Της Άννας
Κ. Κορνάρου- Καλαμαρά
Ο μεγάλος εθνεγέρτης και πρωτομάρτυρας της
ελληνικής ελευθερίας, Ρήγας Βελεστινλής – Φεραίος, γύρω στα 1797, με φλογερά
επαναστατικά κείμενα επεδίωκε τη σύγχρονη εξέγερση των λαών της Βαλκανικής για
την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού. Διασχίζει τους αιθέρες η «πολεμόκραχτη φωνή
του» στον Θούριο:
«Ψηλά στα μπαϊράκια σηκώστε τον Σταυρό
και σαν αστροπελέκια χτυπάτε τον εχθρό».
Εκείνο το όνειρο του Ρήγα να συνυπάρξει
παμβαλκανικό μέτωπο για την αντιμετώπιση του Τούρκου κατακτητή γίνεται εν μέρει
πράξη στις αρχές του 1912, όταν Βουλγαρία, Σερβία, Μαυροβούνιο και Ελλάδα
αποφασίζουν να συμπράξουν για την προστασία των εθνικών δικαίων των χριστιανών
της Ευρωπαϊκής Τουρκίας. Απαιτήθηκαν μακρές και επίμονες διαπραγματεύσεις. Οι
Μεγάλες Δυνάμεις δεν επιθυμούσαν τη μεταβολή του εδαφικού καθεστώτος στον
Βαλκανικό χώρο. Ο Πρωθυπουργός της Ελλάδος Ελευθέριος Βενιζέλος επέμενε «Η
ενδεχόμενη απελευθέρωση από την Τουρκική ηγεμονία ήταν δυνατόν να επιτευχθεί με
την ειλικρινή συνεργασία όλων των Βαλκανικών εθνών». Αμετάκλητη
απόφαση ηγεσίας και λαού των χριστιανικών εθνών της Βαλκανικής χερσονήσου ήταν
να διεκδικήσουν στο πεδίο της μάχης την αναγνώριση των εθνικών δικαίων τους.
Και συνέπραξαν βέβαιοι πως δεν θα αργήσει η στιγμή της αντιμετώπισης των
Τούρκων. Οι εξελίξεις εντωμεταξύ εκβιάζουν τα γεγονότα.
Στις 13 Σεπτεμβρίου 1912 η Τουρκία κηρύσσει
επιστράτευση στη Θράκη. Επιστράτευση κηρύσσει και η Βουλγαρία και η Σερβία στις
16 Σεπτεμβρίου και στις 17 ακολουθεί η Ελλάδα, ενώ στις 25 Σεπτεμβρίου 1912
πρώτο το Μαυροβούνιο κηρύσσει στην Τουρκία τον πόλεμο, αφού της προβάλλει χωρίς
αποτέλεσμα την αξίωση για νέα διαρρύθμιση των συνόρων του. Στις 30 Σεπτεμβρίου
Βούλγαροι, Σέρβοι και ΄Ελληνες διά των διπλωματών τους στην Κωνσταντινούπολη
επιδίδουν στην τουρκική κυβέρνηση κοινή τελεσιγραφική ανακοίνωση απαιτώντας την
άμεση ανάκληση επιστρατεύσεως και την εισαγωγή ριζικών μεταρρυθμίσεων στο
εσωτερικό της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, όπως: επικύρωση της εθνικής αυτονομίας
των εθνοτήτων, αναλογική εκπροσώπησή τους στο οθωμανικό κοινοβούλιο, διορισμό
χριστιανών σε δημόσια αξιώματα, αναγνώριση των σχολείων των χριστιανικών
κοινοτήτων ως ισόβαθμων προς τα οθωμανικά κ.ά.
Αρνητική, όπως εξάλλου αναμενόταν, η
αντίδραση της Πύλης. Η τελεσιγραφική διακοίνωση των Συμμάχων κρατών της
Βαλκανικής χαρακτηριζόταν από την Τουρκία ως «θρασεία απόπειρα επεμβάσεως εις
τας εσωτερικάς υποθέσεις της αυτοκρατορίας και αναξία απαντήσεως», ενώ
παράλληλα οι Τούρκοι πρεσβευτές διατάσσονταν να εγκαταλείψουν αμέσως τη Σόφια,
το Βελιγράδι και την Αθήνα. Οι τρεις συμμαχικές κυβερνήσεις απάντησαν με τρόπο
ανάλογο. Οι διπλωματικοί τους εκπρόσωποι εγκαταλείπουν την Κωνσταντινούπολη,
αφού επιδίδουν τη διακοίνωση για την κήρυξη του πολέμου, στις 4 Οκτωβρίου 1912.
΄Ετσι αρχίζει ο Α΄ Βαλκανικός Πόλεμος!
Με διάγγελμά του προς τον ελληνικό λαό ο
Βασιλεύς Γεώργιος Α΄ επιβεβαιώνει την απόφαση του ΄Εθνους να διεκδικήσει την
αναγνώριση των δικαίων του στο πεδίο της μάχης: «Αι ιεραί υποχρεώσεις
προς την φιλτάτην πατρίδα, προς τους υποδούλους αδελφούς μας και προς την
ανθρωπότητα επιβάλλουσιν εις το κράτος, μετά την αποτυχίαν των ειρηνικών
προσπαθειών του προς επίτευξιν και εξασφάλισιν των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των
υπό τον Τουρκικόν ζυγόν Χριστιανών, όπως δια των όπλων θέση τέρμα εις την
δυστυχίαν, ην ούτοι υφίστανται από αιώνων…».
Η Βουλή των Ελλήνων κατά τη συνεδρίασή της,
στις 5 Οκτωβρίου, χαιρέτισε το γεγονός της κηρύξεως του πολέμου με επευφημίες,
ζητωκραυγές και χειροκροτήματα. Στην αίθουσα δεν υπήρχαν παρατάξεις. Το ΄Εθνος
είχε βρει και πάλι τη δύναμη εκείνη, που το χαρακτηρίζει πάντοτε σε στιγμές
μεγάλων αποφάσεων. Η πανελλήνια κοινή γνώμη με ενθουσιασμό αποδέχεται την
κήρυξη του πολέμου. « Το ΄Εθνος ήτο ψυχικώς έτοιμον και ώριμον διά τον αγώνα.
(…) Μόνον 30 έτη βραδύτερον, κατά την ιταλικήν επίθεσιν του 1940, παρουσιάσθη
τοιαύτη ενότης του ΄Εθνους, τόση έκδηλος διάθεσις προς τον αγώνα και τοιούτον
υψηλόν φρόνημα» γράφει ο Σπ. Μαρκεζίνης. Αθρόοι οι ΄Ελληνες του εξωτερικού
επιστρέφουν στην Πατρίδα, για να υπηρετήσουν στις τάξεις του Στρατού και σύσσωμος
ο λαός μας αναμένει την απελευθέρωση των αλύτρωτων αδελφών μας στα βόρεια των
συνόρων μας. Ως πού έφθαναν τότε τα σύνορα μας; Η συνοριακή γραμμή Παγασητικού-
Αμβρακικού μεταξύ Ελληνικής Επικράτειας και Τουρκίας, σύμφωνα με το Πρωτόκολλο
του Λονδίνου (1829), μετατίθεται με τη Συμφωνία Κωνσταντινουπόλεως το 1881 προς
τα βόρεια και προσαρτάται στην Ελλάδα η Θεσσαλία, εκτός της Ελασσόνας, και ο
Νομός της ΄Αρτας.
Ο πόλεμος αρχίζει. Από τους Συμμάχους οι
Βούλγαροι διαθέτουν ισχυρότερο στρατό, ενώ η Ελλάδα, πλην του στρατού της,
95.000 άνδρες, έχει και ισχυρό στόλο, τον οποίο υπολογίζουν οι Τούρκοι,
δεδομένου ότι θα εμποδιστεί η μεταφορά στρατευμάτων τους στη Θράκη και
Μακεδονία από τη Μ. Ασία. Οι Τούρκοι έχουν να αντιτάξουν 350.000 στρατού. Οι
επιχειρήσεις των Συμμάχων θα διεξαχθούν σε 4 χωριστά μέτωπα: Θράκης, βόρειας
Μακεδονίας και Αλβανίας, νότιας Μακεδονίας και Ηπείρου. Στο πρώτο πολέμησαν οι
Βούλγαροι, στο δεύτερο οι Σέρβοι και οι Μαυροβούνιοι, και στα δύο τελευταία οι ΄Ελληνες.
Ο στρατός μας κατανεμήθηκε στον στρατό Θεσσαλίας και στον στρατό Ηπείρου. Διοικητής
του στρατού Θεσσαλίας, Αντιστράτηγος, ο Διάδοχος Κωνσταντίνος. Για τη συγκρότηση
του στρατού του, κατά τη φράση του Ελευθερίου Βενιζέλου, εκλήθη «πάσα η ζώσα
δύναμις του έθνους». Του στρατού Ηπείρου διοικητής ανέλαβε ο Αντιστράτηγος Κωνσταντίνος
Σαπουντζάκης.
Ο ελληνικός στρατός Θεσσαλίας παρατάχθηκε
κατά μήκος της οροθετικής γραμμής και ο Διάδοχος στις 5 Οκτωβρίου από τον
Τύρναβο εκδίδει Διαταγή επιχειρήσεων και προελαύνει προς την Ελασσόνα.
Επιτίθεται με δύο μεραρχίες και με κινήσεις κυκλωτικές οι εχθροί υποχωρούν.
Στις 6 Οκτωβρίου η Ελασσόνα απελευθερώνεται. Η πρώτη νίκη του ελληνικού στρατού
πανηγυρίζεται από το Πανελλήνιο ως η αρχή της απελευθέρωσης της μαρτυρικής
Μακεδονίας. Μα ο στρατός μας συνεχίζει νικηφόρος την προέλαση προς τα στενά του
Σαρανταπόρου, ιδιαίτερα οχυρή και ενισχυμένη με τεχνικές οχυρώσεις τοποθεσία.
Εκεί οι Τούρκοι μπορούσαν να ανακόψουν την ελληνική προέλαση. «Απόρθητα είναι
τα στενά» είχε πει ο Γερμανός οργανωτής του τουρκικού στρατού, στρατηγός von
der Goltz. «Τα στενά αυτά θα ήταν ο τάφος του ελληνικού στρατού, αν απεπειράτο
ποτέ να τα εκβιάσει». Μάχες δεινές διεξάγονται 9 -10 Οκτωβρίου. Τουρκικό πεζικό
και πυροβολικό με σφοδρά πυρά πλήττουν τα ελληνικά τμήματα, αλλά οι εχθροί,
μπροστά στην ορμή του στρατού μας, τρέπονται σε φυγή προς τον Αλιάκμονα,
εγκαταλείποντας στο πεδίο μάχης 25 πυροβόλα και αιχμαλώτους. Η εποποιϊα του
Σαρανταπόρου υπήρξε σημαντική για τις εξελίξεις. Τονώθηκε η αυτοπεποίθηση των
Ελλήνων. Οι Βαλκάνιοι σύμμαχοι βλέπουν με εκτίμηση τους ΄Ελληνες. Οι ξένοι
εκπλήσσονται, οι Τούρκοι αντιλαμβάνονται ότι δεν αντιμετωπίζουν τον ανοργάνωτο
στρατό του 1897. Ο Διάδοχος εισέρχεται στα Σέρβια «εν μέσω ενθουσιωδών
ζητωκραυγών στρατού και χριστιανικού πλήθους», σύμφωνα με το επίσημο
ανακοινωθέν της 11 ης Οκτωβρίου 1912.
Το ελληνικό Στρατηγείο όμως εκείνη τη
στιγμή απασχολεί το πρόβλημα : προς ποια κατεύθυνση να βαδίσει ο Στρατός; Προς
Θεσσαλονίκη ή προς Μοναστήριο; Ο Διάδοχος σκεπτόμενος στρατιωτικά και
φοβούμενος προώθηση τουρκικών δυνάμεων από τα βόρεια για ενίσχυση της
Θεσσαλονίκης, προτιμά την πορεία προς Μοναστήριο. Ο Βενιζέλος όμως σκεπτόμενος
πολιτικά και έχοντας ενδοιασμούς για τις ειλικρινείς διαθέσεις των Βουλγάρων –
αλησμόνητες οι θηριωδίες τους στον Μακεδονικό αγώνα και το αίμα του Παύλου Μελά
είναι ακόμη ζεστό – τηλεγραφεί στον Διάδοχο: «Παρακαλώ να έχετε υπ’ όψιν ότι
σπουδαιότατοι πολιτικοί λόγοι επιβάλλουσι να εισέλθωμεν μίαν ώραν
ταχύτερον εις Θεσσαλονίκην». Συναινεί ο Διάδοχος και η προέλαση των
Ελλήνων τρέπει τους εχθρούς σε φυγή. 12 Οκτωβρίου απελευθερώνεται η Κοζάνη, 15
τα Γρεβενά, 16 η Κατερίνη, Βέροια, Νάουσα. Οι αλύτρωτοι επί 5 περίπου αιώνες
αδελφοί μας αλαλάζουν από χαρά καθώς ξεδιπλώνουν τις ελληνικές σημαίες.
Αλλά και ο στόλος μας θριαμβεύει. Τη νύχτα
της 18 ης προς 19 η Οκτωβρίου 1912 το ελληνικό Τορπιλοβόλλο 11 με κυβερνήτη τον
Νικ. Βότση βύθισε στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης το τουρκικό θωρηκτό «Φετίχ
Μπουλέντ». Το κατόρθωμα αυτό του ελληνικού στόλου, που θεωρήθηκε εφάμιλλο των
ναυτικών κατορθωμάτων του 1821, εξέπληξε
τους ξένους. Ο τουρκικός στόλος έχασε μια πολύτιμη μονάδα, αλλά κυρίως έχασε το
ηθικό του. Εκείνες τις ημέρες μέχρι 19 Οκτωβρίου ο στόλος μας απελευθέρωσε τα
νησιά μας: τη Θάσο., την ΄Ιμβρο, τον ΄Αγ. Ευστράτιο και τη Σαμοθράκη. Και τα
κατορθώματα συνεχίζονταν.
Οι Τούρκοι όμως αγωνιούν να
προπαρασκευαστούν για την άμυνα της Θεσσαλονίκης. Σέρβοι και Βούλγαροι
προσπαθούν να πληροφορηθούν πού θα κατευθυνθεί ο ελληνικός στρατός. Ο Τούρκος
Στρατηγός Χασάν Ταχσίν πασάς με 5 μεραρχίες και 6 πυροβολαρχίες οχυρώνεται στο
πιο στενό σημείο της πεδιάδας των Γιαννιτσών μεταξύ της λίμνης και των βουνών.
Θα υπερασπιστούν πάση θυσία τα Γιαννιτσά, την ιερή πόλη των Μουσουλμάνων. Ο
ελληνικός στρατός με 5 μεραρχίες και μία ταξιαρχία ιππικού επιτίθεται στις 16 Οκτωβρίου.
Επί δύο μέρες συνάπτονται μάχες σφοδρές κάτω από ραγδαία βροχή. Οι Τούρκοι
φοβούνται κύκλωση και τη νύχτα της 19 ης Οκτωβρίου αποχωρούν εγκαταλείποντας 3.000
αιχμαλώτους και πλούσιο πολεμικό υλικό. Ο στρατός μας με λόγχες καταλαμβάνει το
ένα μετά το άλλο τα εχθρικά οχυρώματα και με θυσίες στις 11 το πρωί της 21 ης Οκτωβρίου
1912 μπαίνει νικητής στην πόλη των Γιαννιτσών. Ως προς την αξιολόγηση της νίκης
ο Αρχιστράτηγος Κωνσταντίνος στην ημερήσια διαταγή του της 21 ης Οκτωβρίου
έλεγε μεταξύ άλλων: «Η νίκη των Γιαννιτσών συμπληροί την του Σαρανταπόρου και
αποτελεί διά τον Ελληνικόν Στρατόν νέον τίτλον τιμής και δόξης». Και βέβαια: «
αν η νίκη του Σαρανταπόρου επέτρεψε στον ελληνικό στρατό την κατάληψη της
δυτικής Μακεδονίας, η νίκη των Γιαννιτσών άνοιξε τον δρόμο για την απελευθέρωση
της κεντρικής Μακεδονίας και της Θεσσαλονίκης.» επισημαίνει ο Νικ. Οικονόμου.
Και μόνο το όνομα της Θεσσαλονίκης απηχούσε
την ιστορία της ένδοξης Μακεδονίας
μας. Τη ξακουστή πόλη ίδρυσε το 315 π.Χ ο βασιλιάς Κάσσανδρος, ένας απ’ τους
διαδόχους του Μ. Αλεξάνδρου, και της έδωσε το όνομα της συζύγου του «Θεσσαλονίκης»
και ετεροθαλούς αδελφής του Μ. Αλεξάνδρου. Η πόλη έγινε σταυροδρόμι λαών και
πολιτισμών με σημαντική εμπορική, στρατιωτική και πνευματική κίνηση. Οι Ρωμαίοι,
κυρίαρχοι κάποτε, την εξωράισαν με σπουδαία μνημειακά συγκροτήματα. Εκεί το 50
μ.Χ. κήρυξε τον Χριστιανισμό ο Απόστολος Παύλος και μαρτύρησε στις 26 Οκτωβρίου
του 303 ή 305 μ. Χ. ο ΄Αγιος Δημήτριος. «Συμβασιλεύουσα» του Κράτους του την
ονόμασε ο Μ. Κωνσταντίνος. Δεύτερη πόλη της πανένδοξης Βυζαντινής
αυτοκρατορίας, μετά την Κωνσταντινούπολη, κέντρο παιδείας και πολιτιστικής
ανάπτυξης. Οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες την οχύρωσαν με ισχυρά τείχη και την
διακόσμησαν με περίτεχνες βυζαντινές εκκλησίες, να μην υστερεί από τη
Βασιλεύουσα.
Κι αντιμετώπισε ορδές βαρβάρων, εξεγέρσεις
και επιδρομές αλλεπάλληλες Αραβοσλάβων, Σαρακηνών και Βουλγάρων, Νορμανδών,
Φράγκων και Γότθων. Πόλεμοι, θρησκευτικές διαμάχες και κοινωνικές αναταραχές
δεν την έκαμψαν να ζήσει κατά τον 14 ο αιώνα τη χρυσή της εποχή. Και οι Σλάβοι
της Βαλκανικής τής οφείλουν τον εκχριστιανισμό τους και την πολιτιστική τους
διαφώτιση με τους Θεσσαλονικείς αδελφούς Μεθόδιο και Κύριλλο τον 9 ο αιώνα.
Αλλά με την άλωσή της από τους Τούρκους του Μουράτ Β΄ το 1430 καταδικάστηκε σε
μακραίωνη περίοδο τουρκοκρατίας έως το 1912. Παρά τα τετρακόσια ογδόντα δύο
χρόνια Οθωμανικής κυριαρχίας η Θεσσαλονίκη δεν έχασε την ελληνική της ψυχή.
Εκεί κτυπούσε η καρδιά της Μακεδονίας και από το ελληνικό Προξενείο της Θεσσαλονίκης
καθοδηγήθηκε ο Μακεδονικός Αγώνας (1904-1908) με τις συγκρούσεις Ελλήνων και
Βουλγάρων στη Μακεδονική ύπαιθρο.
Ποιητική εικόνα της «Συμβασιλεύουσας» μάς
δίνει με τους στίχους του ο Τ. Νικηφόρου.
… γύρω απ΄ τον κόλπο
λάμπουν εκστατικά τα ερείπια από τότε
ένα παράξενο ψηφιδωτό της ιστορίας
κάστρα και μαυρισμένα ξύλα
αόρατα τζαμιά, συναγωγές
αψίδες, μακεδονικά κτερίσματα
τάφοι κι εκκλησιές
βυζαντινές μέσα στο χώμα
φαντάσματα που ψιθυρίζουν μυστικά
απ’ την αρχή του χρόνου…
Και ο ποιητής Ι. Πολέμης σε εκτενέστατο
ποίημα ζωγραφίζοντας την Απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης βλέπει στην πρώτη στροφή
τη μεγάλη ανατροπή.
Η Σαλονίκη που έσβηνε με του καιρού το διάβα
- καντήλι που τρεμόσβηστο για λάδι λαχταρά-
αποβραδίς κοιμήθηκε δυστυχισμένη σκλάβα
και την αυγούλα ξύπνησε αρχόντισσα κυρά.
Μέχρι εκείνη την «αυγούλα» όμως μεσολαβούν
μέρες αγωνίας. Στις 23 Οκτωβρίου οι Τούρκοι εγκαταλείπουν τον Αξιό
καταστρέφοντας με μανία διαβάσεις και γέφυρες υποχωρώντας προς τη Θεσσαλονίκη.
Το Μηχανικό του Στρατού μας καθυστερεί επισκευάζοντας ή κατασκευάζοντας γέφυρες
και σχεδίες. Οι ΄Ελληνες διαβαίνουν τον Αξιό την 25 η Οκτωβρίου και προελαύνουν
προς την ιστορική πόλη. Εντωμεταξύ ο Τούρκος Αρχιστράτηγος Χασάν Ταχσίν πασάς
βλέποντας την κακή κατάσταση του στρατού του και με την μεσολάβηση των Προξένων
των Μεγάλων Δυνάμεων στη Θεσσαλονίκη πείθεται να έλθει σε διαπραγματεύσεις με
τον ΄Ελληνα Αρχιστράτηγο: να παραδώσει τη Θεσσαλονίκη για την αποφυγή της
άσκοπης αιματοχυσίας. Ζητούσε όμως να αποσυρθεί με τον στρατό του και τον
οπλισμό του στο Καραμπουρνού και να μείνει εκεί μέχρι τέλους του πολέμου.
Ο Κωνσταντίνος απορρίπτει τα αιτήματα του
Ταχσίν και απαιτεί άμεση παράδοση της πόλης και του Τουρκικού στρατού, ο οποίος
αφοπλισμένος ως αιχμάλωτος πολέμου θα μεταφερόταν σε κάποιο λιμάνι της Μ. Ασίας
με έξοδα της Ελληνική Κυβέρνησης, ενώ η μόνη παραχώρηση θα ήταν να διατηρήσουν
οι αξιωματικοί τα ξίφη τους. Αναμένει απάντηση μέχρι τις 6.00΄το πρωί της
επόμενης ημέρας, της 26 ης Οκτωβρίου. Το ίδιο βράδυ – 25 Οκτωβρίου -το Γεν.
Επιτελείο πληροφορείται με τηλεγραφήματα των υπουργείων Εξωτερικών και Στρατιωτικών
για την κατάληψη των Σερρών από τους Βουλγάρους και πιθανόν ελληνικός και
βουλγαρικός στρατός να αφιχθούν ταυτόχρονα στη Θεσσαλονίκη. Αγώνας δρόμου
λοιπόν για να μην προλάβουν να φθάσουν εκεί πρώτοι οι Βούλγαροι.
Η 26 η Οκτωβρίου, ημέρα εορτής του
πολιούχου της Θεσσαλονίκης Αγ. Δημητρίου, είναι η μεγάλη μέρα! Στις 5 το πρωί,
ο Σεφήκ πασάς, αντιπρόσωπος του Ταχσίν, ανακοινώνει ότι ο Αρχιστράτηγός του
δέχεται τους όρους, ζητεί όμως να κρατήσει 5.000 όπλα για την εκγύμναση των
στρατιωτών του. Η αίτηση απορρίπτεται από τον Κωνσταντίνο. Δίδεται δίωρη
προθεσμία για απάντηση του Τούρκου πασά μετά την παρέλευση της οποίας διατάσσεται
ο ελληνικός στρατός να προελάσει προς τη Θεσσαλονίκη. Στις 11 το πρωί τμήματα
της 7 ης μεραρχίας περνούν τον Γαλλικό ποταμό, το τρίτο και τελευταίο υδάτινο εμπόδιο
προς τη Θεσσαλονίκη μετά τον Λουδία και Αξιό, και από διάφορες διευθύνσεις κυκλώνουν
τις Οθωμανικές δυνάμεις. Οι Θεσσαλονικείς εκλιπαρούν τον Μεγαλομάρτυρα Δημήτριο
να τους στείλει τη λύτρωση. Σε στιγμές συγκλονιστικές οραματίζονται οπτασίες του
Αγίου! Και ο Ταχσίν πασάς πιεζόμενος συσκέπτεται επί ώρες με τους προξένους των
Μεγάλων Δυνάμεων, για να καταλήξει να αποστείλει έγγραφη απάντηση στον
Κωνσταντίνο ότι όλοι οι όροι του γίνονται δεκτοί και ζητεί να σταλούν
αντιπρόσωποι για τη σύνταξη των Πρωτοκόλλων. Η απάντηση φτάνει στις 2.00΄ το
μεσημέρι στο Γενικό Στρατηγείο και ταυτόχρονα διατάσσονται η VII Μεραρχία και
το Απόσπασμα Ευζώνων να σπεύσουν προς κατάληψη της Θεσσαλονίκης, οι δε
Βουλγαρικές δυνάμεις με μήνυμα προτρέπονται να μην κινηθούν προς την πόλη για
στρατηγικούς λόγους.
Στις 11.00΄το βράδυ της 26 ης Οκτωβρίου
1912 δύο αξιωματικοί του Ελληνικού Γενικού Στρατηγείου, ο Β. Δούσμανης και ο Ι.
Μεταξάς, συνυπογράφουν με τον Ταχσίν πασά το Πρωτόκολλο παραδόσεως της
Θεσσαλονίκης, σύμφωνα με τους όρους, που είχαν συμφωνηθεί. «Η πόλις της
Θεσσαλονίκης παραδίδεται εις τον Ελληνικόν Στρατόν μέχρι της συνομολογήσεως της
ειρήνης» αναφερόταν στο άρθρο 3. Η Θεσσαλονίκη, η πρωτεύουσα της Μακεδονίας, η
πόλη που «ενσάρκωνε καημούς και ελληνικά όνειρα», ανήμερα του πολιούχου της Αγ.
Δημητρίου, είναι πια ελεύθερη μετά από αιώνες στυγνής σκλαβιάς!
Το πρωί της επόμενης μέρας (27 Οκτωβρίου)
υπογράφεται συμπληρωματικό Πρωτόκολλο, σύμφωνα με το οποίο 25.000 Τούρκοι
στρατιώτες παραδίδονταν ως αιχμάλωτοι στον Ελληνικό Στρατό και μαζί 1.000
αξιωματικοί και πλήθος πολεμικού υλικού, ενώ ως πρώτη μονάδα του Ελληνικού
Στρατού, το Απόσπασμα Ευζώνων και τμήμα του ιππικού, εισέρχεται στην πόλη,
καταλαμβάνει το Διοικητήριο και εγκαθίστανται στους εκεί στρατώνες. Πλήθη
κόσμου έχουν κατακλύσει τους δρόμους και όπως γράφει ο τότε μαθητής Χ. Χαρίσης «έλαβαν
χώραν σκηναί ασυλλήπτου ενθουσιασμού. Τριακόσιοι μαθηταί με τα μπλε πηλήκια κι
ένα πλήθος Ελλήνων τους περικυκλώσαμε και (…) ζητωκραυγάζαμε έξαλλοι (…) ΄Ολοι
φιλούσαμεν την Πολεμικήν Σημαίαν με δάκρυα χαράς».
Την 28 η Οκτωβρίου 1912, ημέρα Κυριακή, ώρα
11.00΄, ο Αρχιστράτηγος Διάδοχος Κωνσταντίνος εισέρχεται θριαμβευτής στην πόλη
με όλο το Επιτελείο του, ενώ ο ελληνικός πληθυσμός παρά τη δυνατή βροχή
εκδηλώνει τη χαρά του με κάθε τρόπο « χόρευαν, τραγουδούσαν, έκλαιγαν με
λυγμούς…». « ΄Ηρθαν οι δικοί μας! Ήρθε ο Στρατός
μας! ΄Ηρθαν οι ΄Ελληνες!». Ακολούθησε δοξολογία στον ναό του Αγίου
Μηνά. ΄Εφιππος προσήλθε ο Διάδοχος συνοδευόμενος από τους έφιππους επίσης
πρίγκιπες, για να παραστεί στην τελετή, κατά την οποία ο Μητροπολίτης Γεννάδιος
εξεφώνησε λόγο παλλόμενο από συγκίνηση. Μεταξύ άλλων είπε: «Σύμπας ο
πεπολιτισμένος κόσμος θαυμάζει και εξυμνεί τα ηρωικά υμών κατορθώματα (…) Ημείς
δε οι ελευθερούμενοι δάκρυα χαράς σταλάζοντες υποδεχόμεθα υμάς θριαμβευτικώς τη
δυνάμει του Σταυρού εισελθόντας εις την παλαίφατον ταύτην και περιμάχητον
της πολυστενάκτου και αιματοβάπτου Μακεδονίας πρωτεύσουσαν.(…) Αωνία η μνήμη
των ενδόξως εν τω πεδίω της μάχης πεσόντων και διά του πολυτίμου αίματος αυτών
ελευθερωσάντων πατρίδα, παίδας, γυναίκας, θεών τε πατρώων έδη, θήκας τε
προγόνων!».
Εν συνεχεία ο Διάδοχος μετέβη στο
Διοικητήριο, όπου παρήλασε ενώπιόν του η 1 η Μεραρχία και στη συνέχεια έγινε
παρουσίαση των Αρχών της πόλης. Για την ημέρα εκείνη αναγράφεται στην έκθεση
της 1 ης Μεραρχίας: «η πραγματοποίησις ενός εθνικού μεγάλου ονείρου και ο
τρόπος καθ΄ον τούτο επραγματοποιείτο εχάραξεν την ημέραν αυτήν εις την καρδίαν
του ΄Εθνους ως μίαν των ενδοξοτέρων και ευτυχεστέρων ημερών της Πατρίδος». (Αρχείον
ΓΕΣ/ΔΣ.Φ. 1641/Δ/1/
Αλλά οι Βούλγαροι και μετά την κατάληψη της
Θεσσαλονίκης επιμένουν να καρπωθούν τη δόξα της νίκης και επιθυμούν
συγκυριαρχία στην πόλη. Ζητούν έστω να μείνουν 2 τάγματα στη Θεσσαλονίκη για
ανάπαυση, επειδή καθ΄ οδόν ταλαιπωρήθηκαν λόγω βροχής. Ο Διάδοχος για λόγους
ανθρωπιστικούς δέχεται, αλλά παρά τη συμφωνία εισήλθε ένα βουλγαρικό σύνταγμα
στην πόλη και οι Βούλγαροι άρχισαν να προκαλούν. Οι ΄Ελληνες όμως ήταν ήδη
κύριοι της καταστάσεως. « Η Κυβέρνησις έσπευσε να τοποθετήση εις την
Θεσσαλονίκην Νομάρχην, Αστυνομικόν Διευθυντήν και Πολιτικούς υπαλλήλους και η
πόλις έλαβεν αμέσως διοικητικώς ελληνικόν χαρακτήρα» τονίζει ο Διον. Κόκκινος.
Το επόμενο πρωί, 29 Οκτωβρίου 1912, εισήλθε
στην πόλη ο Βασιλιάς Γεώργιος, περιστοιχισμένος από τον Διάδοχο και τους
Πρίγκιπες. Η εγκατάστασή του στην απελευθερωθείσα πόλη είχε και συμβολικό
χαρακτήρα, αλλά ήταν και μια διπλωματική ενέργεια – απάντηση στη δόλια πολιτική
των Βουλγάρων. Εκείνη την ημέρα απέδωσε τιμές η 1 η Μεραρχία και το Απόσπασμα
Ευζώνων, ενώ παρά τη συνεχιζόμενη δυνατή βροχή πλήθη λαού με έξαλλο ενθουσιασμό
επευφημούσαν. Η παρέλαση της νίκης πήρε τον παραλιακό δρόμο κι όταν έφθασε μπροστά
στον Λευκό Πύργο, έγινε έπαρση Σημαίας, ενώ ελληνικά πυροβόλα έριξαν 21
χαιρετιστήριες βολές. Τα καράβια στο λιμάνι σφύριζαν, τα πλήθη ζητωκραύγαζαν,
οι καρδιές χτυπούσαν δυνατά κι έκαναν τους παλμούς τους τραγούδι που έσμιγε με
τον αέρα της λευτεριάς: «…και σαν πρώτα ανδρειωμένη, Χαίρε, ω χαίρε
ελευθεριά!».