Παρασκευή 28 Ιουνίου 2024

Ἡ Μαγεία

 

Τοῦ Γιώργου Δημόπουλου

 

   Ἀπό τίς μέχρι τώρα ἱστορικές  ἒρευνες ἡ Χαλδαία ἢ ἡ Βαβυλώνα θά μποροῦσε ἲσως νά προσδιοριστεῖ ὡς ὁ γνωστότερος τόπος ἱστορικῆς μνημείωσης τῆς  μαγείας, σύμφωνα μέ τίς γραπτές πηγές ἐπικλήσεων, πού ἒφθασαν ἒως ἐμᾶς, καί τοῦτο χρονολογούμενο ἀπό τό 2000 π.Χ. Αὐτές οἱ ἱστορικές ἀναφορές εἶναι ἀντιγραφή ἐκ μέρους Ἀσσυρίων ἱερέων, ἀρχαιότερων Βαβυλωνιακῶν πηγῶν, oἱ ὀποῖες χάνονται στό παρελθόν.  

  Συγκεκριμένα στόν κώδικα τοῦ Χαμουραμπί προβλέπεται ἡ δοκιμασία τοῦ νεροῦ γιά ἐκεῖνον πού κατηγορεῖται ὡς μάγος, ἀλλά καί γιά τόν κατήγορο. Ἂν ὁ κατηγορούμενος πνιγόταν, ἡ περιουσία του μεταβιβαζόταν στόν κατήγορο. Ἂν σωζόταν, τότε ὁ κατήγορος θανατωνόταν καί ἡ περιουσία του μεταβιβαζόταν στόν κατηγορούμενο. Αὐτό βέβαια, στήν περίπτωση πού οἱ δικαστές δέν ἦταν σίγουροι γιά τό ἀληθές τῆς κατηγορίας. Σέ περίπτωση ἀποδεδειγμένης κατηγορίας ἡ ποινή προέβλεπε θανάτωση.    

  Οἱ  Ἰουδαῖοι μέ τήν σειρά τους ἦταν ἀρκετά ἐξοικειωμένοι μέ τή μαγεία, γεγονός πού ἀντανακλᾶται στούς αὐστηρούς νόμους ἐνάντια στήν μαγεία, καθώς καί στίς   προειδοποιήσεις τῶν προφητῶν, ( Βασ. Α΄,Ἒξοδος, xxii, 18, Δευτ. xviii xxi, 6 κ.α.). Ὃμως παρά  τίς προειδοποιήσεις καί τήν αὐστηρότητα τῶν νόμων ἡ μαγεία στόν ἰουδαϊσμό ἂνθισε, καί κράτησε γερά.

  Οἱ Ἓλληνες θεωροῦσαν τήν Θεσσαλία καί τήν Θράκη ὡς περιοχές πού ἦταν ἰδιαίτερα ἐθισμένες στήν ἂσκηση τῆς μαγείας. Ἡ θεά Ἑκάτη ἦταν ἐκείνη πού προΐστατο κάθε μαγικῆς τελετουργίας, μιά θεότητα ξένη, τήν ὁποία εἰσήγαγε ὁ Ἡσίοδος στήν Κοσμογονία του. Ὡστόσο, ὁ χθόνιος Ἑρμῆς, ὁ ψυχοπομπός εἶναι ἡ ἰσχυρή θεότητα πού ἀπαντᾶται σέ παρόμοιου εἶδους τελετουργίες, μαζί μέ τήν Ἀρτέμιδα, μιά ἂλλη συμβολική ὂψη τῆς Σελήνης.

   Πόσοι ἂνθρωποι σέ ὃλα  τά μήκη καί πλάτη τοῦ Πλανήτη, σέ προηγμένες, σέ ὑποβαθμισμένες χῶρες, ὃλων τῶν κοινωνικῶν στρωμάτων καί κάθε  ἐπιπέδου  μόρφωσης, πιστοί, ἂπιστοι, ἀγνωστικιστές, καί τῶν δύο φύλων, μέσα στήν ἀνασφάλειά τους δέν καταφεύγουν σέ μάγους, καφετζοῦδες, χαρτορίχτρες, ξεματιάστρες; Πόσοι ἀκόμη καί καθηγητές  καί καθηγήτριες  πανεπιστημίου δέν ἒχουν ὃλα τά  χαρακτηριστικά τοῦ  προληπτικοῦ ἢ τοῦ  δεισιδαίμονος;  

  Ἡ ἐπιστήμη φθάνει στά πέρατα τοῦ σύμπαντος, ὡστόσο δέν μπορεῖ νά νικήσει τήν ἀνθρώπινη δεισιδαιμονία. Ὃσο κι ἂν προοδεύει ἡ ἐπιστήμη, ἡ μαγεία, τά ξόρκια καί τά φυλαχτά, παραμένουν χαραγμένα  στό μυαλό τῶν ἀνθρώπων. 

  Τήν ἲδια στιγμή πού ἓνα τηλεσκόπιο φωτογραφίζει τήν ἀρχή τοῦ σύμπαντος, ἓνας κατά τά ἂλλα λογικός ἐνήλικος, Ἓλληνας, Ἂγγλος, Γάλλος. Πορτογάλος, βγάζει τό παιδί του βόλτα φορώντας του χάντρα γιά τό κακό μάτι, χτυπάει ξύλο πρός ἀποτροπήν τοῦ κακοῦ, ἀποφεύγει μαύρη γάτα, φτύνει τόν κόρφο του γιά νά σπρώξει τήν κακή μοίρα μακριά ἀπό τήν δική του ζωή, φτύνει  γιά νά μήν βασκάνει, καταφεύγει στήν ξεματιάστρα  νά θεραπευθεῖ ἀπό τόν πονοκέφαλο… Πιστεύει ὃτι ὑφίστανται ὑποχθόνιες δυνάμεις πού μποροῦν νά φέρουν τό κακό καί κατάρες πού ὁδηγοῦν σέ δυστυχία.

  Ὃλα τά παραπάνω ἐπιβιώνουν ἀκόμα καί σήμερα, ταυτόχρονα μέ τίς ραγδαῖες προόδους πού σημειώνει ἡ ἐπιστήμη. Σέ ἒρευνα πού δημοσιεύθηκε στήν ἐπιστημονική ἐπιθεώρηση «PLΟS One» καί διεξήχθη ἀπό τό τμῆμα οἰκονομικῶν τοῦ ἀμερικανικοῦ Πανεπιστημίου τῆς  Οὐάσιγκτον, συμμετεῖχαν μέσω συνεντεύξεων περισσότεροι ἀπό 140.000 ἂνθρωποι, μέ καταγωγή ἀπό 95 χῶρες, μεταξύ τῶν ὁποίων καί ἡ Ἑλλάδα.

  Σύμφωνα  μέ τήν παραπάνω ἒρευνα  4 στούς 10 Ἓλληνες πιστεύουν στά μάγια καί στό «μάτι». Δηλαδή τό 40% τῶν Ἑλλήνων δηλώνει ὃτι πιστεύει στήν δύναμη τῶν πνευμάτων ἢ σέ  κάποιο εἶδος μαγείας, ὃτι δηλαδή ὁρισμένοι ἂνθρωποι μποροῦν νά κάνουν μαγικά, νά καταραστοῦν  κάποιον, ἢ νά τόν  ματιάσουν καί νά τοῦ προκαλέσουν κακό.  

  Ὃταν διαβάζει κανείς γιά τόν ἰστορικό θρίαμβο τοῦ Χριστιανισμοῦ ἒναντι τῆς μαγείας καί τῆς μαντικῆς κατά τήν Ἂρχαιότητα, ἀπορεῖ εὒλογα πῶς μετά ἀπό δυό χιλιάδες χρόνια χριστιανικῆς ἱστορίας καί σχετικῆς διαπαιδαγωγήσεως τῶν ἀνθρώπων οἱ «καλύτερες» ξεματιάστρες  εἶναι οἱ παπάδες.  Γιά τοῦ λόγου τό ἀληθές  δέν ἒχετε παρά νά γνωρίσετε στό  διαδίκτυο πού ὀδηγοῦν οἱ κληρικοί μας   τόν Χριστιανισμό: σέ μιά ἐπιλογή  περίκλειστη, ποτισμένη μαγικά, χωρίς προσωπική ἀποδοχή, βίωση  καί εὐθύνη, (Δέστε τούς ἰσχυρισμούς  τοῦ ἡγουμένου Μουλατσιώτη περί ματιάσματος καί βασκανίας γενικά στήν προσωπική του ἠλεκτρονική διεύθυνση, ἢ τίς εὐχές κατά τῆς βασκανίας,  μέ τήν κοινωνία μας νά κατακλύζεται ἀπό μάντεις, χρησμολόγους, χαρτορίχτρες, ἀστρολόγους. Δέν  ὐπάρχει ἐφημερίδα  πού νά μήν  ἒχει ἀναφορά στά  ζώδια στό ὡροσκόπιο, στήν ἀστρολογία.

Μιά προσωπική προσέγγιση γιά  τό  «μάτι», ὂχι καί τόσο προσωπική. 

 Ὁ ἐν ἁγίοις πατέρας μας, Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος (10ος αἰῶνας) ἒμεινε  στήν ἱστορία  ὡς ἀνακαινιστής τοῦ πνευματικοῦ βίου τῆς Ἐκκλησίας.

  Στόν εἰκοστό  τρίτο  ὓμνος του περί θείων ἐρώτων, πού ἀφετηρία ἒχει  τό ἐρώτημα, Πῶς νά βρῶ τόν Θεό πού ἐντός μου φέρω καί μέ  φέρει ἐντός Του, μᾶς ἐξηγεῖ ὃτι ἡ θεωρία  τοῦ Θεοῦ εἶναι  σάν τήν θέα τοῦ ἣλιου καί  ὃτι ἀκόμη σπουδαιότερη εἶναι  ἡ θέα τοῦ νοητοῦ φωτός. Ὁ αἰσθητός  ἣλιος ἐκπέμπει τίς ἀκτίνες του, τίς ὁποῖες δεχόμαστε μέ τά  μάτια μας. Τά μάτια ὃμως δέν εἶναι  ἁπλός  καθρέφτης, ὃπου ἀντανακλᾶται τό ἡλιακό φῶς καί τότε βλέπει  ὁ ἂνθρωπος, τά μάτια  ἒχουν τό δικό τους φῶς. Φυσικά ἡ ἓνωση τοῦ φωτός τῶν ματιῶν μέ  τίς ἀκτίνες τοῦ ἣλιου γίνονται ἀσυγχύτως, γι’ αὐτό ὃταν τό φυσικό φῶς ἀποσύρεται, ὁ ἂνθρωπος  δέν βλέπει. Πῶς ὃμως τό φῶς τῶν ματιῶν δέν βλέπει χωρίς ἂλλο φῶς; Πῶς μένει ἀπαθές και ἂθικτο, ἐνῶ ἀφ’ ἑνός  μέν ἀποτελεῖ πηγή φωτός  αὐτόνομη, ἀφ’ ἑτέρου δέν φωτίζεται ἑνούμενο μέ  ἂλλο φῶς; Τό φαινόμενο εἶναι λογικά ἀνεξήγητο καί ὡς πρός τήν ἓνωση καί  ὡς πρός τήν διάκριση τῶν φώτων. Ἒχει νά κάνει μέ τήν ἀνερεύνητη φύση καί τίς ἀνερμήνευτες ἐνέργειες τοῦ Κτίστου, ὁ ὁποῖος δέν ὑπάρχει  μέ τόν τρόπο  οἱουδήποτε κτίσματος  (στ. 189) κι ἐν τούτοις πληροῖ κατά τήν οὑσία  Του και τήν ὑπόστασή Του τό πᾶν.

 Προτοῦ συνεχίσω τόν σκέψη τοῦ Νέου Θεολόγου ἀξίζει νά σταθοῦμε στήν φυσική – καί ἐπομένως λογική- τους προϋπόθεση. Ἡ ὁπτική θεωρία  τῆς ἐποχῆς, ἦταν αὐτή τῶν Ἀρχαίων Ἑλλήνων, ἡ ὁποία μπορεῖ νά μήν συγκροτεῖ μιά ἐπιστημονική θεωρία ἑνιαία, ὃμως ἀναγνωρίζει ἐν γένει τήν   φωτοείδεια τοῦ ὀφθαλμοῦ, ἐν ἀντιθέσει πρός τήν νεώτερη ὀπτική, ἡ ὁποία τόν θέλει κάτοπτρο.

    ὀπτική αὐτή ἐπιτρέπει στόν Νέο Θεολόγο νά θεωρεῖ ὃτι  ὃπως  ὁ ἣλιος, ἒτσι καί τά μάτια ἒχουν τό δικό  τους φῶς, μέ  τήν  διαφορά ὃτι ἡ θέα ὡς συνάντηση τῶν φώτων τοῦ ὁρῶντος  καί  τοῦ ὁρωμένου καθίσταται ἐφικτή χάρη στό ἡλιακό  φῶς. Ἐκεῖνο πού βλέπουμε εἶναι φῶς καί στό  φῶς μέσα  ἐμφανίζονται τά πράγματα τοῦ κόσμου. (στ.113-118). Δέν βλέπουμε τήν νύχτα ἐπειδή τό φῶς τῶν ματιῶν καί τῶν σωμάτων μένει ἀνενέργητο καί ἑπομένως ἀδιέξοδο.

  Γιά τόν ἃγιο Συμεῶνα τό φαινόμενο τῆς ὃρασης  δέν ἀποτελεῖ μηχανική λειτουργία κατοπτρισμοῦ ἀπό τήν ὁποία ὁ πνευματικός  κόσμος τοῦ ἀνθρώπου ἀπέχει. Ἀντιθέτως ἐπιτάσσει τήν συμμετοχή τῆς ψυχῆς στήν ὃραση γιά ὃλους ὂσους  ἀντιλαμβάνονται δυναμικά  τήν ὀπτική.                                                                                                                                       

  Ἡ παρομοίωση τῶν σωματικῶν ὀφθαλμῶν μέ θυρίδες διά τῶν ὁποίων ἡ ψυχή παρακύπτει καί θεωρεῖ, θεωροῦσα δέ τρέπεται ἀναλόγως τῶν προϋποθέσεών της πρός τά ἂνω ἢ  πρός τά κάτω, παραχωρεῖ στό φαινόμενο τῆς ὃρασης μιά μεταφυσική προέκταση ἀδιανόητη ὑπό ἂλλες προϋποθέσεις. Μαζί με τά μάτια τοῦ σώματος βλέπουν καί τά μάτια τῆς ψυχῆς, πρᾶγμα πού χρωματίζει τήν θέα ἠθικά καί τήν συνδέει μέ τήν πνευματική τάξη στήν ὁποία ἀνήκει ό  ἂνθρωπος. Ἐν ἀντιθέσει πρός τήν σύγχρονη, ἠ ἑλληνική ὃραση καί αὐτή τοῦ ἁγίου μας δέν εἶναι ἐξακριβωτική, εἶναι μεθεκτική.

 Ἒστω ὃμως ὂτι ἡ ἀρχαία ὀπτική λειτούργησε ὡς ἒμπεδο τῆς ψυχικῆς ὃρασης. Τί νόημα ἒχει  ὃμως νά ἀναφερόμαστε στίς  προεκτάσεις και τίς συνέπειές της, ὃταν πρὀ πολλοῦ ἒχει παύσει ὑφισταμένη;  Τολμῶ μιά ἀπάντηση: Μπορεῖ ἡ ὀπτική θεωρία τῶν νέων χρόνων νά διαφέρει  ἀντελῶς  ἀπό τήν τῶν Ἀρχαίων, ὣστε νά μήν διανοεῖται κανένας νά ἰσχυριστεῖ ὃτι  βλέπει ἐπειδή τό φῶς τῶν δικῶν του ματιῶν συναντᾶ τό  φῶς πού ἐκπέμπει τό ὀρώμενο πρόσωπο ἢ ἀντικείμενο, πλήν ἡ ἀρχαία ὀπτική ἐξακολουθεῖ ὑποδορίωςνά ἰσχύει.

 Ὃπως  νά ἐρμηνευτοῦν τά παραπάνω  ἡ λειτουργία τοῦ βλέμματος ὡς λήψεως συγχρόνως καί  ἐκπομπῆς, ὂχι ὠς παθητικοῦ καθρεφτίσματος, μένει ἀδιαμφισβήτητη.

Ἲσως ἐδῶ ὐπάρχουν οἱ ρίζες τῆς διαδεδομένης πίστης στό μάτιασμα, στήν δύναμη τοῦ βλέμματος, ἢ τόν κολλητικό ἐξ  ὂψεως πονόματο, τήν ὀφθαλμία τῶν Ἂρχαίων.

  Προσωπικά πιστεύω  στήν δύναμη τοῦ βλέμματος.  Ἂς περιοριστοῦμε σέ κάποιες συμβολικές ἐκφράσεις: Ὁ ἒρωτας ἀπό τά μάτια πιάνεται, μιλᾶμε μέ τά μάτια, δείχνουμε τά πάντα μέ τά μάτια, χαρά, λύπη, κακία, ἐξυπνάδα, ἀγριάδα, τρυφερότητα, μάτι ἀετίσιο, κοιμισμένο, βλέμμα πού «σκοτώνει, «μάτια μου μεγάλα, μάτια μελαγχολικά…» 

  Κρατῶ, γιά τήν ἀκρίβεια, κάποιες καθημερινές πνευματικές προϋποθέσεις, οἱ ὀποῖες  παραμένουν καί θά παραμένουν ἀκαθαίρετες διότι ἀποτελοῦν συστατική δύναμη τῆς κόσμου μας καί  ὂχι ἀνακλαστική μορφή τῆς μορφῆς του. 

  Ἡ θέα πλαταίνει τήν  συνείδηση, ἡ μετοχή τήν ξεχειλίζει. Ποιός  δέν ἀναγνωρίζει στό βλέμμα μιά γονιμοποιό καί μεταπλαστική δυναμη (ὂχι αὐτή τῆς  ἁρπακτικότητας καί τήν μηχανική παθητικότητα  πού μᾶς παρέδωσε ἠ σύγχρονη ὀπτική).

  Ὁ ἂνθρωπος ἒχει  βλέμμα αἰσθητό καί  βλέμμα νοερό. Ἒτσι μπορεῖ καί ἀντικρίζει τά αἰσθητά καί τά νοερά.  Τό βλέμμα κινεῖ τίς αἰσθήσεις, τήν ἐπιθυμία. Μέσα στίς ἀστραπές τοῦ ματιοῦ γεννιέται ὀ ἒρωτας.   

   Ἓλληνας καί ὁ Βυζαντινός ζωγράφος καλοῦνται νά αποδώσουν τό ἲδιο τό βλέμμα τους και ὂχι κάποιο ἀπέναντι ὀρώμενο. Ἀντί νά  μιμοῦνται τό ἀντικείμενο, δείχνουν πώς ὑπάρχει θεατό: Συλλαμβάνουν τήν ἀσπαίρουσα μορφή τό φῶς πού κάνει ἐφικτή τήν θέα της, ὀπότε τό  φῶς τρέπεται σέ βλέμμα καί τό βλέμμα σέ φῶς. Ἀπό τά μάτια  παίρνει ο ἂνθρωπος φωτιά!

  Δέν μιλᾶμε γιά κάποια τεχνοτροπία, ἀλλά γιά διαστολή, γιά βάθαιμα καί φωτισμό τῶν ματιῶν. Τῆς  ἑλληνικῆς τέχνης  καί πολιτισμοῦ ἡ  ἱστορία εἶναι ἱστορία ἀνοίγματος ματιῶν, πού ἀπό στοιχεῖο τοῦ σώματος γίνεται πλέον βλέμμα.

 Δέν ὑπάρχει ἀνθρώπινη θέαση διά «γυμνοῦ» ὀφθαλμοῦ. Καί στήν πιό ἀθώα ματιά  συνεργεῖ ἀσυνείδητα ὁ σκοπός, ἡ ἀξία. Διαφορετικά τό βλέμμα θά πλανιόταν μηχανικά καί ἀδιάφορα, χωρίς νά προκαλεῖ ἀντιδράσες καί  συναισθήματα. Ὃμως στήν θέα ἑνός ἀγαπητοῦ προσώπου αὐθόρμητα χαιρόμαστε, ἐνῶ τοῦ ἀντιπαθοῦς ἡ παρουσία μᾶς ταράζει. Ἡ θέα δέν μένει μόνη της· τήν συνοδεύει πάντα κάποιο αἲσθημα.

    τιμή τῆς ἀποκάλυψης ἀνήκει στόν Πλωτίνο·(205-270) ἡ ψυχή δέν σκηνώνει στήν ὓλη τοῦ σώματος ἀλλά    τυλίγει τό σῶμα. Τήν σφραγίδα τῶν ἀξιῶν  καί τῶν σκοπῶν στήν βασίλισσα τῶν αἰσθήσεων, τήν ὃραση, ἀναγνωρίζουμε ὀλοκάθαρα καί γλαφυρά στίς νεκρογραφίες τοῦ  τρίτου αἰῶνος, τίς περίφημες Φαγιούμ. Τά  πρόσωπα  τῶν  Φαγιούμ ἒχουν κάτι μετάρσια ἀνέκφρατο-εἶναι  ψυχοῦλες. Διεσταλμένα   στό φῶς τοῦ μεταθανατίου βλέμματος, τά μάτια τῶν Φαγιούμ χωροῦν στό πεπερασμένο τους τό ἂπειρο. Ἐάν δέν ὑπῆρχε ἡ λευκή κουκίδα τῆς ἲριδος, ἠ ματιά τους θά χανόταν στό  κενό καί  ὀ θάνατος θά παρέμενε δυστυχισμένο  τέλος. Δέστε: Ὁ μόνος τρόπος νά γλυκάνει ὁ τηνιακός τό ἀνελέητο φῶς εἶναι νά τό ματιάσει μέ ἂσπρους τοίχους, σπίτια καί δώματα.    

 Ὃμως ὃσο τό ἂπειρο τοῦτο ὂμμα ἀτενίζει τήν αἰωνιότητα, ἀκόμη δέν ἒχει γεννηθεῖ ἡ χριστιανική τέχνη. Θά γεννηθεῖ ὃταν στήν ματιά προστεθεῖ μεταμορφωτικά ἡ αὐγή τοῦ σκοποῦ, ὁπότε ἡ ἀοριστία τοῦ ἐπέκεινα  τρέπεται σέ ὃραμα χειροπιαστό, πού φέρνει τόν ἂλλο κόσμο ἐδῶ κάτω. Τό βλέμμα τῶν εἰκόνων εἶναι σάν τό φῶς τοῦ καντηλιοῦ ἀντιπροσφορά μας στήν θεία χάρη. Ὃσο καίγεται καί ἀδειάζει  τό σῶμα, τόσο μεγαλώνουν τά μάτια στήν γλυκύτατη λάμψη τους. Ἡ χριστιανική τέχνη τῆς καθ’ ἡμᾶς Ἀνατολῆς θά ὁλοκληρωθεῖ κατά τόν δέκατο τέταρτο αἰῶνα, ὀπότε ὁ Θεοφάνης ὁ Ἓλλην ἀποτυπώνει μέ λιτότατη ἐλευθερία, σέ εἰκόνες  πού θυμίζουν ἐρυθρόμορφα ἀγγεῖα, τήν χοϊκότητα τοῦ σώματος, τίς θύελλες τῆς ψυχῆς καί ἂμα τό φῶς τῆς Χάριτος, πού ξεπηδᾶ  ἀπό τό  σῶμα σάν ἀχόρταγη πυρά γιά νά τό ἁγιάσει. Οἱ κυκλῶνες φωτός τῶν ματιῶν τοῦ Χριστοῦ στόν Νόβγκοροντ εἶναι ἡ ψυχή τοῦ μεταμορφωμένου ἀνθρώπου-τοῦ ἀτόμου τῆς καθολικότητας. Προσκυνοῦμεν Σου τά μάτια Χριστέ καί τήν ἁγίαν Σου ἀνάστασιν τιμῶμεν καί δοξάζομεν.      

 

  

 

Κυριακή 23 Ιουνίου 2024

Η ΜΥΡΣΙΝΗ ΚΙ Η ΘΑΛΑΣΣΑ

 

Του Ιωάννη Παπαδασκαλόπουλου

Πώς ν’ αγκαλιάσεις τη θάλασσα;

Πώς να τη χωρέσεις σε λέξεις;


Θάλασσα αρχαία δεκαοχτώ χρονώ

Κοπέλα ξανθή

Με βραχιόλια από φύκια

Μαργαριτάρια στο λαιμό

Στον αστράγαλο ασημιά καδένα

Τα μάτια σου  μπλε, πράσινα, γκρι

 

Θάλασσα η Ελληνική

Της Πάφου, της Χάλκης, της Νίσυρος

Του Όμηρου και του Καββαδία

Νηρηίδων και Αμφορέων

Φακίστρα ἢ Χρυσομηλιά

Μικρή και Μεγάλη Ασέληνος

 

Θάλασσα των λιμανιών και των οριζόντων

Της λάβας, των πάγων και τ’ άνεμου

 

Ένα κορίτσι σ’ έκλεισε κάποτε σ’ ένα κοχύλι

Έν’ αγόρι στη χούφτα του σ’ ήπιε  και μέθυσε

 

Βουή του πελάου τα λόγια σου

Οι θύμησές σου ωκεανός

Τι προσπαθείς άραγε να μας πεις

Γι’ αυτά που ’χεις ακούσει

Για όσα  έχεις δει;

Πού κρατάς φυλαγμένα

Τα μυστικά που σου εμπιστεύτηκαν;

 

Το κορίτσι  το λέγαν Μυρσίνη

Στην ποδιά της είχε όλα τα χρώματα

 

Θάλασσα πού ’γινες απ’ του κόσμου το δάκρυ

Τι να σκέφτεσαι άρα για μας;

Μας δίνεις και σε πληγώνουμε

Σε  τραγουδάμε και μας πονάς

 

Νά ’μουνα, λέει, φάρος στον απώτατο κάβο σου

τις νύχτες σου να φωτίζω κι εσύ

νά χύνεσαι ολόσωμη εμπρός μου

ελεύθερη, ατίθαση, ερωτική

 

Νά ’μουν  δείλι σε κάποια σχεδία

μόνος μ’ άσπρο πανί μεσοπέλαγα

να βυθίζεται εντός σου ο  ήλιος αργά

πορφυρή και μαβιά να σε βάφει και συ

στην ορμή του μπροστά μου ν’ αφήνεσαι

 

Το αγόρι δεν είχε όνομα

Μόνο έπαιζε τον αρχαίο αυλό

 

Ποιος έχει δει την ερημιά καταμεσής της θάλασσας;

Ποιος ξέρει για τη μοναξιά της;

 

Ποιος έχει δει τον ουρανό απομεσής της θάλασσας;

Ποιος μίλησε  με το Θεό;

 

Ιδρώς η θάλασσα  μέσα μου και δάκρυ μου κι αίμα

 

Βαθύκολπη, αβυσσαία, πλατιά

μήτρα αρχέγονη, θάλασσα θηλυκιά

με την αρμύρα σου οι ψυχές μας ζυμώθηκαν

Ποιον δε νανούρισε του φλοίσβου το  μούρμουρο;

Ποιος δε λικνίστηκε στα ρηχά σου;

Στ’ ανοιχτά σου 

πόσες  φορές ναυαγοί δε βρεθήκαμε;

 

Η Μυρσίνη βούτηξε βαθιά κι έγινε κοράλλι

Τ’ αγόρι σύγνεφο θαρρώ

 

Μη δεν ακούμε τήν κραυγή σου, Κυρά;

Την αγωνία σου δε φουγκραζόμαστε;

 

Αιώνες τώρα σε μολεύουμε, Αγνή

Στο κορμί σου ασελγούμε

Βιαστές από εραστές σου γινήκαμε

 

Ασυνείδητοι, αχάριστοι, άπληστοι

Κοντόφθαλμοι, κυνικοί

Βαθύ τό χνάρι σ’ αφήνουμε

Την υπογραφή μας πληγή

 

Πώς ν’ αγκαλιάσεις τη θάλασσα;

Πώς να τη χωρέσεις σε λέξεις;

 

Ξελογιάστρα, ερασμία, πλανεύτρα…

Πώς αλλιώς να σε πω;

 

Τ’ ουρανού και της γης αδελφή

Της ζωής πρωταυγή

 

Στην απεραντοσύνη σου καταδύομαι

Τη χαμένη μου Ατλαντίδα ζητώ

 

 «Αρέθουσα», σ.σ. 157-159, εκδ. Πατάκη, 2019

Ὁ ποιητής Ἰωάννης Παπαδασκαλόπουλος γεννήθηκε στό Αἲγιο τό 1958. Σπούδασε στό Νομικό Τμῆμα τῆς Νομικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν καί ἐργάστηκε στόν ΟΤΕ. Εἶναι μέλος τῆς Πανελλήνιας Ἓνωσης Λογοτεχνῶν. Ἡ «Ἀρέθουσα» εἶναι ἡ τρίτη ποιητική συλλογή του, μετά  τήν «Μυριάνθη» καί τήν  «Νυκτωδία» πού  κυκλοφόρησαν τό 2016 καί 2017 ἀντίστοιχα.  Τήν ἀκολούθησε ἡ «Κυμοθόη» τό 2021.   

Πέμπτη 13 Ιουνίου 2024

Εύρωεκλογές· μιά ἐφιαλτική ἀνάγνωση τῶν ἀριθμῶν. Ἐκλογικά μεθερμηνευόμενα.

 

Τοῦ Γιώργου Δημόπουλου

Στήν μνήμη τοῦ φίλου τῶν γεννητόρων μου ἀκαδημαϊκοῦ μαθηματικοῦ Ἰωάννη Αὐδή

 

«Πολιτική εἶναι ἡ τέχνη νά ψάχνεις γιά λάθος προβλήματα, νά τά βρίσκεις παντοῦ, νά τά διαγιγνώσκεις ἐσφαλμένα καί νά δίνεις λάθος φάρμακα». Γκράουτσο Μαρξ

 

 Ἐξυπακούεται πώς κάθε πολιτική ταυτότητα ἒχει τά δικά της κριτήρια καί τό δικό της ἦθος, γιά αυτό καί συναντᾶμε πλῆθος ταυτοτήτων, φωτεινῶν καί  σκοτεινῶν.

  Γιά τήν Δημοκρατική ὀπτική πάντως ἡ παρουσία τῆς προσωπικῆς πολιτικῆς ἂποψης στόν δημόσιο χῶρο δέν μπορεῖ νά σημαίνει τίποτα παραπάνω ἀπό συμμετοχή στήν διαβούλευση μέ γλώσσα ἡ ὁποία νά δίνει μέν μαρτυρία ἀγωνιστικοῦ πάθους, ἀλλά ταυτόχρονα νά ἐκφράζεται στήν κοινή γλώσσα τῆς κοινωνίας, καταληπτή ἀπό ὃλους καί ὂχι σέ μιά ἰδιόλεκτο κατανοητή μόνο στό ἐσωτερικό τοῦ  κομματικοῦ συμφέροντος.

 Ὃλα αὐτά ἒχουν φυσικά τήν δυσκολία τους. Στήν πραγματικότητα ὃμως δέν εἶναι παρά ἂσκηση τῆς Δημοκρατίας στήν ἲδια της τήν ἀποστολή καί στό  χρέος της νά συναντιέται ἀγωνιστικά μέ τό σήμερα.

 Τίποτα δέν εἶναι ἀθόρυβο πιά. Τά ποσοστά συγκαλύπτουν ἀλλά οἱ  ἀριθμοί κραυγάζουν. Οἱ πολιτικοί μας ἀκόμη καί στούς ἀριθμούς ἀσκοῦν ἑρμηνευτική βία.

  Πιό συγκεκριμένα στις ἐθνικές ἐκλογές τοῦ 2023 διακαίωμα ψήφου εἶχαν 9.813.599 Ἓλληνες πολίτες,  ἐκ τῶν ὁποίων  5.273.699 ἂσκησαν τό ἐκλογικό τους δικαίωμα. (ποσοστό 53,74%). Στούς  πρόσφατα ἀντίστοιχους,   ἐγγεγραμμένοι βρέθηκαν 9.814.685, μέ τούς 4.062.092 νά ἀσκοῦν τό ἐκκλογικό τους δικαίωμα. (ποσοστό 41,39%). Δηλαδή σέ σχέση μέ τίς ἐθνικές ἐκλογές ψήφισαν 1.211.607 λιγότεροι.

  Στίς ἐθνικές ἐκλογές ἡ Ν.Δ. ἒλαβε 2.115.322 ψήφους, ποσοστό 40,56, καί στίς πρόσφατες 1.125.602 ποσοστό 28,31% τό ὁποῖο μεταφράζεται σέ 989.720 ψηφοφόρους μεῖον· καθαρά ἢ ἀπεῖχαν ἢ δέν τήν ψήφισαν. Δέν εἶναι εὒκολη ἡ ἀνίχνευση.

 Πάντως ἡ Ν.Δ.  διαβάζοντας αὐτάρεσκα τά ἀποτελέσματα, βαπτίζει τούς ἀπέχοντες ὡς Κεντρώους πού «κάνουν μούτρα» στήν κυβέρνηση, καί οἰ ὁποῖοι ἀφοῦ δέν βρῆκαν τίποτε ἂλλο νά ψηφίσουν στίς εὐρωεκλογές, καί μάλιστα σέ μιά κάλπη χωρίς μεγάλο πολιτικό βάρος προτίμησαν τίς διακοπές.

 Ὁ ΣΥΡΙΖΑ στίς ἐκλογές τοῦ 2023  ἒλαβε 930.013 ψήφους, ποσοστό 17,83%, καί στίς πρόσφατες 593.133, ποσοστό 14,92%, δηλαδή 336.880 λιγότερους.       

 Τό ΠΑΣΟΚ στίς ἐθνικές ἐκλογές ἒλαβε 617.489 ψήφους, ποσοστό 11,84%, ἐνῶ στίς εὐρωεκλογές μέ ποσοστό 12,79% συγκέντρωσε 508.399 ψήφους ἢτοι 109.090 λιγότερους.

  Ἡ Ἑλληνική Λύση ἒλαβε τό 2023 231.491 ψήφους, ποσοστό 4,44%, καί στίς πρόσφατες 369.727, ποσοστό 9,30. Πιό ἁπλά οἱ ἐπιστολές τοῦ Ἰησοῦ καί τά διάφορα μαντζούνια μεταφράζονται  σέ 138.235  ἐπί πλέον ψήφους.

  Τό ΚΚΕ βαυκαλίζεται ὂτι ἀνέβασε τά ποσοστά του: ἀπό 7,69% πού ἒλαβε στις ἐθνικές ἐκλογές, στά 9,30% ἀλλά  δέν κανένας τους ἀπό τόν χῶρο δέν ἀναφέρεται σέ ἀριθμούς. Παρά τό γεγονός ὃτι ἀνέβηκαν τά ποσοστά του  συγκέντρωσε 33.428 λιγότερους ψηφοφόρους. 401.224 ψήφους στίς ἐθνικές, 367.796 στίς εὐρωεκλογές.  

 

 

 

Σάββατο 1 Ιουνίου 2024

Εμμέλεια, η Μητέρα του Μεγάλου Βασιλείου

 

 Της Ἂννας Κ. Κορνάρου Καλαμαρά

 

Τιμά και γεραίρει η Εκκλησία μας στις 30 Μαϊου τη μνήμη των γονέων του Μεγάλου και «ουρανοφάντορα» Βασιλείου, τον Βασίλειο και την Εμμέλεια. Ευσεβείς άνθρωποι. Αγιασμένος ο οίκος τους, ευλογημένο το σπιτικό τους! Από επιφανή και ευσεβή οικογένεια της Καισάρειας καταγόταν η Εμμέλεια. Οι πρόγονοί της κατείχαν λαμπρές θέσεις στον κρατικό μηχανισμό και μεγάλα πλούτη. ΄Ηταν «οι σεμνοί Καππαδόκαι», ΄Ελληνες, αλλά και άνθρωποι μορφωμένοι κατά Θεόν. Μάρτυρας της πίστεως ήταν ο πατέρας της και ο αδελφός της Γρηγόριος έγινε αργότερα επίσκοπος σε πόλη της Καππαδοκίας. Αλλά εκλεκτή ψυχή και ο σύζυγός της Βασίλειος, ικανός ρήτορας και διδάσκαλος εγκυκλίων μαθημάτων. ΄Ηταν προσφιλής στον Πόντο για την αρετή- «κοινός παιδευτής αρετής»- και την κοινωνική του προσφορά, γιος της ευσεβέστατης Μακρίνας, που είχε τις ρίζες της σε σπουδαίο γένος.

Πολλά θα μπορούσαμε να σχολιάσουμε. Αλλά για να διατηρήσουμε την αμεσότητα με τις άγιες εκείνες ψυχές, επιτρέψτε μου να χρησιμοποιήσω τη μέθοδο των παραθεμάτων, σε μετάφραση. Θα βρούμε έγκυρες πληροφορίες, αποθησαυρισμένες στα συγγράμματα, που μας κληροδότησαν ΄Αγιοι Πατέρες. Και ο λόγος των Πατέρων είναι αυτός που μένει στην καρδιά του ανθρώπου και αναδύεται και φυτρώνει στην ώρα του δυναμώνοντας την πίστη. Καμαρώνει για τους γονείς του ο ΄Αγιος Γρηγόριος Νύσσης, αδελφός του Μ. Βασιλείου και γράφει με χάρη: «…τόση ήταν η αρετή της μητέρας μας, ώστε να καθοδηγείται σε κάθε περίπτωση απ’ το θείο θέλημα. Επειδή όμως ήταν ορφανή κι απ’ τους δυο γονείς κι ήταν εξαιρετικά όμορφη κι η φήμη της ομορφιάς της είχε ξεσηκώσει πολλούς να την μνηστευθούν, κινδύνευε ακόμη κι από αρπαγή. Γι’ αυτό εκλέγοντας αυτόν, που ήταν γνωστός για τη σεμνότητα του βίου του, τον Βασίλειο, τον πατέρα μας, ώστε ν’ αποκτήσει φύλακα της ζωής της, αμέσως με την πρώτη εγκυμοσύνη γίνεται μητέρα».

Κοντά στον ΄Ιριν ποταμό, στους Αννήσους της Νεοκαισάρειας, εγκαταστάθηκαν ο Βασίλειος με τη σύζυγο του. Απ’ αυτούς τους ευλογημένους νέους σ’ εκείνο τον κήπο της πνευματικής ευφροσύνης βλάστησαν εύοσμα άνθη, δέκα παιδιά, απ’ το 328- 348 μ. Χ. Τα εννέα επέζησαν και λάμπρυναν την Ορθοδοξία. « Πρώτη αναβλάστησε απ’ τα μητρικά σπλάχνα η Μακρίνα, η αδελφή μας» μας πληροφορεί ο ΄Αγιος Γρηγόριος Νύσσης. « Της δόθηκε το όνομα της γιαγιάς, μητέρας του πατέρα μας, που άθλησε στα χρόνια των διωγμών ομολογώντας πίστη στον Χριστό». Δεινοπάθησαν οι πρόγονοι του Βασιλείου κυνηγημένοι στα δάση του Πόντου κατά την περίοδο των διωγμών επί Δεκίου και Μαξιμίνου ( 3 ος και αρχές του 4 ου αι. μ.Χ.)

Αλλά και ο Γρηγόριος ο Θεολόγος θαυμάζοντας την αγία καρποφορία των γονέων του φίλου του Μ. Βασιλείου - εννέα ευλογημένα παιδιά, τέσσερα αγόρια και πέντε κορίτσια – εγκωμιάζει ιδιαίτερα τους ευλαβείς συζύγους στον Επιτάφιο Λόγο του προς τον Μ. Βασίλειο. «΄Εντιμοι γονείς. Πολύτεκνοι και καλλίτεκνοι—δέκα παιδιά απέκτησαν` τα εννέα έζησαν—Να διατρέφουν πτωχούς, να υποδέχονται ξένους, να καθαρίζουν την ψυχή τους με εγκράτεια, να αφιερώνουν μέρος της περιουσίας τους στον Θεό. Παράδειγμα έγιναν σε όλους. Γιατί, το να γίνουν ένα και δυο παιδιά καλά, μπορεί κανείς να το αποδώσει στη φύση` η τελειότητα όμως που ξαπλώθηκε σε όλα είναι εγκώμιο εκείνων, που την πραγματοποίησαν. Είτε έγγαμοι είτε άγαμοι, όλοι ευδοκίμησαν στην αρετή. Ποιος δεν γνωρίζει την Εμμέλεια, που ονομάστηκε προκαταβολικά για ό,τι έγινε. Δικαίως ονομάζεται Εμμέλεια, δηλ. αρμονία, κοσμιότητα, κι αναδείχτηκε μεταξύ των γυναικών, όπως κι ο πατέρας τους ο Βασίλειος, διακεκριμένος ρήτορας με μεγάλη μόρφωση, αναδείχτηκε μεταξύ των ανδρών».

Την εγκύκλιο λοιπόν μόρφωση των παιδιών ανέλαβε ο πατέρας Βασίλειος. Τους δίδασκε, για να κατανοήσουν την ανθρώπινη και θεία σοφία, αλλά στην καθημερινότητα της οικογένειας παιδαγωγός των παιδιών ήταν η Εμμέλεια. Ο φύλακας ΄Αγγελός τους. Το πνεύμα της μητρότητας ακτινοβολούσε ολόγυρα φωτισμένο από την ιερή πνοή του Αγίου Πνεύματος. Αφοσιωμένη στην οικογένεια με αγάπη θυσιαστική, μεγάλωνε τα παιδιά της, ενωμένη με τον Θεό, με φόβο και πόθο Θεού «εν παιδεία και νουθεσίαΚυρίου»(Εφεσ.στ΄4). Τα περιφρουρούσε από κάθε κακή επήρεια με το παράδειγμά της, μακριά από μυθοπλασίες. Τα προστάτευε απ’ την πλάνη των αιρέσεων, που έβριθαν τότε. Τα ασφάλιζε με τη μελέτη της Αγίας Γραφής. Τους γνώρισε «από βρέφους τα ιερά γράμματα», τους δίδασκε την προσευχή. Τα παιδιά μάθαιναν την πίστη τους ως βίωμα προσευχής, ταπεινώσεως και αγάπης.

Η Μάνα είχε πρότυπό της την Παναγία Μητέρα του Χριστού. Σ` Εκείνη ανέθετε την ελπίδα της για την προκοπή των παιδιών της και Την παρακαλούσε να τα διαφυλάττει υπό την σκέπην Της. Η Θεοτόκος ήταν η μεσίτρια προς τον φιλάνθρωπο Θεό. Και με δέος ιερό επικαλούνταν τον φωτισμό και την βοήθεια του Κυρίου Παντοκράτορα. Γιατί ήταν πεποίθησή της: «Εάν μη Κύριος φυλάξη πόλιν, εις μάτην ηγρύπνησεν ο φυλάσσων» (Ψαλμ.ρκστ΄, 1). Κι ύστερα είχε πίστη καρδιακή ότι θα απολογηθεί, θα δώσει λόγο μια μέρα στον Κριτή για τη διαπαιδαγώγησή τους. Και τότε θα ομολογούσε «Ιδού εγώ και τα παιδία, ά μοι έδωκεν ο Θεός». (Ησ.η΄18).

Σε έπαινο, που αφιέρωσε ο Γρηγόριος Νύσσης στην αδελφή του Μακρίνα ( Εις τον βίον της οσίας Μακρίνας) γράφει για την ανατροφή της: «Η μητέρα μας, αν και είχε παραμάνα, φρόντιζε την αδελφή μας, με τα ίδια της τα χέρια κι όσο μεγάλωνε το παιδί νοιαζόταν να το μάθει όχι τη μόρφωση από ποιητές και μύθους με άσεμνο και κωμικό περιεχόμενο, που μαθαίνουν τα παιδιά, αλλά όσα απ’ τις θεόπνευστες γραφές –απ’ το βιβλίο των Παροιμιών π.χ.— φαίνονται πιο κατανοητά με πρακτική αξία και συντελούν στην ηθική ζωή μας. Παντού με προσευχές και ψαλμωδίες αλλά και με δουλειές του σπιτιού, το γνέσιμο του μαλλιού, τη χειροτεχνία. ΄Ηταν η πρώτη κόρη κι όσο μεγάλωνε, μοιραζόταν με τη μητέρα όλη τη φροντίδα, που είχε στους ώμους της».

Η Μακρίνα, κόρη περιζήτητη για την ομορφιά της ψυχής και τα ποικίλα προσόντα της, αρραβωνιάστηκε λαμπρό νέο, που δυστυχώς απεβίωσε. ΄Εκτοτε η Μακρίνα ήθελε να μένει στο σπίτι τους, κοντά στη μητέρα. Κι έγινε στήριγμα της χήρας μάνας της, όταν ο προστάτης της οικογένειας, ο Βασίλειος, έφυγε για την ουράνια πατρίδα το 348/349 μ. Χ. μόλις η Εμμέλεια γέννησε τον πέμπτο κατά σειρά απ’ τους γιους της, τον Πέτρο. Είχε να μεγαλώσει, να σπουδάσει και να αποκαταστήσει τα ορφανά της, πού ανήλικα σχεδόν τα άφησε ο πατέρας. Πίστευε όμως βαθιά μέσα της πως ο ουράνιος Πατέρας δεν θα την εγκαταλείψει κι άκουγε συχνά μέσα από αύρα λεπτή τον στίχο του Δαβίδ : «Επίρριψον επί Κύριον την μέριμνάν σου και αυτός σε διαθρέψει» (Ψαλμ. νδ΄23).

«΄Ηταν μητέρα τεσσάρων αγοριών και πέντε κοριτσιών η Εμμέλεια» γράφει με γλαφυρότητα ο Γρηγόριος Νύσσης «και ήταν υποτελής σε τρεις άρχοντες, γιατί σε τόσα έθνη είχε κατεσπαρμένη την περιουσία της. (Στον Πόντο, την Καππαδοκία και την Αρμενία της Μ. Ασίας). Γι ` αυτό η μητέρα ήταν μοιρασμένη σ’ όλες τις πολυποίκιλες φροντίδες. Χήρα, ( ο πατέρας είχε πλέον πεθάνει- ο Βασίλειος ήταν τότε 18 χρόνων) κι η καλή κόρη αλάφρωνε το βάρος των πόνων της. Και πάντα με την παιδαγωγία της μητέρας φύλαγε ανεπίληπτη τη ζωή της, κάτω απ’ τα μάτια της μητέρας στην ορθή πάντα κατεύθυνση και με την έγκριση εκείνης. Και ταυτόχρονα

στον κοινό σκοπό τους, εννοώ τη ζωή της ευσέβειας. Γιατί η Μακρίνα δεν έκανε

οικογένεια. Συντρόφευε πάντα τη μητέρα. Ξεκούραζε το γηραλέο κορμί κι εκείνη

έδινε φτερά στην ψυχή της κόρης της.

 Κι όταν είχε τακτοποιήσει η μητέρα και τις άλλες αδελφές μας τέσσερεις- σύμφωνα με την επιθυμία της καθεμιάς --πόσες χριστιανικές οικογένειες ξεπήδησαν απ’ την αγκαλιά της— επιστρέφει ο Βασίλειος (ο μέγας) απ’ τις σχολές, όπου πολλά χρόνια είχε μαθητεύσει κι επειδή έβλεπε τον εαυτό του να προοδεύει στη ρητορική, πίστευε ότι μπορούσε στον τομέα αυτό να ξεπεράσει αυθεντίες. Τότε η Μακρίνα με τη διορατικότητά της και η μητέρα τον απέσπασαν απ’ την κοσμική ματαιότητα και τον κατηύθυναν στη Σοφία του Θεού.»

«Σαν ξυπνημένος από βαθύ ύπνο», αναγνωρίζει αργότερα ο Βασίλειος, «αντίκρισα το θαυμαστό φως του Ευαγγελίου και είδα κατά βάθος πόσο μωρία, πόσο ανόητη είναι η σοφία του κόσμου τούτου.» Χωρίς την παρέμβαση της μητέρας και της αδελφής ο Βασίλειος θα ήταν ένας ξακουστός δικηγόρος για την εποχή του, αλλά ο κόσμος θα έχανε ένα οικουμενικό διδάσκαλο και η Εκκλησία τον Μέγα Ιεράρχη και «ουρανοφάντορα», που με τόση σαφήνεια αποκάλυψε και δίδαξε τα μυστικά του Ουρανού για το Τριαδικό δόγμα.

«Κι ύστερα», επανέρχομαι στον Γρηγόριο Νύσσης, «σ’ ένα κτήμα στη Νεοκαισάρεια του Πόντου δημιούργησαν, η μητέρα και η Μακρίνα, αδελφότητα παρθένων. ΄Οσες κοπέλες είχε στην υπηρεσία της η μητέρα μας ή υποτακτικές της τις έκανε αδελφές και ομότιμες κι είχαν κοινό τραπέζι κι όλα τα αναγκαία για τη ζωή. ΄Εργα φιλανθρωπίας, το σύνθημά τους. Εκεί έβρισκαν λιμάνι, όσα κορίτσια ορφανά ή από άλλες τύχες έμεναν εγκαταλελειμμένα στους δρόμους. Βρήκαν μάνες, που τα γαλούχησαν και τα ανέθρεψαν. Εκεί γνώριζε κανείς την αγάπη του Θεού, τον ζήλο για τα θεΐκά πράγματα με αδιάλειπτη προσευχή νύχτα και μέρα». Αξιοθαύμαστο κοινωνικό έργο επιτελούσε η Εμμέλεια και ανακούφιζε πονεμένους ανθρώπους, γιατί είχε αγάπη. Και «Πάντα η αγάπη κατορθώσαι δύναται» κατά τον ιερό Χρυσόστομο.

  «Ευσεβεστάτη» και «φιλανθρωποτάτη», άγγελος παρηγοριάς στην περιοχή της, παρακινούσε και τα παιδιά της με το παράδειγμά της σε έργα χριστιανικής αγάπης. Σ’ εκείνη την παιδευτική εστία έμαθαν την ιερή μας παράδοση, τις μεγάλες αξίες της ζωής κι είδαν πώς γίνονται πράξη οι ευαγγελικές προτροπές «αγαπάτε αλλήλους», «αλλήλων τα βάρη βαστάζετε», «αγάπα τον πλησίον σου ως εαυτόν». Ασχολούνταν με έργα φιλανθρωπίας και ευποιϊας. Στους φτωχούς διέθεσαν τις περιουσίες τους, που είχαν κληρονομήσει. Ολόκληρη πόλη φιλανθρωπίας, «το της ευσεβείας ταμείον», τη νωστή «Βασιλειάδα» οικοδόμησε ο Βασίλειος έξω από την Καισάρεια. Εκεί έκτισε πλήθος φιλανθρωπικών ιδρυμάτων, όπου περιέθαλπε αρρώστους και αναπήρους, φτωχούς και άστεγους, γέροντες και ορφανά, τους οποίους κάποτε υπηρετούσε και ο ίδιος. Κι ενώ ζούσε ως επίσκοπος ήταν ο πιο φτωχός απ’ όλους, γιατί έτσι τον δίδαξε από μικρό παιδί η φιλάνθρωπη μητέρα του.

  Αλλά και ο Ναυκράτιος, ο δεύτερος γιος της, νομικός, με λαμπρές επιτυχίες, περιφρόνησε τα χειροκροτήματα των ακροατηρίων και ασκήτευε στην ερημιά εκεί κοντά στον ΄Ιριν ποταμό του Πόντου «υπηρετούσε προσωπικά ο ίδιος κάποιους γέροντες (…). Κυνηγούσε και έπιανε ψάρια ο ευλογημένος και επειδή ήταν εξαίρετος για κάθε κυνηγετική επινόηση εξασφάλιζε με το κυνήγι στους γέροντες την τροφή τους.» (Γρηγ. Νύσσης). Και ο Πέτρος, ο τελευταίος της γιος, όταν μόναζε «και είχε κάποτε παρουσιαστεί βαριά έλλειψη σιτηρών, και πολλοί έτρεχαν από παντού κοντά του, εξ αιτίας της φήμης της φιλανθρωπίας του, έκανε να πλεονάσουν τόσο τα τρόφιμα με τις διάφορες επινοήσεις του, ώστε από το πλήθος εκείνων που είχαν συρρεύσει η ερημιά έμοιαζε με πόλη»(Γρηγ. Νύσσης). Και η Μακρίνα δεν είχε κρυμμένους θησαυρούς «Μίαν αποθήκην ήδει του ιδίου πλούτου, τον θησαυρόν τον ουράνιον». Μία αποθήκη του πλούτου της γνώριζε, τον ουράνιο θησαυρό, ενώ τίποτε δεν της είχε απομείνει εδώ στη γη. ΄Ετσι την είχε μάθει η «φιλανθρωποτάτη» μητέρα της.

Αλλά και τους ευσεβείς και πιστούς πλήττουν συμφορές. Μαθημένη απ’ τα μικρά της χρόνια η Εμμέλεια στην ορφάνια, ύστερα έχασε ένα παιδί της, δοκίμασε τη χηρεία, πόνεσε με τον θάνατο του υποψήφιου γαμπρού της, μνηστήρα της πρωτοκόρης της Μακρίνας, και θλίψεις πολλές πέρασε περιθάλποντας τον γιο της Βασίλειο, που λίγο έλειψε να πεθάνει στην παιδική του ηλικία. ΄Εμεινε όμως σ’ όλη του τη ζωή φιλάσθενος και η στοργική μητέρα συνέπασχε με το χαρισματικό παιδί της. ΄Εγραψε κάποτε ο Βασίλειος στους επισκόπους του Πόντου «η του σώματος ασθένεια συνεπόδισέ με, ην ουκ αγνοείτε πάντως, όση μοι πάρεστιν εκ της πρώτης ηλικίας μέχρι του γήρως τούτου». Με εμπόδισε να σας συναντήσω η σωματική μου ασθένεια, την οποία δεν αγνοείτε βέβαια ότι με συντροφεύει από τα παιδικά μου χρόνια μέχρι τα γηρατειά μου.

Με καρτερία όμως και πίστη ότι «δίχως θέλημα Θεού φύλλο δεν κουνιέται» αντιμετώπιζε η Εμμέλεια τα αλλεπάλληλα κύματα των θλίψεων ψιθυρίζοντας τον λόγο του Αποστόλου Παύλου: « Τις ημάς χωρίσει από της αγάπης του Χριστού; Θλίψις ή στενοχωρία ή διωγμός ή λιμός…»( Ρωμ.η΄35). Κι όμως μέσα σ’ εκείνη την ειρήνη έρχεται και ξεσπά η καταιγίδα. Μήνυμα συμφοράς τραγικό κι αποτρόπαιο! Πώς ν` αντέξει η μητρική καρδιά τέτοιο πόνο; Ο Ναυκράτιος, παλικάρι γεννημένο μετά τον Βασίλειο, που ξεχώριζε στην ομορφιά και δύναμη, κι ήταν η χαρά της μάνας, εκείνο που μόναζε στον Πόντο και με το κυνήγι ή το ψάρεμα του τροφοδοτούσε γέροντες, φτωχούς και ασθενείς, πνίγηκε στον ποταμό. ΄Ηταν μόλις 27 ετών!

«Σαν κεραυνός ήλθε το μήνυμα στη μητέρα μας», αφηγείται ο γιος της Γρηγόριος. «Τσάκισε η ψυχή της. ΄Οσο κι αν ήταν τέλεια σε κάθε αρετή, ήταν άνθρωπος κι αυτή. Βουβάθηκε. ΄Εχασε τα λογικά της μπροστά στη συμφορά κι έπεσε συγκλονισμένη απ’ το απροσδόκητο κτύπημα. Η Μακρίνα μας έγινε στήριγμα της μητρικής αδυναμίας κι έδειξε στην τέλεια μητρική ψυχή τον δρόμο προς την ανδρεία, με καρτερία και υπομονή. Τότε πια απομακρύνθηκε από κάθε βιοτική ματαιότητα, μοίρασε στα παιδιά της τα περισσότερα υλικά αγαθά της ζωής κι αφοσιώθηκε σε μια πνευματική ζωή, χωρίς πάθη και μικρότητες, στη μελέτη των Γραφών, την προσευχή και υμνωδία μέρα –νύχτα και στις αγαθοεργίες. Η ζωή της συνόρευε με τη ζωή των Αγγέλων στην Κοινότητα της Μακρίνας».

  Κι όταν ήλθε η ώρα της αναχώρησής της για τον Ουρανό: « Σε βαθιά γεράματα», αναφέρει ο γιος της Γρηγόριος, « έγινε η μετάσταση της μητέρας μας στον Θεό. Εκείνη τη στιγμή κοντά της βρισκόταν το πρώτο –η Μακρίνα—και το τελευταίο της παιδί – ο Πέτρος. ( Κι αυτός ήταν στο δικό του ερημητήριο. Ασκήτευε, αλλά έβλεπε συχνά τη σεβαστή γερόντισσα.) Τ’ άγγιξε με τα χέρια της και με φωνή, που έσβηνε, είπε προς τον Θεό: -- Σ’ Εσένα, Κύριε, αφιερώνω όλα μου τα παιδιά απ’ την πρωτότοκη κόρη μου ως τον τελευταίο μου πόνο. Ας έλθει ο αγιασμός σ’ όλα τα παιδιά, που μου χάρισες. Κι αφού έδωσε την παραγγελία να αποθέσουν το σώμα της μαζί με τη σορό του πατέρα τους, έπαυσε την ευλογία και τη ζωή.» Περί το 370μ.Χ. απεβίωσε η Εμμέλεια και τα παιδιά της με πολλή συγκίνηση και σεβασμό την ενταφίασαν κατά την επιθυμία της.

  Η τελευταία της επιθυμία ήταν να ταφεί στον τάφο του συζύγου της, στον ναό των Αγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων. Επί των ημερών της μαρτύρησαν οι ΄Αγιοι, επί Λικινίου το 320 μ.Χ. και μάλιστα σε τόπο γειτονικό, στη λίμνη της Σεβάστειας. Η Εμμέλεια, ως κόρη Μάρτυρα, τιμούσε τους Μάρτυρες της πίστεώς της και κατά την εορτή τους, στις 9 Μαρτίου κάθε χρόνο, εξυπηρετούσε πλήθη προσκυνητών προσφέροντας φιλοξενία και χαρά πνευματική. Ο Γρηγόριος, ο γιος της, σημειώνει: «η μήτηρ η εμή αύτη ην η τω Θεώ συνάγουσα και κοσμούσα την εορτήν». Η μητέρα μου ήταν αυτή, που με τη Χάρη του Θεού συγκαλούσε τους πιστούς στο πανηγύρι και διευθετούσε την εορτή. Και τι ομιλία μάς έχει κληροδοτήσει ο Μ. Βασίλειος για το μαρτύριο των Αγίων Τεσσαράκοντα!

  ΄Εφυγε η Εμμέλεια για τον Ουρανό, αλλά «θησαυρούς εναπέθετο» στη γη, τα άξια παιδιά της, αληθινούς Χριστιανούς, για να υμνούν και να δοξολογούν τον Θεό. Τα τέσσαρα αναδείχθηκαν ΄Αγιοι της Εκκλησίας. Ο Βασίλειος ο Μέγας ένας από τους «Τρεις μεγίστους φωστήρας της Τρισηλίου Θεότητος», επίσκοπος Καισαρείας. Ο Γρηγόριος, επίσκοπος Νύσσης, ο «μυστικώτερος» των Καππαδοκών και ο «φιλοσοφικώτερος» των Πατέρων, αλλά και « υπέρμαχος του δόγματος της Νικαίας» και ο Πέτρος, επίσκοπος Σεβαστείας. Αλλά και η Μακρίνα αγίασε. «Μητέρα και τροφόν» την ονόμαζαν οι μοναχές και ήταν γι` αυτές «το φως της των ψυχών οδηγίας». ΄Ετσι εκτιμούσαν την ενάρετη ζωή και προσφορά της.

Μα ήταν πόθος της Εμμέλειας να γίνουν οι γιοι της «Χριστοφόροι ναοί», λειτουργοί του Υψίστου. ΄Ηξερε η πιστή μητέρα Εμμέλεια ότι το λειτούργημα του ιερέα είναι ανώτερο και απ’ τη βασιλική εξουσία. Είχαν προέλθει βέβαια απ’ το γένος της στρατηγοί, άρχοντες και αυλικοί, αλλά ως κόρη Μάρτυρα ήθελε η οικογένειά της να αναδείξει και κληρικούς για να υπηρετούν την Εκκλησία και από μικρά καθοδηγούσε τα παιδιά της προς τη γνώση του Θεού. Το ομολογεί ο Βασίλειος σε μια επιστολή του προς τον Ευστάθιο Σεβαστηνό: «Εκ παιδός έλαβον έννοιαν περί Θεού παρά της μακαρίας μητρός μου». Και αλλού: « Την έννοια για τον Θεό, που έμαθα απ’ τη μακαριστή μητέρα μου και τη γιαγιά Μακρίνα, αυτή κράτησα μέσα μου και αύξησα». ΄Ηταν τότε που μερικοί συκοφάντες επίσκοποι διέβαλαν τον Μ. Βασίλειο ότι δεν τηρεί την ορθόδοξη πίστη και διδασκαλία. Κι εκείνος υπεραμύνθηκε « Τούτο τολμώ καυχάσθαι εν Κυρίω, ότι ουδέποτε πεπλανημένας έσχον τας περί Θεού υπολήψεις». Αυτό τολμώ να καυχηθώ εν Κυρίω ότι δεν είχα ποτέ πλανεμένες  απόψεις για τον Θεό. Γιατί φρουρούς της ψυχής του είχε τη μητέρα του και τη γιαγιά Μακρίνα και τελειοποίησε τις αρχές, που του παρέδωσαν εκείνες οι αγιασμένες υπάρξεις.

Πώς να ξεχάσει λοιπόν μια τέτοια μητέρα ο Βασίλειος; Γράφει σε μια επιστολή: «οίδα ποταπά των μητέρων τα σπλάχνα» (ξέρω τι είναι τα μητρικά σπλάχνα). Και σε μια άλλη επιστολή προς τον Επίσκοπο Ευσέβιο Σαμοσάτων, ενώ είναι άρρωστος, ομολογεί με θλίψη για το θάνατο της αγαπημένης του μητέρας: « Τις αλλεπάλληλες αρρώστιες και τη βαρύτητα του χειμώνα και την πίεση των ασχολιών τις παραλείπω, γιατί είναι γνώριμα πράγματα. Τώρα δε και εκείνη τη μοναδική παραμυθία που είχα στη ζωή μου, τη μητέρα, την έχασα κι αυτή για τις αμαρτίες μου. Και μη γελάσεις εις βάρος μου, που κλαίω την ορφάνια μου σε τέτοια ηλικία τον χωρισμό μιας ψυχής, που δεν βλέπω τίποτα αντάξιο μεταξύ αυτών, που έμειναν εδώ.» ΄Ηταν τότε ο Μ. Βασίλειος 38 χρόνων και έζησε άλλα έντεκα χρόνια.

΄Εμεινε πασίγνωστη η Εμμέλεια για τον πλούτο της ψυχής της και την ακτινοβολία της χριστιανικής αγάπης της στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα της εποχής της. Πρότυπο Μητέρας. Αφιερωμένη στα παιδιά της! ΄Όπως πρότυπα Μητέρων ήταν και οι Μητέρες των δύο άλλων Ιεραρχών. Η Νόννα του Γρηγορίου του Θεολόγου και η Ανθούσα του Ιωάννη του Χρυσοστόμου. Ηρωίδες μάνες σε εποχές διώξεων και αιρέσεων ! « Τι μητρός συμπαθέστερον;» ερωτά ο Γρηγόριος και «ου το τεκείν ποιεί μητέρα, αλλά το θρέψαι καλώς» ομολογεί ο Χρυσόστομος. Μητέρα δεν γίνεται η γυναίκα, επειδή γέννησε παιδί, αλλά πρέπει να το αναθρέψει σωστά. Η γλυκύτητα και η δύναμη της μητρικής αγάπης είχε διαπεράσει τα σπλάχνα τους κι εξέφραζαν τη λατρεία τους στις τροφούς της ζωής τους.

  Κι όταν πια έμαθε τον θάνατο της Εμμέλειας ο Γρηγόριος ο Θεολόγος της αφιερώνει λόγο ποιητικό αποτυπώνοντας τον θαυμασμό του για τη Μητέρα του φίλου του Βασιλείου. Ιδού μερικοί στίχοι:

« Εμμέλιον τέθνηκε; Τις έφρασε;»

Η Εμμέλεια πέθανε; Ποιος το είπε;

Τόσων και τέτοιων παιδιών πρόσφερε φως στη ζωή

μοναδική μεταξύ των ανθρώπων.

Είμαι έκθαμβος βλέποντας τα παιδιά της Εμμέλειας

τόσα και τέτοια, όλα των σπλάχνων της

μεγάλο πλούτο…

΄ Γι’ αυτό η Εκκλησία μας την ημέρα της εορτής Της, στις 30 Μαϊου, υμνεί τη θαυμαστή διακονία Της με το Απολυτίκιο: «Σωφρόνως τον βίον σου κατ’ εναντίον Θεού ετέλεσας πρότερον συν Βασιλείω σεμνώ, Εμμέλεια πάνσεμνε, είτα δε εν ερήμω, αναβάσεις διέθου άμα τοις σοις εκγόνοις, ως τα άνω ποθούσα, διό Σε ο Χριστός πανοικοί υπερεδόξασε». Ο Ιησούς Χριστός την υπερεδόξασε οικογενειακώς για τον ένθεο βίο Της και την προσφορά Της στην Ορθοδοξία!