Τετάρτη 24 Ιουλίου 2024

Μέσα Μαζικής ενημέρωσης καί ατομική ευθύνη

 

Τοῦ Δήμου Θέου

 

«Ούτος ο κόσμος Εικών αεί Εικονιζόμενος» Πλωτίνος

 

   Η σπουδαιότητα των ΜΜΕ, με κύριο εκπρόσωπό τους την τηλεόραση, όπως επίσης και η αυστηρή κριτική που τους ασκείται είναι μάλλον ένα γνωστό και αποδεκτό γεγονός. Όλοι, είτε ανήκουν στην πλευρά του δέκτη είτε σε κείνη του πομπού, αναγνωρίζουν την αξία της τηλεόρασης και την ίδια στιγμή οι πάντες αποδέχονται ως νόμιμη την αλήθεια της αυστηρής κριτικής που της ασκείται. Η περίπτωση του κ. Μπερλουσκόνι είναι αποκαλυπτική: ο άνθρωπος που διαχειρίζεται παρόμοια «επικίνδυνα» Μέσα, την ίδια στιγμή εκλέγεται στην ανωτάτη θέση της συγχρόνου Δημοκρατίας, την προεδρία της κυβερνήσεως...

  Ωστόσο, εκείνο που παραμένει «σκοτεινό» και αδιευκρίνιστο είναι η οντολογική βάση της αποδοχής και η μονομέρεια της κριτικής ενάντια στα ΜΜΕ. Θα σταθώ με συντομία και στα δύο σημεία, αν και, όπως είναι φυσικό, οι δύο σφαίρες δεν είναι ανεξάρτητες και απομονωμένες αλλά συνιστούν ενιαίο φαινόμενο.

Θεωρείται αυτονόητο και γίνεται αποδεκτό ως τέτοιο το γεγονός ότι «κάθε εικόνα έχει τη θέση της στην τηλεόραση», με την ίδια ευκολία που θα λέγαμε ότι κάθε άνθρωπος έχει μια θέση σ’ αυτόν τον κόσμο. Ουδείς τολμά να σκεφθεί ότι «αυτή η εικόνα δεν έχει θέση στην τηλεόραση», με τον τρόπο που θα έλεγε ότι αυτή η αγιογραφία δεν μπορεί να εισαχθεί στην εκκλησία. Η νομιμότητα αυτής της θέσης άλλοτε παραπέμπεται στο δημοκρατικό δικαίωμα της «ελευθερίας της πληροφόρησης» (πολιτικο – ηθική κρίση). Και οι δύο κατηγορίες των κρίσεων παραμένουν αθεμελίωτες.

  Στην πραγματικότητα, τα ΜΜΕ και ειδικότερα η Τηλεόραση ουδέποτε συγκρότησε συνεκτικό σύστημα σημαινόντων (λογικο – συντακτικών κανόνων). Αντίθετα όλες οι αναλύσεις στοιχειοθετούν την άποψη ότι σφετερίστηκε μία ήδη διαμορφωμένη από τον κινηματογράφο «γλώσσα». Είναι προφανές ότι οι δομικές αυτορρυθμίσεις της κινηματογραφικής γλώσσας εγγυώνται όχι μόνο την, σε μαζικό επίπεδο, επικοινωνιακή λειτουργία, αλλά υπηρετούν εξ ίσου ικανοποιητικά και την ποιητική έκφραση.

  Όταν ο κινηματογράφος σκορπούσε γενναιόδωρα την ψυχαγωγία, την ίδια στιγμή η βαθειά δομή προετοίμαζε υπομονετικά την σύσταση ενός αισθητικού αντικειμένου, ακολουθώντας τον ίδιο δρόμο που ακολούθησαν όλες οι μορφές των πλαστικών και εικαστικών τεχνών από την αρχαία μέχρι την σύγχρονη. Κι αυτό γιατί η διαμόρφωση της γλώσσας της Έβδομης Τέχνης υπήρξε έργο προικισμένων δημιουργών. Ήταν το αποτέλεσμα δημιουργικής σκέψης και αγωνίας γνήσιων καλλιτεχνών, οι οποίοι εμόχθησαν να εντάξουν το νέο μέσο στην μεγάλη παράδοση της Εικόνας του δυτικού πολιτισμού.

   Όπως θα ανέμενε κανείς, η δάνεια από τον κινηματογράφο τηλεοπτική γλώσσα ισοπεδώθηκε. Με τον χρόνο μεταβλήθηκε σε χοντροκομμένο μέσο για το πλασάρισμα του θεάματος. Δεν συγκράτησε τίποτα από την ποιητική της κινηματογραφικής Εικόνας. Αυτό μας φέρνει στο δεύτερο σημείο: την μονομέρεια της κριτικής των ΜΜΕ και ιδιαίτερα της τηλεόρασης.

 

  Αν ο ποιοτικός κινηματογράφος περνά σήμερα μια βαθειά κρίση – εκφραστική, οικονομική, λειτουργική κ.λ.π. – τούτο κατά κύριο λόγο οφείλεται, μεταξύ άλλων, στο ότι δεν επεσήμανε εγκαίρως το χάσμα που διανοιγόταν ανάμεσα σ’ αυτόν και την τηλεόραση: Ανάμεσα στην εμπνευσμένη κινηματογραφική έκφραση αφ’ ενός, που είχε μια συγκεκριμένη δομή διανομής, και αφ’ ετέρου στο τηλεοπτικό θέαμα, το οποίο διαμορφωνόταν σταθερά σύμφωνα με τα γούστα ενός απρόσωπου κοινού δίχως σύνορα.

  Η «κρίση» όμως των ΜΜΕ, και συγκεκριμένα της τηλεόρασης, ακολουθεί άλλο δρόμο στο επίπεδο της διατύπωσής της. Την δεσπόζουσα μορφή αυτής της «κριτικής» την εκπροσωπεί η περιβόητη άποψη των θεωρητικών και κοινωνιολόγων της Σχολής της Φραγκφούρτης. Σύμφωνα μ’ αυτούς η αρνητική πλευρά και η έκπτωση της τηλεόρασης βρίσκεται στο γεγονός ότι ο ρόλος των ΜΜΕ είναι χειραγωγικός και ότι αυτή η χειραγώγηση μέσω των ΜΜΕ (ή ψυχαγωγίας) κατευθύνεται από μια στρατηγική της εξουσίας και του καπιταλιστικού κατεστημένου …

  Εδώ θα μπορούσε να παρατηρήσει κανείς αμέσως ότι οι απρόσωποι έμποροι που παράγουν και διαχειρίζονται την μαζική ψυχαγωγία (δεν εννοώ την τυπική πληροφόρηση) δεν έχουν ούτε την ευφυία ούτε τον χρόνο και σίγουρα κανέναν ιδιαίτερο λόγο να υποβαθμίσουν το επίπεδο και να το καταστήσουν «χειραγωγικό». Ο στόχος του είναι περισσότερο πεζός και ορατός: το γρήγορο και εύκολο κέρδος, μια και έχουν καταλάβει κάτι πολύ απλό: Όσο πιο χυδαίο και άρα προχειροστημένο θέαμα προσφέρουν στο κοινό, τόσο μεγαλύτερη ακροαματικότητα (δηλ. κέρδος) επιτυγχάνουν. Μ’ άλλα λόγια έχουν διαισθανθεί ότι λειτουργεί – άγνωστο σ’ αυτούς το πώς και γιατί – ένας μηχανισμός αυτοχειραγώγησης προς όφελός τους! Συνεπώς η θεωρία της χειραγώγησης, χωρίς ιδιαίτερη διαλεκτική ανάλυση μπορεί να θεωρηθεί λανθασμένη, αν όχι ύποπτη. Περιττό βέβαια να αναφερθεί κανείς στην νηπιόφρονα αντίληψη που επιχειρεί λογοπαίχνια και μετωνυμικές ταυτολογίες (Το «Μέσο είναι το Μήνυμα» - the means is the message) να απαντήσει σε θεμελιώδη μεταφυσικά, όπως αυτό της Εικόνας, προβλήματα, την οποία προωθεί ο αυτοσχεδιασμός των διαχειριστικών και κομματικών φορέων ή εναλλακτικά ο θεσμός τυχάρπαστων δημοσιογραφίσκων με … ριγέ τιράντες.

 

  Εν παρενθέσει θα ήθελα να σημειώσω ότι από καθαρώς οντολογικής απόψεως δεν είναι δύσκολο να καταδειχθεί ότι η έκπτωση της σύγχρονης (τηλεοπτικής και εν μέρει κινηματογραφικής) Εικόνας δεν είναι παρά η ακραία συνέπεια της αναγεννησιακής αντίληψης, η οποία θεωρούσε την οπτική (άρα και την τηλεοπτική) Εικόνα του όντος ταυτόσημη με το πραγματικό. Το γεγονός πάλι ότι η σοβούσα οντολογική αυταπάτη δεν αποκαλύπτεται στο ίδιο το έργο της εποχής, δεν είναι δύσκολο να ερμηνευθεί. Ο ισχυρός θρησκευτικός χαρακτήρας της εποχής στάθηκε εμπόδιο σε μια τέτοια άμεση παραμόρφωση του όντος, παρά την αναμφισβήτητη αλήθεια ότι η μεγάλη πλατωνική και νεοπλατωνική παράδοση που ενέπνευσε την εικαστική έκρηξη της Αναγέννησης δεν κατανοήθηκε επαρκώς, όπως τουλάχιστον αποδεικνύεται από την εικαστική παράδοση της ανατολικής Εκκλησίας: Την βυζαντινή ζωγραφική, η οποία αποκλείει στο εικαστικό (αγιογραφικό) επίπεδο κάθε ταύτιση της Εικόνας με το πραγματικό: «Άλλο γαρ η Εικών και άλλο το Εικονιζόμενο», διακηρύσσει ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός, υπεραμυνόμενος της ελληνικής ερμηνείας του χριστιανισμού στον Τρίτο Λόγο προς τους Διαβάλλοντας τας Εικόνας.

 

  Αλλά εκείνο που καθιστά ευάλωτες και σε μεγάλο βαθμό ύποπτες τις σημερινές αναλύσεις, και όχι μόνο των ιστορικοδιαλεκτικών, είναι το ότι αποφεύγουν επιμελώς να αναφερθούν ή, στην καλύτερη περίπτωση, δεν θέλουν να δουν την ευθύνη των παραληπτών. Και για να μιλήσουμε με όρους της βυζαντινής μας παραδόσεως, αποφεύγουν να προσδιορίσουν την ευθύνη του κτήτορα. Γιατί όντως στην περίπτωση της τηλεόρασης ο κτήτορας της εικόνας των ΜΜΕ είναι ο μέσος πολίτης, ο καταναλωτής ή ο «χρήστης», όπως συνηθίζεται να αποκαλείται, σαν να πρόκειται για απλή και ουδέτερη εργαλειακή πράξη. «Κτήτορας» της κυκλοφορούσης τηλεοπτικής εικόνας δεν είναι ούτε ο μεμονωμένος δημιουργός ούτε η παλιά, επώνυμη μειοψηφία χορηγών, αλλά το γούστο μιας απρόσωπης μάζας, η οποία φθάνει να αγνοεί τι σημαίνει δημιουργία και, αν όχι συνειδητά, τουλάχιστον υποσυνείδητα, αισθάνεται αποστροφή και δυσφορία για κάθε σύγχρονη μορφή τραγικής έκφρασης· ενώ την ίδια στιγμή γνωρίζει να απαιτεί και να διεκδικεί επίμονα όλο και περισσότερη «ψυχαγωγία» και αφελή θεάματα.

  Με άλλα λόγια, ένα μεγάλο μέρος της ευθύνης για τον σημερινό εκχυδαϊσμό των τηλεοπτικών προγραμμάτων την φέρει ακέραια το κοινό της τηλεόρασης. Η αλήθεια αυτή όμως ουδέποτε αναγνωρίζεται δημοσίως και σπανίως λαμβάνεται υπόψη, ακόμα και από τα εξ αντικειμένου καλοπροαίρετα διοικητικά στελέχη – τουλάχιστον της κρατικής τηλεόρασης. Η συζήτηση επί του προκειμένου συνεχώς μετατίθεται σε υπεύθυνους, οι οποίοι πάντοτε απουσιάζουν: είναι οι «Άλλοι», είναι οι «πολυεθνικές», τα «οργανωμένα συμφέροντα», «αυτοί που χειραγωγούν τις μάζες», και εν ολίγοις «οι εχθροί του λαού». Και πράγματι αυτά είναι προφανή, αν δεχτούμε ότι ο Λαός είναι μία σύμβαση, ένα φάντασμα· αυτό όμως δεν ισχύει, όταν αναφερόμαστε στον πολίτη ως Πρόσωπο. Γιατί το ζητούμενο είναι οι συγκεκριμένοι πολίτες, με τα δικαιώματά τους και με τις διαφορετικές τους προτιμήσεις.

  Συνεπώς, πρέπει να έχουμε κατά νου το πλαίσιο πρόσληψης. Μιλάμε συνεχώς για τις δυτικές Δημοκρατίες. Νομίζω πως κάθε φορά που δυσανασχετούμε με τα ΜΜΕ θέτουμε, χωρίς να το αντιλαμβανόμαστε, ένα πολιτικό και όχι ειδικό πρόβλημα, το οποίο ωστόσο δεν θέλουμε να αντιμετωπίσουμε: Το θέμα της ευθύνης του πολίτη. Το θέμα της ευθύνης του πολίτη μιας δυτικής κοινωνίας είναι πολύ βαρύ καθήκον, και εν τούτοις αποφεύγουμε επιμελώς να μιλάμε γι’ αυτό. Ενώ αναγνωρίζεται η ευθύνη του για τη λειτουργία της Δημοκρατίας (η ψήφος), την ίδια στιγμή η ευθύνη για τη λειτουργία των ΜΜΕ μετατίθεται σε τρίτους. Θα έλεγα ότι υπάρχει επί του προκειμένου μια γενικευμένη σύγχυση. Ένας φαύλος κύκλος, που θα διευρύνεται συνεχώς όσο δεν κατανοείται και δεν αναγνωρίζεται η συνθήκη της ετερότητας και της διαφοράς. Αυτό που είναι για τον Α αυθεντική έκφραση, για τον Β είναι δυσνόητη παραξενιά.

  Ίσως θα ρωτούσε κάποιος: «Καλά, και δεν μπορούν να υπάρξουν αυθεντικά έργα, που να ξεπερνούν το μερικό και το ειδικό και να αγκαλιάζουν το γενικό;» Θεωρητικά μπορούν να υπάρξουν. Στην πράξη όμως όχι. Θα φέρω σαν παράδειγμα μερικά κλασικά έργα: Τον «Καθρέφτη» του Ταρκόφσκυ, την «Δίκη της Ζαν Ντ’ Αρκ» του Μπρεσσόν και το «Χρονικό της Άννας Μαγαδαληνής Μπαχ» του Στράουμπ. Οι ταινίες αυτές, ξεκινώντας από το μερικό, κατορθώνουν να υψώνονται στο πανανθρώπινο και το γενικό. Έτσι τουλάχιστον υποστηρίζεται. Όμως είναι έτσι; Σε ποια ευρωπαϊκή επαρχία θα μπορούσε να γίνει δεκτή και κατανοητή η ταινία του Ταρκόφσκυ; Σε ποια γειτονιά του Βορρά ή του Νότου θα εύρισκε κοινό ο Μπρεσσόν; Και, τέλος, τι σχέση έχει ο «Πολίτης Καίην» με τον μέσο Αφρικανό ή Ασιάτη; (Παρακαλώ τον αναγνώστη να μην διαβάσει εδώ φυλετικές προκαταλήψεις, αλλά διαφορετικές πολιτιστικές προσλήψεις).

  Είναι λοιπόν υπερβολικό να τεθεί το ερώτημα αν μπορεί ο μέσος τηλεθεατής, ως ελαχίστη και σίγουρα ανώδυνη πράξη ευθύνης, να κλείσει με το «κουμπί» την τηλεόραση (ή να αλλάξει κανάλι) κάθε φορά που η απροσχημάτιστη χυδαιότητα, η θρασύτητα, η προκλητικότητα και η ευτελής ρητορεία (ψευδολογία της τυπικής ή της διαλεκτικής εκδοχής), όλων των κατηγοριών και όλων των «ειδημόνων» τους, προτείνεται ως τρόπος «διασκέδασης» και εναλλακτικά ως νοηματοδοτική πηγή; Μ’ αυτό θέλω να πω ότι δεν νομιμοποιείται με καμιά λογική και σε καμιά περίπτωση η αποκλειστική απόδοση ευθυνών στο Μέσο ερήμην των προθέσεων του παραλήπτη. Νομίζω ότι δεν μπορεί και δεν επιτρέπεται να αγνοηθεί η ευθύνη και ότι ο καθένας από τη μεριά του μπορεί και έχει την υποχρέωση να μειώσει την ακροαματικότητα των ΜΜΕ που επιχειρούν να αλώσουν τον πνευματικό και ψυχικό του κόσμο. Αλλιώς η κριτική της «κρίσης» των ΜΜΕ είναι ένα απλό άλλοθι της ατομικής αδιαφορίας (ή αναπηρίας) και της έκπτωσης ενός πολιτισμού, ο οποίος επιχειρεί να εκθρονίσει την Εικόνα από την υψηλή θέση που κατείχε σε καθοριστικές για την ιστορία του στιγμές, παραμορφώνοντας την. Είναι το άλλοθι ενός πολιτισμού ο οποίος «δίνει τα άγια τοις κυσί»: ρίχνει στην ισοπεδωτική κοίτη του λαϊκισμού όλα τα αυθεντικά ερωτήματα του νοήματος της ύπαρξης.

  Δεν βλέπω, ή μάλλον στερείται νοήματος, οποιαδήποτε λύση έξω από την ευθύνη του ατόμου.

 

(Ἀκαταμάχητο καλοκαίρι σέ ὃλους μας.

Νέα χρονική συνάντηση τόν προσεχή Σεπτέμβριο Γ.Δ.)

Παρασκευή 19 Ιουλίου 2024

Βαγγέλη Καλλικάκη, Κρυπτική ἀποκάλυψη σέ Λόγους τρεῖς σύν τόν ἀρχικό ἓναν.

 

Ἡ ποίηση δέν εἶναι ὑπόθεση

μιᾶς συντεχνίας ἢ ἐλίτ.

Καλῶ  ὃλες τίς φίλες καί τούς φίλους,

πού μιλοῦν Ἑλληνικά, σέ ποιητική

ἃμιλλα καί ἐγρήγορση.

Ἡ Ἑλλάδα πρέπει νά συνεχίσει

νά  ἀναπνέει ποιητικά.

Βαγγέλης Καλλικάκης.

 

 

Εἶναι οἱ ἑλληνίδες λέξεις…

 

Εἶναι οἱ ἑλληνίδες λέξεις

παιδιά  τῆς Μνημοσύνης

ἀδελφές τῶν Μουσῶν

συντρόφισσες  τῶν Χαρίτων.

Ὃταν μέ ἐπισκέπτονται

τί κι ἂν δέν εἶμαι ποιητής

μεθῶ μέ ποιήματα. 

 

Πέριξ τῆς πλατείας Βικτωρίας


Κάποτε στή μνήμη μου, ματώνει

ἑνός Φλεβάρη ἡ φλέβα

ἡ ἂφιλη, τῆς ὀδοῦ Φυλῆς

καί μιά πορτούλα ἀνοίγει

ἑνός  κακόφημου σπιτιοῦ·

«ἐδῶ, νά μήν παρκάρετε

εἶναι ἀδίστακτοι…ἐκεῖνοι»

μᾶς προειδοποιεῖ ὁ πορτιέρης

μέ φωνή Κερβέρου- τί μῖμος-

καί ὀδύνη ἀνέστιου τραβεστί

…κι ἐμεῖς, άναχωρήσαμε, χωρίς χρονοτριβή.

Στήν  ὁδό Φερῶν, εὐτυχῶς, ὑπῆρχε θέση.

Κάποτε, ἐπιστρέφω, ὡς εἰς ὂνειρον

καί τόν ἀκούω, μέ ἦθος, ν’ ἀναγγέλει

κι αἲσθημα φιλοποιητοῦ.

«Ἐδῶ ἂς σταθῶ. Κι ἂς δῶ κ’ ἐγώ τήν φύσι λίγο,

Θάλασσας τοῦ  πρωϊοῦ κι ἀνέφελου οὐρανοῦ»,

Κι εὐφρόσυνα, ἡ Φυλῆς φλοισβίζει.

 

(Οἱ ἐμβόλιμοι στίχοι εἶναι οἰ δύο πρῶτοι τοῦ ποιήματος «θάλασσα τοῦ πρωϊοῦ» τοῦ Κωνσταντίνου Καβάφη).

 

 

Χαρταετός λυόμενος

 

Εἶχα, ἀνέκαθεν, τήν προμηθεϊκή

ἐμμονή ἢ σφοδρή ἐπιθυμία

τῶν μή-ἐλεγχόμενων  πτήσεων

καί τῆς ἡρωικῆς πυρφορίας

ἀλλά δέν ἢμουν, παρά χαρταετός

δεσμώτης, στό ἒλεος

τῆς Βίας καί τοῦ Κράτους

τῶν ἠλεκτροφόρων καλωδίων

καί δέν εἶχα τί ἂλλο  νά προσμένω

ἀπό μιά εὐνοϊκή Διοσημία

ἣ μιάν ἀδιανόητη ἐπάνοδο

σέ κάποια Καθαρά Δευτέρα

μέχρι πού σείστηκε καί κατάπεσε

ἐκεῖνος ὁ ὀλύμπιος πυλώνας

καί μετεωρίστηκα

μεταξύ παρελθόντος καί μέλλοντος

σέ μιά στιγμιαία ἐμβάθυνση

ἐλευθερίας.

 

(Τό Κράτος, καί ὂχι, ὁ Κράτος, Ἡσίοδος-«Θεογονία», στ. 385.

Στόν Αἰσχύλο-«Προμηθεύς Δεσμώτης»- ἀναφέρεται ὁ Κράτος· αὐτός καί ἡ ἀδελφή του, ἡ Βία, δύο ἂτεγκτα, δαιμονικά ὂντα, στήν ὑπηρεσία τοῦ Διός, βοήθησαν τόν Ἣφσιστο νά δεσμεύσει τόν Προμηθέα , σέ ἓναν βράχο, σέ μιάν ἀπρόσβατη γιά τούς φιλοπρομηθεῖς , κορυφή τοῦ Καυκάσου).

 

  

 

 

Παρασκευή 12 Ιουλίου 2024

Πληθωρισμός λόγου καί εἰκόνας.

 

Στήν μνήμη τοῦ θηλυκοῦ Ἀριστοφάνη μας: τῆς Μαλβίνας.

Τοῦ Γιώργου Δημόπουλου 

«ὡς ἀράχνη μ’ ἐδίπλωνε

καί μέ φῶς καί μέ θάνατον

ἀκαταπαύστως»

Ἀ. Κάλβου, Ὠδή «εἰς θάνατον», κ΄

 

Μικρόν εἰσόδιον.

  Ἡ ἀπόκτηση τῆς γνώσης και οἱ συνέπειές της  διαβοήθηκε τόσο στίς  γραμμές τῆς Ἀρχαίας Ἑλληνικῆς  Γραμματείας, ὃσο καί σέ αὐτές τῆς Παλαιάς Διαθήκης. Στήν πρώτη γνωρίζουμε ὃτι μέ ἐντολή τοῦ Δία ὁ Προμηθέας καθηλώθηκε στόν Καύκασο, καί στήν δεύτερη  ὃτι ἡ γνώση ὡς ἀπαγορευμένη ἀπό τόν Θεό παραχώρησε στόν ἂνθρωπο μιά νέα ὑπαρξιακή δυνατότητα: νά γνωρίσει ὃτι εἶναι γυμνός καί ὃτι θά πεθάνει. Πιό  ἁπλά,  ἂνθρωπε μετά τήν παρακοή δέν μπορεῖς νά εἶσαι ἀσφαλής, πάντα θά στροβιλίζεσαι πρός  τό ἂγνωστο, ἡ προκοπή σου θά ἒρχεται πάντα μέ  κίνδυνο. Ἀλλά ἐπειδή εἶσαι δημιούργημά μου, ἐπειδή σ’ ἀγαπῶ σοῦ παραχωρῶ μιάν ἂλλη γνώση ὠς δυνατότητα: τόν ἀμφίστομο ἒρωτα. «Ἀδάμ δὲ ἔγνω Εὔαν τὴν γυναῖκα αὐτοῦ, καὶ συλλαβοῦσα ἔτεκε τὸν Κάϊν».

   Μέ τήν ἒναρξη τῆς  τρίτης χιλιετίας εἰσερχόμεθα  στήν ἐποχή τῆς πληροφόρησης. Ἡ πληροφορία δεν ἀναστατώνει τήν ψυχή μας ὃπως συνέβη μέ τήν γνώση. Ἂλλο εἶναι νά γνωρίζεις καί ἂλλο νά  πληροφορεῖσαι. «Μέ τήν  γνώση ἒχεις συνείδηση μιᾶς τρομακτικῆς ἐλευθερίας, πού ἐγγίζει τίς παρυφές τοῦ μηδενός. Καί ὓστερα, δεδομένου ὃτι ἡ  γνώση εἶναι καί γνώση τῆς γνώσεως, ὁ γνωρίζων συνειδητοποιεῖ τήν ἀπόλυτη εὐθύνη πού ἒχει ἒναντι  τοῦ ὑπάρχοντος. Διότι αὐτός γνωρίζει ὃτι γνωρίζει, ἂρα  πρέπει νά δώσει λόγο γι’ αὐτά πού πράττει. Γι’ αὐτό, τό δεδομένο τῆς γνώσεως, ὑπῆρξε κοσμοϊστορικῆς σημασίας, μέ ἀπρόβλεπτες καί μοιραῖες συνέπειες».  Χρῆστος Μαλεβίτσης

  Μιά  ἀπό αὐτές  τίς συνέπειες ἦταν καί ἡ μετατροπή τῆς γνώσης σέ πληροφορία. Ὁπότε ἐξαφανίζεται ὃλος ἐκεῖνος ὁ σπαραγμός τοῦ ἀνθρώπου πού γνωρίζει. Πλέον γαληνεύουμε μηρυκάζοντας τίς πληροφορίες, ὃπως τό πρόβατο μηρυκάζει τήν  τροφή του. Μπορεῖ νά φαντάζει ἡ πληροφορία γνώση ἀλλά εἶναι ἀπούσα  ἡ ἐπίγνωση. Ἒναντι τῆς γνώσεως  εἶσαι πάντα ἒνοχος. Ἒναντι τῆς πληροφορίας εἶσαι πάντα ἀθῶος.                                                                                                                                           Παντοῦ κάτοπτρα παγκόσμιας ἐμβέλειας πού δεν ἐπιτρέπουν στίς ψυχές νά μεταποιηθοῦν, δέν μᾶς θέλουν σέ ἐγρήγορση, μᾶς θέλουν κοιμισμένους. Κατακλυζόμαστε ἀπό πληροφορίες πού νανουρίζουν, πού κοιμίζουν. Κάθε δωμάτιο καί μιά ἐγκοιμητήρια τηλεόραση.

 Ἒχω τήν αἲσθηση ὃτι μιά νύχτα ἀπλώνεται ἐπάνω ἀπό την οἰκουμένη. Πόσο θά κρατήσει αὐτή ἡ νύχτα; Λέτε  γιά πάντα; Πιστεύω ὃτι ὁ Θεός δέν μᾶς δημιούργησε γιά τήν πλάκα  Του. Ὃμως πολλά  σημάδια μέ τρομάζουν. Ὁ ὀρυμαγδός τῶν παγκόσμιων μέσων ἐνημέρωσης, ὁ ἀγώνας τους νά μᾶς πληροφοροῦν αὐθημερόν γιά τό τίποτα  δέν ἀφήνει νά κοιμηθῶ. Ὁπωσδήποτε δέν μπορῶ νά φαντασθῶ νύχτα χωρίς αὐγή, ἀλλά ποιός γνωρίζει σέ τί πεδία θά ξημερώσουμε, ὃποιος ξημερώσει.

 Ζοῦμε στήν ἐποχή τοῦ πληθωρισμοῦ λόγου καί εἰκόνας. Σέ μιά ἐποχή  πληθωρισμοῦ  καί καταναλωτισμοῦ (γιά ἓνα μέρος τοῦ πλανήτη βέβαια), ἡ ὁποία συνάμα εἶναι ἐποχή τῆς  ποσότητας.

 Ὃσο καί ἂν πρέπει νά παραδεχτοῦμε ὃτι τά Μ.Μ.Ε. συμβάλλουν πολλές φορές στήν ἀποκάλυψη ἀπαράδεκτων καταστάσεων καί σέ ἓναν ἒλεγχο  τῆς πολιτικῆς, τῆς  ἐκκλησιαστικῆς, δικαστικῆς, οἰκονομικῆς ἢ ἂλλης ἐξουσίας δέν μποροῦμε νά μήν ὑπογραμμίσουμε ὃτι ἡ πληροφόρηση τείνει νά γίνει αὐτοσκοπός, κατακλύζοντας ὃλο τό  «ὑπαρξιακό» πεδίο τοῦ ἀνθρώπου, καί πρό παντός δέν μποροῦμε νά παραβλέψουμε ὃτι ὀ ἒλεγχος ἐξουσίας τῶν ἂλλων  ἀπό τήν μιά στιγμή στήν ἂλλη φαίνεται πώς μπορεῖ εὒκολα νά μετατραπεῖ σέ ἂσκηση ἐξουσίας.

  Τό περίεργο εἶναι πώς, ἐνῶ ἀσκοῦν ἓνα εἶδος  παντοδυναμίας, ἐλάχιστα τίθεται ἀνοιχτά τό ζήτημα τῆς ἐπέμβασης σέ ὃλα τά ἐπίπεδα ζωῆς, σέ συνδυασμό μέ τόν περιβόητο οἰκονομικό παράγοντα. Ἐννοῶ τήν μετατροπή, οὐσιαστικά, τῶν ἐφημερίδων, Περιοδικῶν, Ραδιοφωνικῶν καί Τηλεοποπτικῶν Σταθμῶν σέ ἀνταγωνιζόμενες  ἐμπορικές ἐπιχειρήσεις πού θηρεύουν τέτοιο λόγο καί τέτοιο θέαμα πού νά βρίσκει ἀνταπόκριση στό κοινό, ἓνα κοινό προετοιμασμένο ἀπ’ αὐτές τίς ἲδιες κατάλληλα.

  Μιλᾶμε καθημερινά γιά κρίση τῆς πολιτικῆς, τῆς οἰκονομίας, τοῦ πολιτισμοῦ καί δέν προσέχουμε πώς τά Μ.Μ.Ε. διπλασιάζουν ἢ πολλαπλασιάζουν αὐτές τίς κρίσεις ἀφοῦ εἶναι  εἲτε  ἀναπαραγωγή τῆς πραγματικότητας, εἲτε –σέ ἀρκετές  περιπτώσεις - κατασκευαστές της.

  Τά Μ.Μ.Ε. ὑποφέρουν ἀπό προϊούσα ἀνυποληψία. Ἡ δημοσιογραφία ἐμπορευματοποιεῖται καί οἱ δημοσιογράφοι ἀπό πρωταγωνιστές ἰδεολογικοπολιτικῶν  ἀγώνων ἢ ἒστω ἀπό ἁπλοί λειτουργοί ἒντιμης ἐνημέρωσης, μετατρέπονται σέ μίσθαρνους ἐπαγγελματίες μιᾶς ἀμφιβόλου ποιότητας καί καθαρότητας πληροφόρησης, χωρίς προσωπικότητα καί βαρύτητα. Ἡ ἠθική τους ὑπόσταση κουρελιάζεται ἀπό τήν δραστηριότητα τῶν ἐργολάβων τῆς δημοσιογραφίας. Ἡ ἰδέα τῆς δημοσιογραφίας βουλιάζει στόν δυσώδη βόρβορο τῆς, χωρίς ἦθος, πολιτικοοικονομικῆς συναλλαγῆς.

  Δέν χωρεῖ ἀμφιβολία ὃτι ὑφίσταται βαθειά, πολύπλευρη κρίση στόν χῶρο τῶν Μ.Μ.Ε. Ἡ αἰτία τῆς κρίσης, σύμφωνα  μέ ὃλες τίς κοινωνιολογικές σχολές,  ἐστιάζεται στήν ὑπερενίσχυση τῆς ἐκτελεστικῆς ἐξουσίας, εἰς βάρος τῆς νομοθετικῆς καί τῆς δικαστικής ἐξουσίας, σέ συνδυασμό μέ τήν ὑποχώρηση τῶν παραδοσιακῶν ἠθικῶν ἀξιῶν, ἡ ὑποκατάστασή τους ἀπό νοοτροπίες ἂκρατου ὠφελιμισμοῦ.

  Ὁ ἀσφυκτικός ἒλεγχος τῶν πηγῶν πληροφόρησης ἀπό τούς φορεῖς τῆς Ἐξουσίας καί ἡ διοχέτευση πρός τούς ἀρχομένους μόνο τῶν πληροφοριῶν πού τήν συμφέρουν,  ἒρχεται  ὡς πρώτη συνέπεια. Δεύτερη ὑπῆρξε ἡ ὑπαγωγή τους κάτω ἀπό τόν ἀσφυκτικό ἒλεγχο  ἰσχυρῶν οἰκονομικῶν συγκροτημάτων καθαρά πρός ἐξυπηρέτηση  τῶν οἰκονομικῶν τους συμφερόντων.  

  Ἡ παραχώρηση στούς  ἰδιῶτες τοῦ δικαιώματος  ἳδρυσης τηλεοπτικῶν σταθμῶν εἶχε ὡς συνέπεια τήν παγίωση ὑπερσυγκέντρωσης ἰδιότυπων  συστημάτων ἐλέγχου τῶν πληροφοριῶν ἢ προβολῆς τῶν γεγονότων, ἒτσι ὣστε  νά συντελοῦν  στήν ἐπίτευξη τῶν ἐπιδιωκομένων σκοπῶν τους.

   Ἡ συνειδητή παραπληροφόρηση ἀποτελεῖ πρόσθετο στοιχεῖο τῆς κρίσης. Ἰδίως  ἡ ἐμφάνιση τῆς τηλεόρασης ἐξελίσσεται παντοῦ, θέαμα καί φορέας διαστρέβλωσης τῶν γεγονότων καί ἀποπροσανατολισμοῦ τοῦ σώματος τῶν πολιτῶν ἀπό τήν οὐσία τῶν πραγμάτων, εἲτε ἐπειδή ὑπηρετεῖ συγκεκριμένες ἐπιδιώξεις καί συμφέροντα, εἲτε  διότι στόν βωμό τοῦ μάρκετινγκ διολισθαίνει ἐνσυνείδητα πρός τό θέαμα καί τήν ἐπιδερμική ἀνάπτυξη γεγονότων. Ἡ ἀπόκτηση ἐλέγχου ἀπό ἐπιχειρηματίες-ἐκδότες καταπάνω τῶν τηλεοπτικῶν σταθμῶν συντείνει στήν ἀποδιοργάνωση τῆς ἑλληνικῆς καί παγκόσμιας κοινωνίας καί  στήν ἰσχυροποίηση τῶν έξωκοινοβουλευτικῶν μεθοδεύσεων.

  Ἡ παραπληροφόρηση πού τό CNN ἂσκησε διεθνῶς κατά τήν κρίση τοῦ Κόλπου, ὃταν π.χ. παρουσίαζε ἀνερυθρίαστα τόν ἀπαίδευτο στρατό τοῦ Ἰράκ ὡς τήν  τέταρτη στρατιωτική δύναμη τοῦ κόσμου, δέν εἶναι ἡ πιό βαρύγδουπη ἀπόδειξη τῆς ἐκμετάλλευσης τῶν γεγονότων ἀπό τήν ἐκτελεστική ἐξουσία, μέσω τύποις νομίμων, οὐσία δέ ἀνελεύθερων φραγμῶν;

  Ἡ διαστρέβλωση τῶν γεγονότων τῆς Βοσνίας ἀπό ὃλα τά διεθνῆ Μ.Μ.Ε. καί ἡ δημιουργία  ὑστεριῶν καί ψυχώσεων κατά τῶν Σέρβων τί ἦταν; Μιά ἐπαρκής ἀπόδειξη συστηματικῆς παραπληροφόρησης καί ἐξυπηρέτησης  σκοτεινῶν ἐπιδιώξεων.

 Σήμερα σκόπιμη διάδοση χαλκευμένων, ψευδῶν εἰδήσεων, μέ στόχο τόν ἀποπροσανατολισμό τῆς κοινῆς γνώμης, πρός ὁρισμένη κατεύθυνση γιά τήν ἐξυπηρέτηση ἰδιοτελῶν συμφερόντων, μποροῦμε νά καταγράψουμε στίς  εἰδήσεις περί τόν πόλεμο στήν Οὐκρανία, τήν ἐνημέρωση γιά τόν πόλεμο στήν Μέση Ἀνατολή, καί γενικά ὃπου πολεμικές  συρράξεις. Προσθέστε καί τίς διάφορες φυλλάδες, ἡμερήσιας ἢ ἐβδομαδιαίας κυκλοφορίας, πῶς παραπληροφοροῦν τό ἀναγνωστικό τους κοινό μέ προφητεῖες γεροντάδων, μέ τά ἒκτακτα θεοσημεῖα πάνω ἀπό τήν Ἑλλάδα καταγεγραμμένα μάλιστα ἀπό τήν ΝΑΣΑ, ἀνακατεμένες μέ κινδύνους πού προκαλοῦν τά ἐμβόλια, μέ τσόντες καί  κουτσομπολιά…  

  Οἱ σημερινές Δημοκρατίες μετετράπησαν σέ ἰδιότυπα καθεστῶτα, ὑποκείμενα ὂχι στόν κοινοβουλευτικό ἒλεγχο  καί τήν δίκαιη κρίση τῶν ἐνημερωμένων πολιτῶν, ἀλλά στίς πιέσεις τῶν ἰσχυρῶν συγκροτημάτων τῶν Μ.Μ.Ε. οἱ ὁποῖες δέν εἶναι ἀπαραιτήτως ἰδεολογικοπολιτικές.

 

  Εἶχα τήν εὐκαιρία  ὡς φοιτητής νά γνωρίσω συμπτωματικά στό Παρίσι τόν Jean Paul Sartre  ὁ ὁποῖος, γεροντάκι πιά, ἐξακολουθοῦσε νά πουλᾶ  στό Boulevard Saint Germain τήν ἐμβληματική Liberation. Δέν τόν συμπαθοῦσα, καθ’ ὃτι ἦταν φανατικός ὑπερασπιστής τοῦ Κομμουνισμοῦ. Ἀκόμη καί τήν εἰσβολή στήν Οὐγγαρία τό 56 καί τήν Τσεχοσλοβακία τό 68 τίς   δικαιλογοῦσε. Ὃλα τοῦ Κομμουνισμοῦ τέλεια. Οἱ πύραυλοι τῆς Ρωσίας εὐλογία, τῆς Ἀμερικῆς κατάρα. Ἀργότερα ἂλλαξε θέσεις, ἂλλαξα καί ἐγώ ἂποψη γιά τόν μεγάλο φιλόσοφο, τόν ὁποῖο κατέταξα πλέον στήν χορεία τῶν ἀγωνιζομένων Οὐμανιστῶν φιλοσόφων.

  Ἱστορικά γνώρισα τόν Ρήγα Βελενστιλῆ, τούς ἀδελφούς Μαρκίδες Πουλίους, πού ἳδρυσαν, τήν 1η Ἰανουαρίου 1791, στήν Βιέννη τήν πρώτη ἑλληνική ἐφημερίδα, τόν Ἂνθιμο Γαζῆ, ἱδρυτή τῆς Ἑρμῆς ὁ Λόγιος, τόν Γ. Ψύλλα, τόν Ἰωάννη Φιλήμονα, τόν Ἂδωνι Κύρου, τόν Γεώργιο Πώπ, τόν Βλάσση Γαβριηλίδη, τόν Δημήτρη Καλαποθάκη, τόν Γ. Α. Βλάχο, τόν Κώστα Ἀθάνατο, τόν Νίκο Καρβούνη, τόν Λάζαρο Πηνιάτογλου, τόν Ἀθ. Παράσχο τῆς πρώτης μετά  τόν δεύτερο παγκόσμιο δεκαετίας καί φυσικά τήν ὓστατη ἐκπρόσωπο τῶν  παραδοσιακῶν ἐκδοτῶν, Ἑλένη Βλάχου.

  Εἶναι αὐτονόητο ὃτι γιά τούς πρωτοπόρους αὐτούς δημοσιογράφους ἡ ἐφημερίδα εἶχε διπλή ἀποστολή: ἐνημερωτική καί διδακτική. Νά δίνει πληροφορίες χωρίς νά φοβᾶται κανέναν «εἰ μή τούς Νόμους», νά διδάσκει μέ τήν ἐλεύθερη κοινοποίηση τῶν στοχασμῶν καί νά κρίνει μέ ἀντικειμενικότητα καί τήν ἐξουσία καί  τό σῶμα τῶν πολιτῶν

  Ὁ δημοσιογράφος ἀσκοῦσε πολιτική χωρίς  νά εἶναι πολιτικός. Ἐρχόταν σέ  ἀντίθεση μέ τήν ἐξουσία καί ὂχι σπάνια μέ τούς ἲδιους τούς ἀναγνῶστες του, οἱ ὁποῖοι μπορεῖ νά ἐνοχλοῦντο ἀλλά δέν ἒπαυαν νά σέβονται τό εὐθαρσές τῆς  γνώμης του καί νά ἐκτιμοῦν τήν κρίση του. Ὁ δημοσιογράφος τῆς τότε πίστευε ὃτι τό χρέος του εἶναι «παιδευτικό». Οἱ δημοσιογράφοι τῆς ἐποχῆς ἐκείνης εἶναι  γνωστοί ὂχι ἀπό τό περιεχόμενο τῆς  φορολογικῆς τους δήλωσης ἀλλά ἀπό τά γραφόμενά τους ἢ ἀπό τήν συνέπεια πού ἒχει ἡ ἐφημερίδα τήν ὁποῖα  διευθύνει ἢ καί  ἀπό τά  δύο μαζί.

  Οἱ προτηλεοπτικοί δημοσιογράφοι, χωρίς ἀμφιβολία εἶχαν πολιτικές θέσεις, χωρίς ὃμως νά εἶναι κομματόσκυλα.  Γνώριζαν ὃτι ἡ ἂσκηση πολιτικῆς κριτικῆς διολισθαίνει συχνά πρός τόν κομματισμό,  ὁ κομματισμός ὁδηγεῖ στήν ἐμπάθεια, ἡ ἐμπάθεια στήν στρέβλωση τῶν  γεγονότων, ἡ στρέβλωση στήν ἀμετρία  τοῦ λαϊκοῦ φρονήματος, ἡ ἐκτροπή στήν σύγκρουση. Δέν ὑπάρχει ὃμως πολιτικός ἢ ἰδεολογικός ἀγώνας χωρίς σύγκρουση. Τό πολιτικό γίγνεσθαι, μέ τό ὁποῖο συναρτᾶται τό κοινωνικό γίγνεσθαι, στόν βαθμό πού ἡ πολιτική μπορεῖ νά  ἐκφράσει, εἶναι τό ἂθροισμα μικρῶν ἢ μεγάλων συγκρούσεων. Τό πρωτεῦον εἶναι ἡ καθαρότητα τῶν προθέσεων. Οἱ δημοσιογράφοι τῆς προτηλεοπτικῆς περιόδου ἒχουν πιθανόν ἐμπάθειες, ἀλλά ἀγωνίζονται γιά ὃ,τι πιστεύουν  ὃτι εἶναι ὀρθό καί ὂχι γιά οἰκονομικό ὂφελος.

 

  Πῶς σήμερα ἡ ἑλληνική δημοσιογραφία κατάντησε  ἀνυπόληπτη; Πῶς  ἡ ἐφημερίδα ἀπό κατάθεση γνώμης κατάντησε λαχεῖο; Πῶς ἀπό  τούς  ἐπώνυμους δημοσιογράφους θέσεων φθάσαμε, τόσο γρήγορα στούς γνωστούς ἀπό τό κουστούμι τους παρουσιαστές εἰδήσεων; Πῶς  φθάσαμε στά χωρίς περιεχόμενο πολυσέλιδα πού ὁ αναγνώστης δέν αἰσθάνεται κἂν τήν περιέργεια νά ξεφυλλίσει; Πῶς ἀπό τόν μετρημένο δημοσιογραφικό λόγο κατρακυλήσαμε στήν ἀπύθμενη κενολογία  τῶν «ἀναλυτῶν» μέ  τά μιξοβάρβαρα ἑλληνικά; Πῶς ἀπό τον ἰδεολόγο δημοσιογράφο φθάσαμε στόν ἐπαγγελματία πού δίκην μισθοφόρου προφέρεται σέ ὃποιον τοῦ δώσει περισσότερα; Πῶς κατά καιρούς συλλαμβάνονται δημοσιογράφοι καί ἐκδότες, μέ βαρύ ποινικό μητρῶο καί πρίν ξημερώσει ἐλευθερώνονται, καί μόνο ὃταν κάνουν τό λάθος νά πεθάνουν μαθαίνουμε γιά τά ὓποπτα ἑκατομμύρια;

  Μέχρι  τήν ἐμφάνιση τοῦ Κοσκωτᾶ στό προσκήνιο, στά ἐπιτελεῖα  τῶν ἀξιόλογων ἀθηναϊκῶν ἐφημερίδων, οἱ πολιτικές θέσεις καί κατευθύνσεις διαμορφώνονται μέ γνώμονα τήν ἰδεολογική θέση τῆς ἐφημερίδας καί τό κοινό συμφέρον. Ἡ ἐφημερίδα ἐξακολουθοῦσε παρά τά τραύματά της, νά διαλέγεται μέ τόν ἀναγνώστη. Οἱ ὑπογραφές τοῦ ἐπιτελείου της ἦταν σεβαστές καί ἡ ἀνεξαρτησία  τῆς γνώμης του ἀξιόλογη.

  Ἡ ἐξαγορά τῶν ἐφημερίδων ἀπό ἂσχετους μέ τήν δημοσιογραφία μεγαλοεπιχειρηματίες ἒφερε στόν Τύπο ἓνα ἂλλο καθεστώς. Οἱ δημοσιογραφικές ἡγεσίες τῶν ἐφημερίδων ἀπέκτησαν ὀργανόγραμμα βιομηχανικῆς, ἐμπορικῆς ἢ ἐφοπλιστικῆς ἑταιρείας. Ἡ δημοσιογραφική ὁρολογία ἀντικαταστάθηκε ἀπό τήν ὁρολογία τοῦ μάνατζμεντ καί τοῦ μάρκετινγκ. Οἱ ἀμοιβές τῆς τεχνοδομῆς ἐξισώθηκαν μέ τίς ἀμοιβές τῶν ἐμπορικῶν μάνατζερ ἢ τῶν κυβερνητῶν πλοίων ξηροῦ φορτίου και ἂνοιξε πολύ ἡ ψαλίδα σέ σχέση μέ τίς  ἀμοιβές  τῶν «κοινῶν» συντακτῶν οἱ ὁποῖοι κατέλαβαν πιά τήν θέση πού ἒχει ὁ ἐξειδικευμένος τεχνίτης σέ μιά φάμπρικα. Ὃλοι ὀφείλουν νά ὑπηρετοῦν ἓνα σκοπό. Την αὒξηση τῶν ἐσόδων τοῦ ἐπιχειρηματία-ἐκδότη, ἡ ὁποία δέν εἶναι ἀπαραίτητο νά προέρχεται μόνο ἀπό τίς πωλήσεις  τῆς ἐφημερίδας ἢ τίς διαφημίσεις της. Ἡ σχέση δαπανῶν πρός ἒσοδα παρουσιάζει μεγάλο ἂνοιγμα, πού καταγράφεται στό παθητικό τῶν ἰσολογισμῶν τους, ἀλλά καλύπτεται ἀπό τίς ἂλλες ἐπιχειρηματικές  δραστηριότητες τῶν ἐκδοτῶν τους, ἐκδοτῶν πού δέν φημίζονται γιά ἀφιλοκέρδεια Μαικήνα.   

  Ἡ ἐμφάνιση τῆς τηλεόρασης ἐπέφερε ἒνα  ἀκόμη πλῆγμα στήν ἰδέα τῆς δημοσιογραφίας, καθώς παρέσυρε, ἐξέτρεψε τίς ἐφημερίδες καί τά παραδοσιακά περιοδικά καί  δυστυχῶς  τήν συντριπτική μερίδα τῶν δημοσιογράφων ἀπό τήν πραγματική ἀποστολή  τους. Ὁ μέν Τύπος ἀποδύθηκε σ’ ἓναν ἀνταγωνισμό χωρίς νόημα ὁ δέ δημοσιογράφος, μεταβλήθηκε σέ στάρ. Ὁ λογος ἒγινε θέαμα, ἡ ζυγισμένη γνώμη ἀτελείωτη φλυαρία, τό πάλαιμα μέ τίς λέξεις  καί τά νοήματα προκλητικά ντυσίματα, ἡ ἐπιδίωξη τῆς ἐγκυρότητας ἀντικαταστάθηκε ἀπό τό κυνήγι της ἀκροαματικότητας. Τό πάλαιμα μέ τό χειρόγραφο ἀπὀ τήν προχειρολογία καί τά  σωστά ἑλληνικά ἀπό τήν ἐκχυδαϊσμένη γλώσσα τοῦ περιθωρίου. Δέν εἶναι ἡ κρίση πλέον πού μετράει ἀλλά ἡ φωτογένεια. Ἡ  δημοσιογραφία ἒπαψε πλέον νά ποιεῖ ἦθος και ἒγινε ἠθοποιία, προσπάθεια νά ἱκανοποιήσει  τό πλῆθος καί νά ἀποσπάσει τό εὒκολο χειροκρότημα.

  Ἡ τηλεόραση ἀπό παράγοντας τῆς πραγματικότητας γίνεται ἡ πραγματικότητα. Τό κῦρος της στήν κοινή γνώμη παγκόσμια εἶναι συντριπτικό. Τό πρόγραμμά μας  πλέον, ἀκόμη και αὐτό τοῦ φαγητοῦ καθορίζεται ἀπό τό  τηλεοπτικό πρόγραμμα. Ἡ τηλεόραση ἒχει ἀναδειχθεῖ  σέ  ὑπερ-γονέα σέ ὑπερ –δάσκαλο. Ἐπιβάλλει τούς ὃρους της στά ἂλλα μαζικά μέσα, τήν κοινωνία, τήν ζωή, τήν μάθηση, τήν οἰκογένεια, πάντα μέ τήν ἐξουσιοδότηση τῶν γονέων, φυσικά, οἱ  ὁποῖοι βρῆκαν ξαφνικά ἓναν ἀπροσδόκητο σύμμαχο στήν ἀμηχανία τους «τί νά κάνω μέ τά παιδιά τώρα;». Ἠ τηλεόραση ἐπιτελεῖ τόν κύριο ὂγκο τῆς ἀγωγῆς στήν νέα γενιά. Ἀπό μικρά πλέον τά παιδιά μαθαίνουν ἀνθρώπινες σχέσεις, τρόπους συμπεριφορᾶς, μεθόδους ἀντιμετώπισης τῶν δυσκολιῶν, μοντέλα οἰκογένειας, ἐρωτική διαπαιδαγώγηση, ἑρμηνεῖες γιά τήν ἱστορία, ἐκδοχές γιά τήν Ἐκκλησία. Ἡ τηλεόραση ἀπό  διαμεσολαβητής, εξελίχθηκε σέ μοναδικό ἑρμηνευτή τῆς πραγματικότητας. Μιά νέα ἐξουσία πού ἀπέκτησε τό δικαίωμα νά ὁρίζει ποιός εἶναι ὁ καθένας, ποιά  εἶναι ἡ εἲδηση, πῶς πρέπει νά εἶναι ἡ ζωή.

 

  Ἡ ἀράχνη τυλίγει «ἀκαταπαύστως» «καί μέ φῶς καί μέ θάνατον». Καί κατατρώγει. Ἡ τραγικότητα ἒγκειται στήν ἀπόλαυση πού αὐτό   τό τύλιγμα  καί ἡ καταβρόχθιση χαρίζουν. Πάντα ἒτσι ἐνεργοῦσε ὁ  κόσμος. («ἡ ἐπιθυμία τῶν ὀφθαλμῶν», Α΄ Ἰω.β΄16), ἀλλά  σήμερα τό ἒχει ἀναγάγει  σέ ἐπιστήμη και τέχνη· ἡ  διάδοσή του καθαρά ἀριθμητικά, εἶναι συντριπτική. Ἡ τηλεόραση εἶναι πιά ἡ μόνη ἐξουσία καθ’ ὃτι ἐξουσιάζει τό θυμικό τῶν ἀνθρώπων. Μπορεῖ διανοητικά  πολλοί νά ἀμφισβητοῦν τήν ἀξιοπιστία της: «μᾶς ἐμπαίζουν» ἀλλά συναισθηματικά τήν ἒχουν ἀναγνωρίσει ὡς τήν μόνη αὐθεντία κι ἒχουν παραδοθεῖ ἂνευ ὃρων, ἀφοῦ  γιά τό ἀσυνείδητο,  ἀξιόπιστο εἶναι ὃ,τι ἐπαληθεύει τήν παντοδυναμία του.

«Βλέπω τούς ἐμπόρους νά  εἰσπράττουν  σκύβοντας τό κέρδος τῶν δικῶν τους πτωμάτων…» (Ὀδ. Ἐλύτη, Τό Ἃξιον Ἐστίν). 


«Ἐρώτηση: Ποιός εἶναι ὁ  πεφωτισμένος εἰς τά νοήματα αὐτοῦ;

Ἀπάντηση: Ὃστις ἒφθασε νά γνωρίση τήν πικρότητα ἣτις ὑπάρχει κεκρυμμένη ὑπό τή γλυκύτητα τοῦ κόσμου, καί ἐμπόδισε τό ἑαυτοὺ στόμα, νά μήν πίη ἐκ τούτου τοῦ ποτηρίου». (Ἀββᾶ Ἰσαάκ τοῦ Σύρου, Οἱ  ἀσκητικοί λόγοι, ἐκδ. Ἀπόστ. Αρνάβας, σ. 287) 


Στοχάσου καί ἀρκεῖ»  Ἑλληνική Νομαρχία.

 

 

 

 

Παρασκευή 5 Ιουλίου 2024

Ἡ ἀπατηλή λάμψη τοῦ μαγικοῦ

 

Τοῦ Γιώργου Δημόπουλου 

  Ἕνα παλικάρι, ἐνήλικος ἄντρας πού πάσχει ἀπό καρκίνο, στό τελικό στάδιο, ἐπισκέπτεται ἕνα μοναστήρι καί ἡ ἡγουμένη τοῦ λέει: «Ἡ Παναγία  βοηθάει ὅλους τούς κατατρεγμένους,ἀπελπισμένους καί ἀναγκεμένους καί μπορεῖτε νά ἐλπίζετε σ’ αὐτήν!». Τό παλικάρι μέ λεβέντικη διάκριση τῆς ἀπαντᾶ: «Συγχωρῆστε με, ἀλλά ἐγώ δέν εἶμαι τίποτα ἀπ’ ὅλα αὐτά, εἶμαι καρκινοπαθής! Ἧρθα καθ’ ὄτι  προετοιμάζομαι γιά τήν ἀναχώρησή μου».

  Σέ ἐποχές πού ἡ τεχνολογία παράγει ἀπίθανα μυθικά ἐπιτεύγματα, πού πρίν ἀπό καιρό φάνταζαν ἀνεδαφικά, ἡ Χριστιανική πίστη ἀμφισβητεῖται ὄχι μέ ἕνα ἄμεσο τρόπο ἤ πόλεμο, ἀλλά ἐκ τῶν ἒσω μέ τόν ἀποχρωματισμό καί τήν  διάβρωση πού προκύπτει  ἀπό τήν σχετικοποίηση  τῆς ἀλήθειας της.

  Τό  κενό αὐτό τείνει νά καλυφθεῖ ἀπό τήν παρείσφρηση δοξασιῶν πού  ὑπόσχονται ὑγεία, εὐεξία καί εὐημερία γιά ὅποιον τίς ἀκολουθεῖ. Τό μαγικό θρησκευτικό στοιχεῖο προσπαθεῖ διαρκῶς νά εἰσβάλει στήν πίστη ἄν δέν τήν ἔχει  ἀντικαταστήσει, ἐν πολλοῖς. Ἡ ἐνασχόληση μέ τό μαγικό ὑποδηλώνει  τήν παραίτηση ἀπό τήν ἀνάληψη τῆς προσωπικῆς εὐθύνης. Τό μαγικό συμβάν δέν ἀπαιτεῖ προσπάθεια, δέν ἀπαιτεῖ προσωπική συμμετοχή καί ἀνάληψη εὐθύνης, δέν ἀπαιτεῖ συνειδητοποίηση καί ἀλλαγή ζωῆς. παραιτεῖται κανείς καί ἀπό τό  νά ὁδηγήσει τά πράγματα τῆς ζωῆς του καί ἀναμένει τήν μαγική πραγματοποίησή τους. Ἡ παιδική φαντασίωση τῆς  παντοδυναμίας. Ὁ σούπερμαν τῶν κόμικς καί τῶν καρτούν, πού ὅμως ἔχει ἐνδυθεῖ τόν πνευματικό μανδύα. Εἶναι αὐτός πού δίνει τίς λύσεις σέ ὅλες τίς δύσκολες καταστάσεις. Ὁ ἀπό μηχανῆς θεός πού προσφέρει τήν  λύση, ὅταν ὅλα μοιάζουν χαμένα. Τά  μαγικά φίλτρα καί τά μαγικά ὄπλα τοῦ Χάρυ Πότερ πού καταπολεμοῦν τούς κακούς μάγους. 

  Ἡ θρησκευτικότητα ἀναφέρεται  στήν ἀνασφάλεια τῶν ἀνθρώπων. Ἀποτελεῖ μιά ἀγωνιώδη προσπάθεια κάλυψης τῶν φόβων ἀπό τή συνειδητοποίηση τοῦ θανάτου. Γι’αὐτό περικλείει ἀρχαϊκά συναισθήματα, ὅπως φοβίες, ἐνοχές, ὀργή, ἀδυναμία. Ὁ θρησκευτικός ἄνθρωπος ἀκολουθεῖ μέ ψυχαναγκαστικό τρόπο τίς θρησκευτικές τελετουργίες, ὥστε νά ἐξιλεωθεῖ. Γι’ αὐτόν ἡ θρησκεία ἀντιπροσωπεύει τήν πάλη μέ τό κακό. Νοιώθει τή δύναμη τοῦ κακοῦ κυρίαρχη στή ζωή του, τήν φοβᾶται καί ταυτόχρονα ἕλκεται ἀπ’ αὐτή.

  Παραδόξως κάποιοι φανατικοί τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἐνῶ φραστικά καταδικάζουν τίς ἀντιλήψεις αὐτές, οὐσιαστικά τίς ἀκολουθοῦν μέ ἕνα ἀντίστοιχο σκεπτικό, ἀφοῦ ἡ μάχη τοῦ κακοῦ καί τοῦ καλοῦ εἶναι τό πλαίσιο πού κινεῖται ἡ μαγική ἀντίληψη τοῦ κόσμου τους, ὅπου μάλιστα τό κακό ἔχει ἰδιαίτερα καταστροφικές δυνάμεις. Οἱ θρησκευόμενοι ζοῦν τήν διαμάχη τοῦ κακοῦ καί τοῦ καλοῦ μέ ὅρους πού ταίριαζαν σέ ἀνατολικές δοξασίες τῆς Ἄπω Ἀνατολῆς καί ὄχι βέβαια στήν Ἐκκλησιαστική Παράδοση  τοῦ Θεοῦ τοῦ ἐλέους, τῆς ἀγάπης καί τῶν οἰκτιρμῶν.

  Οἱ θρησκευόμενοι πού οὐσιαστικά δέν πιστεύουν στήν δύναμη καί τήν ὀμορφιά τῆς βιωμένης πίστης, ἐπιτίθενται στούς «κακούς» γιατί μέ αὐτό τόν τρόπο κτυποῦν καί τήν δική τους ροπή γιά τό κακό πού τό  θεωροῦν πιο ἐλκυστικό  ἀπό τήν δική τους ζωή. Τίς δικές τους ἀδυναμίες, ἀστοχίες  καί σκέψεις-λογισμούς τίς χρεώνουν στό διάβολο, «ὁ ὄφις ἠπάτησέ με», καί ἔτσι αἰσθάνονται ὡς ἄβουλα πλάσματα, πού κάθε στιγμή κινδυνεύουν νά παρασυρθοῦν ἀπό τό κακό. Προσφεύγουν στόν Θεό, ὄχι γιατί ἔχουν νοιώσει  τήν ἀκατανίκητη ἕλξη ἀπό τό   πρόσωπό Του, ἀλλἀ σάν κρυψώνα–καταφύγιο ἀπό τίς δυνάμεις τοῦ κακοῦ. Δηλαδή προσφεύγουν σέ ἀνθρώπους πού, καλυπτόμενοι μέ θρησκευτική ἐπένδυση, ἐπαγγέλλονται τήν μαγική ἐπίλυση τῶν προβλημάτων, ἀλλά οὐσιαστικά καλύπτουν  ἀνομολόγητα  δικά τους ὀφέλη.

  Χαρακτηριστική συμπεριφορά ὅσων μετέρχονται τεχνάσματα ἐλέγχου τῶν ἄλλων εἶναι νά μειώσουν τόν   ἄνθρωπο πού προσφεύγει σ’ αὐτούς. Νά τόν  κάνουν νά  χάσει τήν ἐμπιστοσύνη στόν ἑαυτό του. Νά ἀμφισβητήσει τίς ἱκανότητές του. Νά ἀναρωτηθεῖ γιά τήν ἐπάρκειά του. Νά ἰσοπεδωθεῖ ἡ θέλησή του. Νά χάσει τό προσωπικό του στοιχεῖο καί τίς προσωπικές  του ἐπιθυμίες. Μέ ὕπουλα γλυκό τρόπο τόν καλύπτουν μέ τή δική τους συμπαράσταση, τήν ἴδια στιγμή πού τόν ἀπογυμνώνουν ἀπό τίς  δικές του δυνάμεις.

  Ἡ συναισθηματική φροντίδα καί ὑποστήριξη σέ κάποιες δύσκολες   προσωπικές στιγμές ἐξασφαλίζει τήν  διά βίου, ἄνευ ὅρων ὑπακοή.  Ἡ ἐμφάνιση  μιάς ἀνίατης ἀσθένειας καί ἡ ἀπειλή τοῦ θανάτου ζητοῦν μιά ἄμεση, ἔστω καί πλαστή παρηγοριά. Παιδικές  φοβίες πού ἀρνοῦνται νά κατανοηθοῦν   καί νά ἐπουλωθοῦν σέ συνειδητό ἐπίπεδο, μεταλλάσσονται, σέ νευρώσεις πού ἐπιζητοῦν θεραπεῖες. Ἀνασφάλειες πού δέν συνειδητοποῦν ὅτι τό ρίσκο καί ἡ διακινδύνευση εἶναι στοιχεῖα σύμφυτα  πρός τήν ζωή, προσφέρονται πρός ἐκμετάλλευση. Ἐνοχές ποὐ ζητοῦν τήν ἐξιλέωση καί τήν συναισθηματική ἀποφόρτιση βαραίνουν ἀνεπανόρθωτα τίς  ζωές, ὅταν δέν ἐπιζητοῦν τήν ἀναστάσιμη ἀπελευθερωτική δύναμη τῆς μετάνοιας.

  Ἡ ἀπελπισία καί ὁ ἀναπόφευκτος πανικός πού αὐτή συνεπάγεται ὁδηγοῦν στήν προσφυγή σέ πρόσωπα καί ἐνέργειες πού δέν θά ἦσαν σέ καμμιά περίπτωση ἀποδεκτές.  Εἶναι τότε πού ἡ τέχνη τῆς προπαγάνδας, τῆς ἐμπορικῆς διαφήμισης καί τοῦ πολιτικοῦ μάρκετινγκ, τῆς πλύσης ἐγκεφάλου, ἐνδύονται θρησκευτικά σύμβολα καί πνευματικούς ὅρους γιά νά ὑπηρετήσουν ὅμως τήν ἴδια πάντα σκοπιμότητα. Τήν πλύση ἐγκεφάλου καί συνεπαγόμενη ὑποταγή. Ἡ ἐξασφάλιση τῆς ἄνευ ὁρων ὑπακοῆς καί ἡ διά βίου ὑποτέλεια εἶναι τό τίμημα γιά ὅποιον προσφεύγει στούς κάθε εἴδους πνευματικούς  γκουρού.

 Ἡ ἐνδελεχής μελέτη τῶν ἐκκλησιαστικῶν συγγραμμάτων, τῆς βυζαντινῆς νομολογίας καί τῶν λαϊκῶν χρονογραφημάτων τῆς ἐποχῆς καταδεικνύει τόν ἀγῶνα τῶν Πατέρων γιά τήν πάταξη τῶν δεισιδαιμονιῶν. Οἱ δεισιδαιμονίες εὑρίσκοντο σέ πλήρη   ἄνθιση στόν ἀρχαῖο κόσμο. Τά γητέματα, οἱ γοητεῖες, οἱ οἰωνοσκοπίες  καί τά μαγικές ἀντιλήψεις κυριαρχοῦσαν. Γιά τήν  τιθάσευση αὑτῶν τῶν δεισιδαιμονιῶν ἀγωνίστηκαν ; ὄχι χωρίς ἀντίδραση καί πολλές φορές μέ προσωπικές τους διώξεις, οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας.

  Συγκεκριμένα ὁ Μέγας Βασίλειος κάνει τεράστιους ἀγῶνες ἐνάντια στή δεισιδαιμονία καί καταγγέλλει τούς «ζητοῦντας ἐπαοιδούς» γιά τήν θεραπεία τῶν ἀσθενούντων. (PG 29, 417). Ὁ ἱερός Χρυστόστομος ἐπιπλήττει τούς δεισιδαίμονες συγχρόνους του λέγοντας ὅτι δέν εἶναι Χριστιανοί, ἀφοῦ ἀκολουθοῦν ἀρχαῖες ἑλληνικές  καί ἰουδαϊκές ἀντιλήψεις, στίς ὁποῖες στηρίζονται οἱ φαρμακεῖες, οἱ ἀστρολογίες. οἱ μαντεῖες, οἱ διδασκαλίες περί δαιμόνων καί οἱ ἐπερωτήσεις (κάλεσμα) πνευμάτων ἀκαθάρτων. (PG 59, 584).

  Ἡ ἀποβλάκωση ὅμως, δυστυχῶς, ἐλλοχεύει καί μέσα στόν σύγχρονο ἐκκλησιαστικό χῶρο, ὅταν ἡ πίστη στόν Θεό, ὄχι μόνο τοῦ  λαϊκοῦ στοιχείου ἀλλά καί τῶν κληρικῶν,  δέν παραπέμπει σέ κάλεσμα μετοχῆς στό Ἀναστάσιμο βίωμα, ἀλλά σέ μιά ἰδιότυπη ἀσφάλεια ζωῆς πού γιά καλό καί γιά κακό πρέπει νά ὑπάρχει γιά διασφάλιση στίς δύσκολες ὥρες…  Δέστε πόσα χαϊμαλιά δέν κρέμονται ἀπό τόν καθρέπτη πολλῶν αὐτοκινήτων! Πέταλο, ματάκια, σκόρδο, κομποσκοίνι, ἂς βάλουμε καί ἕναν Σταυρό,  δέν  ξέρεις τί  γίνεται! Ποιός δέν ἒχει ἀκούσει ἀπό  παπάδων χείλη γιά τήν θαυματουργική δύναμη τοῦ φυτιλιοῦ ἀπό  τό καντήλι τῆς Παναγίας ἢ τοῦ άκοίμητου κεριοῦ; Μάλιστα μόλις προχθές ἀρχηγός κόμματος ἰσχυρίστηκε ὃτι τό λάδι κατά τήν βάπτισή του, σχημάτισε σταυρό στό πρόσωπό του.  

  Ὅταν ἡ διασφάλιση τῆς ἀτομικῆς εὐημερίας καί σωτηρίας ὁδηγεῖ στήν παραίτηση ἀπό μετοχή στήν ἐκκλησιαστική κοινότητα, ὅταν ἡ μοναστική ἄσκηση μεταφέρεται μέ μηχανιστικό τρόπο στήν καθημερινότητα  τῶν λαϊκῶν, ὡς στέρηση καί μιζέρια καί ὄχι ὡς εὐχαριστιακός τρόπος ζωῆς, ὅταν ἡ σύγχρονη ἐποχή διαρκῶς ἐνοχοποιεῖται καί καταδικάζεται καί ἡ νοσταλγία γιά ὁριστικά παρελθοῦσες ἀγροτικές κοινωνίες ἐπιβάλλει τήν πλαστή ὡραιοποίησή τους, ἑνῶ στήν πραγαμτικότητα ἀπεῖχαν πολύ ἀπό τό νά εἶναι παραδείσιες, ὅταν τό παθητικό σκύψιμο τοῦ κεφαλιοῦ καί ἡ ἀποδοχή ὡς δόγματος ὅσων λέγονται ἀπό ὅποιον φοράει ράσο, στήν πραγματικότητα ὁδηγεῖ στήν ἀπομάκρυνση τοῦ λαϊκοῦ στοιχείου ἀπό τήν οὐσιαστική μετοχή στό ἐκκλησιαστικό σῶμα. Ὅταν ἀποδεχόματε ὡς θαῦμα ὁτιδήποτε εἶναι θέμα συμπτώσεων καί τό  καταγράφουμε ὡς σημαντικό, ἐνῶ τήν ἴδια ὥρα ἔχουμε παραιτηθεῖ ἀπό τό νά ζήσουμε τό  καθημερινό θαῦμα τῆς  ζωῆς πού βιώνεται, ὅταν ὑπερβαίνοντας τήν  ὅποια δυσλειτουργία, μπορoῦμε νά σκορπίζουμε ἀπλόχερα τήν τρυφερότητα καί τήν  ἀγάπη γιά ὅποιον εἶναι δίπλα μας. Ὅταν ζητοῦμε νά συναντήσουμε σύγχρονους ἅγιους πνευματικούς ὄχι γιά νά κερδίσουμε ἀπό τήν ζωή τους, ἀλλά γιά νά ἐκστασιαστοῦμε καί γιά νά ρωτήσουμε τά μελλούμενα τῆς ζωῆς μας, μετατρέποντάς τους σέ πνευματικά μέντιουμ.

  Κάποιοι κληρικοί ταυτίζουν τίς ἀπόψεις τους μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί ζητοῦν ἀπό τό  λαϊκό στοιχεῖο τήν ὑποδούλωσή του στό ἀλάθητό τους. Ζητοῦν τήν ἄνευ ὅρων ὑποταγή τῶν πνευματικῶν τους παιδιῶν, στερώντας τα ἀπό τό δικαίωμά τους νά εἶναι πνευματικοί ἄνθρωποι·   ἐμπορεύονται τούς ἀγίους, περιφέροντας τίς  φῆμες γιά θαύματα πού δέν ἀφοροῦν τήν εὐχαριστιακή βίωση ἀκόμη καί τῆς ἀνίατης ἀρρώστιας, ἀλλά τήν μαγική ἀπαλλαγή ἀπό κάποιες ἀσθένειες. Ἀνταποκρίνονται στή ζήτηση πνευματικῆς ἀγυρτείας καί δημιουργοῦν ἕνα ψευδῆ ἑαυτό ταυτιζόμενο μέ τήν φαντασίωσή τους· ἀπαιτοῦν ἐν ὀνόματι τοῦ σχἠματός τους, ὄχι νά διακινήσουν τό  ποίμνιό τους, ἀλλά  νά τό ἐξουσιάσουν. Εἶναι αὐτοί πού περιφέρουν τίς θλιβερές αὐλές τους κατακεραυνώνοντας παράλληλα ὅποιον τολμήσει νά ταυτίσει τή στάση τους μέ τήν ἀντίστοιχη ἄλλων ἱερατείων, κάποιων θρησκειῶν καί δοξασιῶν, τίς ὁποῖες ὁ αὐθεντικός Χριστιανισμός ἔθεσε στό περιθώριο μέ τό  κήρυγμα τής  ἀγάπης καί τῆς ἐνσαρκωμένης Ἀλήθειας.

  Προσέξτε τόν πλούσιο ψυχισμό ἀτόμων πού ἔχουν διαγνωστεῖ μέ νοητική καθυστέρηση. Ἡ ἐπικοινωνία  μαζί τους προσφέρει τρυφερότητα, ζωντάνια καί ἐκτίμηση  γιά τούς ἴδιους καί τίς οἰκογένειές τους, πού μέ τήν ἔγνοια τους εὐόδωσαν τίς ὅποιες ἱκανότητες αὐτοί διέθεταν. Ἀντίστοιχα ἡ ἐπικοινωνία μας μέ ἀνθρώπους πού μπορεῖ νά διαθέτουν ὑψηλό δείκτη νοημοσύνης μᾶς κάνει νά ἀναρωτιόμαστε  γιά τό πῶς παραιτοῦνται ἀπό τήν  ἀξιοποίηση τοῦ νοητικοῦ τους δυναμικοῦ σέ θέματα πού δέν ἀφοροῦν τό ἐπαγγελματικό τους πεδίο. Ἡ   προσδοκία ἄμεσου οἰκονομικοῦ ὀφέλους, ἡ χαρισμένη ἡδονή, ἡ ἄμετρη δίψα γιά δόξα καί ἀναγνωρισιμότητα, καί ἰδίως ἡ ὅποια κολακεία, ἀποβλακώνουν ὅσους ὑποκύπτουν στίς ὑποσχέσεις τους. Οἱ ἴδιοι ἄνθρωποι πού μιλοῦν μέ περιφρόνηση γιά τήν πίστη στόν Θεό, δείχνουν μιά ἀφόρητη εὐπιστία ὅταν κάποιοι τούς  ἀντιμετωπίζουν, γιά τούς δικούς λόγους, ὡς θεούς. Οἱ ἴδιοι ἄνθρωποι πού μιλοῦν μέ περιφρόνηση γιά τήν Ἐκκλησία, πειθαρχοῦν ἀδιαμαρτύρητα στήν κομματική πειθαρχία ἤ στούς κανόνες καί στίς μεθόδους τῆς πολυεθνικῆς ἐταιρίας στήν ὁποία ἀνήκουν. Οἱ ἴδιοι ἄνθρωποι πού μιλοῦν μέ περιφρόνηση  γιά δημιουργία τοῦ κόσμου ἀπό  Θεό Δημιουργό, κατοχυρώνουν μέ brand names καί μέ ἰδιοκτησιακούς τίτλους τἱς ὅποιες ἐπινοήσεις τους καί δέν διανοοῦνται νά δεχθοῦν ὅτι κάτι ἀπλῶς τούς ἔτυχε καί δέν τό  πέτυχαν οἱ ἴδιοι.  

  Ὁ Χριστιανισμός ἀπό τήν φύση του, πού εἶναι ἡ ἀποκάλυψη τῆς ἀλήθειας, εἶναι ἀντίθετος πρός τόν περιορισμό τῆς ἀναζήτησης τῆς  ἀλήθειας, ἀκόμη καί ἄν αὐτή φαίνεται κάποτε νά ὁδηγεῖ στήν ἀμφισβήτησή του. Κάποιες ἐπιμέρους χρονικές καί τοπικές παρανοήσεις τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἔχουν ὁδηγήσει ἱκανούς καί τίμιους ἀνθρώπους νά τόν ἀρνηθοῦν, ἀλλά ἡ ἀμφισβήτησή τους αὐτή ὄχι μόνο δέν εἶναι βλάσφημη, ἀλλά ἀποτελεῖ εὐλογία γιά τήν Ἐκκλησία, ἀφοῦ ἐπιτρέπει τήν κάθαρση τοῦ θεϊκοῦ στοιχείου της ἀπό τίς γήινες ἀνθρώπινες  προσμίξεις. Στήν ἱστορική πορεία τῆς Ἐκκλησίας δέν τέθηκαν διλήμματα γιά τήν συνύπαρξη τῆς πίστης μέ τήν ἐπιστήμη. Ἡ σχέση τῆς  Ἐκκλησίας μέ τήν ἐπιστήμη ὑπῆρξε λειτουργική καί συμπληρωματική. Ἡ ἀγωνία γιά τά νέα στοιχεῖα πού προσφέρουν οἱ ἐπιστῆμες δέν ταιριάζει στούς πιστούς. Ἡ ἀγωνία ἀντιστοιχεῖ μόνο στήν δημιουργία τῶν σωστῶν κριτηρίων, ὥστε ἡ ἐπιστήμη νά ὑπηρετεῖ τόν  ἄνθρωπο.  Ἡ φυσική τῶν κβάντα καί ἡ ἀστροφυσική προσφέρουν τήν  εὐκαιρία νά φύγουμε ἀπό τόν κόσμο τῆς  καθημερινότητάς μας καί νά συνειδητοποιήσουμε τό μεγαλειώδες τῆς δημιουργίας πού ἐκτείνεται σέ κόσμους, πού ὁ ἐπαρχιωτισμός μας δέν θέλει νά γνωρίζει καί νά ἀσχολεῖται. Ἡ μοριακή βιολογία χαρίζει σέ ὅποιον θέλει νά δεῖ τήν ἄπειρη ὀμορφιά καί τήν  ἀσύλληπτη  σοφία πού διέπει τόν ἔμβιο κόσμο. Ἡ ρομποτική ἔρευνα ἐπιτρέπει τήν στοιχειώδη κατανόηση τοῡ  ἀνθρώπινου ἐγκεφάλου καί τή δημιουργική πνοή πού τοῦ ἔχει ἐμφυσηθεῖ. Ἡ ὑπαρξιακή συστημική ψυχοθεραπεία ἐπιβεβαιώνει τήν θέση ὅτι τό κορυφαῖο ἐρώτημα τῆς νοηματοδότησης τῆς ζωῆς καί τῆς  ἐλευθερίας ἀπαιτεῖ προσωπικές ἀπαντήσεις καί ὅτι τελικά κανείς δέν μπορεῖ νά εἶναι εὐτυχισμένος δίχως τήν εὐχαριστιακή κοινωνία του μέ τούς ἄλλους  ἀνθρώπους.

  Ὁ Θεός τοῦ Εὐαγγελίου, τῆς Ὀρθόδοξης, τῆς Καθολικῆς, τῆς  Προτεσταντικῆς Ἐκκλησίας,  δέν εἶναι μιά ἰδέα, ἀλλά μιά συγκεκριμένη ὀντότητα, μέ τήν ὁποία μπορεῖ νά ὑφίσταται μιά προσωπική σχέση. Μιά ὀντότητα πού δέν θά κατανοηθεῖ ποτέ πλήρως. Ἡ ἀνθρωπότητα ὅμως στό διάβα τῶν αἰώνων καί μέ τήν αὔξηση τῶν ἐπιστημονικῶν γνώσεων θά καταγράφει μέ ἔκπληξη τήν παρουσία τῆς ἄπειρης σοφίας Του, ἐνῶ μέσα ἀπό τίς βιωμένες προσωπικές ἐμπειρίες θά γίνεται κοινωνός τοῦ ἐνδιαφέροντός Του.