Παρασκευή 19 Δεκεμβρίου 2025

Ἐγκώμιο στόν ἀνεκπλήρωτο ἒρωτα.

 

Τοῦ Γιώργου Δημόπουλου

«Οἱ πιό ὡραῖοι ἒρωτες εἶναι ἐκεῖνοι πού δέν ζήσαμε» Ναζίμ Χικμέτ  

  Μιά πορτογαλέζα μοναχή, ἡ Μαριάνα Ἀλκοφοράδο, ἀπευθύνει στόν ἀγαπημένο  της, πού τήν ἒχει ἐγκαταλείψει, πέντε γεμᾶτες πάθος καί λυρισμό ἐπιστολές. Πέντε εἰλικρινεῖς καί φλεγόμενες ἐπιστολές, γεμᾶτες ἀγωνία καί ἐλπίδα, προτοῦ ἡ ἀναχώρηση τοῦ ἀγαπημένου της τήν βυθίσει στήν ἀπόγνωση. "Ἂραγε, αὐτή ἡ ἀπουσία, πού ὀ  πόνος μου, ὃσο ἐπινοητικός κι ἂν εἶναι, δέν βρίσκει λέξεις ἀρκετά φρικτές νά τήν χαρακτηρίσει, θά μοῦ στερήσει μιά γιά πάντα αὐτά τά μάτια πού μέσα τους καθρεφτιζόταν τόσος ἒρωτας;" Στόν πόνο της ὃμως καί στό παράπονό της, μοναδική ἀπάντηση ἒχει τήν ἐπίμονη σιωπή τοῦ ἀγαπημένου της.

  Οἱ ταυτότητες δέν ἒχουν καί τόση σημασία. Μόνο μᾶς ἀρκεῖ πού γνωρίσαμε τήν ψυχική ἐρήμωση πού προκάλεσε στήν ἐγκαταλελειμμένη αὐτή ψυχή. Αὐτό πού μᾶς ἀγγίζει εἶναι ἡ ἀφοπλιστική εἰλικρίνεια αὐτῆς τῆς φωνῆς. Οἱ πέντε ἐπιστολές-μονόλογος χωρίς ἀπάντηση- σήμερα θεωροῦνται ὡς οἰ πέντε πράξεις μιᾶς τραγωδίας.  Ἀπό γράμμα σέ γράμμα ἡ μοναχή κερδίζει βαθμιαῖα τήν αὐτοκυριαρχία της, ὣσπου θά ἀποκτήσει τελικά τήν ἱκανότητα νά ἀπαρνηθεῖ τόν ἒρωτά της.

  Μποροῦμε νά κουβεντιάσουμε γιά κάποια θέματα πού καῖνε πολλούς; Γιά ἐκείνη ἡ γυναίκα, (μιλάω ὡς ἂντρας, ἡ μοναχή μίλησε ὠς γυναίκα) πού σέ κάνει νά χάνεις  τά λόγια σου, καί τόν ὓπνο σου; Γιά τόν κρυφό σου ἒρωτα, αὐτόν πού φωτίζει ὃλον  σου τόν κόσμο καί ἡ ζωή ἀποκτᾶ νόημα κι ἀπαντοχή. Τόν ἀσίγαστο, τόν σάρκινο, αὐτόν πού θρέφει ἀπέραντες  μοναξιές καί χαμένα ὂνειρα.

  Ἡ ἀνθρώπινη εὐκολία θέλει νά βλέπει ἀκόμη καί τούς  ἀνεκπλήρωτους ἒρωτες ἒκφυλους. Δέν θέλει νά βλέπει πίσω ἀπό αὐτή τήν «ἁμαρτία» τήν ἀνάγκη, νά φωτιστοῦν τά πρόσωπα ἀπό μακρινά καί ἀπίθανα πεπρωμένα, πρόσωπα  πού κλαῖνε  ἀτελείωτα μές τήν νύχτα.  Κατάφαση τῆς ζωῆς καί τοῦ σώματος, μιά διάφανη ἡδονική κοινωνία εὐχαριστίας καί ἀπροϋπόθετης  λειτουργίας, μέσα σέ ρωγμές, σκιρτήματα ὑπαρξιακῆς σταύρωσης καί ἓνα ξεγύμνωμα ἀπό τίς μεταφυσικές βεβαιότητες.

  Ποῦ καί πόσο νά χωρέσει αὐτό τό θαῦμα τῆς συνδιαλλαγῆς, ὃταν καμμιά καινούργια μέρα δέν ἀνθίζει δίχως τήν θύμηση τῆς ἀγαπημένης;  Πάντα ὑπάρχει ἓνας τρόπος νά ρεμβάζει κανείς στήν ἀβεβαιότητα τοῦ ἒρωτα. Ἒχει  πάρει τό μήνυμα; Ἀλλά πιό μήνυμα, τό ἀνεπίδοτο;  Πῶς νά εἶναι τό ἐσωτερικό τοῦ σπιτιοῦ της, πῶς ἀνεβαίνει στίς σκάλες, πῶς εἶναι ἡ τραπεζαρία της,  εἶναι ὃπως φαίνεται, ἒχει παραξενιές, ξέρει νά μοιράζεται, εἶναι μεγαλόψυχη, συγχωρεῖ, φοβᾶται τήν ρήξη, ἀφουγκράζεται δονήσεις, πῶς εἶναι ὡς μάνα, ποιά κείμενα τῆς ἀρέσουν, τά δικά μου πῶς τά κρίνει;…        Ἓνας ἀπλός της δρασκελισμός, ἂν τό γνώριζε, ἂν συμφωνοῦσε νά ψηλαφίσει τήν κατάθεσή μου, καί ἂς μήν συμφωνοῦσε. Ἀπό τό σπίτι της στό σπίτι μου μιά θυσία δρόμος. Οὒτε ἂγχη οὒτε ἀγωνίες, μέ  τήν λάμψη τοῦ σώματος στήν  ὡραιότητα τοῦ ἀνεκπλήρωτου, ἀλλά μή μιαροῦ, μή αἰσχροῦ.

   Ὀνειρεύομαι ἓνα τοπίο σπαρακτικῆς ὀμορφιᾶς, κάτω ἀπό ἓναν ἣλιο πού λούζει καί καταυγάζει τά πάντα, μιά θαλπωρή,  μιά ἀνταύγεια ἀγάπης πού κυοφορεῖ τήν ζωή, στήν ἀνακαινιστική ἐνέργεια της. Στούς ἀνίσχυρους ὢμους τοῦ ἀνεκπλήρωτου ἀκουμπᾶ ὃλος ὁ κόσμος, καί σέ κάθε σκέψη φυτρώνει ὁ σπόρος τῆς ἀγαθότητας. Ἡ περιπέτειά του ἀποδομεῖ. Δέν εἶναι σχέση. Παρά ταῦτα εἶναι παραγωγή τῆς ἀλήθειας. Περνάει ἀπό τό ἐπίπεδο τῶν παθῶν χωρίς νά ἀκυρώνει τίποτα στήν σφαίρα τῆς  κοινωνικῆς διάστασης.

  Γερνῶντας καί γέρνοντας στό προχωρημένο, αἰσθάνομαι πιό ἒντονη τήν μυρουδιά τῆς περγαμοτιάς μου, ἀνάκουστη, δέν εἶναι ἒκτακτη,  μόν’ εἶναι σαφῶς πιό ἒντονη, ἲσως δέν τό εἶχα προσέξει.

 Ὃσο καί νά ἀερίζω τό σπίτι ἡ παρουσία τῆς μυρουδιάς της παρούσα, θαῦμα στό δωμάτιο τό ἂρωμά της, χωρίς νά ἒχει ἒρθει ἒστω καί μιά φορά σπίτι.  Δυσανάγνωστα γιά ὃλους τούς ἂλλους, εὐανάγνωστα γιά μένα. Ἡ ἁφή τοῦ βλέμματος, ἡ ἀνεξίτηλη βαφή, ἡ ἐλπίδα πού ἐξοντώνει .

  Ἂμποτες καί  ἒχανε τόν δρόμο της καί ἐρχόταν σπίτι, ἀφοῦ γνωρίζει πού μένω. Καί  ἀπ’ ἒξω νά περάσει, καί νά μήν γνωρίζει τήν διεύθυνση θά μυρίσει τίς ἀναθυμιάσεις τοῦ τάματος καί τῶν εὐχῶν, ἀφοῦ μέ διεκδικεῖ ἐξ ὁλοκλήρου, καί θά καταλάβει ποῦ μένω.

  Δέν τήν ἒχω δεῖ πῶς προσκυνᾶ τίς εἰκόνες γιά νά δῶ πῶς φιλᾶ, ἀλλά δέν μέ  ἐνδιαφέρει, μοῦ ἀρκεῖ πού τήν φαντάζομαι. Ὁ ἒρωτας λέν’ εἶναι γιά τούς ἐφυεῖς καί τούς τρελούς. Κινοῦμαι ἂνετα στό χῶρο τῶν τρελῶν.

  Πῶς νά γίνει κατανοητό ἀπό τόν ἀνθρωποφάγο  εὐσεβισμό  καί τήν ἀνίερη «ἁγιασύνη» τῶν ἀνέραστων τῆς ἐκκλησιαστικῆς θέσμισης ἀφοῦ ἡ ἠθικιστική ἐνοχική περιβολή τοῦ σώματός τους ἒχει δολοφονήσει τήν ἐρωτική μέθεξη; Ἀφοῦ ἡ νοσηρή τους παθολογία ἐναντιώνεται στήν σεξουαλικότητα; Αὐτό πού ἀξίζει εἶναι αὐτό πού  ἓπεται καί αὐτό εἶναι ὁ ἒρωτας καί εἶναι αὐτό τό μόνο πού δίνει στήν  παρουσία του διάρκεια ἒως τά ἒσχατα. Τόπος καί τρόπος ὑποδοχῆς, ὁ ἒρως.

  Ἡ ἁφή του οἰκεία σέ ὃλους, ἀκόμη καί στά πρόσωπα τῶν «ἀψεγάδιαστων»· ἡ εὐγένεια τοῦ σώματος καί τῆς ψυχῆς πάνω ἀπό τήν ἁγιασμένη ἀθλιότητα. Ὁ ἒρωτας εἶναι φτιαγμένος ἀπό ἱδρῶτα κι ἀστέρια. Μοσχοβολᾶ νοτισμένο χῶμα, καί μεταδίδει μέσα ἀπό τό μεθυστικό και δυνατό ἂρωμά του τό ἀνήκεστο τοῦ θανάτου: «κραταιά ὠς θάνατος ἡ ἀγάπη». Ὁ ἒρωτας ταπεινώνει καί σταυρώνει.  Ἒχει μια ἂρρητη νεανική φλόγα, ἐμπεριέχει μιά εὒγλωτη προσωπική πείνα καί δίψα γιά συνάντηση καί συμπόρευση, μιά ριψοκινδύνευση στήν  μεγάλη ἀβεβαιότητα τῆς ζωῆς. Τίποτε δέν μπορεῖ να ἰσοπεδώσει ὁ ποιμαντικός ἠθικισμός. Πάντα θά ἐπανέρχεται καί θά ἐπενεργεῖ στίς ἀνθρώπινες σχέσεις ἀκόμη καί ὁ φτηνός, ὁ ἒκφυλος, αὐτός τοῦ πορνείου, ὃσο κι ἂν δέν ταιριάζει στήν ψυχοσύνθεση κάποιων, καί ἒχει ἀπορριφθεῖ ὡς διαδικασία, γιατί ὑπεισέρχεται ἡ ἀπρόσωπη συναλλαγή. «Τόσα  δίνω,  πόσα θές;». (Σέ τί διαφέρει ἡ προίκα;).  

  Δέν περνάει άπό τό μυαλό κανενός νά πετάξει τόν ἐρωτά του στά σκουπίδια ὡς ἀνεπίδοτο. Θά τό βροῦν οἱ τοῦ ἀπορριματοφόρου καί θά τό περάσουν γιά διαμάντι. Ὃπως δέν πετιέται τό χαμόγελο. Πάντα θά ὑπάρχει ἡ ἐπιθυμία πού θά σέ κάνει νά διαστρεβλώνεις τήν πραγματικότητα, προκειμένου νά δεῖ ἡ καρδιά σου αὐτό πού διακαῶς θέλει. Ἐξ ἂλλου τά πράγματα μᾶς βρίσκουν ὂταν εἲμαστε ἒτοιμοι νά τά ὑποδεχτοῦμε, ἰδίως ὁ ἒρωτας.

 

«Ποῦ πᾶνε τά βλέμματα ὃταν δειλιάζουν;

Ποῦ πᾶνε τά χέρια ὃταν δέν ἀγκαλιάζουν;

ὁ λόγος ὃταν δέν ἀναστατώνεται, καί δέν ἀναστατώνει;

Ἡ φωνή ὂταν πιά δέν ἀκούγεται;» (Δέν θυμᾶμαι ποιός τό ἒχει γράψει)

 

 

 

 

 

Παρασκευή 12 Δεκεμβρίου 2025

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ- ΒΡΑΒΕΙΟ ΝΟΜΠΕΛ 10 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 1963


                                                                                  Της Άννας Κ. Κορνάρου-Καλαμαρά


  Ο Γιώργος Σεφέρης είναι ο πρώτος ΄Ελληνας ποιητής που τιμήθηκε με το μεγαλύτερο λογοτεχνικό βραβείο στον κόσμο, το Βραβείο ΝΟBEL. Η Ακαδημία της Στοκχόλμης ανακοίνωσε στις 24 Οκτωβρίου 1963 πως ο Γιώργος Σεφέρης κατέκτησε το Βραβείο εξαιτίας « της λυρικής γραφής που εμπνέεται από βαθιά αισθήματα για τον ελληνικό κόσμο του πολιτισμού». Η είδηση έκανε το γύρο του κόσμου. Τιμήθηκε η Ελλάδα! Την επομένη οι αθηναϊκές εφημερίδες δημοσίευαν την παρακάτω δήλωση του ποιητή: «Διαλέγοντας έναν ΄Ελληνα ποιητή για το βραβείο Νobel, νομίζω πως η Σουηδική Ακαδημία θέλησε να εκδηλώση την αλλληλεγγύη της με τη ζωντανή πνευματική Ελλάδα. Εννοώ αυτή την Ελλάδα για την οποία τόσες γενιές αγωνίστηκαν προσπαθώντας να κρατήσουν ό,τι ζωντανό από τη μακριά παράδοσή της. Νομίζω ακόμη ότι η Σουηδική Ακαδημία θέλησε να δείξη ότι η σημερινή ανθρωπότητα χρειάζεται και την ποίηση – κάθε λαού – και το ελληνικό πνεύμα».

  Σεμνός και βαθυστόχαστος ο λόγος του σε χαμηλούς τόνους, όπως και η όλη ποιητική δημιουργία του, που ξεχειλίζει από Ελλάδα με την τραγική μοίρα της. Στη Σμύρνη γεννήθηκε το 1900, μα η Σκάλα των Βουρλών, ένα ψαροχώρι 30 χιλιομ. έξω από τη Σμύρνη, ήταν «ο τόπος όπου βλάστησαν τα παιδικά του χρόνια». Εκεί παρέα με τους ψαράδες και τους χωρικούς χαιρόταν την αγνότητα της ψυχής τους και τον απλό, άμεσο λόγο τους. Από εκεί αγάπησε τον λαό και τη γλώσσα του. Δεύτερη πατρίδα του η Αθήνα και ο τόπος, όπου πάντα επιστρέφει είτε απ’ τις νομικές σπουδές του στο Παρίσι είτε απ’ τα περιπετειώδη και συνεχή ταξίδια του. Γύρισε την Ευρώπη, Ασία και Αφρική, όπου ως ανώτερος διπλωματικός υπάλληλος αντιπροσώπευσε και υπηρέτησε επί σαράντα χρόνια σε κρίσιμες εποχές τη χώρα του. Όπως π.χ. όταν το 1941- με την εισβολή των γερμανικών στρατευμάτων στην Ελλάδα- ακολούθησε την εξόριστη ελληνική κυβέρνηση στην Κρήτη, Αίγυπτο, Ν. Αφρική και Ιταλία.

  ΄Εζησε το δράμα της πατρίδας μας μέσα απ’ τα παρασκήνια της πολιτικής από το 1925. Κλυδωνισμένη η ζωή του « από στρατιωτικά κινήματα, δικτατορίες, μεταπολιτεύσεις, εξάρσεις, ολέθρους και απογνώσεις» είδε πόσο κατώτεροι των περιστάσεων ήταν οι άνθρωποι της εξουσίας και «η Ελλάδα πλοίο χωρίς πηδαλιούχο». Τις εφιαλτικές εμπειρίες του από το Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο σε οδυνηρές

στιγμές «εν αναμονή των εξελίξεων», την απογοήτευση, τη φρίκη για τους σκοτωμούς, την αγωνία για το μέλλον, την αδικία των συμμάχων έναντι της πατρίδας μας, αλλά και το ελληνικό φως μετέφερε στα ποιήματά του, στα πολιτικά του ημερολόγια και στην ευρεία αλληλογραφία του.

   Εξόριστος απ’ τον «Παράδεισο», τη γενέθλια γη του, από το 1914, «αιώνιος πρόσφυγας», αιχμάλωτος των αξιωμάτων «σαν το πουλί μες στο κλουβί του», αλλά ανέγγιχτος απ’ την πολιτική και πνευματική φθορά, έμεινε ασυμβίβαστος ανάμεσα σε «γονατιστούς ανθρώπους» και δεν έπαυσε - έχοντας βαθιά επίγνωση του ελληνικού παρελθόντος -να τονίζει την ιστορική συνέχεια της Ελλάδας και την ανανέωση μέσα απ’ τη διάρκεια της Ιστορίας. Μόνο στο χώρο της ποίησης αισθάνεται ελεύθερος να αναπνεύσει και να εκφρασθεί. «Η ποίησή μου είναι μια συνείδηση που με δέρνει αλύπητα» γράφει και παρά τις αντιξοότητες δημιουργεί.

    Ο Γ. Σεφέρης - λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Γ. Σεφεριάδη –το 1931 εκδίδει την πρώτη ποιητική του συλλογή με τίτλο «Στροφή» εγκαινιάζοντας την ανανέωση της νεοελληνικής ποίησης. Συμπυκνωμένος και ερμητικά αινιγματικός ο λόγος του γίνεται από το 1935 γυμνή ομιλία, όσο γυμνή είναι η αλήθεια: Δεν θέλω τίποτε άλλο παρά να μιλήσω απλά να μου δοθεί ετούτη η χάρη ….

  Να μιλήσει, όπως η δημοτική ποίηση, ο Σολωμός και κυρίως ο Μακρυγιάννης, να κουβεντιάσει με τον αναγνώστη ή φίλο. Τον συντρέχει η φύση του και η παιδεία του στον δημοτικισμό, η βαθιά γνώση της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας, ό,τι λαϊκό απ’ το Βυζάντιο, η Κρητική Αναγέννηση αλλά και η γνώση δυο συγχρόνων μεγάλων φιλολογιών, της Γαλλικής και της Αγγλικής και η επαφή του με την παγκόσμια λογοτεχνία. Όλα αυτά γίνονται μέσα του ελληνικό πνεύμα, σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα. «Ν’ ακούω τι μου λένε τα πράγματα για τον κόσμο», για τον άνθρωπο σχετικά με τη μοίρα του μέσα στην Ιστορία, γιατί … το θαύμα δεν είναι πουθενά παρά κυκλοφορεί μέσα στις φλέβες του ανθρώπου».

Ο μύθος κυρίως έχει τη θέση του μέσα στη σεφερική ποίηση. Μυθολογία προσωπική, σπαρμένη μέσα στα ποιήματα. Μεταμφιέζεται ο ίδιος και ζει ως Οδυσσέας, Αργοναύτης, Ελπήνωρ, Τεύκρος, Κασσάνδρα, Στράτης Θαλασσινός… Πλήθος μυθολογικών προσώπων και συμβόλων της ελληνικής αρχαιότητας από τον ΄Ομηρο και τους τραγικούς ώς τον Πλάτωνα και τον Θουκυδίδη παρελαύνει στα ποιήματά του. Και κάπου εξηγεί στον αναγνώστη:

Κι α σου μιλώ με παραμύθια και παραβολές

είναι γιατί τ’ ακούς γλυκότερα, κι η φρίκη

δεν κουβεντιάζεται γιατί είναι ζωντανή...

Πικρό το απόσταγμα των βιωμένων εμπειριών στην ψυχή του. Σεισμός στα σπλάχνα του η Μικρασιατική καταστροφή. «Είναι να το χωρέσει ανθρώπινο μυαλό στον εικοστό αιώνα, τον αιώνα του ανθρωπισμού, μια πόλη τριακοσίων χιλιάδων ανθρώπων ήθελε μεταβληθεί σε κοιμητήριο μέσα σε τέσσερις μέρες..». «..Μπήκε ο Τούρκος στη Σμύρνη μας, την έκαψε και μας σφάζει…». Βλέπει εικόνες ολέθρου και απόγνωσης. Ο θάνατος και η φθορά, ο ξεριζωμός και η διασπορά, η ξενιτειά και ο

νόστος, ο δόλος και η απάτη των δυνατών, η ιδιοτέλεια και η δειλία των κυβερνώντων, η διαφθορά, η εκμετάλλευση, η Ελλάδα του παρελθόντος και «η σύγχρονη θλίψη», «ο τόπος που τον πελεκούν» είναι θέματα που κουβεντιάζει δραματικά ο ποιητής, καθώς γυρίζει ανάμεσα στα «αρχαία ερείπια» της ελληνικής κληρονομιάς αναζητώντας το νόημά της και το νόημα του κόσμου.

   Με την οξύνοια που τον διέκρινε έβλεπε το άλυτο πολιτικό μέλλον της Κύπρου. Περιηγήθηκε κατ’ επανάληψη στα χώματά της και της αφιέρωσε ποιήματα πλούσια σε λογοτεχνικές και ιστορικές αναφορές από τους προϊστορικούς χρόνους μέχρι τη δεκαετία του 1950 με τους αγώνες των Κυπρίων εναντίον των ΄Αγγλων, που ήταν «οι

Φίλοι του άλλου πολέμου». Παλεύει να εκφράσει την ιδέα της Δικαιοσύνης. Τη γνώμη των δυνατών ποιος θα μπορέσει να τη γυρίσει; ποιος θα μπορέσει ν’ ακουστεί;

   ΄Οπου ταξιδεύει γνωρίζεται με τους φιλολογικούς κύκλους, τα ποιήματά του κυκλοφορούν στο εξωτερικό, μεταφρασμένα σε έξι γλώσσες, τα ξένα Πανεπιστήμια τον τιμούν, εκδίδονται στην Ελλάδα μεταφράσεις του στην ελληνική έργων Γάλλων και ΄Αγγλων ποιητών. Μετέγραψε και στη νεοελληνική με δέος την «Αποκάλυψη» του Ιωάννη και το « ΄Ασμα ασμάτων» του Σολομώντος και εξέφρασε την ελληνική του συνείδηση με τις «Δοκιμές», βαθύτατα στοχαστικά δοκίμια για τον Σολωμό, τον Κάλβο, τον Μακρυγιάννη, τον Παλαμά, Καβάφη, Σικελιανό, Δελφούς, Θεόφιλο, Ερωτόκριτο, Καππαδοκία κ.ά. Το έργο του ποιητικό και πεζογραφικό αναγνωρίζεται αξιόλογο και η φήμη του έχει πια καθιερωθεί διεθνώς. Η Ακαδημία της Σουηδίας επιβραβεύει την αξία του !

  Στις 10 Δεκεμβρίου 1963 σε τιμητική τελετή στη Στοκχόλμη του απονέμει το Βραβείο NOBEL Λογοτεχνίας. Ο Γιώργος Σεφέρης αποδέχεται την ύψιστη διάκριση και στον σύντομο λόγο του έστησε την Ελλάδα «τη μικρή σε έκταση χώρου αλλά απέραντη σε έκταση χρόνου» στο βάθρο των μεγάλων της αξιών στέλνοντας μήνυμα συναδέλφωσης σε όλους τους λαούς της γης. Εκείνη την ώρα του μεγαλύτερου δημόσιου θριάμβου του, στην κορυφή του πνευματικού κόσμου, ο Γ. Σεφέρης στάθηκε απλός, αληθινός άνθρωπος και ανάμεσα σε άλλα είπε: « Ανήκω σε μία χώρα μικρή. Ένα πέτρινο ακρωτήρι στη Μεσόγειο που δεν έχει άλλο αγαθό παρά τον αγώνα του λαού, τη θάλασσα και το φως του ήλιου. Είναι μικρός ο τόπος μας, αλλά η παράδοσή του είναι τεράστια και το πράγμα που τη χαρακτηρίζει είναι ότι μας παραδόθηκε χωρίς διακοπή. Η ελληνική γλώσσα δεν έπαψε ποτέ της να μιλιέται. (…)Άλλο χαρακτηριστικό αυτής της παράδοσης είναι η αγάπη της για την ανθρωπιά, κανόνας της είναι η δικαιοσύνη. Στην αρχαία τραγωδία, την οργανωμένη με τόση ακρίβεια, ο άνθρωπος που ξεπερνά το μέτρο πρέπει να τιμωρηθεί από τις Ερινύες.(…)..Πιστεύω πως τούτος ο σύγχρονος κόσμος, όπου ζούμε, ο τυραννισμένος από τον φόβο και την ανησυχία, χρειάζεται την ποίηση… Το βασίλειό της είναι στις καρδιές όλων των ανθρώπων της γης… Σ’ αυτόν τον κόσμο που ολοένα στενεύει, ο καθένας μας χρειάζεται όλους τους άλλους. Πρέπει ν’ αναζητήσουμε τον άνθρωπο, όπου κι αν βρίσκεται …».

   Μέχρι το τέλος της ζωής του – 20 Σεπτεμβρίου 1971- δεν σταμάτησε ως ποιητής να κάνει το χρέος του «με τον τρόπο του». Αλλά παραμένει το πιο γνωστό γεγονός η «Δήλωση», που έκανε κατά του δικτατορικού καθεστώτος, στις 28 Μαρτίου 1969. Το κείμενο διανεμήθηκε στις ελληνικές εφημερίδες για δημοσίευση. Μα όταν ακούστηκε από τρεις ραδιοφωνικούς σταθμούς της Ευρώπης μαγνητοφωνημένη η βαθιά φωνή του μοναδικού τότε ΄Ελληνα «Νομπελίστα» ποιητή να το διαβάζει στα ελληνικά, ο κόσμος ρίγησε …Λες και ήταν φωνή «εξ ύψους»! «..Κλείνουν δυο χρόνια που μας έχει επιβληθεί ένα καθεστώς αντίθετο με τα ιδεώδη για τα οποία πολέμησε ο κόσμος μας και τόσο περίλαμπρα ο λαός μας στον τελευταίο παγκόσμιο πόλεμο.(…) ..στις δικτατορικές καταστάσεις η αρχή μπορεί να μοιάζει εύκολη, όμως η τραγωδία περιμένει αναπότρεπτη στο τέλος. Το δράμα αυτού του τέλους μας βασανίζει..(…)». Και κατέληγε με την κεραυνοβόλα επίπληξη: « Αυτή η ανωμαλία πρέπει να σταματήσει. Είναι εθνική επιταγή.»

  Η προφητεία του εκπληρώθηκε με την τραγωδία της Κύπρου. Η φωνή του πνευματικού ηγέτη δεν ακούστηκε τότε από τους δικτάτορες. Σήμερα όμως πρέπει ν’ ακουστεί, όπως βγαίνει απ’ την ψυχή του, γιατί στο έργο του κατέγραψε την « αλήθεια» για τις μελλοντικές γενιές. «Ο Ελληνισμός είναι η ιδέα της ανθρώπινης αξιοσύνης και της ελευθερίας». Οι καιροί δεν περιμένουν.

« Κύριε, βόηθα να θυμόμαστε

πώς έγινε τούτο το φονικό`

την αρπαγή το δόλο την ιδιοτέλεια,

το στέγνωμα της αγάπης`

Κύριε, βόηθα να τα ξεριζώσουμε…».