμενος αὐτοὺς λέγει αὐτοῖς· οἴδατε ὅτι οἱ δοκοῦντες ἄρχειν τῶν ἐθνῶν κατακυριεύουσιν αὐτῶν καὶ οἱ μεγάλοι αὐτῶν κατεξουσιάζουσιν αὐτῶν· οὐχ οὕτω δὲ ἔσται ἐν ὑμῖν, ἀλλ᾿ ὃς ἐὰν θέλῃ γενέσθαι μέγας ἐν ὑμῖν, ἔσται ὑμῶν διάκονος, καὶ ὃς ἐὰν θέλῃ ὑμῶν γενέσθαι πρῶτος, ἔσται πάντων δοῦλος· καὶ γὰρ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἦλθε διακονηθῆναι, ἀλλὰ διακονῆσαι, καὶ δοῦναι τὴν ψυχὴν αὐτοῦ λύτρον ἀντὶ πολλῶν…» (Μάρκ.10, 42-44)

 Ἂν ἐμπιστευτοῦμε τήν ἂποψη τοῦ ἱερατείου μας, ὡς’Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, βιώνουμε κατάσταση αὐθεντικῆς ἐλευθερίας· ἒχουμε πλήρως ἀπαλλαγεῖ ἀπό τόν φόβο, τήν ἀπειλή,  τό ψεύτικο, τό ὑποκριτικό, τό εἰκονικό.   Ἂν ὃμως  δοῦμε κατάματα τήν πραγματικότητα, τίποτα ἀπό τά παραπάνω δέν εἶναι ἀληθές. Γιά νά εἲμαστε δέ πιό καίριοι, τά πράγματα εἶναι περιπεπλεγμένα, καί πιό τολμηρά, πρόκειται γιά  ἀπάτη. Ἒχω τήν αἲσθηση, τήν βεβαιότητα,  ὃτι ζοῦμε σέ ἀτμόσφαιρα παγιωμένης ἀνελευθερίας, φόβου καί τρόμου, στυγνῆς ἐκμετάλλευσης. Ὑπάρχουμε ὡς Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί σάν φοβισμένα ὂντα. Ὃλες οἱ διοικητικές ἐκφράσεις τῆς ποιμαντικῆς πρακτικῆς τῆς ἱστορικῆς Ἐκκλησίας  βρίθουν φαινόμενα κατάχρησης ἐξουσίας. Μιλᾶμε γιά κατολισθήσεις και ὂχι γιά διολισθήσεις.

Πῶς εἶναι δυνατόν νά συνυπάρξει ἡ αὐθεντία μέ τήν ἐλευθερία;

Ἡ Ρώμη, αἰῶνες τώρα, προσπαθεῖ νά προσδιορίσει τόν βαθμό ἀποδοχῆς ἀνοχῆς δεκτικότητας ἀπό τό  Βατικανό τῆς ἐλευθερίας τοῦ λαοῦ, ὣστε νά διατηρηθεῖ ἡ τάξη καί ἡ ἐξουσία τοῦ κλήρου. Τό ἐρώτημα εἶναι: ποιός εἶναι ὁ ἀποδεκτός βαθμός ἐλευθερίας τοῦ λαού ὧστε νά διατηρηθεῖ καί ἡ ἐξουσία τοῦ κλήρου;

  Στόν προτεσταντισμό ἒχουμε τονισμό τῆς ἐλευθερίας μέ ἀντιστροφή τοῦ ἐρωτήματος: ποιός εἶναι ὁ ἀποδεκτός  βαθμός  ἐξουσίας ὧστε νά διαφυλαχθεῖ ἡ ἐλευθερία τοῦ κάθε πιστοῦ.

 Στήν Ὀρθοδοξία παραλογισμός σχιζοφρενοῦς.  Ἐξουσία πού ἐξωτερικεύεται ἀναιδῶς, ἐπίσκοποι σέ ρόλο σαδιστή πατέρα, οἰ  ὁποῖοι θέτουν σέ μέγγενη τήν  ἐλευθερία τοῦ λαοῦ, ἱερεῖς σέ  παραμόρφωση, διαστρέβλωση, κάκωση τοῦ Εὐαγγελίου.

  Ἡ Ὀρθόδοξη ἐκκλησιαστική κοινότητα εἶναι δομημένη ἐκκοσμικευμένα, δηλαδή μέ ὃλα τά χαρακτηριστικά  τῆς κοσμικῆς ἐξουσίας. Ὁ ἐπίσκοπος, δεσπότης, ἂρχων καί ἀφέντης τῶν πάντων. Χειροτονεῖται ἐπίσκοπος καί δέν προλαβαίνει νά βγεῖ ἀπό τήν ἐκκλησία  ἀνακηρύσσεται δεσπότης, ἀφέντης, καταπιεστής. Ἡ μακροχρόνια χρήση τοῦ ὃρου δεσπότης, δέν προσφέρει ἀθωότητα. Σημαῖνον καί σημαινόμενον οὐδέποτε βρέθηκαν σέ ἀδρανῆ σχέση. Διολίσθηση σέ χώρους σκοτεινούς, ἀδιέξοδους τῆς κοσμικῆς ἐξουσίας.

 Θλιβερές  καταστάσεις. Γραφική καρικατούρα μοναρχίσκου,  παπίσκου στά πλαίσια ἑνός παρανοϊκοῦ ἐκκλησιαστικοῦ μικρόκοσμου.  Καί τοῦτο ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Χρυσόστομου… «Οὐδένα γάρ δέδοικα  ὡς τούς ἐπισκόπους, πλήν ὀλίγων» (Ρ.G. 52, 617 ΒΑ).

Προβλήματα ὁρατά στήν ποιμαντική πράξη

  1.Δέν μπόρεσα ποτέ νά ἐπεξεργασθῶ εὐαγγελικά, τά ἐπισκοπικά δικαστήρια! Ἐργαλεῖα καταπίεσης στά χέρια τοῦ δεσπότη-ἀφέντη. Ποινές: ἀργία, στέρηση μισθοῦ, ἀκοινωνησία, ἀπεριορίστου χρόνου, (μᾶλλον ὑποννοεῖται μέχρις ἀποδοχῆς τοῦ δεσποτικοῦ θέλω).

  2.Στήν ζωή τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας, τῆς Ἐνορίας, ἡ συνθλιπτική ἀποκλειστικότητα  τῶν ἱερέων, ὁ προκλητικός  ἀφανισμός  τοῦ λαϊκοῦ στοιχείου. Δίνουν τήν αἲσθηση ὃτι  πρόκειται γιά μαγαζάκι τους μέ ἱεραρχία αὐστηρά  δομημένη μαγαζάτορας ὑπάλληλοι, πελάτες. Οὒτε λόγος γιά χαρίσματα καί δυνατότητες τῶν λαϊκῶν, ἀνδρῶν καί γυναικῶν.

  3.Ἡ περιοχή τῆς μετάνοιας, μετετράπη σέ Κερκόπορτα τῆς ἂλωσης τῆς ἐλευθερίας  τῶν Χριστιανῶν. Ἡ μετάνοια ἒγινε ἐξομολόγηση, καί ὡς τέτοια τό πιό πρόσφορο ἐργαλεῖο ἀνακριτικοῦ χαρακτῆρα καί  χειραγώγησης τοῦ ψυχισμοῦ τῶν πιστῶν.

  Νομικίστικες προβλέψεις ἐγκαθιστοῦν κλῖμα περιδεοῦς στάσης γιά  ὃλα. Ὃταν διαβάζει ἢ ἀκούει κανείς ὁδηγίες καί προδιαγραφές πού παρέχονται γιά τήν νηστεία, τήν Θεία Κοινωνία, τόν ἒρωτα, διερωτᾶται ποῦ  εἶναι πίσω ἀπό αὐτά ἡ θεολογική σκέψη καί τά εὐαγγελικά κριτήρια.

  Τό ἐρώτημα πού τίθεται συγκεκριμένα μέ τήν ἐξομολόγηση εἶναι οἱ τύπου ποινικοῦ κώδικα τιμωρίες πού καθορίζουν λεπτομερῶς τήν ἀναλογοῦσα ποινή σέ  κάθε παρέκκλιση.   Ἀπό κανέναν Χριστιανό πού θέλει νά ζεῖ  μέσα στήν Ἐκκλησία τήν ἐλευθερία καί τήν εὐθύνη, δἐν εἶναι δυνατόν νά ἀγνοηθοῦν ὃσα γράφει ὁ Παῦλος: «Τῆ ἐλευθερίᾳ οὖν, ᾗ Χριστὸς ἡμᾶς ἠλευθέρωσε, στήκετε, καὶ μὴ πάλιν ζυγῷ δουλείας ἐνέχεσθε»(Γαλ.5,1)

  Ἐνῶ τό  Εὐαγγέλιο ἀπενοχοποιεῖ  τόν ἂνθρωπο,  οἱ κληρικοί μας ἀπεργάζονται τήν ἐνοχοποίηση. Ἡ πόλωση μέσω τοῦ πολλαπλασιασμοῦ τῶν ἐνοχῶν εἶναι τό μυστικό τῆς κυριαρχίας τους, καί τοῦτο τό  γνωρίζουν πολύ καλά. 

  4.Βρισκόμαστε καταμεσῆς ἑνός μεγάλου ἀναβρασμοῦ, ὁ ὀποῖος ἀφορᾶ τόν τρόπο πού νοεῖται τό ἀνθρώπινο φύλο. Ὁ ἐκκλησιαστικός ὀρθόδοξος χῶρος, βρίθει ἀπό ἀγκυλώσεις καί ἀντιφάσεις: ἀπό τήν μιά μεριά κατάφαση τοῦ μυστηρίου τῆς ἀγάπης καί τῆς σεξουαλικοτητας καί άπό τήν άλλη καχυποψία μέχρι τρόμου. Τά αὐτονόητα μοιάζουν μέ εἶδος πολυτελείας στό χῶρο τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἰδεολογικά πείσματα και προκαταλήψεις κάνουν τό πρόβλημα πιό δύσκολο.

  Ἡ θέση τῆς γυναῖκας στόν έκκλησιαστικό μας χῶρο ἀπαιτεῖ γερή ἂσκηση στήν ἀνίχνευση τῶν κριτηρίων, πού θέτουν σέ δοκιμασία τίς ἀντοχές, ὃποιου ἀποφεύγει αὐτή τήν ἂσκηση, ὃποιου ἀποδέχεται ἂκριτα  τήν τοποθέτηση τῆς γυναίκας σέ δεύτερη μοίρα.

  Και ἐνῶ τό φύλο στό   Εὐαγγέλιο εἶναι ἱστορικό χάρισμα, στήν Ὀρθοδοξία βιώνεται ὡς  «λόγος τῆς φύσεως». Προκαταλήψεις καί φόβοι αἰώνων βαραίνουν τούς ὣμους ὃλων μας:  Ἀπαγορεύεται γυναῖκα νά ἐπισκεφθεῖ τό Ἃγιο Ὂρος, νά μπεῖ στό Ἱερό, νά ντυθεῖ  παπαδάκι, νά ψάλλει, νά γίνει κληρικός, νά κοινωνήσει ὃταν ἒχει περίοδο, καθ’ ὃτι ἀκάθαρτη, νά προσκυνήσει τίς εἰκόνες, στήν δέ ἀποβολή, φόνισσα ἀνάντη, φόνισσα κατάντη. Τό παράδοξο εἶναι ὃτι οἰ παραπάνω ἀπόψεις ὑποστηρίζονται φανατικά ἀπό τήν συντριπτική πλειοψηφία τῶν γυναικῶν. Ἀρνούμαστε νά ἐνηλικιωθοῦμε;

 Μόλις προχθές ἒνας παπά-Καριώτογλου προσπάθησε νά μᾶς ἐλευθερώσει, ντύνοντας κάποια κοριτσάκια παπαδάκια, καί ὁ Ἀρχιεπίκοπος τόν ἒθεσε σέ  ἀργία. Ἡ ἀρμοδιότητα τῆς γυναῖκας εἶναι, ἀποκλειστικά, ἡ καθαριότητα τοῦ  Ναοῦ!

  Ἡ ἀληθής ἐκκλησιαστική ἐξουσία ἀρνεῖται νά ἒχει στοιχεῖα καταναγκασμοῦ, ἀφοῦ ταυτίζεται μέ τήν Ἀληθεια. Ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι ἐξουσία ὃπως ὁ Θεός δέν εἶναι ἐξουσία. Ὁ Ἰησοῦς ἐλευθερώνει, δέν δεσμεύει, δέν φοράει δεσμά σέ κανέναν. Ὁ Χριστός εἶναι Ἐλευθερία.  

  Οὒτε  ὁλοκληρωτικός  κολλεκτιβισμός,  οὒτε διαλυτικός ἀτομικισμός, ἀλλά μιά προσφερόμενη πρός  ἀνακάλυψη συμφωνία μέσα στήν ἐλευθερία τῆς ἀγάπης, αὐτό θά ἒπρεπε νά εἶναι  ἡ κοινωνική ἀτμόσφαιρα τής  Ἐνορίας, τῆς κάθε Ἐνορίας.

  Στήν Ἐκκλησία δέν ὑπάρχει χῶρος γιά ἐξουσία ἀλλά γιά διακονία. Τό εἰσαγωγικό χωρίο εἶναι σαφές. Δέν ἀφήνει περιθώρια γιά τήν παραμικρή παρερμηνεία. Δίνουν μιά εἰκόνα ἑνός Θεοῦ πού θέλει τόν ἂνθρωπο φοβισμένο, τρομοκρατημένο, θλιμμένο.  Τό εἶπε  πολύ λαγαρά ὁ Σάρτρ: «Περίμενα τόν Δημουργό καί μοῦ πάσαραν ἓνα Μεγάλο Ἀφεντικό».

  Γιά τήν Ἐκκλησία, τήν ὃποια Ἐκκλησία, Ὀρθόδοξη Καθολική, Διαμαρτυρομένων, Ἀγγλικανῶν, τό πρόσωπο του  ἐπισκόπου δέν εἶναι ἓνας  δεσπότης ἀφέντης, ἓνας ἀργηγός, ἒνα ἀφεντικό, ἒνας στυγνός πολιτικός μέ διάθεση καταπιεστικῆς δύναμης, ἂλλά Πατέρας πού σέβεται τά παιδιά  του, πού διψάει γιά ἐλευθερία.

  Ὑστερόγραφο: Φυσικά ὑπάρχουν καί ἀφηγήματα ζωῆς κληρικῶν ὡς σάρκινων ἀνθρώπων, ὡς κανονικῶν ἀνθρώπων, πού ὑπάρχουν μέσα στό σῶμα τοῦ Λαοῦ στό Corpus Mysticum, πού εἶναι ποτισμένη ἡ ψυχή τους ἀπό τήν μυρουδιά τοῦ ἀγωνιζόμενου ἁπλοῦ καί φτωχοῦ ἀνθρώπου, μέ τά διλήμματα, τίς ἀμφιβολίες   καί τίς παλινδρομήσεις των.   Ποῦ εἶναι αὐτοί; μά κρύβονται.