της Ελισάβετ Δ. Δημοπούλου
"Ήτον ανήλιαστη, άτυχε, η μέρα που γεννήθης,
άλλοι επήραν τον ανθό κι εσύ τη
ρίζα επήρες,
όντας σε έπλασ' ο Θεός δεν είχεν
άλλαις μοίραις..."
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης. ( από το
ποίημα..."στη μητέρα μου")
" Ο κάθε στοχασμός σου
ασμάτων άσμα,
στον κόσμο το δικό
σου,
κόσμος το κάθε
πλάσμα...''
Μιλτιάδης
Μαλακάσης.
Τούτη η γωνιά της
γης, η στεφανωμένη με την αχλή των αιώνων της ιστορίας, η καμωμένη από πέτρα
σκληρή, που την πυρώνει ολοχρονίς το φως το ουράνιο, το ελληνικό, έχει την
ευλογία να σκάνε, περιτρίγυρα, στα ακρογιάλια της πελάγη
ολόδροσα, που της χαρίζουν, αέναα, πλούτη και γλυκόπικρους καημούς.
Στην ανατολή της, το
μέγα πέλαγος με τ' όνομά του το παρμένο απ' τον άμοιρο βασιλιά, που χάθηκε στα
νερά του... το λένε Αιγαίο. Κι είν' αυτό που στάθηκε σταυροδρόμι των θεών και
των μύθων και που σε κάθε δειλινό του η χαρά κι η λύπη, συνταιριασμένες χέρι με
χέρι ακουμπάνε ,με την αλήθεια τους, την αποσταμένη ψυχή του ταξιδευτή, πότε
αφήνοντας τα θαλασσοπούλια να την πλανέψουν με το τραγούδι τους, πότε με το γαληνεμό του
θαλασσόνερου και πότε με την αντάρα του αφρισμένου κύματος.
Σ' αυτό το πέλαγος, φωλιασμένα
αγριοπερίστερα, ξεπροβάλλουν νησιά και νησάκια, όλα ηλιόχαρα κι όλα αγιασμένα, με
ονόματα τρανά, σμιλεμένα με τη γεννήτρα ορμή της ιερής ελληνικής γλώσσας.
Στη δροσερή
αγκάλη των Βόρειων Σποράδων στέκει, αιώνες τώρα, ένας μικρός τόπος
περίβρεχτος...τ όνομά του Σκιάθος, Σκίαθος..." σκιόης, σκιερός και
κατάισκιος".
Πελασγοί, Κρήτες, Αθηναίοι, Μακεδόνες, Βυζαντινοί,
αλλόθρησκοι κατακτητές κι αργότερα κατατρεγμένοι πρόσφυγες αγωνίστηκαν τον
αγώνα το σκληρό της ζωής κι άφησαν πίσω τους τα χνάρια τους, ο καθένας
ξεχωριστά, το μόχθο των χεριών του στην πελεκημένη πέτρα, τα γεννήματα της γης
ποτισμένα με τον πικρό του ιδρώτα ,τα ιστορημένα του πάθη, τα
τραγούδια της ψυχής του, τα παραμύθια του με τη χαρμολύπη τους κι αυτά, για
ν' αναθυμιούνται και να πορεύονται οι κατοπινοί.
Στα ρόδινα ακρογιάλια του...λημέρια
πειρατών, μα η γη του γεννήτρα ηρώων στον αγώνα του 1821,για τη Λευτεριά.
Και κάπου εκεί στα
τέλη του 18ου αιώνα,έφτασε στο νησί ένα τσούρμο από
καλόγερους, φερμένοι ,λέει, απ τ' Άγιον Όρος..."κολλυβάδες "το
παρωνύμι τους, που αγωνίζονταν, τάχατες, για την
...επανόρθωση της εκκλησιαστικής τάξης και των παραδοσιακών πρακτικών,...ένας
αγώνας που με τα χρόνια, αναπάντεχα, πήρε στα μάτια των αγνών Σκιαθωτών, μέσα
στη σκοτεινιά της τούρκικης σκλαβιάς, τη μορφή ενός παράξενου αναγεννησιακού
κινήματος.
Είχαν γεμάτα τα
πουγκιά τους κείνοι οι...κολλυβάδες κι έχτισαν τρανό μοναστήρι κι από κει
διαφέντευαν, μαζί με τους κοτζαμπάσηδες και το τσιφλικάδικο αρχοντολόι τον
άμοιρο τόπο. Με τον καιρό, απ' τις κληρονομιές, τις δωρεές και τα προνόμια που
απόκτησαν απ' το Πατριαρχείο, ...το κολλυβάδικο ρασοφορεμένο τσούρμο γίνεται ο
μεγαλύτερος τσιφλικάς κι ο μεγαλύτερος εχθρός των προεστών...μάχη για δύναμη
φυσικά και για παράδες...οι προεστοί βγαίνουν μπροστά και σιγά σιγά οι
κολλυβάδες ξεπέφτουν και τ' όνομά τους καταντά σαρκασμός και προσβολή.
Μετά την επανάσταση
του 1821 ξεπέφτει και το αρχοντολόι, χτίζεται καινούργια πόλη, ξεπροβάλλουν
καινούργιες συνήθειες, που παλεύουν να στεριώσουν...
Και μέσα σ 'αυτήν την κοσμοχαλασιά, που
κρατάει γερά κάμποσα χρόνια, στις 4 του Μάρτη, στα 1851, η Γκιουλιώ η Μωραΐταινα,
συμβία και πρεσβυτέρα του παπά Αδαμάντιου Εμμανουήλ, φέρνει στον κόσμο τον
πρωτογιό της...πήρε το όνομα Αλέξανδρος...,που πριν ακόμα ανοίξει τα ματάκια
του στο φως της ζωής, τον βαραίνει μια κλήρα αλλόκοτη, αφού η φαμίλια του έχει
τη ρίζα της στις καταλυμένες πια αξίες και καταστάσεις...στους κολλυβάδες και
τους προεστούς, τ 'αρχοντολόι.
Όμως, το υλικό υπόβαθρο της
...αρχοντιάς έχει προ πολλού χαθεί κι η φαμίλια του Παπα-Αδαμάντιου πορεύεται
μέσ' τη φτωχολογιά, έχοντας πάντα στο νου, ότι ανήκει σε παλιά υψηλή, αλλά
ξεπεσμένη τάξη. Ο μικρός Αλέξανδρος μεγαλώνει σ' ενα αυστηρά θρησκευτικό, σ
'ένα θρησκόληπτο περιβάλλον, ακούγοντας τις ιστορίες για το λαμπρό παρελθόν, που
τον μπερδεύουν και τον κάνουν να ζει μια πραγματικότητα αβέβαιη και συχνά
σκληρή...κουράζεται και πληγώνεται...Γίνεται απόμακρος, φυγόκοσμος...καμιά
εμπιστοσύνη στο μέλλον και τον εαυτό του..."Τα άλλα παιδία, γράφει, με
εμίσουν, διότι ήμην παπαδοπαίδι. Εκείνα ήσαν τέκνα ναυτικών, πορθμέων,
ναυπηγών, γεωργών, των οποίων οι πατέρες ιδρώνουν δια να βγάλουν το ψωμίν και
οι υιοί το είχον καύχημα.''Το σύμπλεγμα κατωτερότητας, που γεννιέται τότε στην
άδολη ψυχή του, δεν θα τον αφήσει ποτέ.
Ο πατέρας τρέφει τ 'όνειρο να καμαρώσει το
πρωτοπαίδι του δάσκαλο και, γιατί όχι...και σχολάρχη. Έτσι, και θέση ζηλευτή θα
κάτεχε καιθα βοηθούσε να αποκατασταθούν ''τα αδύνατα μέρη" της
οικογένειας, οι τρεις
αδερφές του,... που τελικά
δεν "αποκαταστάθηκαν" ποτέ. Ο Γιώργης, ο μικρότερος αδερφός, κάπως θα
βοηθούσε κι αυτός ...κάποια μέρα την κατάσταση...
Μ' αυτό τ' όνειρο, και παρά
τη φτώχια του, ο παπά Αδαμάντιος αποφασίζει να μορφώσει το μικρό Αλέξανδρο, μ'
όσες στερήσεις απαιτούνταν...
Πρώτος σταθμός...το
" αλληλοδιδακτικόν σχολείον" (δημοτικό της εποχής) κι ύστερα σειρά
έχει το "ελληνικόν σχολείον" του νησιού. Ιδιαίτερα σημαντικά το
βιβλίο "Η κατήχησις" του Γ. Γενναδίου", δύο μαθητικά τετράδια (ιστορίας
και καλλιγραφίας) κι ένα πρόχειρο "σημειωματάριον
αποριών", όλα ελεγμένα, διορθωμένα βαθμολογημένα και μονογραμμένα απ' τον
πατέρα, που δίδασκε ως ελληνοδιδάσκαλος.
"Μικρός εζωγράφιζα Αγίους", θα πει
αργότερα για τον εαυτό του ο Αλέξανδρος...είχε ιδιαίτερο ζήλο στη ζωγραφική, τόσο
που η σχολική επιτροπή έστειλε τις καλύτερες ζωγραφιές του στο Υπουργείο
Παιδείας, ζητώντας ενίσχυση του ταλέντου του...ήταν μόλις 9 χρονών.
Πληγωμένος απ' τον περίγυρό
του, κουβαλώντας τις πρώτες πληγές της ψυχούλας του, ζητάει καταφυγή κι
αποκούμπι στην Τέχνη και στην Εκκλησιά. Σκιτσάρει αγίους,
εκκλησιές λιτανείες, καλόγερους, ναυτικούς, καράβια, κάστρα, θάλασσα...κι ένα
νησί...όνομα...Σκιάθος.
Έχει ανάγκη να ακουμπήσει
κάπου αυτή την πληγωμένη του ψυχή, κι είναι η ίδια ανάγκη, που θα τον ακολουθεί σ' ολάκερη την πικρή του
ζωή.'Οσα εκφράζει τώρα με τις ζωγραφιές του, θα τα ιστορήσει στο χαρτί αργότερα
με τον πεζό του λόγο.
Η τελευταία τάξη
του σχολείου του καταργείται κι ο μικρός Αλέξανδρος κινδυνεύει να μείνει
άπραγος, αλλά... να και πάλι η ευλογημένη παρουσία του πατέρα, που
τον διδάσκει τα μαθήματα της τελευταίας τάξης.
Σειρά έχει το
σχολαρχείο της Σκοπέλου...απολυτήριο "κάλλιστα",...μετά το Γυμνάσιο
Χαλκίδας,όπου η φοίτησή του χαρακτηρίζεται..."ανώμαλη" και γυρίζει
πίσω στο νησάκι του..."δεν ήτο ναύτης, αλλά ήξευρε να κωπηλατεί πλησίον του
κύματος, εγκαταλείψας, ως μη δεχτείς την ποινήν, καθότι είς των καθηγητών του
εφαίνετο, πέραν του δέοντος, αγράμματος..."
Άπραγος δε μένει...Δε ζωγραφίζει πια αγίους, αλλά
γράφει στίχους, προσπαθεί για μια κωμωδία ,και στα 1869 επιχειρεί να γράψει
μυθιστόρημα.Στο μυαλό του η εμμονή να τελειώσει το Γυμνάσιο...ξανά στη Χαλκίδα
για ένα χρόνο, ξανά απογοήτευση ...η απόφαση τώρα οριστική...η Αθήνα. Εξασφαλίζει
θέση στον Πειραιά, διαβεβαιώνει τη φαμίλια ότι..."προσεχώς θα ...
τακτοποιηθεί". Υποφέρει οικονομικά, κακοπερνά, δανείζεται, αν κι αυτό δεν
συμφωνεί με τας " έξεις και τα ήθη του" και επιστρέφει τα δανεικά,
μόλις φτάνει, επιτέλους, το πενιχρό έμβασμα του πατέρα..."καθότι δεν
ημπορεί να βλέπει τούτους τους κυρίους ...".αγριομουτσουνιάζοντας".
Τα οικονομικά του "φαύλος κύκλος", αξεπέραστες οι δυσκολίες, αλλά
και τα οικονομικά της φαμίλιας απ' το κακό στο χειρότερο... Αρχίζει να τον
τυραννά, εκτός απ' την ανέχεια κι ένας άλλος μόνιμος καημός, που θα καθορίσει
στη συνέχεια όλο το έργο του...η νοσταλγία για το νησάκι του. Δραπετεύει και
πάλι απ' το Γυμνάσιο κι οι δύστυχοι γονείς του τον υποδέχονται απογοητευμένο
και με την αίσθηση...ενός άχρηστου εαυτού.
Κι έρχονται να τον
βασανίσουν κι άλλοι ...καημοί και στεναγμοί. Μονίμως ερωτευμένος, πότε με την
Πολύμνια, πότε με την ξαδέρφη Μαχούλα, αδιάφορο με ποια, αφού ο έρωτάς του
μένει πάντα χωρίς ανταπόκριση, μιας κι η καλογερίστικη ηθική του τον φορτώνει
με ντροπή και με δειλία. Τις ερωτικές του εξομολογήσεις τις ...ακούνε μόνο τα
ξωκλήσια... Στη σκέψη του, για πάντα ριζωμένη, χωρίς ντροπή και δειλία, με
τρυφεράδα ανείπωτη, η πρώτη του ..."παιδική ερωμένη, ''αυτή
που στον ίσκιο της ένοιωσε το ξάφνιασμα απ' του κορμιού το
πρώτο ξύπνημα, ρεμβασμός κι αναψυχή και χάρμα της γεννήτρας φύσης...μια
βαλανιδιά, ένα δεντρί περήφανο, ορθόστητο,...κόρη παρθενική της ονειροφαντασιάς
του, άρωμα και χαρμονή, "άνασσα του δρυμού, δέσποινα άγριας καλλονής
,βασίλισσα του δρόσου, του γλυκασμού...μάννα ζωής...
μέλι το εκ πέτρας... με
κορυφή βαθύκομον ,που ηγείρετο ως στέμμα
παρθενικό...διάδημα
θείον..."
Πάλι η Αθήνα ...άδικος κόπος...και πάλι
πίσω στη Σκιάθο.
Μέσα στην απελπισιά του
αποφασίζει να γίνει καλόγερος και φεύγει για τ' Άγιον Όρος. Κι εκεί
όμως...τρομάρα και παγωνιά. Η αυστηρότητα του κοινοβιακού βίου δεν του
ταιριάζει, μέχρι του σημείου να σκεφθεί να "ριφθεί απ' την απλωταριάν του
εξώστη..."
Παρ' όλα αυτά ,μαθαίνει βυζαντινή μουσική
και τους ύμνους του Ρωμανού του Μελωδού και...τι άλλο...γυρισμός στο νησί, κοντά
στην ξαδέλφη Μαχούλα, τα βιβλία του και τις παιδικές του αναπολήσεις...
Ο δρόμος της φυγής
και πάλι στο μυαλό του, αυτό...το "χαρτί'' πρέπει να το πάρει
και...."χάριτι θεία" μπαίνει στο Βαρβάκειο...Μεγάλος πια,22 χρονών, νοιώθει
μια αμυδρή πνοή αυτοπεποίθησης...με το "χαρτί" στο χέρι. Ψάχνει για
δουλειά...αποτυχία ...
Στον ορίζοντα και πάλι το
πενιχρό έμβασμα του πατέρα...
1870...αρχίζει να
φανερώνεται το κρυμμένο πύρωμα της άδολης ψυχής του. Γράφει το πρώτο
λογοτέχνημα της τρυφερής του πένας, ένα ποίημα για τη μάνα του, τη Γκιουλιώ...
"Μάνα μου, εγώ
μαι τ άμοιρο, το σκοτεινό τρυγόνι,
όπου το δέρνει ο άνεμος, βροχή
που το πληγώνει.
Το δόλιο...όπου κι αν
στραφεί
κι απ' όπου κι αν περάση,
δε βρίσκει πέτρα να σταθεί,
κλωνάρι να
πλαγιάση..."
1874...Στη σκέψη του νεαρού
Αλέξανδρου...το Πανεπιστήμιο.
"Σαλεύει" μεταξύ
θεολογίας και φιλοσοφίας...προτιμά τη δεύτερη...γράφεται στη Φιλοσοφική Σχολή, αλλά
παρακολουθεί τα μαθήματα " κατ' εκλογήν" και πάλι...δραπετεύει, χωρίς
ποτέ πια να σκεφτεί να δώσει εξετάσεις.
"Είχε μυαλό, μα ήταν
στραβόξυλο και ψωροφιλότιμος...και αν και έτρεφε μεγάλην ιδέαν περί του εαυτού
του, ήτο φύσει ταπεινόρφων" θα πει αργότερα ο σκιαθίτης δάσκαλός του.
Στα 1875 το γράμμα
προς τον πατέρα υπογράφεται με τ' όνομα που θα μείνει αθάνατο στο
δελτάρι της ελληνικής λογοτεχνίας...ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ...
Κείνο το καλοκαίρι,
στο νησί του, στάθηκε το πιο ευτυχισμένο της ζωής του, έβλεπε με μια παράξενη
αισιοδοξία το μέλλον.
Η επιστροφή του
στην Αθήνα τον φέρνει και πάλι αντιμέτωπο με τη σκληρή
πραγματικότητα...άνεργος, χρεωμένος...οι ελάχιστες προγυμνάσεις δεν φτάνουν
ούτε για τα μικροέξοδα...το πενιχρό έμβασμα του παπά...ξανά παρόν...διαβάζει
μόνος του και προσανατολίζεται σταθερά προς την Τέχνη..."μέγιστον και
σοβαρότατον συμφέρον με αναγκάζει να μείνω ενταύθα"...γράφει στους γονείς
του, που δεν ξέρουν πια τι να πιστέψουν... κι η δόλια μάνα του, άρρωστη, έρχεται
να τον δει και μένει για λίγο κοντά του.
Εκείνος δουλεύει
ακατάπαυστα, στο σαθρό τραπεζάκι της μικρής του κάμαρης, το πρώτο του μυθιστόρημα...τη
"Μετανάστιδα". Στις ώρες του αναπαμού του έχει δύο μόνιμα
στέκια...το καφενείο του Σκαρτσόπουλου, όπου ανταμώνει τους συντοπίτες του
και το βιβλιοπωλείο του καλού του φίλου Κουσουλίνου,
"εντευκτήριο" λογίων,...οι ατελείωτες κουβέντες τους ...φτέρωμα του
νου του...
Εκεί διαβάζει παλιά βιβλία μεγάλων Ελλήνων και ξένων
λογοτεχνών, ξένες εφημερίδες, ενημερώνεται για πνευματικά, κοινωνικά και
πολιτικά θέματα της εποχής, συντυχαίνει ονομαστούς διανοούμενους...πάντα παρέα
με τον ξάδελφο και λόγιο Αλέξανδρο Μωραϊτίδη...Και μια ευλογημένη μέρα, γνωρίζεται
με το μεγάλο και δυναμικό δημοσιογράφο Βλάση Γαβριηλίδη, που έμελλε να γίνει ο
προστάτης του, ο καλός του άγγελος κι ο φίλος της καρδιάς του. Η "Μετανάστιδα
"δημοσιεύεται σε μεγάλη εφημερίδα της Πόλης ...τα σχόλια ιδιαίτερα
κολακευτικά...ο νεαρός συγγραφέας αρχίζει να ανοίγει τα φτερά του...
...1880-1881 αναγκαστική
στράτευση... μια συνθήκη αντίθετη με το δύσκολο χαρακτήρα του Αλέξανδρου....
τιμωρήθηκε πολλές φορές ..."καθότι ήτο απείθαρχος"...
Με το τελείωμα του
στρατιωτικού, ξανάρχονται στην επιφάνεια όλα αυτά που τον βασανίζουν...Η
υπομονή του πατέρα έχει εξαντληθεί...του στέλνει αυστηρό και επιπληκτικό
γράμμα...η απάντηση... "σεβαστέ μου πάτερ, οσάκις τυχόν μοι εμειδία επ'
ολίγον μία ελπίς, η σκληρή τύχη μοι την αφήρπαζε...ατυχία παντού, ατυχία...τι
να κάμω...είναι όμως ζωή αυτή, να αναζητεί τις εργασίαν και να μην
ευρίσκει;..."
Ο αγώνας στο
φτωχικό καμαράκι σκληρός...δημοσιεύει δύο ποιήματα σε ένα Αθηναϊκό έντυπο, θρησκευτικού
περιεχομένου κι αρχίζει με πάθος να γράφει τους "Εμπόρους των
Εθνών",με τον υπότιτλο... "μυθιστόρημα, αγωνίας, έρωτος και
περιπετειών..."Δημοσιεύεται σε σατιρική εφημερίδα...με ψευδώνυμο
απρόοπτο...''Μποέμ"..."Βοημός"...άραγε ταπεινοφροσύνη,σεμνότηταή...καλογερίστικ
ηθική που τον κατατρώει απ' τα μικράτα του;
Το μυθιστόρημα ξεσηκώνει αντίδραση στους
κόλπους των λογίων...τα σχόλια ενθαρρυντικά,επαινετικά...το περιεχόμενο όμως
ανήκουστο για τον πατέρα,τον παπά,τον απόγονο των..."Κολλυβάδων".
"Δέον πλέον
επιστρατευθεί διπλωματικότης,ίνα προκαταληφθεί ευνοϊκώς ο πατήρ...''Στο γράμμα
,που συνοδεύει την αποστολή του εντύπου με το δημοσιευμένο έργο,...η
σημείωση..."η τύχη μου τώρα υπάγει καλλίτερα,δόξα τω Θεώ...ό,τι κάμνω ,το
κάμνω εξ ανάγκης...μην με κατακρίνετε...100 φράγκα το μήνα,άνευ πολλής
εργασίας..."Το κεφάλαιο με τις πατρικές ερωτήσεις, περί εξετάσεων στο
πανεπιστήμιο, κλείνει οριστικά.
Ο ...αιώνιος
φοιτητής μετατρέπεται σε συγγραφέα. Τώρα κερδίζει τη ζωή του με την πένα του. Οι
"Έμποροι" τον αλαφρώνουν απ' τα χρέη, διορίζεται, με τη μεσολάβηση
του Μωραϊτίδη, μεταφραστής σε μεγάλη εφημερίδα. Η ζωή του πια πιο ανθρώπινη, η
ψυχή του γλυκαίνει, αρχίζει και γίνεται γνωστός, γνωρίζεται και συνεργάζεται με
σημαντικούς λόγιους της γενιάς του,...τον σέβονται και τον υπολογίζουν.
Κι έρχεται στο
παρόν του μια γνωριμιά παλιά, ζεστή, αγαπημένη,...απ' τ' Άγιον Όρος,...ο
φίλος, ο αδερφός Νήφωνας...νοικιάζουν δωμάτιο στου Ψυρρή και συγκατοικούν...
Η Μοίρα ,ανελέητη, παραμονεύει...ο
Νήφωνας ...γερό ποτήρι...ο Αλέξανδρος απερίσκεπτα μιμητής του κι αρχίζει να
ξεδιπλώνεται η "κατάρα" που θα τον τσακίσει αργότερα...
Η δουλειά στην
εφημερίδα αμείωτη τον φορτώνει δόξα...ετοιμάζεται νέο μυθιστόρημα, ιστορικό, χωρίς
ψευδώνυμο...η "Γυφτοπούλα"..."εκτάκτως επαγωγό και ελκυστικό
μυθιστόρημα"...
Ο Γαβριηλίδης, ενθουσιασμένος,
το διαφημίζει, δημιουργεί σωστό θρύλο γύρω απ' τ' όνομα του Παπαδιαμάντη,...το
κοινό ανυπομονεί.
Η
"Γυφτοπούλα" κάνει πάταγο και δημοσιεύεται παράλληλα και σε ιταλική
εφημερίδα.
Ο μόχθος για την
επιβίωση σκληρός, το..."ποτήρι" κι ο "άφιλτρος καπνός"
σταθεροί σύντροφοι...Η σκέψη του συγγραφέα γυρίζει γύρω απ' το διήγημα. Πρίν
αποχαιρετήσει το ιστορικό μυθιστόρημα, γράφει τη νουβέλα"Χρήστος
Μηλιώνης", στέφανο μυρωμένης δάφνης για το φημισμένο αρματολό.
Ακολουθεί μια σειρά
από μεταφράσεις σε εφημερίδες και περιοδικά, λίγοι
κάτεχαν τότε ξένες γλώσσες ...οι μεταφραστές είχαν μεγάλη πέραση...
Η γλωσσομάθειά του
γεννά απορία σε πολλούς, όμως ο μεγάλος Σκιαθίτης, μπορεί να μην έχει πτυχία και τίτλους
πανεπιστημιακούς, αλλά είναι..."φιλομαθής και πολυμαθής"...η
γλωσσομάθεια λοιπόν, εκτός απ' το φυσικό του τάλαντο, είναι το φανέρωμα της
μεγάλης του προσπάθειας, της λαχτάρας του για μόρφωση, χωρίς συμβάσεις και
πειθαναγκασμούς...δε θέλει να τον λένε...",ασπούδαχτο"...
Στα 1887 γράφεται
το "Επιτάφιος και Ανάστασις εις τα χωρία", προάγγελμα των κατοπινών
γιορταστικών διηγημάτων του, που θα ριζώσουν βαθιά στις ψυχές και θα
δημοσιεύονται στα πανηγυρικά φύλλα των εφημερίδων, στις μεγάλες γιορτές της
Χριστιανοσύνης. Τα Χριστούγεννα της ίδιας χρονιάς, παρουσιάζεται το πρώτο του
διήγημα..."το χριστόψωμο", ηθογραφικό, σκιαθίτικο.
Απ' τα1887, μέχρι
τα1894, που γυρίζει, άρρωστος, στη Σκιάθο, γράφονται 35 διηγήματα, τα
περισσότερα σκιαθίτικα, ηθογραφικά, χωρίς να παραβλέπονται και τα κοινωνικά
βιώματα της Αθήνας.
Όλα τούτα τα χρόνια
τα περνά γράφοντας, πίνοντας, καπνίζοντας και ψέλνοντας. Ολη του η ζωή, ανάμεσα
στην εκκλησιά, το καπηλειό και το τραπέζι του μεταφραστή των εφημερίδων...
Η ψαλτική είναι για
τον κυρ Αλέξανδρο το μεγάλο του πάθος. Εκεί ξαναβρίσκει η αγιάτρευτη νοσταλγική
ψυχή του τις παλιές του θύμησες, το χαμένο του κόσμο,...τον εαυτό του.
"Με των
μελωδημάτων τη συνειρμική
μαγεία ανάδευε μέσα του
όλος ο κόσμος της καρδιάς και της μνήμης".
Μια σπάνια τυπική διάταξη
στήνει σοβαρή κι ιερόπρεπη μπροστά του τη μορφή του πατέρα του κι ένα Θεοτοκίο γιομάτο
μητρική λαχτάρα...να κι η φτωχιά του η μάνα...σε κάποια κει δα γωνίτσα του
ξωκλησιού, μαντηλωμένη κι ολόγλυκια...Κι όταν αρχίζουν τα δίγοργα και τα
τρίγοργα στα τροπάρια, με τερεριστές βηματιές, όλο το σκιαθίτικο ψυχομέτρι
κυματίζει μπροστά του σε πανηγυριώτικο γλεντοκόπι...Χορεύει στο στασίδι του
απάνω, τρίζει τ' αναλόγι κι αγκομαχάει το υποπόδι...Και ψέλνει...ψέλνει...εκεί
στο εκκλησάκι του Αγίου Ελισσαίου, αντικριστά με τον άλλο Αλέξανδρο, τον
πρωτοξάδερφό του, πότε σα "λυράρης" και πότε σα "μερακλωμένος
καλόγερος".
Στα 1890 καταφέρνει
να πάει στη Σκιάθο, για να "ξαναβαφτιστεί" στα νάματα των παιδικών
του χρόνων και να ξαναγιομίσει τα πνευμόνια του με τ' ανάσασμα τ'
αγριοπρίναρου, τ' αγριολούλουδου την ευωδιά, τη μοσκοβολιά του θυμαριού και της
άγριας λεβάντας, του δυόσμου και του βασιλικού, ν' αγναντέψει το πέλαγο, ν'
ανταμώσει τους συντρόφους του τα θαλασσοπούλια, ν' ανασάνει τ' αγεράκι το
λεύτερο. ..Κι αργότερα...στην Αθήνα...όλον τούτο το θησαυρό τον
ακουμπάει τρυφερά σε θαλασσινά σκιαθίτικα διηγήματα. Δημοσιεύοναι με τον τίτλο "Θαλασσινά
ειδύλλια", και χαιρετίζονται "ως μία
κατάκτησις ευοίωνος της συγχρόνου λογοτεχνικής φιλολογίας".
Ταπεινός εργάτης
της εφημερίδας μέχρι τα 1892, μεταφραστής και διηγηματογράφος σε πολλά ακόμα
έντυπα και περιοδικά. Η κόπωση αρχίζει να τον βαραίνει, η αμοιβή μικρή,
καθυστερεί, γίνεται τμηματικά και με δυσκολία. Αναγκάζεται, αυτός ο περήφανος, να
ζητά και να ξαναζητά τα ...χρωστούμενα...
Και να πάλι ο καλός
του άγγελος, ο Βλάσης Γαβριηλίδης, διευθυντής της σπουδαίας, τότε, εφημερίδας
"Ακρόπολις"... Του ζητά άμεσα 50 χειρόγραφα και του δίνει το δικαίωμα
να "μπαίνει" στα γραφεία, χωρίς δεύτερη ερώτηση, αφού λογίζεται σα
συνεργάτης.
Γίνεται πια πολύ γνωστός και σεβαστός,
γνωστοί χρονογράφοι της εποχής του δημοσιεύουν συνεντεύξεις του,
εντυπωσιασμένοι απ' την τρυφεράδα και τη μοναδικότητα των έργων του κι
απ' την ιδιορρυθμία της "τάλαινας" ζωής του.
Τώρα δουλεύει και
σε περιοδικά... μεταφράζει εγκυκλοπαιδικά, κοινωνικά και φιλοσοφικά άρθρα, μ'
αθεϊστικό πολλές φορές περιεχόμενο, που τον στεναχωρεί βαθιά. Στην απελπισιά
του βρίσκει έναν δικό του, μοναδικό τρόπο, να..."μάχεται," τις
αθειστικές ιδέες, μεταφράζοντας τα κύρια σημεία τους με τέτοιο τρόπο, ώστε να
γίνονται ακατανόητα.
Παλεύει χωρίς
διακοπή, ακόμα και "άνευ του τεταγμένου αγιασμού της ημέρας των
Σαββάτων..."Δουλειά σκληρή, ζωή άτσαλη, ποτό, τσιγάρο βαρύ, αγρύπνια το
βράδυ στον Άγιο Ελισσαίο...γονατίζει...αρρωσταίνει άσχημα. Ο
Γαβριηλίδης πάλι στο πλάι του...τον στέλνει με άδεια στο λατρεμένο του νησάκι.
Στο νησί όμως, εκτός απ'
την αγκαλιά των αγαπημένων του, βρίσκει άφθονο το αλυπιακό
μοσχάτο κρασάκι και το καλό τσίπουρο...γερό ,πολύ γερό ποτήρι ο μπάρμπα
Αλέξανδρος... Ψαλτική και ...ποτήρι, της ψυχής του η λύτρωση, του
κορμιού του ο χαμός.
Γυρισμός στην
Αθήνα...στα ίδια κι απαράλλαχτα.
...Και τα χρόνια
περνούν κι ο χάρος, ο μαυρόψυχος, αρχίζει να χτυπά την πόρτα της φαμελιάς. ...1895
..."φεύγει" ο αρχαϊκός παπά Αδαμάντιος. Απροστάτευτες η χηράμενη μάνα
και οι τρεις αδερφάδες...οι "αναποκατάστατες".
Ο στοργικός
Γαβριηλίδης "παρέχει πάσαν ευκολίαν'' κι ο μοναδικός προστάτης των
"ακριβών γυναικών της ζωής του "προστρέχει για παρηγοριά στην
αγαπημένη τους αγκάλη. Σε λιγότερο από ένα χρόνο "φεύγει”, πονεμένη κι
απαρηγόρητη, κι η γλυκιά του μάνα....η Γκιουλιώ η Μωραΐταινα...
Στην
"Ακρόπολη" του Γαβριηλίδη δουλεύει σκληρά μέχρι το τέλος του 1897 και
δίνει κι αλλού, πότε μεταφράσεις, πότε δικίμια, πότε τα μυρωμένα του
σκιαθίτικα διηγήματα, πότε υμνολογίες, πότε στίχους ...Η οικονομική του
κατάσταση καλύτερη από ποτέ. Βοηθά με άνεση
πια τις αδερφάδες και κάνει και...καινούργια φορεσιά...αλλά είναι τόση η ...ατσαλοσύνη
του, συνταιριασμένη με τη συνήθεια, την κοσμοθεωρία του για τη ζωή και την
απλοχεριά του, που οι παράδες εξανεμίζονται γρήγορα, χωρίς να επηρεάσουν, στο
ελάχιστο, τη ζωή του...
Μέχρι τα 1900
δουλεύει και σε δεύτερη εφημερίδα σαν μεταφραστής, αλλά οι καιροί
προχωρούν κι άλλοι μεταφραστές προβάλλουν...πιο σπουδαγμένοι...ο μισθός
λιγοστεύει, αρχίζουν και πάλι ν' ανεβαίνουν τα χρέη στη μπακαλοταβέρνα, στο
καπνοπωλείο, στη σπιτονοικοκυρά...
...Το πιοτί κι ο καπνός
απαραίτητα... ,το φαγητό του λιγοστό και η νηστεία...μ' αμείωτο ζήλο. Κι έτσι
μένει με το ποτό, που ήταν πάντα...νηστίσιμο είδος, τους...,"συμποτικούς φίλους", τους"
εν Χριστώ αδελφούς" στις αγρύπνιες του Αγίου Ελισσαίου και το ...γνωστό
του πια σύντροφο, το βιοποριστικό μαράζι....γράφουν οι βιογράφοι του...
"Οσοι δεν τον ήξεραν, τον
περνούσαν για ζητιάνο...κρατούσε μπαστούνι και βάδιζε σιγά σιγά...ακόμα κι ο
τραπεζίτης Συγγρός σχολίασε μια μέρα σαρκαστικά...Για δέτε, στην Ελλάδα οι
επαίτες κρατούν μπαστούνια..."
Τον καλούσαν συχνά σε
αριστοκρατικά σπίτια για φαγητό... δεχόταν τις προσκλήσεις...φορούσε πάντα το
χιλιοτριμμένο του παλτό, αυτό που στις τσέπες του έκρυβε ψωμί, ελιές, τυρί
και...κρασί.
Απ' αυτά έτρωγε, πάντα
περήφανος κι απόφευγε τα πλούσια εδέσματα."
...Κάποιος
"άσπονδος" φίλος του τόν χαρακτήρισε" κρυψίβιον,"γιατί δεν ήταν
μπορετό, σ αυτόν τον...",δήθεν, "να δεχτεί την απλότητα και την
αληθινή ανυπόκριτη στάση ζωής του μεγάλου Σκιαθίτη.
Στα 1902 κάνει μια
προσπάθεια να εκδώσει κάποια έργα του...κι από κει
αποτυχία. Στο νου του και πάλι η καταφυγή στο νησάκι του. Αγαπημένος φίλος του, που τον
ξέρει καλά και τον εκτιμά βαθιά, του δίνει
μεταφραστική δουλειά και προκαταβολή για τους κόπους του...πληρώνονται
τα...βερεσέδια ...και πίσω στη Σκιάθο. Δουλεύει τις ...προπληρωμένες
μεταφράσεις, δίχως να παραλείπει τη...",φυσική του
ραστώνη" και τα ονειροπολήματα στα νοσταλγημένα του μονοπάτια... γράφει
στο φίλο του..."ο λιχανός της δεξιάς μου έχει δαρμούς και πόνους και τ'
άλλα μου δύο δάχτυλα πάσχουσι από σκλήρυνσιν του δέρματος. Η μέση μου
πονεί..."
Το κορμί του
τσακισμένο, αλλά η ψυχή του ανηφορίζει, με του γλυκασμού και του συγκλονισμού
τ' οπλοστάσι, τ' ανηφόρι για τ' ανέβασμα" στου τραγουδιού τ' Άγιον Όρος
...
...κάπου στα 1903,ώριμος
πια, γράφει τη δεύτερη νουβέλα του, τη"
Φόνισσα". ...Κι όσοι έχουν την καρδιά καθάρια, αυτοί που ξέρουν να
παραμερίζουν τις μικροψυχιές, τους στείρους εγωκεντρικούς σχολιασμούς και τις μιζέριες των ...
τάχα περισπούδαστων, ... είν' αυτοί που ξέρουν
καλά ,πως τούτο το έργο είναι το ...αριστούργημα όλης της παπαδιαμαντικής
τέχνης ,η καρδιά της καρδιάς του, που συνέχει εντός του τα πιο γόνιμα στοιχεία
της αγνής του ψυχής, φανερωμένα στη σύλληψη, στη σύνθεση την αριστοτεχνική, στη
μορφή, στο περιεχόμενο, στο μύθο, στην αδιάσπαστη ενότητα.
Εδώ, ντυμένη με το ρούχο
του ρεαλισμού, η τεχνική του κυρ Αλέξανδρου φτάνει στο αποκορύφωμά της, όταν
ένα έγκλημα βουβό και καταδικασμένο ...εξανθρωπίζεται μέσα απ' της
μετάνοιας το βαθύ συντριμμό και τη συναίσθηση της τραγικότητας της ανθρώπινης
ύπαρξης.
Έχει χαρά που ζει
κι απολαβαίνει το ζήδωρο αεράκι του τόπου του, μα η χαρά του δεν κρατά, όπως
πάντα, για πολύ. Τον βρίσκει κατάστηθα η είδηση, πως ο αδερφός του, γραμματέας στη
δημαρχία της Πορταριάς, μπήκε στο φρενοκομείο...Φλεβάρης του 1904 ... πέντε
παιδιά απροστάτευτα...σε λίγους μήνες ο Γιώργης, ο άμοιρος αδερφός, φεύγει κι
αυτός για πάντα...
Άμεση ανάγκη για
δουλειά...η υγεία του απ' το κακό στο χειρότερο.
...Κι έτσι άξαφνα και
τραγικά...ανάγκη να εγκαταλείψει το
μικρό του όνειρο, που τόλμησε να θρέψει στο τυραγνισμένο του μυαλό,..."ένα
πυργάκι υψηλόν, αγναντερόν, μαγευτικόν...",όπου η ματιά του θα ξανάβρισκε
το πρωτινό της λάμπος και το πελαγίσιο αεράκι θα φτέρωνε την ψυχούλα του ,μ'
έναν ανασασμό παιδιάστικο και λεύτερο, σαν ανοιξιάτικο τρυγονάκι της δασωμένης
λαγκαδιάς.
Οι ελπίδες του για
δουλειά στην "παναρμονικώτατη Αθήνα" ξεφτίζουν γρήγορα...αναδουλειά,
φτώχια, αρρώστια κι ο...τελικός ξεπεσμός.
Δεν τολμά ούτε γράμμα να
στείλει στις αδερφάδες του. Τον πονά ολάκερο το κορμί...ρευματισμοί...δύσκολα
πια κρατάει την πένα.
Ο απρόσιτος, ο
αυστηρός, ο περήφανος κι ο ασυμβίβαστος'' κοσμοκαλόγερος" αναγκάζεται να
δεχθεί, με συντριβή ψυχής ,την "υβριστικωτέραν πάσης ύβρεως"...την
ελεημοσύνη, τον οίκτο των ανθρώπων.
Από θείο κράτημα, μέσα
σ αυτή τη δυστυχία, ο κυρ Αλέξανδρος ωριμάζει, αναπάντεχα, χωρίς να
παρακμάσει. Γράφει, γράφει, γράφει, χωρίς ανάσα, τα πιο όμορφα
διηγήματα της ζωής του. Μπαίνει στο κατάβαθο της ψυχής των ηρώων του, με τόση
λιτότητα, που αγγίζουν την αγιοσύνη. Περιγράφει τόπους κι ανθρώπους ,άλλοτε με
βάθος, άλλοτε με ειρωνία, άλλοτε με σαρκασμό, άλλοτε μ' ολοφάνερη
απελπισιά...παντού και πάντα παρόν το αμετακίνητο θρησκευτικό του
"πιστεύω", ομολογητής της βαθιάς του πίστης και σκεπτικιστής, με τον
ανυπέρβλητο, καταδικό του, στοχασμό.
Οι φίλοι του κι οι λόγιοι
της εποχής οργανώνουν γιορτή στον "Παρνασσό", για να τον ενισχύσουν
διακριτικά, χωρίς να πληγωθεί η ψυχούλα του. Κάνει ό,τι μπορεί να τη
ματαιώσει, μα σκέφτεται τις αδερφάδες και δέχεται την "τιμή", ξέροντας
πως πρόκειται για...ελεημοσύνη. Η γιορτή γίνεται, αλλά εκείνος, ο μοναδικός, ο
δοξασμένος, ο φτωχός Αγιος των γραμμάτων μας, κρύβεται σε φιλικό σπίτι, γιατί
"δεν καταδέχεται να εκθέσει το ιδιότυπο άτομό του, το
ντυμένο με κουρέλια, στην αρπακτική περιέργεια ορισμένων, στον οίκτο κάποιων
άλλων.."
' Όμως ,αυτή η γιορτή
στάθηκε η αφορμή να υμνηθεί ο μεγάλος Σκιαθίτης και να αναγνωριστεί, ακόμα κι
από πολλούς αδιάφορους, η τεράστια προσφορά του στην Τέχνη.
Άρρωστος πια πολύ, αλκοολικός,
σωστό ερείπιο, πληρώνει τα βερεσέδια του κι" ανθρωπίζεται,"με τα
λεφτά της γιορτής και...παίρνει το στερνό δρόμο του γυρισμού
στο νησί...κρατά επικοινωνία με τους αγαπημένους του απλοϊκούς συντρόφους
του "ποτηριού" και τους φίλους λόγιους.
Ολόιδιος πάντα κι
ατόφιος, περνά τα τελευταία του χρόνια ήρεμα, γράφοντας, πίνοντας και
ψέλνοντας...η παντοτινή του μοίρα. Τρέχει σε λειτουργιές στα ρημοκλήσια κι
αναπαύει την ψυχούλα του, συντροφεμένος από τους φτωχούς και ταπεινούς
συντοπίτες του,...μακρυά από επίσημους και γραμματιζούμενους.
Στα τέλη του 1910
πέφτει βαριά άρρωστος από πνευμονία. Τριανταππέντε ολάκερες μέρες, πότε ορθός
με τα μάτια υψωμένα, πότε στα γόνατα με το δάκρυ το λυτρωτικό της προσευχής, παλεύει
με την αρρώστια...διώχνει το γιατρό, ζητάει τον παπά..."ξεύρεις παπά μου, μήπως
αργότερα δεν καταπίνω...!"
Την παραμονή της
πρωτοχρονιάς, έξω απ' την πόρτα του ταπεινού του σπιτιού, κάποια παιδάκια
έψαλαν τα σκιαθίτικα κάλαντα. Αναθάρρησε ο κυρ Αλέξανδρος, ανασηκώθηκε και με
δακρυσμένα μάτια συνόδευε τις παιδικές φωνούλες με την καλογερίστικη
αποσβησμένη φωνή του.
Κι έρχεται
αναπάντεχα, την ίδια κείνη μέρα, η είδηση της παρασημοφόρησής του με το Σταυρό
του Σωτήρος...που σε τούτες τις μαύρες, τις τραγικές του στιγμές
φαντάζει...ειρωνία πικρή...
Στις 2 Γενάρη του
1911,ο κυρ Αλέξανδρος ψέλνει ,για τελευταία φορά, με φωνή τρεμάμενη..."Την
χείραν σου την αψαμένην..." Με την ίδια τρεμάμενη φωνή ψιθυρίζει στις
απελπισμένες αδερφάδες, που τον παραστέκουν: " τώρα που θα φύγω, έχω
καλούς φίλους που μ' αγαπούν και μ' εκτιμούν ...και τα βιβλία μου θα
τυπώσουν...και παράδες θα σας δώσουν."...η τελευταία του έννοια οι
αδερφάδες,
αυτές ...οι
"αναποκατάστατες"..
Λίγο πριν
φτερουγίσει η ψυχούλα του, κλαίει με λυγμούς και...γέρνει στο πλάι το κουρασμένο
κεφάλι...
... Ήταν 3 του Γενάρη
στα 1911...
..Το ξόδι του ταπεινό κι
αγιασμένο, όπως ολάκερη η ζωή του. Τον θρήνησαν οι αδερφές κι οι φίλοι της
καρδιάς του, τον θρήνησε το λατρεμένο του νησί, τον θρήνησαν κι οι άγιοι απ' τα
κονοστάσια ...κει... κι ολόγυρα στα ρημοκλήσια..
"Ευωδίασεν ο ναίσκος
από δάφνας και λιβανωτίδας και είχεν κρουσθεί λυπητερά, από παιδικάς χείρας ο
μικρός κώδων, ο υπεράνω της στέγης της πλακοσκεπούς, χαιρετίζων, για στερνήν
φοράν "το Μεγάλο Σκιαθίτη, τον κοσμοκαλόγερο, τον κυρ Αλέξανδρο...το Φτωχό μας Άγιο, που
μας χάρισε απλόχερα τ' αμύθητα πλούτη της καρδιάς του
και τους ατίμητους θησαυρούς της ευλογημένης του ψυχής....έξω χιόνιζε κι όλα
φάνταζαν πάλευκα, άσπιλα κι αγνά...
Το άγγελμα του
θανάτου του ξάφνιασε και λύπησε τους φίλους του και τους "συμποτικούς"
αδερφούς του, όλους τους άσημους και ταπεινούς του καπηλειού, της
φτωχογειτονιάς, της Δεξαμενής...αγαπημένου του αναπαμού...της εκκλησίτσας του
Αγίου Ελισσαίου, τους θαυμαστές και τους κύκλους τους λογοτεχνικούς του
Πανελλήνιου.
Γράφτηκαν ποιήματα
και νεκρολογίες, βγήκαν τιμητικές εκδόσεις, γι αυτόν που δεν ευτύχησε να
δει ποτέ κανένα του βιβλίο τυπωμένο, όσο ζούσε, έγιναν μνημόσυνα, εικαστικοί
αποτύπωσαν στον καμβά την ασκητική του μορφή, εκδόθηκαν ολάκερα τεύχη, τόσα που
,αν ζούσε, θά τρεχε και πάλι να κρυφτεί από ταπεινοσύνη και συστολή Αγίου.
"Απέθανεν ο πτωχός και
ηύρεν ανάπαυσιν...το σώμα του, το αποκαμωμένον και βασανισμένον, κυρτωμένον και
φορτωμένον απ' της πενίας το φόρτωμα...ίσαξε και έγινε ευθύ επί της νεκρικής
του κλίνης.."
...Και κάπου εκεί στης
Αθήνας το κέντρο,ένα παλικαράκι, 23 χρονών, από τρανή αστική γενιά, ακούει το
θλιβερό άγγελμα.. ο Παπαδιαμάντης απόθανε... Ένα παιδί αντισυμβατικό, παράτολμο
μελαγχολικό, που γράφει στίχους ρομαντικούς ,με συμβολισμούς που αγγίζουν το
κατάβαθο της ψυχής, αναθυμιέται την οσιακή θωριά του" κοσμοκαλόγερου
", ακουμπά στο στοχασμό του κι αναγνωρίζει, σ' αυτήν τη βασανισμένη
ύπαρξη, κάτι απ' το ''εντός" το δικό του...τη θλίψη για τα χαμένα ιδανικά
και τις ματαιώσεις τούτου του...περάσματος που λέγεται ζωή...Ναπολέων
Λαπαθιώτης ...τ' όνομά του... και το" τραγούδι του" το τρυφερό, ο
στερνός χαιρετισμός στο κυρ Αλέξανδρο, μυρωμένος ανθός, του ανασασμού της
νιότης τάμα...
" Απόκοσμο
αγριολούλουδον
απά στο ρημοκλήσι,
όπου μακρυά απ' τη
ζωή
τη ΖΩΗ
βαθειοκοιτούσε,
και τ' 'Ονειρον
αγνάντευε
στου λιβανιού τα
θάμπη,
ολόφωτο να
λάμπει...
...και τα
ματόφυλλα στο φως
του Γήλιου τάχε
κλείσει...
( απόκοσμο
αγριολούλουδον
απά στο
ρημοκλήσι....)"
______________________________
ΤΑΠΕΙΝΟ
ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ...
"Όπου κι αν
σας βρίσκει το
κακό, αδελφοί, όπου και να
θολώνει ο νους σας,
μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό
και μνημονεύετε ΑΛΕΞΑΝΔΡΟ
ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ...''
Οδυσσέας
Ελύτης..."Άξιον εστί"
Σε τούτο το ταπεινό
προσκύνημα, σιγοπατώντας με ευλάβεια και σεβασμό, με σκυμμένο το κεφάλι και
λυγισμένο το γόνυ, αποτολμήσαμε να
"ζωγραφίσουμε" με αδρές, ανάερες πινελιές, με τα γλαυκά χρώματα του
νου και της ψυχής, τη ζωή και την προσωπικότητα ενός ξεχωριστού ανθρώπου, μιας
απ' τις πιο μεγάλες μορφές της Νεοελληνικής μας Λογοτεχνίας, του δικού μας κυρ
Αλέξανδρου, έτσι όπως τον γνωρίσαμε από τα μικράτα μας, τον αγαπήσαμε βαθιά, όχι
μονάχα γιατί ολάκερη την πικρή ζωή του τη διάβηκε με σεμνότητα και σπάνιο ήθος,
μα και γιατί με το έργο του ύψωσε τα Γράμματά μας στο επίπεδο της πίστης και
της ποίησης, βάθρο και πρότυπο αγνής ιδεαλιστικής ελληνολατρείας και βαθιάς
χριστιανικής ανθρωπιάς.
Το έργο του υπόδειγμα
πεζογραφικού ύφους, χωρίς στεγανότητα κι επιτήδευση, πλημμυρίζει από αληθινό
λυρισμό, χιούμορ και ζωηρή φαντασία, γεμάτο χάρη, αυθορμησιά και
παραστατικότητα .Είναι ο υμνητής του έρωτα, ο
πρώιμος φεμινιστής, ο πολιτικά επίκαιρος στοχαστής, ο κοινωνικός καθοδηγητής, ο
θρησκευτικός ταγός...
Σε κάθε σελίδα του, σε κάθε
αράδα του, σε κάθε του λέξη νιώθεις δίπλα σου την ανάσα του παιδιού, μιας
μορφής που κυριαρχεί, με την αθώα κι αγνή παρουσία του, σε μεγάλο μέρος του
έργου του, απλά και μόνο γιατί ο μεγάλος Σκιαθίτης ήταν κι ο ίδιος, μέχρι
τέλους, ένα μεγάλο και τρομαγμένο παιδί. Κι είν' αμφίβολο, αν στα νεοελληνικά
γράμματα υπάρχει άλλος συγγραφέας, που να έχει περιβληθεί με τέτοιο θρύλο...
"Η κορυφή των
κορυφών" χαρακτηρίστηκε απ' τον Κ. Καβάφη, μέγας ποιητής, ελληνικός, σαν
Έλληνας λαός" απ' τον Κ. Βαρναλη, " ισότιμος με το Μακρυγιάννη" απ'
το Γ.Σεφέρη...κι ο Κ. Παλαμάς, με την ανοιχτωσιά της καρδιάς του, αρθρώνει λόγια
υπέροχα ..."ένα περιβόλι ο κόσμος του, παντού συγκεκριμένα, παντού
χειροπιαστά, ζωγραφιές των πραγμάτων, όχι άρθρα, πρόσωπα, όχι δόγματα..."
Βασική προϋπόθεση στην
προσπάθεια για την κατανόηση του παπαδιαμαντικού έργου είναι η γνώση της ζωής
και της εποχής του, γιατί σε κάθε πνευματικό δημιουργό ζωή και έργο βρίσκονται
σε αλληλεξάρτηση και δε νοείται τίποτα παραπέρα.
Ζώντας στην Αθήνα, τη
μεταβατική περίοδο των ιστορικών, κοινωνικών και πολιτικών αλλαγών και της
ανάπτυξης του Τύπου ανέδειξε με το" κοντύλι" της ψυχής του έναν
μοναδικό τύπο λογοτέχνη. Αν και η φυσική του" ραστώνη" τον έκανε να
μη
"βασανίζει"
τις αράδες του, το έργο του ακουμπά πάντα στην πραγματικότητα. Ιδανικό του έχει
τον απροσδόκητο άνθρωπο της υπαίθρου. Μ' αυτό το μοναδικό "υλικό" προχωρά
απ' τα εξωτερικά φαινόμενα της βιογραφίας στην ατομική και ομαδική ψυχή. Ο
ρομαντισμός δε λείπει, αλλά ούτε και η ρεαλιστική ματιά.
Ο μεγάλος Σκιαθίτης ατένισε
τη ζωή της γης του, τη στεριανή και τη θαλασσινή μέσα σ'ατμόσφαιρα διαχυτικής
χαράς, αλλά και βαρύθυμης πίκρας, με τη γραφικότητα και την αγωνία της. Το
περιβάλλον...ελληνικό, ανατρέχει σε θρύλους κι ιστορία.
Γλωσσική βάση η
καθαρεύουσα, διάλογοι στη δημοτική ή στο γλωσσικό ιδίωμα της Σκιάθου, γραμμή
συνεπής με τη βιοθεωρία του και την ψυχοσύνθεση του, που δεν είναι απόλυτα υποταγμένη σε
κανόνες. Οι επιδράσεις του ελληνικές και ξένες ...το Βυζάντιο, ο Κάρολος Ντίκενς, ο Σαίξπηρ, Ρώσοι κλασσικοί,
ιδιαίτερα ο Τολστόι και ο Ντοστογιέφσκι, που έργα του μετάφραζε στην εφημερίδα.
Το έργο του μεγάλου Ρώσου τον συνάρπασε, τον άφηνε ξάγρυπνο, ακουμπισμένο σε
στοχασμούς .Τον μιμήθηκε, όχι δουλικά, παρά ανάπλασε το δικό του έργο, μέσα απ'
τη δική του μοναδική ματιά, λουσμένη με τ' ακτινοβόλο γαλάζιο τ' ουρανού
και υφασμένο στο διάφανο ελληνικό τοπίο, βάζοντας τη δική του προσωπική
σφραγίδα, αποκρυσταλλωμένος σταθερά και προσηλωμένος στην ελληνική παράδοση.
Οι ήρωες του
φορτωμένοι με δύναμη ψυχική βαριά, βαθιά ...σχεδόν θεϊκή, με τις"
κουβέντες "τους να κρύβουν έναν απέραντο ωκεανό από υπόγεια ρεύματα κι
αντηχήσεις.
Το " σύμπαν" των
παπαδιαμαντικών υπάρξεων τις οδηγεί, άλλοτε σε στιγμές ακραίου έρωτα, άφατης
χαράς, αγαλλίασης, γλεντιού κι ονειρέματος κι άλλοτε σε στιγμές σύνθλιψης, αδιέξοδα
και λοξοδρομήσεις, διαστολές και παρενθέσεις, συντριμμούς κι ενότητες χαμένες...
Απ' τη μια μεριά, πατώντας
στη γη ο Παπαδιαμάντης, κι απ' την άλλη
ουρανοβατώντας, με την ποιητική του γλώσσα, επανακαθορίζει
την πραγματικότητα των ηρώων του και τους επανασυνδέει με το χαμένο ψυχικό τους
πυρήνα.
Κάθε μυθιστόρημα,κάθε
διήγημα... ένας μικρόκοσμος, μια κοινοτοπία
απεικόνισης της καθημερινής
ζωής, που πολλές φορές αγγίζει μια σύλληψη μεγαλόπνοη, τη στιγμή ειδικά που
ψυχογραφούνται τα πρόσωπα. Κάθε λέξη κι ένα ταξίδι στη μνήμη, για την ανά-από-
κάλυψη αυτής της χαμένης ενότητας των ηρώων-ανθρώπων με τη φύση.
Κι οι ήρωες, μορφές
αληθινές, ταπεινοί και συνηθισμένοι, αγρότες, ναυτικοί, ψαράδες, μικρά
παιδιά, γριές και γέροι, απόκληροι και λησμονημένοι, μαραγκοί, παπάδες και
παπαδιές, χηρευάμενες απελπισμένες, καραβοκύρηδες με τις κυράδες
τους, κοπελούδες π 'αγαπούν και τραγουδούν, κακορίζικα θηλυκά...
Τα
"πλάσματα" του κυρ Αλέξανδρου μοσκοβολούν αγιοκέρι και μοσχολίβανο, αγριομολόχα
και μυρωμένη μαστίχα, αρμύρα κι άχυρο νοτισμένο από βροχούλα φθινοπωρινή, μπόχα
από μεθύσια, κρυφοέρωτες και ρομαντικά ονειροπολήματα...ανθρώπινες
αρετές κι αδυναμίες...όλα απλωμένα σ' ορίζοντες ορθάνοιχτους...
Το έργο του μεγάλου
Σκιαθίτη..3 μυθιστορήματα,3,νουβέλες,180 διηγήματα,40 μελέτες και άρθρα, μεταφράσεις,
ποιήματα, υμνολογίες, σκίτσα...1887-1892, περίοδος νατουραλιστική,έργα
φυσιολατρικά ,με έντονο ειδυλλιακό χαρακτήρα... 1892-1897, περίοδος κοινωνικής
και σατιρικής απόχρωσης, επηρεασμένης απ' το ιστορικό, κοινωνικό και πολιτικό περιβάλλον
της Αθήνας, πόλης της "δουλοπαροικίας και των
πλουτοκρατών"...1897-1902,περίοδος λυρισμού, δραματικότητας
και πάθους, υποχωρεί ο εξωτερικός κόσμος, φωτίζεται ο...εσωτερικός άνθρωπος...1902-1911,
περίοδος των μεγάλων δημιουργιών ...ρεαλιστικη- κοινωνική. ...Μεγάλο μέρος του
έργου του μεταφράστηκε σε 4 γλώσσες...
Ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ
ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ,
ο κορυφαίος των Ελληνικών
Γραμμάτων, δεν ήταν μήτε βυζαντινός, μήτε νεοέλληνας, ήταν... μεταβυζαντινός...αυτή
την εποχή λαχταρούσε, αυτή θαύμαζε και νοσταλγούσε, σ' αυτή τη γλώσσα έγραφε και
μόνο αν τον τοποθετήσουμε εκεί, που ο ίδιος είχε τοποθετήσει τον εαυτό του, θα
τον νοιώσουμε και θα χαρούμε το έργο του πλέρια, κλείνοντας βαθιά στην καρδιά
μας τα λόγια του ίδιου:
"Το επ'εμοί,εν
όσω ζω και αναπνέω
και σοφρονώ, δεν θα παύσω πάντοτε
να υμνώ μετά λατρείας τον
Χριστόν
μου, να περιγράφω μετ'
έρωτος την φύσιν και να ζωγραφώ μετά στοργής τα γνήσια ελληνικά ήθη..."
_____________________________
ΘΥΜΗΣΕΣ ΠΑΙΔΙΚΕΣ,
...ΟΝΕΙΡΕΜΑΤΑ...
...ΓΛΥΚΕΣ ΠΑΡΑΜΥΘΊΕΣ.
Μια κατάθεση
ψυχής...
Στη ζωή μου
ευλογήθηκα, ανάμεσα στις φουρτούνες της, να έχω δύο πνευματικούς γονείς, απλούς,
γεμάτους ανθρωπινότητα κι αγάπη, με μια αγκαλιά ζεστό καταφύγιο, με βαθιά πίστη
στο Θεό...
Στις μέρες τις
γιορτινές, τα δώρα τους, απ' το υστέρημα της πενιχρού τους εισοδήματος, αλλά
απ' το απόλυτο περίσσευμα της καρδιάς τους, δεν ήταν παιχνίδια, κούκλες, ή ό,τι
λαχταράει ένα παιδί, της παιδικότητάς του συντρόφεμα,...Ηταν βιβλία...,οι
λαχτάρες ενός αλλόκοτου παιδιού σαν κι εμένα...Κάπου στα δέκα μου χρόνια, μέσα
σε μια ατμόσφαιρα σιωπηλής θλίψης, που οι άνθρωποί μου ακροπατούσαν, για να
ξορκίσουν την αποτολμιά κάποιας γελαστής ελπίδας, τάραγμα στον αιώνιο ύπνο του
αγαπημένου αναχωρητή, του πατέρα, έλαβα, τυλιγμένα σε πορφυρό χαρτί, της χαράς
και της αγάπης, τα "Χριστουγεννιάτικα διηγήματα".Ηταν γραμμένα απ'
έναν άνθρωπο σκυφτό, με βλέμμα χαμηλωμένο, ταπεινό...μού μοιαζε με καλόγερο η
θωριά του ...εκεί στο εξώφυλλο του βιβλίου...Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη τον
έλεγαν...από ένα νησάκι...Σκιάθος τ' όνομά του.
Στην ξέχωρη γωνιά
της απομόναχης ζωής μου, το μεγάλο δέντρο της αυλής, κουκουλωμένη με μια
κουβέρτα, άρχισα με αφέλεια στην αρχή, αναστάτωση, λαχτάρα και προσμονή
αργότερα, να γίνομαι ένα και να καρδιοχτυπώ για τη μοίρα της κάθε...Σκιαθίτικης ύπαρξης, της κάθε
φιγούρας, που ξεπρόβαλε απ' τις αράδες των γυαλιστερών σελίδων...
Και μπήκα κι εγώ ανάμεσό
τους, έγινα συντρόφισσα των παθών τους, της χαράς και του γλεντιού τους,
της βιβλικής καρτερίας τους, του πόνου τους το γονάτισμα και του αγώνα τους να
στεριώσουν πάλι στη γη τ' αποσταμένα τους γόνατα, της φτώχιας τους, της
ανημπόριας τους, του ιστορήματος της απλής καθημερινότητας και του μόχθου τους,
για το στύλωμα του κορμιού με το λιγοστό φαγάκι, του γέλιου και του θρήνου
τους, των αντοχών και των λυγισμάτων στο κουβάλημα του" ιδίου ή
ετέρου" σταυρού, της ανθρώπινης παράβλεψης, της μολογημένης μετάνοιας και
της ελπίδας της ακουμπισμένης στα παλιά εικονίσματα, της αγαθότητας και των
ανθρώπινων αδυναμιών ,των ανασασμών της ταραχής τους...
Μα πάνω απ' όλα, κείνο
που έκανε το δάκρυ να κυλά, ήταν η βαθιά πίστη τους στο Θεό, της ψυχής τους τ'
ανάγκεμα ν' αποζητά την ελπίδα ,με τα υψωμένα χέρια στης προσευχής το λύτρωμα.. Μιας
πίστης... φανέρωμα της άδολης, της απείραχτης, απ' τις φαρμακερές αγκαθιές,
ψυχής αυτών των ανθρώπων...των ανθρώπων που σε τούτους τους καιρούς δεν είναι
μπορετό πια ν' ανταμώσεις, μέσα στο θόλωμα και την απελπισιά του αδιέξοδου, που
σε φορτώνει η πολιτεία με τη θανατερή της ανάσα...
Η διάφανη παπαδιαμαντική
σκέψη σήμερα θα ήταν, εκούσια, απούσα...και μακρυά απ' τη ζάλη της παθολογίας
και του πυρετού της αλλόφρονης ζοφερής πραγματικότητας που μας ακουμπά, άλλους
πολύ κι άλλους πιο λίγο , σα σύμπτωμα της απόλυτης έκπτωσης και πτώσης μας
,αυτής με την τραγική προοπτική ενός ολότελου συντριμμού...
Κι ύστερα από λίγο
...κάπου εκεί κοντά, μαζί με της Λαμπρής το λευκοκέρι, πάλι ξετυλίγοντας με
λαχτάρα το πορφυρό χαρτί ,...ο κυρ Αλέξανδρος μου έγνεφε χαμογελώντας, με τα
..."Πασχαλινά διηγήματα"... Καινούργιο καρδιοχτύπι, καινούργιοι σύντροφοι...ψαράδες,ξωμάχοι,παπάδες,μετανάστες,πολυφαμελίτες,μοναχικοί
στο πάλεμα της ζωής, όμορφες κοπελιές, χήρες βασανισμένες, ορφανά, μάγισσες μ' αποτρόπαιη
θωριά, αγύρτισσες...όλοι όμως άνθρωποι...διαβατάρηδες σε τούτο το κακοτράχαλο
μονοπάτι που μας έταξε ο Πανάγαθος...Ονόματα που ξεχειλίζουν από κελάηδημα
αηδονιού, μορφές "ολόσωμες πάνω στο φως και μαύρες έως θανάτου"...
Κι ο νους μου ο
παιδικός, ο αταξίδευτος, άρχισε να περιδιαβαίνει στα...ρόδινα ακρογιάλια, στις
σπηλιές με τα γλαροπούλια, στα βράχια και στα ξάγναντα, με τα
ξωκλήσια και τα καστρομονάστηρα, να νιώθει την αρμύρα της βλογημένης θάλασσας, ν'
αρμενίζει με τις σκούνες και τα βαρκάκια, να βρίσκει απάγκιο σ' αγαπημένα
λιμανάκια, να γατζώνεται απ' τους κάβους, να γαληνεύει στους κόρφους της
Σκιαθίτικης γης...
Αργότερα, στα
χρόνια τα γυμνασιακά, κατάλαβα ότι τα παιδικά μου "παπαδιαμαντικά"
αναγνώσματα ήταν μεταφερμένα, από κάποιο " άξιο
χέρι "στη δημοτική γλώσσα, για ν' ακουμπήσουν ανάλαφρα τις παιδικές ψυχές
και ν' απλώσουν τη ζεστασιά τους, δίχως να δυσκολέψουν τ' άπραγα μάτια με την
ιδιαίτερη, μοναδική γλώσσα του μεγάλου Σκιαθίτη.
Κι όταν η αγαπημένη μου
συνήθεια, ν' ανασκαλεύω τα παλιά βιβλία,
άνοιξε μπροστά μου την αυθεντική ομορφιά των κειμένων του κυρ Αλέξανδρου,
η...δύσκολη αυτή γλώσσα, η ψυχόρμητη, με σήκωσε στα ουράνια, με την άμετρη
γοητεία της ...
Το γύρισμα και το
ξαναγύρισμα στις λέξεις, μέχρι ν' ανακαλύψω το μαγικό
τους νόημα ...μυσταγωγία για το εφηβικό μου μυαλό...ανάσυρση απ' την προαιώνια
συλλογική μνήμη ενός θριαμβικού μνημείου ,ιερού κι ακατάλυτου ,που μόνο η
γλώσσα η ελληνική, με την αδιάκοπη συνέχειά της, μπορεί να ορθώσει .
Σ ολάκερη την κατοπινή ζωή
μου, δεν θα λησμονώ ποτέ, ποτέ δε θα παραβλέπω ν' απλώνω ρόδα
ευγνωμοσύνης στα πόδια του κυρ Αλέξανδρου, κλίνοντας ευλαβικά το γόνυ, για το
παρήγορο συντρόφεμα ,την " ηδίστη παραμυθία", την ανοιχτωσιά της
καρδιάς του να θρυμματίσει τις αμπάρες απ' το πορτόνι της παιδικής μου ψυχής
και να μου χαρίσει την περιπλάνηση στα βάθη του
ψυχικού κόσμου των ηρώων του, το
περπάτημα στο πλάι τους, νιώθοντας
την ανάσα τους, το χτύπο της καρδιάς αυτών των απλών, γραφικών,
βασανισμένων ανθρώπων που ορθώνονται, στον ξαφνιασμένο νου μου, σε σύμβολα
ανθρωπιάς και συνέχουν στο "εντός" τους, το πολύκλαδο, πυρήνες
δραματικών συγκρούσεων κι ουρανόσταλτων αναπαμών...
Ο κραδασμός κι η
θέρμη του ανυπόκριτου ανθρωπισμού της πένας του "φτωχού μου Αγίου", που
συχνόπυκνα έπαιρνε τη μορφή του λατρεμένου χαμένου γονιού,
λύτρωνε με τα δάκρυά μου το δικό μου, ανεξερεύνητο ακόμα, φορτίο...
Το πολύτιμο μύρο κι η τρυφεράδα
αυτής της πάντα παιδιάστικης κι απλής ψυχής του Σκιαθίτη κοσμοκαλόγερου έγιναν
το βάλσαμο της δικής μου ψυχής. Στ' αναπόλημα των ιστορημάτων του, ηλιαχτίδες και
φάροι στ' απορημένα μου μάτια, που ακουμπούσαν σε κείνα τα...διαβάσματα, με την
προσμονή και τ' ονείρεμα μιας λιόχαρης ζήσης, ξεπρόβαλε μια δύναμη θεόσταλτη,
ευλογημένη, οδηγήτρα, που σημάδεψε τα χνάρια μου στη ζωή, με διδάγματα κι
ορμήνειες ριζωμένες...εκεί στο κατάψυχο...
"Φόρτωσε αέρα την ψυχή
μου κι απ' τις δυο μεριές "..φουντάροντας την άγκυρα ...στις κουκουναριές
"του νου μου που άσκεφτα, πολλές φορές, ρίχνεται με τ'
ονειροπόλημα, στ 'αντιπάλεμα της φθοράς, με την
ορμή της ανάμνησης... μιας ...κάποιας νιότης...
___________________________________
ΠΗΓΕΣ: 1.Βιογραφία
Παπαδιαμάντη.-
Γ.Κατσίμπαλη,2."
Παπαδιαμάντης"-
Η.Βαλέτα,3."Άλεξ.Παπαδιαμάντης,"-
Π.Νιρβάνα,4."Βιογραφικά
στον Πα
παδιαμάντη,"-,Μ.Περάνθη,5."Ιστορία
Ελληνικής
Λογοτεχνίας"- Η.Βου
τιερίδη,6." Ελληνική
λογοτεχνία,"-
Ν.Μπινα,7."Παπαδιαμάντης,θρύλος
και πραγματικότητα"-Αγ.Τερζάκης,
8."Βασική
βιβλιοθήκη"- Ε.Παπανούτσου
9."Πρωτοπόροι της
Ελληνικής
Δημιουργίας''-, εκδόσεις
Δομική,
10."Τα αγαπημένα μου
διηγηματα''-
Α.Τροπαιάτη,11."Απαντα
Αλ.Παπα
διαμάντη''- εκδόσεις
Σεφερλής-σχο
λια και πρόλογος
Στρ.Μυριβήλη,
12.Διαδίκτυο.