της Ελισάβετ Δ. Δημοπούλου.
" Έθρεψε τα γονικά μου καρβουνασβεστάδων ρίζα, Γιώργης είναι τ όνομά μου, το μικρό χωριό μου Βίζα..."
'Οταν το δρολάπι της αρρώστιας φαρμακώνει το αίμα, τσακίζοντας και τα τελευταία φράγματα του ελέγχου, αφήνεται πια η ψυχή να παραδοθεί ανεμπόδιστα στο παραλήρημά της...
Απρίλης του 1896 ...στις 15...το ,, Γιωργί της Μιχαλιέσας,, σαρανταεφτά μόλις χρονών, αφήνει την τελευταία του πνοή ανάμεσα στους αφιλόξενους τοίχους του αθηναϊκού φρενοκομείου, θύμα κι αυτό μιας μοίρας τραγικής, μιας στυγερής λαίλαπας, που αφάνησε, σβήνοντας για πάντα το μυαλό τους, πολλούς εργάτες του ελληνικού λόγου...
"Τα λογικά τα αισθήματα μας είναι πολυτέλεια, βάρος...
και τα χαρίζουμε σε κάθε συνετό...
Κι ήταν ωραία, ως σύνολο, η αγορασμένη φίλη, στο δείλι αυτό του μακρινού πέρα χειμώνος,
όταν γελώντας αινιγματικά
μας έδινε τα χείλη
κι έβλεπε το ενδεχόμενο, την άβυσσο που ερχόταν..."' (Κ.Καρυωτάκης-Ωχρά σπειροχαίτη.)
"Της Θράκης τα χωριά πολλά...σαν τη Βιζώ κανένα..." Πρωτεύουσα του λαού των Αστών, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Στράβωνα, Ακρόπολη των βασιλιάδων της Θράκης, απ' τον καιρό του μυθικού Τηρέα, ταπεινό "πολίχνιον,, αργότερα,"κάστρον" το δωδέκατο αιώνα, ένα χωριό σημερινό χτισμένο απάνω στα λείψανα των αρχαίων χρόνων...η Βιζέ της Ανατολικής Θράκης.
Σ' αυτόν τον ευλογημένο τόπο, στα 1849,στις 8 του Μάρτη, πρωτάνοιξε τα μάτια του στο φως της ζωής ο τριτότοκος γιος του Μιχάλη Μιχαηλίδη-Σύρμα. Τούδωσαν το όνομα του βασανισμένου του παππούλη...Γιώργης...
Η μάνα του, η Δεσποινιώ, θετή κόρη του παππογιώργη και της Χρουσής... της "χατζίδαινας", γυναίκας σκληρής... Ο πατέρας του, ο Μιχαήλος, ξενοτοπίτης, καρβουνασβεστάς στην αρχή κι ύστερα πραματευτής, έχτισε σπίτι, παντρεύτηκε τη Δεσποινιώ, έκαμε παιδιά πέντε...με τραγική μοίρα σημαδεμένα...κι έφυγε από το μάταιο τούτο κόσμο νωρίς, από τύφο, αφήνοντας πίσω του την ορφάνια και τον παιδεμό. Ο πρωτογιός, ο Χριστάκης, αγροτικός ταχυδρόμος, αδικοσκοτώθηκε τριάντα χρονών...τον θάψανε κάτω απ' τη μηλιά της αυλής...τα δύο κορίτσια ...φύγανε κι αυτά, από βαριά μοίρα χτυπημένα, κι απόμεινε το Γιωργί, στου τραγικού αυτού κύκλου το κατάμεσο κι ο Μιχαήλος, το στερνοπαίδι, που κι αυτός χάθηκε νωρίς, τρία χρόνια πριν το Γιωργί, αφήνοντας πίσω του όμως ευλογημένα εγγόνια στη βασανισμένη του μάνα.
Η Δεσποινιώ, η Μιχαλιέσα, γιομάτη αγάπη, καλοσύνη και στοργή, αγράμματη, άβγαλτη, άπραγη, με χρυσάφι στην ψυχή της την καρτερία και την αξιοσύνη της στον αγώνα της ζωής, μια μάνα που θρήνησε νωρίς τα τρία της παιδιά και το χαμό του άντρα της, μια μάνα που δοκίμασε και την ανυπόφερτη θλίψη να ζήσει τυφλή δεκατέσσερα χρόνια και να ξεκληριστεί ολότελα στους χρόνους τους πικρούς της, τους στερνούς.
Κι ο Γιωργής πρωτοδιάβηκε τη ζωή του μέσα στο φτωχολόι της Βιζύης, ανάμεσα σε βοσκούς και σε ξωμάχους, μέσα σ ένα σπίτι που ολοένα θρηνούσε και για κάποια θανή.
"Εφοίτησα αυτόθι,, γράφει αργότερα για τον εαυτό του...,"εις το δημοτικόν σχολείον μετά πολλών διακοπών...δεν παρήλθε πολύς καιρός και απερχόμην εις τα ξένα..."
Έτσι, βρέθηκε στην Πόλη, δέκα μόλις χρονών, περήφανος που έμπαινε για πρώτη φορά "ως νεοσύλλεκτος του εσναφίου των ραπτών" κάνοντας ονείρατα θρεμμένα απ' τα παραμύθια του παππούλη του, πως κάποια βασιλοπούλα θα τον αγάπαγε τάχατες...ονείρατα που γοργά φυλλορόησαν κι απόμεινε μονάχα ο καθημερινός ο μόχθος κι η μονοτονία της άχαρης ζωής .
Αργότερα θα γράψει ο ίδιος ..."Προπάντων ήρχισα να απεχθάνομαι τον μάστορήν μου, καχεκτικόν γερόντιον...επιτηρών με ύπερθεν, μην τυχόν εκτείνω ολίγον τον μαργωμένον μου πόδα..."Γρήγορα όμως το... γερόντιον αποχαιρέτησε τη ματαιότητα
των γήινων κι ο Γιωργής βρέθηκε κάτω απ' τις στοργικές φτερούγες ενός Κύπριου εμπόρου, που τον ταξίδεψε μαζί του στην Κύπρο και...τι τύχη κι αυτή...τον γνώρισε στον τότε αρχιεπίσκοπο Σωφρόνιο.' Όμως, η Μούσα τον είχε αγγίξει ήδη με τ' αβρό της το χέρι...κι άρχισε δειλά τα πρώτα του στιχουργήματα...Ο δρόμος που τού δειξε ο ιεράρχης τον οδήγησε στο να φορέσει το ράσο του αναγνώστη, να θητεύσει στην καλογερική, "ευταξίας", με σκοπό να γίνει αργότερα κληρικός. Μα κείνο το ράσο ήταν φλογισμένο, σαν το χιτώνα του Νέσσου, που δεν θα τούκαιγε το κορμί, αλλά θα φλόγιζε, για πάντα, την ακαταμέτρητη πύρα της ποιητικής του καρδιάς...Και κάπου εκεί ξεπρόβαλε, πρωτόκλητος μουσαφίρης και παράφορος, ο παρθενογένητος έρωτας...την έλεγαν Ελένη ,κορίτσι γλυκό και μελαμψό, κάπου στα δεκατέσσερα...την πολιορκούσε με στίχους, γλυκόλογα και στεναγμούς σκαρφαλωμένος στο μοναδικό παραθύρι του κελλιού του...Αγάπη και ποίηση. Η παντοτινή του μοίρα...
Το ράσο του κατάντησε ανυπόφερτο πια. Ο ιεράρχης ταράχτηκε, τούβαλε σκληρό κανόνα...μα τον καταλάβαινε και τον αγαπούσε...Τον πήρε μαζί του στο Φανάρι, πάντα ρασοφορεμένο κι εκείνος λαχτάρησε να ιδεί τη μάνα του...τον καμάρωσε πολύ το γιο της η Μιχαλιέσα κι ολάκερο το χωριό αντάμα, ήταν άλλωστε...ο πρώτος καλαμαράς...
Επιστρέφει στην Πόλη και γράφεται στην Ιερατική Σχολή της Χάλκης. Οι δάσκαλοί του τον τιμούν και τον προστατεύουν. Ανάμεσά τους κι ο τυφλός ποιητής, ο Ηλίας Τανταλίδης, που γίνεται πια ο αληθινός του πνευματικός πατέρας. Με τη βοήθειά του τυπώνει τα πρώτα του ποιήματα..."Ποιητικά πρωτόλεια", πλημμυρισμένα απ' το γαλαζοπράσινο παράδεισο της Χάλκης και τα αισθήματα της ανυπότακτης καρδιάς του. Αν και...πρωτόλεια, τραβούν την προσοχή των φωτισμένων ανθρώπων σ’ αυτόν τον παράξενο...ιεροσπουδαστή.
Ο τυφλός τρυφερός δάσκαλος συστήνει τον αγαπημένο του μαθητή στη γυναίκα του εθνικού ευεργέτη Ανδρέα Συγγρού και στο...Μαικήνα της εποχής εκείνης, το Γεώργιο Ζαρίφη...ζάπλουτο τραπεζίτη κι ευαίσθητο άνθρωπο, που δηλώνει με περηφάνια, ότι..."από της ημέρας εκείνης ο Γεώργιος είναι γραμμένος μεταξύ των υποτρόφων του".
...Και κάπως έτσι τελειώνει η περίοδος της Χάλκης...η γόνιμη. Ο Γιωργής της Μιχαλιέσας είναι τώρα σωστός κύριος, φραγκοφορεμένος...χωρίς ράσο...Η λεύτερη σπουδή τον περιμένει συστηματικά, κύριος του εαυτού του πια, ένας παντοτινός κυνηγός της χίμαιρας, ένας ανικανοποίητος κι ονειροπόλος οδοιπόρος μιας ...αισχύλειας ζωής.
Μπροστά του η Αθήνα και το Γυμνάσιο της Πλάκας, στην τελευταία τάξη, εικοσιτεσσάρων χρονών...μεγάλος με ...μουστάκια. Κρατά στο σακούλι του ένα επικολυρικό ποίημα, τον "Κόδρο", όπου υμνεί την αυτοθυσία του πανάρχαιου βασιλιά της Αθήνας. Ξάφνου, καινούργιοι στίχοι αναβρύζουν και το ποίημα πλαταίνει, μεγαλώνει. Η Μούσα του τον οπλίζει με θάρρος και το στέλνει στο Βουτσιναίο ποιητικό διαγωνισμό του1874. Κι ο ...παντελώς άγνωστος Γεώργιος Βιζυηνός βραβεύεται και το ποίημα αφιερώνεται, με απέραντη ευγνωμοσύνη, στο Ζαρίφη με την αστείρευτη ανοιχτοχεριά.
Το ποίημα ξεσηκώνει αντιλογίες σοβαρές κι ο ποιητής πικραίνεται. Ρίχνεται στην εύκολη στιχουργία, την αισθηματική, τη σκωπτική, την περιγραφική...σωριάζοντας πλήθος τα χειρόγραφα...Το πολυπόθητο χαρτί του Γυμνασίου είναι πια στα χέρια του και γράφεται στη Φιλοσοφική σχολή.
" Φοιτητής παράξενος...κατατομή ιδιαζόντως ανατολική, οφθαλμοί λοξοί ως Κινέζου, φρύδια καμαρωτά, λοξά, κατάμαυρα, φυσιογνωμία μικροσκοπική, αλλά με εξογκωμένα μήλα ρουμελιώτου πρόσφυγος...''
Μπροστάρης, αντάμα με το συμφοιτητή του Νικόλαο Πολίτη, στους αγώνες του φοιτητικού κινήματος για βελτίωση της ποιότητας των σπουδών στο Πανεπιστήμιο.
Η σχολή τον απογοητεύει... απουσία έμπνευσης...μετριότητες, μωροφιλοδοξίες, στείρες ατέρμονες συζητήσεις γύρω από τις λέξεις...εμμονές...ουσία καμία. Η απόφασή του, πάντα με τη στήριξη του προστάτη του, να αναζητήσει σπουδές στα ξένα...Οκτώβρης 1875...Γοτίγγη Γερμανίας. Στο...,σαν ξένο απ' όλη την πορεία της τέχνης του και σαν προφητικό της κατοπινής τραγικής του μοίρας, διήγημα "Αι συνέπειαι της παλαιάς ιστορίας" περιγράφει, αυτός ο ηλιόχαρος, την παγωνιά του γερμανικού χειμώνα..." Τον πρώτον εν Γερμανία χειμώνα μου τον είχον διέλθει εν πέντε σισύραις εγκεκορδυλημένος και όμως πάντοτε ριγών και χουχουλίζων..."
Παράλληλα με τις πανεπιστημιακές του σπουδές ζει έντονη κοσμική ζωή, στην οποία και βρίσκονται τα σπέρματα της εγκεφαλικής του, αθεράπευτης αρρώστιας, που θα τον χτυπήσει αργότερα...
Απερίσπαστος από έγνοιες αφοσιώνεται στις σπουδές του, ανάμεσα σε Γοτίγγη και Λειψία. Τα πιο σπουδαία, τα πιο φωτεινά μυαλά της εποχής...οι δάσκαλοί του. Σπουδάζει ελληνική σύνταξη, Λατινική γραμματική, ερμηνευτική και κριτική των κειμένων, ιστορία της φιλοσοφίας και λογική, φιλοσοφία της θρησκείας, ηθική, ψυχολογία, ιστορία της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας και γλωσσολογία, ανθρωπολογία, ιστορία της αρχαίας ελληνικής τέχνης και αισθητική, ρυθμική, δραματολογία ... Παρακολουθώντας την πνευματική ζωή της Γερμανίας, γράφει μανιωδώς μελέτες...ψυχολογικές, φιλοσοφικές, λαογραφικές, άρθρα για εγκυκλοπαιδικά λεξικά, μεταφράζει μπαλάντες, αλλά, πάνω απ' όλα, ποιήματα στα ελληνικά. Σχηματίζεται έτσι, με μόχθο, (1876) ολόκληρη συλλογή "Αραις, μάραις, κουκουνάραις",(αργότερα θα την ονομάσει...Βοσπορίδες αύραι...)Τη στέλνει στο Βουτσιναίο διαγωνισμό και...βραβεύεται πάλι...Την επόμενη χρονιά οι "Εσπερίδες" του θα κερδίσουν έπαινο. Αρχίζει να διατηρεί ζωντανούς τους δεσμούς με τη λογοτεχνική κίνηση του τόπου του . Η φήμη του μεγαλώνει.
Γυρίζει στην Ελλάδα...ένας άλλος άνθρωπος πια. Ενδιαφέρεται τώρα για τη μουσική. Προσπαθεί να συλλάβει την ουσία του έργου του Βάγκνερ...βυθίζεται στα βιβλία του Νίτσε, του υμνητή του " εγώ", που βρίσκουν ζεστόν αντίλαλο στο...ήδη υπερτροφικό ,,εγώ,, του Βιζυηνού, αυτού του ,,εγώ,, με την τραγική μελλούμενη διάσπασή του...
Σειρά έχει το προσκύνημα στο λατρεμένο του χωριό, την αγκαλιά της μάνας του, τον τάφο του τρυφερού του δασκάλου στη Χάλκη, τον ασπασμό ευγνωμοσύνης του τρεμάμενου χεριού του ευεργέτη του.
Ανήσυχος πάντα κι ακούραστος ξαναβρίσκει τη φοιτητική ζωή της Γερμανίας...ετοιμάζει τη διδακτορική του διατριβή..."Το παιχνίδι υπό έποψη ψυχολογικήν και παιδαγωγικήν", που δημοσιεύεται στη Λειψία.
Η ψυχόρμητη φιλομάθειά του οδηγούν τα βήματά του στο Παρίσι, όπου γνωρίζει το Δημήτριο Βικέλα. Ζει τη στερνή περίοδο του ρομαντισμού και του αποστεωμένου κλασικισμού. Το ρεαλιστικό και ψυχογραφικό μυθιστόρημα του ανοίγουν άλλους, πρωτόγνωρους ορίζοντες. Η τέχνη του γίνεται διεισδυτική. Αρματωμένος πια με τέτοια ψυχολογική και φιλοσοφική κατάρτιση ρίχνεται με πάθος στον...εσωτερικό άνθρωπο, μεταμορφώνεται σε διηγηματογράφο, χωρίς να παραβλέπει και τους στίχους του. Γράφει το πρώτο του σημαντικό διήγημα, "Το αμάρτημα της μητρός μου", ακουμπώντας σ' αυτό, με εικόνες απαράμιλλες, την προσωπική του οδύνη και το συντριμμό της μάνας του για την τραγική μοίρα της πρωτότοκης αδερφής του. Παράλληλα δημοσιεύεται η ποιητική συλλογή του "Ατθίδες αύραι".
Ο Βικέλας τον προτρέπει να στέλνει τα γραπτά του στον εκδότη της εφημερίδας " Εστία''.Έτσι, (1883)δημοσιεύονται το "Αμάρτημα της μητρός μου", το "Μεταξύ Πειραιώς και Νεαπόλεως" και το "Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου".
Ο ποιητής γυροφέρνει την πένα του, με τη φλόγα της ψυχής του, στα ονείρατα που γίνονται πραγματικότητα. Κι έρχεται το φοβερό άγγελμα. Ο μεγάλος του ευεργέτης δεν είναι πια στη ζωή...
1884...Ανάγκη τώρα μεγάλη...η βιοτική...
Η Αθήνα τον υποδέχεται ...κι εκείνο το παιδί το μουδιασμένο, το άπραγο, που ξέρει μονάχα να φορτώνεται με ενθουσιασμούς και θυμούς, ξαναγεννιέται μέσα του παντοδύναμο. Γράφει με μανία...ποιήματα, διηγήματα, μελέτες...Διορίζεται καθηγητής στο Βαρβάκειο.
Καινούργιο όνειρο ταρακουνάει το "είναι" του...αυτό της υφηγεσίας, μια πολύτιμη μελέτη..."Η φιλοσοφία του καλού παρά τω Πλωτίνω".Στόχος του η καθηγητική έδρα. Δεν κερδίζει όμως τελικά την έδρα κι ούτε φυσικά το μισθό που θα τη συνόδευε...Θλίψη κι απογοήτευση...Δημοσιεύονται όμως "Άι συνέπειαι της παλαιάς ιστορίας" και "Το μόνον της ζωής του ταξίδιον".
Ο Γιωργής της Μιχαλιέσας, ο καθηγητής Γεώργιος Βιζυηνός, δεν παραδίνεται. Γράφει μελέτες, σχολικά βιβλία, παιδικά αναγνώσματα...τα αφιερώνει στη φιλοσοφική σχολή, νομίζοντας ότι μπορεί να αγγίξει τις πετρωμένες από τη φιλαυτία καρδιές. Η στενοκεφαλιά, η συναλλαγή, η σφαλιστή καρδιά δεν μπορούν να ...φιλοξενήσουν μια φυσιογνωμία σαν το Βιζυηνό. Αυτός, που είχε τα φτερά ορθάνοιχτα, αρχίζει να νοιώθει αποτυχημένος, παραγνωρισμένος ...η οικονομική του κατάσταση οικτρή... Κυκλοφορεί πια ανάμεσα στους λόγιους, αν και στην ύστερη περίοδο της πρώτης Αθηναϊκής σχολής...οι λόγιοι βρίσκονται σε κατάσταση μαρασμού ...Η μεγάλη γενιά του Παλαμά ετοιμάζεται. Δεν έχει γιγαντωθεί ακόμα η πένα του ποιητή της "Ασάλευτης ζωής"...
Στα επόμενα εννιά χρόνια η ζωή του Βιζυηνού...θα δέρνεται και θα σέρνεται...Γυρίζει πια στο χωριό του. Η πικρή αρρώστια, η ανομολόγητη, που θα τον οδηγήσει πρόωρα στον τάφο, αρχίζει και θεριεύει μέσα του. Το παραλήρημα της μεγαλομανίας, που είναι συνήθως η πρώτη φάση του ξεσπάσματος αυτής της αρρώστιας, που παίρνει σε άλλους σύμβολα σπουδαίων αξιωμάτων, στο Βιζυηνό έχει για μοτίβο... το "μέταλλο". Έτσι λέγανε στην οικογενειακή τους γλώσσα ένα υποτιθέμενο μεταλλείο χρυσού...
Δεν ήταν η δίψα του πλούτου, που φέρνει και ξαναφέρνει στο νου του το μοτίβο του " μετάλλου", αλλά ο πόθος της ανεξαρτησίας ενός εργάτη της τέχνης, που μόλις έχασε το συμπαραστάτη του, αυτόν με τη γενναία ψυχή και την ανοιχτωσιά του μυαλού του. Οι στοιχειώδεις ανάγκες της ζωής στη στυγνή τους μορφή ...κι έτσι το παραλήρημα του τρελού μας δίνει όλο το εσώτερο δράμα του γνωστικού.
Μια ψυχή τρυφερή, που στην απόγνωση της πάλης με την Ανάγκη αρπάζεται απ' την ιδέα του "μετάλλου," για να μπορέσει να φέρει με αξιοπρέπεια στο φως τα πλούτη του...άλλου" μετάλλου" που έχει μέσα του...τους θησαυρούς αυτής της ίδιας της ψυχής του .Η βασανισμένη μάνα του λαχτάριζε κάθε φορά που τον έβλεπε, με τις μπότες και τη μούκια, το θρακιώτικο σκούφο και τη χοντρή γουνοφοδραρισμένη του ζακέτα να φεύγει για τον άγριο τόπο, για τα βουνά...να ψάξει για το ''μέταλλο''...Πόσο μαύρο ήταν όμως το σύγνεφο που τύλιξε την απαλή ψυχή του, όταν όλες οι δραματικές του προσπάθειες αποδείχτηκαν άκαρπες....Δε μπορεί πια να θρέψει ούτε τη μάνα του...κι εκείνη θα τυφλωθεί απ' το κλάμα σαν μάθει το τραγικό ναυάγιο του παιδιού της...
Απ' την άλλη μέρα κιόλας οι δανειστές του αρχίζουν να βγάζουν στο σφυρί τα πενιχρά υπάρχοντά του και τα πολύτιμα, πάμπολλα και ποικιλόμορφα χειρόγραφά του. Κι έτσι τραγικά χάθηκε κι η ""Διαμάντω", η τραγωδία του, που ήταν το πιο πολύτιμο απ' τα έργα του, στην τεκμηρίωση και ολοκλήρωσή τους.
1890...αρχίζουν να τον ταλαιπωρούν αφόρητοι πόνοι σ 'ολόκληρο το κορμί. Δεν μπορεί να κοιμηθεί, δεν μπορεί να δουλέψει τη γη... "Νόσημα των κινητικών και αισθητικών νευρώνων των κάτω άκρων" ...η διάγνωση,...αλλά η τραγική αλήθεια βρίσκεται στην εξέλιξη της φαρμακερής του αρρώστιας.
Γυρίζει στην Αθήνα...Ο αγώνας της βιοτής πάντα παρών και σκληρός. Διορίζεται καθηγητής ρυθμικής και δραματολογίας στο Ωδείο Αθηνών.
Κι ύστερα...έρχεται ο έρωτας...ένας αλλιώτικος έρωτας, τρελός, παθιασμένος, ανεξέλεγκτος για ένα άπλερο κοριτσάκι δέκα χρονών, μαθήτριά του στο Ωδείο. Μπετίνα Φραβασίλη τ' όνομά της...Όλο το πάθος του ποιητή συμμαζώνεται, ολάκερη η στοργή του, ολάκερη η αγάπη του...οι επιστημονικές ανησυχίες παραμερίζονται...Είναι ευτυχισμένος... μέσα στο θολό πια μυαλό του ακροβατούν ονειροφαντασιές, ο καλπασμός της αρρώστιας ξέφρενος, αδυσώπητος...
Λέει στη μάνα του παιδιού ότι η τύχη τον ευνόησε με μεγάλο πλούτο και ζητά να παντρευτεί το αγνό κοριτσάκι..Η μητέρα αποσβολωμένη τον διώχνει .
Σε λίγες μέρες ξαναεμφανίζεται με άμαξα και προσπαθεί να αρπάξει με τη βία το άδολο πλάσμα...σκηνές αρχαίας τραγωδίας...σε λίγο ...ψυχίατρος και αστυνόμος θα μπουν στο σπίτι του ποιητή και θα τον αντικρύσουν ολόρθο, αλλόφρονα, ντυμένο γαμπρό, ανθοστολισμένο, καρτερώντας τη "νύφη", στη μέση τραπέζι με λαμπάδες, γύρω κεριά αναμμένα...
Θέαμα θλιβερό...τραγικό...ο γιατρός " προτείνει" να γίνει ο " γάμος" στην εξοχή ...
κι ο περισπούδαστος λόγιος, ο καθηγητής Γεώργιος Βιζυηνός, ο Γιωργής της Βίζας βρίσκεται στο φρενοκομείο...
Όσοι του παραστάθηκαν σ αυτήν την τραγική στιγμή, περιγράφουν με συντριβή και πλατωνική λιτότητα την εικόνα του ποιητή ..."η ματιά του παντού επρόφθανε, είχεν ωχράν την όψιν και φυσιογνωμία εξηγριωμένην, έδειχνε πως χορός ολόκληρος ιδεών γυρίζει στο κεφάλι του. Απήγγελεν ακατάπαυστα..." Ήταν 14 Απρίλη του 1892 .
Μετά από τέσσερα ακριβώς χρόνια, στις 15 Απρίλη του 1896 ...η προϊούσα γενική παράλυση, συνοδευόμενη από φαινόμενα κινητικής αταξίας, θα δώσουν το οριστικό τέλος στο μαρτύριο του μεγάλου αυτού εργάτη του Λόγου. Ωστόσο στα ...διαλείμματα "ευφροσύνης", όπου ξανάβρισκε ο δύσμοιρος τον εαυτό του, ξαναθυμόταν την τέχνη, την ποίηση... Κι εκεί, ανάμεσα στους παγερούς τοίχους του φρενοκομείου, θα γραφτούν οι πιο συγκλονιστικοί στίχοι της πικρής ζωής του.-"το φάσμα μου".. μια μοναδική ομολογία, ένα σύγκορμο τράνταγμα της λαβωμένης του καρδιάς.
" Σαν μ' αρπάχτηκε η χαρά
που εχαιρόμουν μια φορά,
έτσι σε μιαν ώρα,
μες σ αυτή τη χώρα
όλα αλλάξαν τώρα...
Κι από τότε που θρηνώ
το ξανθό, το γαλανό
και ουράνιο φως μου,
μετεβλήθη εντός μου
κι ο ρυθμός του κόσμου..."
Ακόμα και τότε, τη στερνή ίσα-ίσα στιγμή, την πιο κορυφαία του δράματος, η τρυφερή ψυχή του ποιητή δεν αδίκησε κανέναν. Δικό του το φταίξιμο...δικιά του κι η Μοίρα....
Κείνο που πασχίσαμε με ταπεινότητα σε τούτες τις αράδες ,είναι να φυτέψουμε ένα μικρό σποράκι στις ψυχές όσων τις διαβάζουν, ώστε να νοιώσουν βαθιά την ανθρωπιά του Βιζυηνού, την απλή και μεγάλη του καρδιά, τη γεμάτη φλογερή αγάπη για τον άλλον, την πίστη του στο Θεό, την αληθινή του χριστιανοσύνη, που τον έκανε να...λειτουργιέται συχνά στο καμαράκι του ολομόναχος, κάνοντας ο ίδιος και τον ιερέα και τον ψάλτη. Είναι το ζωντανό παράδειγμα του πνευματικού ανθρώπου, που ενώ ήρθε σε επαφή με την υψηλή ευρωπαϊκή παιδεία, έμεινε πιστός στη παράδοση της φυλής του και κράτησε την ψυχή του ελληνική κι αμπόλιαστη από κάθε ξενική κι αταίριαστη επίδραση.
Προσεγγίζοντας με ευλαβική κριτική ματιά, πάντα με τα μέτρα της εποχής του, το ποιητικό έργο του Βιζυηνού, θα λέγαμε, ότι φανερώνει διάπλατα την παιδική του ψυχή κι είναι άλλοτε λυρικό, άλλοτε νοσταλγικό, άλλοτε τρυφερό και παιχνιδιάρικο κι άλλοτε πονεμένο και μελαγχολικό. Θα τολμούσαμε να εκφράσουμε τη σκέψη, οτι το...αβράβευτο κομμάτι της τέχνης του δείχνει όλο το μέτρο της αξίας του. Εδώ είναι ολότελα ...ελλαδικός και φωτεινός. Η ειλικρίνειά του απόλυτη, γδύνει το στίχο του από κάθε στολίδι. Κανένα φούσκωμα, καμιά ρητορική, κανένα φτιασίδι. Στις στροφές της ποίησής του μπορείς να μετρήσεις τους χτύπους της καρδιάς του. Ο ποιητής, στη δεύτερη ποιητική του περίοδο, μπαίνει στο πραγματικό νόημα του δημοτικού ποιητικού λόγου...οι στίχοι του πια δεν είναι για ...λογοτεχνικά σαλόνια, ταιριάζουν πιότερο στο στόμα του ξωμάχου. Είναι μια έκφραση της νοσταλγίας της αγαπημένης του Βίζας.
Οι περισσότεροι κριτικοί αποδίδουν την κολοσσιαία αυτή μεταβολή στην ποίηση του Βιζυηνού-πέταγμα οριστικό της καθαρεύουσας και απολύτρωση απ' το φαναριωτισμό-στο συναπάντημά του με το σοφό Κερκυραίο πρεσβευτή της Ελλάδας στο Λονδίνο. Αυτός του άλλαξε τους ορίζοντες, δείχνοντάς του το δρόμο του Σολωμού...Αυτός ήταν κι ο ...θησαυρός που έφερε μαζί του ο ποιητής απ' το Λονδίνο.
Κι όμως, το Βιζυηνό τον άλλαξε κυρίως η ξενητιά...Η θερμή πνοή της νοσταλγίας παραμερίζει το...σοφό της μεγάλης πολιτείας κι ο ποιητής ξαναγίνεται..."το Γιωργί της Μιχαλιέσας"...Άνθρωποι,τόποι,πανηγύρια,χαρές,λύπες,ιστορίες,καημοί,αγάπες,
θάνατοι, ακόμα κι η γιαγιά που " είδε" τον τελευταίο Παλαιολόγο, είναι δικά του, δεν είναι πλάσματα της φαντασίας.
" Τον είδες με τα μάτια σου γιαγιά το Βασιλέα,
ή μήπως και σε φάνηκε σαν όνειρο,
σαν παραμύθι τάχα;...
Απέθανε γιαγιά;...Ποτέ παιδάκι μου...κοιμάται...
Και θάρθη...ναι γιαγιάκα μου;...Θαρθή παιδί μου...θάρθη..."
Ο Βιζυηνός γράφει δημοτικά και στιχουργεί θρακιώτικα, με μια ψυχόρμηση που συγκινεί κι ευφραίνει με την τρυφεράδα της.
Κι είναι πια η ώρα να σκύψουμε στην τεράστια προσφορά του Βιζυηνού στα ελληνικά γράμματα ...την πεζογραφία. Η σπουδή του στην ψυχολογία και το ρεαλιστικό ψυχογραφικό μυθιστόρημα της Ευρώπης, (και κύρια στο έργο του Ίψεν), τον κάνουν να παρατηρεί τους ανθρώπους με σιγουριά, να τους ερευνά, να διαγράφει τους χαρακτήρες τους. Δουλεύει με ασφάλεια, όπως ένας ώριμος τεχνίτης. Τα διηγήματά του, απαράμιλλα μνημεία δραματικής τέχνης ,είναι αυτά που του χάρισαν τον αιώνιο στέφανο του πρωτοπόρου στον νεοελληνικό αφηγηματικό λόγο.
Κι ενώ ο πεζός του λόγος είναι στην καθαρεύουσα, όμως σε μια καθαρεύουσα...δουλεμένη, ζωντανή, οι διάλογοί του είναι γραμμένοι στη δημοτική, γιατί η δραματική αλήθεια επιβάλλει να μιλά ο κάθε ήρωας τη γλώσσα των γονιών του και του τόπου του. Ο κόσμος των ηρώων του φωτίζεται με ανθρωπιά κι ευαισθησία...Πρωτοφαίνεται το ψυχογράφημα στο αφηγηματικό είδος. Ο δρόμος πια για τον Παπαδιαμάντη ...έχει ήδη στρωθεί...
Όλα του τα διηγήματα έχουν "ερμηνέα" κι είναι πάντα ο ίδιος ο Βιζυηνός. Είναι παρών σε κάθε του φράση, σε κάθε του λέξη...ακούς την ανάσα του. Κι είναι αυτός που τεχνουργώντας, πράττει και πάσχει μέσα στην ανυπέρβλητη εικόνα, την πιο χειροπιαστή...την ίδια τη ζωή του.
Στα διηγήματά του, το μικρό του χωριό γίνεται...ο ομφαλός της γης, με κέντρο τη φαμίλια του και τραγική θεότητα τη μάνα του ,τη μαρτυρική Μιχαλιέσα. Όλος του ο κόσμος, που κινείται στις αισθήσεις και το μυαλό του, είναι χρωματισμένος απ' τα πάθη αυτής της μάνας. Τα ιστορήματά του περνούν πρόσωπα, τοπία, καταστάσεις, ιδέες, ονείρατα, γεγονότα, περιπέτειες...όλα μεταφέρονται με τ' όνομά τους ατόφια κι εκπέμπουν ένα αλλόκοτο, μυστηριακό φως, κάτω απ' τη ζοφερή σκιά της πραγματικότητας, κάτι ...σαν το ανατολίτικο " κισμέτ", που συγγενεύει τόσο με τις κόρες της Νύχτας...τις Μοίρες...
Το μόνο του διήγημα που παρατηρεί τον Τούρκο είναι ο "Μοσκώβ Σελίμ", που το έγραψε στα 1895 στο φρενοκομείο και το κρατούσε σφαλιστό στο συρτάρι του.
16 Απρίλη του 1896... Η εφημερίδα "Ακρόπολις",, γράφει:
"Την πρωίαν χθες απέθανεν εις το Δρομοκαίτειον Φρενοκομείον ο γλυκύτατος ποιητής των "Ατθίδων αυρών" Βιζυηνός. Εξέπνευσεν ήρεμα, αφού συγκατετέθη να μεταλάβει των Αχράντων Μυστηρίων..."
Η κηδεία του έγινε στον Αη Γιώργη τον Καρύτση...δημοσία δαπάνη. Οι Θρακιώτες αδελφοί του τον αποχαιρέτησαν με σκυφτό και ασκέπαστο το κεφάλι...
Κι αργότερα, στο Α' Νεκροταφείο ...θ' ακουστεί ο επιτάφιος θρήνος του Παλαμά, που τιμούσε, όπως μόνο εκείνος γνώριζε, αυθόρμητα κι αληθινά, δίχως προσποίηση κι ιδιοτέλεια, τους μεγάλους εργάτες του Λόγου...
Πέτρινο το μνήμα, απέριττο, στολισμένο παντοτινά με τους μελαγχολικούς στίχους, την τρυφερή ύστατη λαλιά του ποιητή..
" ΚΑΙ ΜΟΝΑΧ' ΑΝΤΗΧΟΥΝΕ
ΣΤΗ ΜΑΥΡΗ ΣΙΓΗ,
ΤΑ ΠΙΚΡΑ,ΤΑ ΠΙΚΡΑ ΜΟΥ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ"
....ΚΑΙ ΚΑΤΙ...ΣΑΝ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ...
Ο μεγάλος Θρακιώτης εργάτης της Τέχνης, το "Γιωργί της Μιχαλιέσας", αυτό το ανικανοποίητο, ξεγελασμένο, πονεμένο, φτωχό και καλοσυνάτο παιδί, που η ζωή του και το έργο του στάθηκαν στυφός καρπός, άλλοτε ειδυλλιακής κι άλλοτε εφιαλτικής φαντασίας, υπήρξε για μένα, σ’ όλη μου τη ζωή, ένα απάνεμο λιμάνι, ένα αγκυροβόλι της ψυχής μου, κάθε φορά που δυνάμωνε η φουρτούνα μέσα της...
Σκαρφαλωμένη στο μεγάλο δέντρο της αυλίτσας μας, αυτό με τη σκοινένια κούνια και την κουρελού, παιδί άβγαλτο, ατίθασο κι ονειροπόλο, έφηβη με το σεισμοσάλεμα του νου και των αισθήσεων, στη νεότητα με τον αγώνα της γνώσης και την αρχή της βιοπάλης, στην ενήλικη ζωή και την επαγγελματική πορεία, ακόμα και τώρα...στο "απόμαχον",η ψυχή μου αποζητά τις ατόφιες του αλήθειες υφασμένες πάνω στο στημόνι της πλατιάς αφήγησης. Αποζητώ την ιδιότυπη λαλιά του, συνταίριασμα της βαθιάς του παιδείας και της αιώνιας παιδικότητάς του, ακουμπισμένης στις μνήμες του τόπου του.
Η λαχτάρα μου να ιστορήσω στο χαρτί τον αγώνα, το αποθησαύρισμα της ψυχής και την τραγική μοίρα του φτωχόπαιδου της Βιζύης ήταν πάντα παρούσα στη σκέψη μου και σήμερα, σαν ανάγκη πια επιτακτική, γίνεται πράξη.
Στα σταυροδρόμια της ζωής μας, άλλοτε ανταμώνουμε κι άλλοτε αποχαιρετάμε ανθρώπους, που η Ειμαρμένη τους έσπρωξε ως εκεί, πότε για να φωτίσουν τα σκοτάδια μας με το φως τους και πότε για να μας διδάξουν τον τρόπο να αντιπαλέψουμε τη σκληράδα αυτού του κόσμου...
Σ 'έναν τέτοιον άνθρωπο, συντοπίτη του Βιζυηνού, είναι χάρισμα ψυχής τούτες οι αράδες, κάτι σαν...αντίδωρο, μιας και σημάδεψε τη ζωή μου, με το πρώτο φτερούγισμα της καρδιάς, δυναμωμένο με τη θέρμη της δικής του ψυχής και την άδολη τρυφεράδα της ματιάς του...
ΠΗΓΕΣ: 1.Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Λίνου Πολίτη 2.Απομνημονεύματα Ηλία Τανταλίδη.
3.Μελέτες Κ.Παλαμά και Σ.Μελά.
4.Διαδίκτυο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου