Παρασκευή 11 Απριλίου 2025

Στοῦ ἒρωτα τήν Ἐρυθρά θάλασσα.

 

«Πλῆθος νερά νά σβήσουν τήν ἀγάπη δέν μποροῦν κι οὒτε μποροῦν ποτάμια νά τήν πνίξουν». Ἆσμα  Ἀσμάτων 8,7

 Δέν ὑπάρχει ἂνθρωπος πού νά μήν ἐρωτεύεται, πού νά μήν  βασανίζεται. Κάποιοι τό ἀπωθοῦν καί ὑποφέρουν, καί ἂλλοι, προσέρχονται ἐκουσίως, ἐν γνώσει τῆς μέλλουσας ταλαιπωρίας,  παγερά ἀδιάφοροι γιά τἠν καραδοκούσα βάσανο.  

  Ὁ καθηγητής Ψυχιατρικῆς Mehl στό μάθημα τῆς Ψυχανάλυσης, ἒλεγε στούς φοιτητές κοινωνιολογίας καί ψυχολογίας τοῦ Στρασβούργου: «Δικαίωμα γιά τήν ἂσκηση τῆς τέχνης τῆς ψυχιατρικῆς ἒχει ὃποιος ἢ  ὃποια διακατέχεται  ἀπό  τήν ἒμφυτη ἱκανότητα νά διακρίνει ἀπό τό  βάθος τοῦ ἀναστεναγμοῦ καί τήν συχνότητά του, περί τίνος πρόκειται. Πρόκειται γιά καημό έρωτικό, καημό πίκρας ἐρωτικῆς, στενοχώριας ψυχικῆς, ἀνέχειας, προβληματισμοῦ φιλοσοφικοῦ, διαφορετικά ἂς διαλέξει  ἂλλο ἐπάγγελμα».

  Ὁ ἐρωτικός  λόγος, ποιητικός καί πεζός, ἐξεικονίζει πυρφόρο τόν ἒρωτα. «Καίγομαι καί σιγολιώνω…». Ὁ καημός κατάγεται ἀπό τό καίω, ἀπό  τόν ἀόριστό του. Γενικά καημός ὃποια καί ἂν εἶναι ἡ αἰτία του. Εἰδικά ὃμως ἡ ἀγάπη, ἡ τερπνή καί ἡ στενόχωρη, δέν  μπορεῖ παρά να εἶναι πύρινη, καί ἒτσι ἀκριβῶς ἒχει τραγουδηθεῖ  σέ ὃλες τίς ἐποχές τής ἱστορίας.

  Ἡ βιοχημεία καί οἱ νευροεπιστῆμες, γράφει ἡ Ἂννα Λιδάκη, στό βιβλίο της, Ἀναζητώντας τό χαμένο παράδειγμα, ἒχουν μελετήσει τό φαινόμενο τῆς ‘‘φλόγωσης’’ τῶν ἐρωτευμένων καί τήν χημεία τοῦ ἒρωτα καί μᾶς ἐξηγοῦν γιατί  ἡ καρδιά παρουσιάζει ταχυπαλμία, φτερουγίσματα λέμε,  πού προκαλεῖ ὑπεραιμία, ὃταν ἀντικρύζουμε τό πρόσωπο πού μᾶς ἐνδιαφέρει  ἐρωτικά.

  Καί ἡ ψυχανάλυση και ἡ φιλοσοφία καί ἡ λογοτεχνία ἒχουν νά ποῦν πολλά γιά τό μυστήριο τοῦ πύρινου ἒρωτα. Ἀλλά ἒρχεται φυσικό νά φαίνονται λίγα καί νά ἠχοῦν ἀνίσχυρα κάθε φορά πού παίρνει φωτιά μιά καρδιά. Ἡ ποίηση τραγουδισμένη καί μή, στοχαστική καί «ἀφελής», κάθε ἐποχῆς καί κάθε τόπου, εἶναι τό δύσκολο ἐγχείρημα νά δοθεῖ  σχῆμα καί φωνή εἲτε στήν ἁγία  φλόγα πού ἀνάβει στά γενέθλια ἑνός ἒρωτα εἲτε στήν στάχτη πού ἀφήνει πίσω της· στάχτη τοῦ ζευγαριοῦ ἢ στάχτη τοῦ ἑνός μόνο μέλους της.

  Σέ ὃλες τίς γλῶσσες ὃταν προσπαθεῖ ὁ ἂνθρωπος νά  ἐκφράσει ἒντονο πάθος, χρησιμοποιεῖται αὐτή ἡ μεταφορά· προφανῶς  ὁ ἒρωτας καίει παντοῦ τό ἲδιο. Γιά παράδειγμα, ὃταν μιλᾶμε γιά τήν Κάρμεν λέμε ὃτι εἶναι φλογερή… Εἶναι νομίζω χαρακτηριστικό τό γεγονός ὃτι ἡ λέξη ‘‘γιάκ’’ στήν  γλώσσα τῶν Τσιγγάνων, χρησιμοποιεῖται μέ δύο σημασίες: γιά νά δηλώσει τήν ἐρωτική ματιά   καί τήν φωτιά.   

Τό μοτίβο τῆς φωτιᾶς ἀπαντᾶ σέ πολλές τίς περιοχές και σέ ὃλες τίς ἐποχές. Ἀπό τόν ἀποθησαυρισμό τοῦ Παντελῆ Μπουκάλα στό μνημειῶδες ἒργο του «Κόκκιν’ ἀχείλι ἐφίλησα», 843 σελίδες, ἐκδ. ΑΓΡΑ, δανείζομαι τίς παρακάτω γραμμές:

Αὐθόρμητο ξεχείλισμα τοῦ παράπονου μιᾶς ἀπαρνημένης κόρης:

 Τήν φλόγαν, τήν πολλήν πυράν, τήν ἒχει ἡ καρδιά μου

τίς νά τήν σβέση δυνηθῆ καί νά ’ν’ παρηγοριά μου;

Ἀλλά στήν ἀγάπη δέν χωροῦν παράπονα. Ὃλοι εἲμαστε προειδοποιημένοι:

Ἡ ἀγάπη ἒννεν πωρικόν νά φᾶς καί νά σοῦ μείνει,

μά ἐν λαμπρόν μές στήν καρκιάν π’ ἀφταίνει σόν καμίνι. (λαμπρόν: φωτιά, ἀφταίνει: ἀνάβει)

Τά πάθη  τῶν ἐρωτοπυρόπληκτων στά Τζουμέρκα:

Αὐτό τό ἂχ! νά μοῦ ’βγαινε ἀπ’ τῆς καρδιᾶς τά φύλλα,

θέλα καιγόταν ὁ ντουνιά  χωρίς φωτιά καί ξύλα. 

Δύο καυτές κρητικές μαντινάδες:

Ἀπ’στῆ καρδιᾶς μου τή φωτιά μιά λάβρα θά ὁρμήσει,

δέντρα, βουνά, δάση, κλαδιά, ὃλα θά τά κεντήσει.

Καίγομαι κι ἂθος γίνομαι,, ὡς καίγεται τ’ ἀπύρι,

γιά σέ  ψηλομελαχρινή, κι ὂχι γι’ ἂλλης χατίρι. (ἂθος: στάχτη,<αἲθω, καίω, λάμπω,< αἰθάλη).

  Τί κάνει ἡ λυγερή ἀφοῦ πυρπολήσει τόν ἂντρα πού τήν ποθεῖ; Ὁρισμένες ἀπό τίς πιθανές ἐπιλογές τίς ἒχουν τραγουδήσει ἐπώνυμοι καί ἀνώνυμοι λόγιοι Φαναριῶτες   ἀλλά καί λαϊκοί μαντιναδόροι. 

Παγερή ἀδιαφορία, καί  ἀπομάκρυνση ἀπό τό πεδίο τοῦ πόνου:

Ἀφοῦ μ’ ἂψες τή φωτιά, ἒφυγες κι ἂφησές με,

μηδέ Θεό φοβήθηκες μηδ’ ἐλυπήθηκές με.

Ἀπήτις μ’ἂψες τή φωτιά τοῦ διπλοκακομοίρη,

οὒτε στήν πόρτα βγαίνεις μπλιό οὒτε στό παραθύρι.

Στάση  δεύτερη, τό χαιρέκακο ἢ σαδιστικό χάζι ἀπό ἀπόσταση ἀσφαλείας:

Ἀπήτις μ’ ἂψες τή φωτιά, ἐσέρθηκες ὀπίσω

κι ἒκανες τό σεΐρι σου ἲντα λογῆς θά σβήσω

Στάση τρίτη, ἡ ὑποκριτική συμπόνια, φαρισαϊκά πυροσβεστική:

Ἀπήτις μ’ ἀψες τή φωτιά, ἢπιασες τό λαήνι

καί κάνεις πώς τή λαντουρᾶς, μά κείνη μπλιό δέν σβήνει. (λαντουρῶ: καταβρέχω).

Στάση τέταρτη, ἡ αὐτοαπανθράκωση, ὃπως τήν ὁρίζουν οἱ στίχοι ἑνός  φαναριώτικου, ποιήματος, πού ἱστοροῦν τόν γυναικεῖο καημό:

Μονάχη μου τά φύσηξα τά κάρβουνα κι ἀνάψαν,

κι ἐμπῆκα μέσα   εἰς αὐτά καί τό κορμί μου κάψαν.

Καί ὁ ἂντρας; Ἒχει τους τρόπους του, πού διαφέρουν ἀπό τούς τρόπους τῆς γυναίκας, ἀφοῦ οἱ αἰῶνες δέν διαμόρφωσαν τήν ψυχή τους μέ τό ἲδιο  καλέμι. Μιά ἐπιλογή του  εἶναι ἡ παραπονιάρικη καταγγελία:

Δέν  εἶσαι σύ πού γιόμωσες κάρβουνα τήν καρδιά μου

καί φύσηξές  τα κι ἂναψαν κι ἒκαψες τήν καρδιά μου;

Μιά δεύτερη, ὁ βαρύς ἂρκος και ἡ αὐτοκατάρα, πού ἀπό τό συμβολικό  πῦρ μετακινεῖται στό φυσικό:

Πάλι κι ἂν σ’ ἀρνηθῶ κι ἐγώ καί κάμω ἂλλο ταίρι,

νά καίγομαι ὡς καίγεται ἡ γῆς τό καλοκαιρι.

Καί ἡ τρίτη ἐπιλογή μέ τήν ἀπανθράκωση ἒχει νά κάνει, μόνο πού τήν φωτιά δέν τήν στέλνουν οἱ τιμωρητικοί οὐρανοί ἀλλά τήν ἀνάβει μέ τά ἲδια του τά χέρια ὁ καταδουλωμένος τοῦ ἒρωτα.

Πάνω στά  ὃρη στά βουνά φωθιά θά πάω  ν’ ἂψω,

νά βάλω τό κορμάκι μου γιά σένα νά τό κάψω.

Τέταρτη ἐπιλογή ἡ ἐκδίκηση, Ὃπως τήν ἐξαγγέλλει  ἓνα κυπριακό δίστιχο.

Πού το στενόσ σ’ ἒν νά διαβῶ τσ’ ἒν νά σοῦ τραουδήσω,

νά κάψω  τήν καρτούασ   σου τσ’ ἒν νά τήν καπυρίσω. (καπυρίσω: καψαλίσω).  

Πέμπτη ἐπιλογή τό δάκρυ, μέ τήν  προσδοκία ὃτι θά λειτουργήσει ἀνακουφιστικά. Τό δίστιχο εἶναι από τήν Νάξο.

Ἡ μόνη μου παρηγοριά εἶναι τά δάκρυά μου,

Πού τρέχουνε καί σβήνουνε τή φλόγα τῆς καρδιᾶς μου.

 Τό παραπάνω δίστιχο μοῦ θύμισε τά παρακλαυσίθυρα ἂσματα, -κλαίω παρά τήν θύραν- μιά ἀπολεσθεῖσα τακτική παραπονιάρη ἐρωτευμένου  πού προσπαθεῖ νά ἀλλάξει τήν ἂποψη τῆς κοπελιάς καταφεύγοντας στήν πρόκληση τῆς λύπησή της, κλαίγοντας ἒξω ἀπό τήν πόρτα της.   

Ώς πότε πιά, Προδίκη, θέ νά κλαίω; Ώς πότε πιά, σκληρή, θά σέ ἱκετεύω

χωρίς καμμιά ἀνταπόκριση·  πιά τώρα ἀρχίσανε ν’ ἀσπρίζουν τά μαλλιά σου

καί θέ νά μοῦ δοθεῖς σύντομα, ὃπως ἐδόθηκε στόν Πρίαμο ἡ Ἑκάβη.

  Ὁ Ἀριστοφάνης θά συνθέσει ἓνα ὁλοκληρωμένο τέτοιο ποίημα, στίς Ἐκκλησιάζουσές του, ὃπως καί ὁ Θεόκριτος, τό 270 π. Χ., στό βουκολικό του ποίημα Ἀμαρυλλίς, μέ τήν εἰρωνική διαφορά ὃτι ὁ πρωταγωνιστής του τραγουδάει στήν ἀγαπημένη του βοσκοπούλα μπροστά στήν εἲσοδο μιᾶς σπηλιᾶς, ὃπου βέβαια πόρτα δέν ὑπάρχει.

  Στήν συνέχεια παραθέτω δύο σύγχρονα ἐρωτικά ποιήματα, πού μοῦ ἀρέσουν. Τό πρῶτο  «Δέν εἶσαι πουθενά» τό ἒγραψε ἡ Βάσω Ἀλαγιάννη καί τό ἐρμἠνευσε ὁ Λιδάκης, καί τό δεύτερο «Τά θαύματα», πού στιχουργό  ἒχει τόν Κατσούλη Ἠλία, συνθέτη δέ καί ἑρνηνευτή τόν Παντελή Θαλασσινό. Ἒχουν πολύ καημό, πόνο, δάκρυ, καί φυσικά πολύ φωτιά. Καί ἡ γυναίκα καί ό ἂντρας πονάνε τό ἲδιο· δυνατά πολύ.  

«Δέν εἶσαι πουθενά»
 Είπα να γράψω ένα τραγούδι
Και ήρθες στο νου μου εσύ
Είπα να κόψω ένα λουλούδι
Κι ήρθες στο νου μου πάλι εσύ.

Σε ψάχνω μεσ’ στον κόσμο
Δεν είσαι πουθενά
Ανάβω όλα τα φώτα
Και είναι σκοτεινά.

Έφυγες δίχως ένα γεια σου
Χωρίς εξήγηση
Κι έμεινα με το άρωμά σου
Και με πικρή τη θύμηση

Σε ψάχνω μεσ στον κόσμο
Δεν είσαι πουθενά
Ανάβω όλα τα φώτα
Και είναι σκοτεινά

 

«Τά θαύματα»

Να 'ρχόσουνα στον ύπνο μου, σεμνή και λυπημένη

Αγία που μαρτύρησε, απ' όλους ξεχασμένη

Να γονατίσω ταπεινά και να σε προσκυνήσω

Να πω "συγνώμη" τρεις φορές, και να μετανοήσω

 

Όμως αυτά τα θαύματα γίνονταν σ' άλλα χρόνια

Τότες που ζούσαν άνθρωποι με καθαρή ψυχή

Που κοίταγαν πολύ ψηλά, στου ουρανού τ' αλώνια

και ξέρανε, ποιο σύννεφο θα φέρει τη βροχή

 

Να 'ρχόσουνα στον ύπνο μου, σαν Παναγιά ντυμένη

Να μου 'λεγες η εικόνα σου πού βρίσκεται κρυμμένη

Βαθιά να σκάψω να τη βρω, με χιόνια και λιοπύρι

και να σου χτίσω εκκλησιά, και μέγα μοναστήρι

Τέλος μεταφέρω ἓνα τραγούδι ἀπό τήν Μαυριτανία, μεταφρασμένο ἀπό τόν Ἀθανάσιο Β. Νταουσάνη:

Ἡ καρδιά μου στέγνωσεν

ὃπως ἡ σαβάνα

σέ ξερό καιρό: Δέν ἒχω

πιά καμμιά χαρά.

Τό κακό πού μ’ ηὗρε

Τό λένε Ἀγάπη:

 

Μέ καίει, πιό

πολύ κι ἀπό φωτιά·

μέ πληγώνει, πιό

πολύ κι ἀπό τό δόρυ·

μέ σφάζει, πιό πολύ

κι ἀπό λεπίδι κοφτερό-

 

βαθειά μέσα μου.

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου