Ἡ Βασιλεία στό ἂμεσο παρόν της εἶναι μεταμορφωτικός τρόπος ὓπαρξης· στήν ἀπώτερή της ἒλευση εἶναι λυτρωτικό γεγονός εἰς βάθος χρόνου, προσδοκία. Ἡ Παρουσία ζητεῖ ἐσωτερική ἐτοιμότητα, ἡ ὁποία ὡς ἐνεργός ἀναμονή συνδέει κάθε στιγμή τῆς ζωῆς μέ τό τέλος τοῦ χρόνου. Ἡ εἰκόνα ἀποτελεῖ ἐξωτερικότητα καί ἐπιβεβαιώνεται στίς συμπεριφορές· τήν διάθεση αἱμοδοτεῖ ἡ ἐσωτερικότητα. Ἐξ οὗ καί ἡ διάκριση μεταξύ ἁγιότητας ὡς μετανοίας γιά τό ἁμαρτωλό παρελθόν, ἐν ὂψει ἐπιστροφῆς στον χαμένο παράδεισο, και δεξιώσεως τῆς Βασιλείας ὡς μεταμορφωτικῆς ἀλλαγῆς. Ἀφ’ ἧς στιγμῆς ἡ Βασιλεία εἶναι στό χέρι μας, μιλοῦμε γιά εἰσβολή της στό παρόν ἐν εἲδει ἀποφάσεως νά στρέψουμε τήν θέλησή μας πρός τό θεῖο θέλημα. Ἡ Βασιλεία ἒχει νά κάνει μέ ἐκδήλωση τῆς πίστης ὡς ἐμπιστοσύνης στόν Θεό και ὂχι μέ ἐξωτερικά συμβάντα. Χωρίς τό ἀφήγημα τῆς πίστεως, ὁ ἂνθρωπος παραδίδεται στήν ἀγριότητα τοῦ ἐνστίκτου.
Ἡ Βασιλεία, ἐπέμενε ὁ Ἰησοῦς, ἦρθε καί τώρα ἐμπεδώνεται. «εἰ δὲ ἐγὼ ἐν Πνεύματι Θεοῦ ἐκβάλλω τὰ δαιμόνια, ἄρα ἔφθασεν ἐφ᾿ ὑμᾶς ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ» (Ματθ. 12,28). «Ἂν ὃμως ἐγώ βγάζω τά δαιμόνια μέ τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, αὐτό σημαίνει πώς ἒφθασε σ’ ἐσᾶς ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ», διαβάζουμε σέ αὐτό τό ἀπερίφραστο λόγιο. Τό «τώρα» εἶναι ἂμεσο καί ἀσφαλῶς ἐπιτατικό. Δέν χωράει ἀναβολή πού ἐπιτρέπει ἀβεβαιότητα καί μετεωρισμό.
Σ’ αὐτήν τήν προοπτική ἡ μετάνοια παύει νά ἀποτελεῖ συναίσθηση ἐκπτώσεως καί γίνεται ἐπιστροφή στήν χαρά τῆς ἀγάπης πού ξεπερνᾶ τούς δεσμούς τόπου ἢ αἳματος καί καταργεῖ τού πολωτικούς διαχωρισμούς σέ μιά ἀνέκδοτη μορφή συγχώρεσης. Ἀναφέρομαι στό παράδοξο μιᾶς συγγνώμης ἡ ὁποία δέν διεκδικεῖ τίποτα γιά λογαριασμό της καί τῆς ὁποίας ἡ κατανόηση φωτίζει παραβολές σάν ἐκείνη του χαμένου προβάτου ἣ τῆς δραχμῆς πού παράπεσε. Ἡ Βασιλεία ἒρχεται ὡς ανταπόκριση ἀγάπης τοῦ ἀνθρώπου στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεός στέλνοντας τόν Ἰησοῦ ἐν εἲδει πάσχοντος δούλου καί ὂχι ἐθνικοῦ θριαμβευτή, ἐκφράζει παραδειγματικά τό θέλημά του καί προτείνει στόν ἂνθρωπο νά ζεῖ ἀντί νά ἀναμένει τήν Βασιλεία. Ἡ ἀγάπη τρέπει τήν Βασιλεία ἀπό στιγμιαῖο γεγονός σέ γεγονός διαρκείας· διαδρομή ἐσωτερικῆς ματαστροφῆς.
Ἀντιλαμβανόμαστε τώρα καλύτερα τούς ὃρους τοῦ καινοφανοῦς κηρύγματος. Ἐάν ἡ Βασιλεία δέν συνιστᾶ ἐξωτερικό γεγονός, ὁπότε μπορεῖ νά ἒφθασε χωρίς νά ἀλλάξει τίποτα στήν κοσμική και ἱστορική τάξη. Ἐάν σημαίνει τό τέλος τῆς κυριαρχίας τοῦ ἀρνητικοῦ πνεύματος στόν κόσμο, τότε θά πρέπει νά τήν κατανοήσουμε ὡς ἐσχατολογικό τρόπο ὓπαρξης. Μᾶς βοηθάει πρός αὐτήν την κατεύθυνση ὁ λόγος τοῦ Ἰησοῦ, πού αναφέρει ὁ Λουκάς. «Εἶπε δὲ αὐτοῖς· ἐθεώρουν τὸν σατανᾶν ὡς ἀστραπὴν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ πεσόντα. ἰδοὺ δίδωμι ὑμῖν τὴν ἐξουσίαν τοῦ πατεῖν ἐπάνω ὄφεων καὶ σκορπίων καὶ ἐπὶ πᾶσαν τὴν δύναμιν τοῦ ἐχθροῦ, καὶ οὐδὲν ὑμᾶς οὐ μὴ ἀδικήσῃ.(10,18-19). Πρόκειται γιά συμβολική διατύπωση τῆς ἀποκαλυπτικῆς ἱδέας ὃτι στό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ τό κακό ἡττᾶται ὁλοσχερῶς ὁριστικά. Ὡς νικητής του εἶδε τόν Σατανᾶ νά πέφτει καί ὡς νικητής του ἒδωσε στούς μαθητές ἐξουσία νά πατοῦν πάνω σέ φίδια καί σκορπιούς καί νά μήν μπορεῖ καμμιά δύναμη νά τούς βλάψει. ‘Υπογραμμίζει δηλαδή ὃτι μαζί του φέρνει ἓνα πνεῦμα ζωῆς διαφορετικό ἀπό ἐκεῖνο τῆς μεταβολῆς τῶν πραγμάτων καί τῶν συνθηκῶν, τό πνεῦμα τοῦ Σταυροῦ. Τό ὃραμα τοῦ Ἰησοῦ ἒχει προφητικό χαρακτῆρα. Τονίζει μέ ἒμφαση πώς ἡ νίκη ἐπί τοῦ κακοῦ θά λάβει χώρα στήν γῆ καί ὂχι στόν οὐρανό, μέ τήν μεταμορφωτική ἀλλαγή τοῦ κόσμου καί τοῦ ἀνθρώπου στήν ὁποία ὁδηγεῖ ὁ θυσιαστικός σταυρικός θάνατος. Εἶναι χαρακτηριστικό τό ἑξής: Στό τελευταῖο δεῖπνο, μετά τήν εὐχαριστήρια προσφορά του οἲνου, καί τήν ἐπισήμανση ὃτι «τοῦτο ἐστι τὸ αἷμά μου τὸ τῆς καινῆς διαθήκης τὸ περὶ πολλῶν ἐκχυνόμενον», (Μκ. 14, 24) μέ τήν ὁποία ἐπισφραγίζεται μιά νέα σχέση ἀνθρώπου καί Θεοῦ, ὁ Ἰησοῦς προσθέτει: «ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι οὐκέτι οὐ μὴ πίω ἐκ τοῦ γεννήματος τῆς ἀμπέλου ἕως τῆς ἡμέρας ἐκείνης ὅταν αὐτὸ πίνω καινὸν ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ Θεοῦ. (σᾶς βεβαιώνω ὂτι δέν θά ξαναπιῶ ἀπό τόν καρπό τοῦ ἀμπελιοῦ, ἒως ὃτου πιῶ τό νέο κρασί τῆς Βασιλείας) (Μκ. 14, 25). Μέ τήν ἐξιλεωτική δύναμη τοῦ θανάτου του, θέλει νά πεῖ: Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐμποτίζει τήν ἀνθρώπινη ὓπαρξη. Ἐξ οὗ καί νηστεῖες, θλίψη, πένθος, δέν ἒχουν θέση πιά στήν ζωή ἐκείνου πού τόν πιστεύει. Ἐδραιώνεται ἡ ἐποχή τῆς χαρᾶς πού ἒφερε μέ τήν φωτεινή Του παρουσία, καί τήν ὁποία ὁ ἲδιος ἐβίωνε μέ τόσο ἐνθουσιασμό καί ἒξαρση, ὣστε οἱ δικοί του νά λένε ὃτι τρελάθηκε, «καὶ ἀκούσαντες οἱ παρ᾿ αὐτοῦ ἐξῆλθον κρατῆσαι αὐτόν· ἔλεγον γὰρ ὅτι ἐξέστη» (Μκ. 3,21). Ὁ πανηγυρισμός ἐξηγεῖ πειστικά τά πλούσια κοινά γεύματα μέ τελῶνες καί κατάπτυστους ἁμαρτωλούς, (Μκ 2,16-22· Μτ.9,10-13· Λκ. 5,30), γεύματα πού τοῦ κόστισαν τόν χαρακτηρισμό τοῦ «φάγου καί οἰνοπότη τοῦ φίλου τελωνῶν καὶ ἁμαρτωλῶν» (Λκ. 7, 34) γιά νά εἰσπράξουν τήν πληρωμένη απάντηση: «μὴ δύνανται οἱ υἱοὶ τοῦ νυμφῶνος, ἐν ᾧ ὁ νυμφίος μετ᾿ αὐτῶν ἐστι, νηστεύειν; ὅσον χρόνον μεθ᾿ ἑαυτῶν ἔχουσι τὸν νυμφίον, οὐ δύνανται νηστεύειν. (Μκ 2,19). Παρόντος τοῦ νυμφίου μόνο γιορτάζουμε.
Τό ὃτι ἡ ἒλευση τῆς Βασιλείας κάνει τόν Ἰησοῦ νά συνεορτάζει μέ τούς ἁμαρτωλούς παραβάτες τοῦ Νόμου, ἀντί νά ἐπιχαίρει γιά τήν ἀναμενόμενη τιμωρία τους, εἶναι πλῆρες νοήματος: ἀντιλαμβάνεται τήν συντριβή τοῦ Σατανᾶ μέ τρόπο ὁ ὁποῖος διαφέρει ἀπό τίς ἐν ἰσχύι πεποιθήσεις περί ἐσχάτης ἀποκαλυπτικῆς κρίσεως. Δέν θεωρεῖ προφανῶς ἁμαρτωλό τόν περιστατικό παραβάτη τοῦ Νόμου, ἀλλά ἐκεῖνον πού πιστεύει ὃτι θά κερδίσει τό στοίχημα τῆς ζωῆς μέ δικά του μέσα. Ἂν μέ τήν Βασιλεία εἰσέρχεται στόν κόσμο ἀμετάκλητα τό θέλημα τοῦ Θεοῦ ὑπό μορφήν ἐλέους καί συγγνώμης τῆς ἀγάπης Του, βρίσκει συγχρόνως ζωτικό πεδίο ψυχικῆς ἒκφρασης καί ἡ ἀγάπη τοῦ ἀνθρώπου πρός τόν Θεό, ἡ ἀπάντησή του στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μέ τό ἒλεος καί τήν συγγνώμη τῆς ἀγάπης πρός τόν συνάνθρωπο. Ἑπομένως ἡ Βασιλεία δέν σημαίνει γιά τόν Ἰησοῦ κάποιο ἀντικειμενικό γεγονός, ἒνα οὐράνιο καθεστώς τό ὁποῖο εισέρχεται καί ἐπιβάλλεται ἒξωθεν στόν κόσμο· ἡ Βασιλεία σημαίνει τό ὑποκειμενικό γεγονός τῆς ἐπιλογῆς τοῦ Θεοῦ ἀπό τόν ἂνθρωπο, τήν συνθήκη τῆς ἀγάπης ἠ ὁποία καταργεῖ ὃλους τούς ἐσωτερικούς διαχωρισμούς. Ἀντιμετωπίζοντας ὀ Ἰησοῦς τήν Βασιλεία ὡς ἀνταπόκριση τοῦ ἀνθρώπου στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἀνατρέπει ἐκ βάθρων τήν δικανική ἀντίληψη πού θέλει τήν ἁμαρτία ἠθική ἐκτροπή. Τό οὐσιῶδες γιά τόν Ἰησοῦ εἶναι νά τήν κατανοήσουμε μέ ὃρους ἐπιλογῶν ζωῆς καί ὂχι τηρήσεως νόμου, νά τήν βιώσουμε στήν ἱστορική μας ὓπαρξη ὡς αὐθυπέρβαση καί ὂχι ὡς ἐξωτερική προσαρμογή.
Ἐσχατολογία δέν σημαίνει ἀναμονή κάποιου τελικοῦ ἐξωτερικοῦ γεγονότος, ὃπως ἡ συντέλεια τοῦ κόσμου, ἀλλά ἡ προβολή τῆς ἱστορικῆς μας ὓπαρξης στό δικό της ἀπόλυτο, βάσει ὁρισμένης ἀντιλήψεως γιά τόν ὑπεριστορικό της σκοπό. Εἶναι προφανές ὃτι γιά τόν Ἰησοῦ τό γεγονός τοῦ ἐσχάτου χρόνου ἀποτυπώνεται στήν ἂμεση παρουσία τοῦ «νυμφίου» καί τήν χαρά τῆς γιορτῆς πού καταλύει κάθε σωτηριολογική πρακτική, κάθε ἐγκιβωτισμένη σέ τύπους ἠθική νομιμότητα μέ ἀντάλλαγμα τήν εὒνοια τοῦ Θεοῦ. Εὐθεία προέκταση τῆς καινούργιας ζωῆς εἶναι ἡ ἀναγνώριση προτεραιότητας στό αἲσθημα ἐναντίον τῶν ἐντολῶν τοῦ Νόμου. Πιό ἁπλᾶ ἐφ’ ὃσον ὁ Νόμος ἒγινε γιά τόν ἂνθρωπο, ἒπεται τῆς ἀνάγκης τοῦ ἀνθρώπου νά ἐπιβιώσει. Ἡ ἁγιότητα ἑπομένως δέν ἒγκειται σέ ἐξωτερική συνέπεια ἀλλά σέ καθαρότητα καρδιᾶς. Τό αἲσθημα τῆς ἂμεσης ζωῆς δέν βρίσκει νομιμοποιητικό λόγο παρά μόνο στό μεταμορφωτικό παρόν τῆς Βασιλείας. Ὃ Νόμος χωρίζει τούς ἀνθρώπους σέ καλούς καί κακούς, καθαρούς καί ἀκάθαρτους, βάσει τῆς ἐξωτερικῆς τους συμπεριφορᾶς, ἀλλά ὁ ἂνθρωπος δέν εἶναι μόνο οἱ τρόποι του. Τό ἐπί πλέον τῶν τρόπων τοῦ ἀνθρώπου θέλει νά ἀποκλείσει ὁ Νόμος, ὣστε νά χωρίσει τήν ὓπαρξη ἀπό τό μυστικό βάθος τῆς ψυχικῆς ἀπροσδιοριστίας της καί ἒτσι νά μᾶς καταστήσει ὑποχείριους. Ἀκριβῶς αὐτή τήν κλεισούρα ὑπερβαίνει ὁ Ἰησοῦς, κηρύσσοντας ἐν ὀνόματι τῆς αὐθεντικής ζωῆς τήν ἒλευση τῆς Βασιλείας, καταργῶντας τούς συμβατικούς ἠθικούς διαχωρισμούς καί τρέποντας τήν τυπική καθαρότητα σέ καρδιακή γλυκύτητα. Ἀφ’ ἧς στιγμῆς ἡ Βασιλεία δέν ἀποτελεῖ ἀντικειμενικό γεγονός «…οὐκ ἔρχεται ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ μετὰ παρατηρήσεως, (σάν ἐξωτερικό συμβάν), οὐδὲ ἐροῦσιν ἰδοὺ ὧδε ἢ ἰδοὺ ἐκεῖ·(οὒτε θά πεῖ κανείς: νά, ἐδῶ εἶναι ἢ ἐκεῖ πέρα), ἰδοὺ γὰρ ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντὸς ὑμῶν ἐστιν (ἡ Βασιλεία τοῦ Θεού εἶναι δική σας, στό χέρι σας, ἂν τό θελήσετε καί ἀλλάξετε ζωή» (Λκ.17,20-21), ἀναδεικνύεται δημιουργική διαχείριση τοῦ ἀνθρώπινου ποιοῦ μας.
Προϋπόθεση γιά νά κερδηθεῖ ἡ ἒνδον Βασιλεία, πού ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης ἀποκαλεῖ «αἰώνιο ζωή» («τήν βασιλεία τοῦ θεοῦ» τήν ἀναφέρει μόνο δύο φορές στό τρίτο κεφάλαιο τοῦ βιβλίου του καί τήν συνδέει μέ τήν πνευματική καθαρότητα), εἶναι ὁ ἂνθρωπος νά πράττει τό θεῖο θέλημα. Ὂχι πλέον τήν παραδόσιμη τυποτελετουργική κάθαρση πού ὁ Ἰησοῦς πολεμᾶ στήν ὑποκρισία τῆς νομοκανονικῆς εὐσέβειας (καθαγιασμός τῆς ἡμέρας μέ τριπλῆ προσευχή· τῆς ἐβδομάδας μέ ἀργία τοῦ Σαββάτου· τοῦ ἒτους μέ τίς καθιερωμένες ἑορτές, καί γενικά καθαγιασμός ὃλων τῶν πράξεων διά τῆς τηρήσεως τοῦ Νόμου καί ραββινικῶν ἑρμηνειῶν του), ἀλλά τήν ἁπλότητα τοῦ ὀφθαλμοῦ τῆς καρδιᾶς ὡς μόνη αὐθεντική καθαρότητα. Ὑπενθυμίζω τόν Μᾶρκο: «οὐδέν ἐστιν ἔξωθεν τοῦ ἀνθρώπου εἰσπορευόμενον εἰς αὐτὸν ὃ δύναται αὐτὸν κοινῶσαι, (νά τόν μιάνει) ἀλλὰ τὰ ἐκπορευόμενά ἐστι τὰ κοινοῦντα τὸν ἄνθρωπον…τὸ ἐκ τοῦ ἀνθρώπου ἐκπορευόμενον, ἐκεῖνο κοινοῖ τὸν ἄνθρωπον. ἔσωθεν γὰρ ἐκ τῆς καρδίας τῶν ἀνθρώπων οἱ διαλογισμοὶ οἱ κακοὶ ἐκπορεύονται, μοιχεῖαι, πορνεῖαι, φόνοι, κλοπαί, πλεονεξίαι, πονηρίαι, δόλος, ἀσέλγεια, ὀφθαλμὸς πονηρός, βλασφημία, ὑπερηφανία, ἀφροσύνη· πάντα ταῦτα τὰ πονηρὰ ἔσωθεν ἐκπορεύεται καὶ κοινοῖ τὸν ἄνθρωπον». Μκ.7, 15-23). Τό ἲδιο καταθέτει καί ὁ Λουκᾶς: «ὁ λύχνος τοῦ σώματός ἐστιν ὁ ὀφθαλμός σου· ὅταν οὖν ὁ ὀφθαλμός σου ἁπλοῦς ᾖ, καὶ ὅλον τὸ σῶμά σου φωτεινόν ἐστιν· ἐπὰν δὲ πονηρὸς ᾖ (ἐάν τό μάτι σου εἶναι κακό) καὶ τὸ σῶμά σου σκοτεινόν. σκόπει οὖν μὴ τὸ φῶς τὸ ἐν σοὶ σκότος ἐστίν ( πρόσεχε λοιπόν μήν εἶναι τό θέλημά σου σκοτάδι). (Λκ. 11, 34-35). Καί γιά τούς δύο εὐαγγελιστές τόπος τῆς Βασιλείας ἀποτελεῖ ὁ κόσμος τῆς προαίρεσης τοῦ ἀνθρώπου, ὂχι ἡ κατά Νόμον συμπεριφορά ὃπως ζητοῦσαν οἱ Γραμματεῖς καί Φαρισαῖοι. Ὁ Νόμος ἢθελε κάθε μή Ἰουδαίο νά εἶναι εἰδωλολάτρης καί μισητός ἐχθρός· ὁ Ἰησοῦς μέ τό κήρυγμα τῆς ἐντός Βασιλείας, τοῦ ἐσωτερικοῦ ἀνοίγματος, μποροῦσε νά διδάσκει: «᾿Εγὼ δὲ λέγω ὑμῖν, ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν, εὐλογεῖτε τοὺς καταρωμένους ὑμᾶς, καλῶς ποιεῖτε τοῖς μισοῦσιν ὑμᾶς καὶ προσεύχεσθε ὑπὲρ τῶν ἐπηρεαζόντων ὑμᾶς καὶ διωκόντων ὑμᾶς (Μτ. 5,44), «ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν, καλῶς ποιεῖτε τοῖς μισοῦσιν ὑμᾶς, εὐλογεῖτε τοὺς καταρωμένους ὑμῖν, προσεύχεσθε ὑπὲρ τῶν ἐπηρεαζόντων ὑμᾶς» (Λκ. 6, 27-28), καί μέ αὐτόν τόν τρόπο νά μεταγράφει τήν μεσσιανική παρουσία σέ ἠθικό γεγονός, λυτρωτικό τῆς ἐναγώνιας ἐξωτερικῆς τήρησης τοῦ τύπου.
Ὁ ἂνθρωπος νοιώθει εὒκολα ἀνασφάλεια μακριά ἀπό τόν Θεό καί γι’ αὐτό μπορεῖ νά ἀναζητοῦμε τό ὑποκατάστατο τῆς ἀποστάσεως ἢ τῆς ἀπουσίας σέ ἐξωτερικές βεβαιότητες. Τό θέμα λοιπόν εἶναι νά κατανοήσουμε καί νά χειριστοῦμε δημιουργικά τήν ἱστορική παράμετρο στά πλαίσια τοῦ εὐαγγελικοῦ μηνύματος. Μηνύματος λιγότερο ἠθικοῦ χαρακτῆρα καί περισσότερο θρησκευτικοῦ ἀφοῦ δέν ὑποδεικνύει «πῶς» πρέπει νά ζήσουμε ἀλλά «τί» μᾶς κάνει νά ζοῦμε, ποιός σκοπός αἱμοδοτεῖ τήν ὓπαρξη. Ἐκτός τῆς ἱστορικότητας ἡ πίστη καταντᾶ φάντασμα ἑνός ἀρχικοῦ παρελθόντος πού πέρασε ἀνεπιστρεπτί. Ἲσως ἐδῶ χρειάζεται νά ὑπογραμμίσουμε πώς οἱ κατά φαντασίαν «πραγματικότητες» ριζώνουν στόν φόβο μᾶλλον παρά στήν πίστη καί καταλήγουν συχνότατα νά συνδέουν τήν ἐπιβίωσή τους μέ τήν τρομοκρατία, τίς ψυχικές πολώσεις, τίς ἐνοχές καί τόν φανατισμό, σχηματίζοντας κλειστό κύκλωμα ὂφεως οὐροβόρου. Ποιός ἀμφιβάλλει ὃτι οἱ ἐνοχές κατασκευάζονται ἀπό ἐξουσιολάγνους κληρικούς καί βρίσκουν πρόσφορο ἒδαφος στούς ἒχοντες κακή σχέση μέ τόν ἑαυτό τους; Τήν ἐνοχική συνθήκη τόσο τῆς ἀρχέγονης πτώσεως ὃσο καί τῆς ἒντεχνα κατασκευασμένης ὃλων τῶν ἐξουσιαστικῶν ἀποχρώσεων, ἀντικαθιστᾶ πλέον ἡ δυνατότητα καινούργιας ζωῆς, τήν δέ μηχανική λειτουργία τοῦ ἐνστίκτου, ἡ ἠθική τῆς ἒγνοιας γιά τόν συνάνθρωπο -μιά κοινωνία εὐθύνης καί ἀγάπης. Ἡ ζωή τοῦ Χριστοῦ ἐπιβεβαιώνει ὃτι ἀσχέτως ἐάν στό τέλος παραμονεύει ὁ θάνατος, ἐμεῖς ἀναπνέουμε, ἐδῶ καί τώρα, τήν ἀναστάσιμη ἐκδοχή τῆς ἀθανασίας. Ὁ ἐνανθρωπίσας Θεός προσθέτει στήν ἰδέα τοῦ παντοδύναμου Δημιουργοῦ τήν ἰδέα τοῦ Θεοῦ πού ὑποφέρει. Ἒτσι νοιώθουμε τόν Θεό σάν βαθύτερο ἑαυτό μας καί ἀναγνωρίζουμε στήν ἀγωνία του τήν δική μας.
Ὁ Ἰησοῦς μᾶς καλεῖ νά τόν δεχθοῦμε ἐσχατολογικά ὑπό τόν ὃρο ὃτι θά τόν ἐγγράψουμε στήν πραγματικότητά μας ὡς ἀρχέτυπο αὐθεντικῆς ζωῆς, ἀνεξαρτήτως ἐθνικῆς προέλευσης καί θρησκευτικῆς πεποιθήσεως ἢ ἀδιαφορίας τῶν ἀνθρώπων. Ἐπέκεινα τοῦ εἶναι ὁ Ἰησοῦς δέν ἀνταγωνίζεται καί πολύ περισσότερο δέν παραγκωνίζει οὒτε ὑποτιμᾶ καμμία ὁμολογία. Ἡ ἀλήθεια Του δέν προκύπτει ὑπεροχικά ἀπό σύγκριση· ἒγκειται στήν ἀφθονία τῆς ἀγάπης. Εἶναι πολύ ταπεινός γιά νά διεκδικεῖ ἀνωτερότητα καί κυρίως γιά νά θέλει νά τήν ἐπιβάλει, ὃπως ἒπραξαν στό παρελθόν καί πράττουν ἒως σήμερα πολλοί ἐν ὀνόματί του.
Ἡ διδασκαλία τοῦ Ἰησοῦ ἀντιμετωπίζεται ὡς ἒνσαρκος τρόπος ζωῆς ἀνοικτῆς, ὃπου ὃλοι δυνάμει ἐπικοινωνοῦν μέ ὃλους, ὡς πλατύ αἲσθημα αὒρας καλοκαιρινῆς, πού πνέει μέ τό νόημα τῆς ὓπαρξης, μακριά ἀπό τόν φόβο τοῦ θανάτου καί τό ψυχικό σφίξιμο. Τήν ἐνοχική συνθήκη τῆς ἀρχέγονης πτώσεως ἀντικαθιστᾶ πλέον ἡ δυνατότητα καινούργιας ζωῆς, τήν μηχανική λειτουργία τοῦ ἐνστίκτου ἡ ἠθική τῆς ἒγνοιας γιά τον συνάνθρωπο· μια κοινωνία εὐθύνης καί ἀγάπης.