Της Άννας Κ. Κορνάρου-Καλαμαρά
Στις 18 Οκτωβρίου του 1979 η Σουηδική Ακαδημία ανήγγελλε στον κόσμο ότι απονέμειτο Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας στον ΄Ελληνα Ποιητή Οδυσσέα Ελύτη. Και το σκεπτικό τής βράβευσης έλεγε: «Για την ποίησή του, που με φόντο την ελληνική παράδοση με αισθητοποιημένη δύναμη και πνευματική οξύνοια ζωντανεύει τον αγώνα του σύγχρονου ανθρώπου για ελευθερία και δημιουργία». Σήμερα- σαράντα έξι χρόνια από τότε- νιώθουμε πώς αναγάλλιασε εκείνες τις ώρες ολόκληρος ο Ελληνισμός, όταν έβγαινε μόλις πριν λίγα χρόνια από μια περίοδο στυγνής δικτατορίας. Κι ήταν η δεύτερη λαμπρή τιμητική διάκριση για την Ελλάδα- σε παγκόσμια κλίμακα- μετά την απονομή του ίδιου Βραβείου Νόμπελ στον ΄Ελληνα Ποιητή Γιώργο Σεφέρη, στις 10 Δεκεμβρίου του 1963. Η Ελλάδα «η μικρή σε έκταση χώρου και απέραντη σε έκταση χρόνου» στο προσκήνιο της οικουμένης!
Την επομένη της ανακοίνωσης ο Οδυσσέας Ελύτης έδωσε συνέντευξη τύπου εκφράζοντας πρώτα τις ευχαριστίες του στους εκπροσώπους του Τύπου, στους άρχοντες και τον ελληνικό λαό «για τη μεγάλη και θερμή υποδοχή που έκαναν στο γεγονός αυτό». Και με τη σεμνότητα, που τον διέκρινε, συνέχισε: «Με την εφετινή απόφασή της η Σουηδική Ακαδημία θέλησε να τιμήσει στο πρόσωπό μου την ελληνική ποίηση στο σύνολό της και να επισύρει την προσοχή της παγκόσμιας κοινής γνώμης σε μια παράδοση, που από την εποχή του Ομήρου ως σήμερα, συνεχίζεται αδιάπτωτη μέσα στους κόλπους του Δυτικού μας πολιτισμού. Ευχαριστώ τη Σουηδική Ακαδημία και για λογαριασμό μου και για λογαριασμό της χώρας μου και σαν ποιητής και σαν άνθρωπος».
Ιδιαίτερα χαρισματικός άνθρωπος ο Οδυσσέας Ελύτης, με δυνατό ταλέντο! Και γι’ αυτό απέδωσε κάποτε στον Θεό την ευχαριστία και ευγνωμοσύνη του με το στίχο: «Θεέ μου συ με θέλησες και να, σ’ το ανταποδίδω». Το όνομά του «Οδυσσέας», τον συνδέει με την ομηρική κληρονομιά και με το λογοτεχνικό ψευδώνυμο «Ελύτης», που ο ίδιος δημιούργησε, έδωσε τη δική του προσωπικότητα και τα ιδανικά του. Από τις λέξεις: Ελλάδα, Ελπίδα, Ελευθερία, Ελένη (από το όνομα της πιο όμορφης γυναίκας) πήρε το « Ελ», και με το «υ», το κατ’ εξοχήν ελληνικό γράμμα, ένωσε την παραγωγική κατάληξη «της». Με την ποίησή του ύμνησε «Την Ελλάδα που με σιγουριά πατάει στη θάλασσα/ Την Ελλάδα που με ταξιδεύει πάντοτε». Θαλασσινή, η φυσιογνωμία της πατρίδας μας. Σύμπλεγμα στεριάς και θάλασσας, και «πολύ γαλάζιο που αγαπήσαμε» και «το φως ανελέητο». Λατρεία στην Ελλάδα. «Της πατρίδας μου πάλι ομοιώθηκα».
Αγάπησε το χώρο του νησιόσπαρτου Αιγαίου, το λίκνο και την κοιτίδα του πολιτισμού. « Εκεί στη γαλάζια λεκάνη που ενώνει και χωρίζει συνάμα τις τρεις ιστορικές ηπείρους συντελέστηκαν ανέκαθεν οι πιο τολμηρές και γόνιμες συναντήσεις του πνεύματος» είπε κάποτε ο ποιητής. Και αξιώθηκε να χαρεί αυτό το θαλασσινό τοπίο, αφού είδε το πρώτο φως του ήλιου στο Ηράκλειο το 1911, μεγάλωσε στη Λέσβο, στον τόπο καταγωγής των γονιών του, και στην Αθήνα έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του, ενώ τα καλοκαίρια των παιδικών του χρόνων τα απόλαυσε στις Σπέτσες. Ζυμώθηκε με τα μαϊστράλια και τα μελτέμια, την αλμύρα και τον παφλασμό των κυμάτων, είδε τα δελφίνια και τους γλάρους, τ’ άσπρα, ρόδινα και καφετιά νησιά λουσμένα στο εκτυφλωτικό φως, που πέρασε ως την ψυχή του. Και πέρασε στην ποίησή του η φωτεινότητα και διαφάνεια της ελληνικής φύσης.
Παρουσιάζεται για πρώτη φορά στα γράμματά μας ο Οδυσσέας Ελύτης σε ηλικία είκοσι τεσσάρων χρόνων, από το περιοδικό «Τα Νέα Γράμματα», το Νοέμβρη του 1935, με μια σειρά ποιήματα που πολύ εύστοχα ο Γιώργος Θεοτοκάς χαρακτήρισε «το μυστηριακό ξημέρωμα στο Αιγαίο». ΄Ενας νέος ποιητής, πρωτοπόρος του κινήματος του υπερρεαλισμού για τη χώρα μας, έφερνε στην ποίησή μας το μεσογειακό ελληνικό τοπίο με ορμητικό ξέσπασμα εικόνων, που εξασκούσαν μια μαγεία ανεπανάληπτη. Μια νέα ελληνική γλώσσα δροσερή, ανάερη μιλούσε ρυθμικά και μαγικά για πράγματα δικά μας που τα είχαμε ξεχάσει, επειδή τα είχε λησμονήσει και η ποίηση. Και μιλούσε κυρίως για ολόκληρη τη ζωή σαν χαρά αιώνια εφηβική, αλλά και μαζί σαν ανάβρυσμα μέσα από την ύπαρξη.
Ενθουσιαστικές κριτικές υποδέχτηκαν την εμφάνισή του. Θαρρείς και τον περίμεναν όλοι αυτό τον ποιητή. Και οι μοντέρνοι και οι άνθρωποι της παράδοσης ακόμη και οι πολέμιοι της μοντέρνας τέχνης. Ο πρώτος λυρικός ποιητής της γενιάς του `30. Και εκείνος δημοσιεύει την πρώτη του ποιητική συλλογή τους «Προσανατολισμούς»(1940), μια φωτεινή αχτίδα «μέσα στη συννεφιά του κόσμου» με λυρισμό συναρπαστικό, και τη δεύτερη «΄Ηλιος ο πρώτος»(1943), μια αλληγορική αντίσταση μέσα στην Κατοχή. Δηλώνει με τον τίτλο ότι στην Ελλάδα ο ήλιος, που πάλλεται αδιάκοπα μέσα στη διαύγεια της γαλάζιας ατμόσφαιράς της, είναι ο απόλυτος κυρίαρχος. «Ο ήλιος ο ηλιάτορας ο πετροπαιχνιδιάτορας» θα τραγουδήσει αργότερα. Κάτω απ’ τη φλογερή ματιά του ήλιου λαμποκοπούν τα πράγματα, αλλά πολλές φορές αφανίζονται μέσα σε μια απόλυτη δικαιοσύνη, σε μια φυσική μεταφυσική. Απαιτεί όμως θυσίες για να συντηρηθεί ο ήλιος, σαν πηγή φωτός. «γιά να γυρίσει ο ήλιος θέλει δουλειά πολλή». για Θέλει τη συνεισφορά νεκρών και ζωντανών.
Μέσα δε από εξαίσια συνθετικά ποιήματα, όπως το «΄Ασμα Ηρωϊκό και Πένθιμο για τον χαμένο Ανθυπολοχαγό της Αλβανίας», «Η καλοσύνη στις Λυκοποριές», η «Αλβανιάδα» δείχνει την περιπέτεια του πολέμου, τη δοκιμασία μας για την ελευθερία. Ιδίως στις στροφές του «Ανθυπολοχαγού της Αλβανίας» ζωοποιεί ο ποιητής το ελληνικό τοπίο που αντιδρά στον εισβολέα σαν ενσυνείδητο σώμα και αντεπιτίθεται. Πολεμιστής ο ίδιος στο μέτωπο με τον βαθμό του Ανθυπολοχαγού πονά για τη θυσία της νιότης και ντύνει τον ανθυπολοχαγό του με το εκτυφλωτικό φως μιας πασχαλινής ανάστασης. «Τόσο πιωμένος από φως που φαίνεται η καρδιά του», ενώ οι πασχαλινές καμπάνες σημαίνουν τη μεταμόρφωση του στρατιώτη «Αύριο, αύριο, αύριο: το Πάσχα του Θεού!».
Εν τω μεταξύ ο ποιητής αγωνίζεται να αντισταθεί στις μηδενιστικές δυνάμεις του καιρού του και να κτίσει τα θεμέλια τη μελλοντικής του δουλειάς. Γράφει ποιήματα, δοκίμια, μεταφράζει ποιήματα του Λόρκα, δημοσιεύονται μεταφράσεις δικών του ποιημάτων σε ιταλικά, αγγλικά και αμερικανικά περιοδικά. Εγκαθίσταται στο Παρίσι. Παρακολουθεί μαθήματα φιλολογίας στη Σορβόνη, ταξιδεύει σε πολλές χώρες της Ευρώπης, συνδέεται με τους ποιητές Μπρετόν, Ελυάρ, Τζαρά κ.ά, αλλά και με διάσημους ζωγράφους και γλύπτες, όπως ο Πικασσό, ο Ματίς, ο Τζιακομέττι, ο Ντε Κύρικο. Ζωγραφίζει ο ίδιος και φιλοτεχνεί εικονιστικές συνθέσεις (κολάζ), άλλες κάπως αφηρημένες και σύγχρονες, άλλες ποιητικές και ελληνοκεντρικές. Γράφει άρθρα στα Γαλλικά. Η ενασχόλησή του με δημόσιες, μορφωτικές και κριτικές δραστηριότητες, η συμμετοχή του σε διεθνείς συναντήσεις καλύπτουν ένα διάστημα δέκα περίπου ετών. Ο χρόνος αυτός δεν πέρασε για τον Ελύτη σαν «φύλλα ή βότσαλα» αλλά έγινε «γλύπτης των ανθρώπων παράφορος» .
Το 1959 εκδίδει το μεγάλο επικολυρικό ποίημα « ΄Αξιόν εστι», σταθμό στην ποίησή του, με εξαιρετικά περίπλοκη αρχιτεκτονική, όπου συνόψισε όλα τα αισθήματα της ωριμότητάς του με υπόβαθρο την ιστορική συνείδηση. Στηρίχτηκε σε κλασικές πηγές και κορυφαίες ώρες της παράδοσής μας (αρχαίες, βυζαντινές, λαϊκές). Και θέλησε με τη σύνθεση αυτή να εκφράσει μια δέηση στον Θεό, μια διαμαρτυρία ως πρώτη ιδέα για το δράμα της Ελλάδας,. Για το άδικο που γίνεται συνεχώς στη μικρή μας χώρα. Διαρθρωμένη η σύνθεση σε τρία μέρη περνούν μέσα από αναγνώσματα οι σκληρές ώρες, που έζησε ο ποιητής ως Ανθυπολοχαγός στην Αλβανία, οι μέρες της Κατοχής, η Αντίσταση. Περνά «Αυτός ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας». Η Ελλάδα και το σύμπαν, ο μικρόκοσμος και ο μακρόκοσμος. Προφητικά τραβάει προς το μέλλον και οραματίζεται με αισιοδοξία μια νέα ελληνική αλλά και πανανθρώπινη ζωή. «Πού να βρω την ψυχή μου το τετράφυλλο δάκρυ;» αναφωνεί ο ποιητής κι όσο ο καημός για την αδικία ανάβει μέσα του, τόσο ανεβαίνει η δέηση στον Θεό: ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ήλιε νοητέ και μυρσίνη συ δοξαστική μη παρακαλώ σας μη λησμονάτε τη χώρα μου !
Για να τονώσει δε την επίκλησή του, παρουσιάζει θεσπέσια τη λυρική περιγραφή της Ελλάδας: « Αετόμορφα έχει τα ψηλά βουνά στα ηφαίστεια κλήματα σειρά/ και τα σπίτια πιο λευκά στου γλαυκού το γειτόνεμα!/ Της Ασίας αν αγγίζει απ’ τη μια/ της Ευρώπης λίγο αν ακουμπά στον αιθέρα στέκει να/ και στη θάλασσα μόνη της». Όταν το ποίημα μελοποιήθηκε απ’ το Μίκη Θεοδωράκη, γέμισε από ελπίδα τις καρδιές των Ελλήνων στα χρόνια της δικτατορίας και ήλθε ως τραγούδι η ποίηση στα χείλη των πολλών. «Η ποίηση ζει, αν γίνεται τραγούδι και είναι ικανοποίηση για ένα ποιητή» είπε τότε ο Οδ. Ελύτης.
Η πορεία του στον στοχασμό και ο διάλογος με την πραγματικότητα και την ποίηση δεν σταματά ούτε στιγμή. Εικονογραφική η φαντασία του. Κάθε σκέψη έχει και το ορατό της αντίκρισμα. ΄Ολες οι λεπτομέρειες της φύσης γράφτηκαν μέσα του και τις αποδίδει με συνειρμούς εικόνων για να κάνει ορατό το Αόρατο. Γιατί επιμένει; «Το έργο του Αόρατου δεν μπορεί να το διακρίνει γυμνός οφθαλμός» έλεγε «επειδή χρειάζονται αιώνες ολόκληροι για να φτιάξουν τα κύματα ένα βότσαλο». Και εργάζεται με μια εκπληκτική γονιμότητα στις επινοήσεις. Στιχουργική και εκφραστική ποικιλομορφία που φτάνει ως την κορύφωση. Καλλιεργεί και πλουτίζει συνεχώς τη γλώσσα μας με νέες λέξεις. Συγγράφει και δημοσιεύει σειρές δοκιμίων «Ανοιχτά Χαρτιά», «Εν Λευκώ», μεταφράζει ποιήματα Γάλλων ποιητών, και έργα θεατρικά. Δεν δέχεται το «Μεγάλο Βραβείο Λογοτεχνίας» που του απένειμε η Χούντα. Μεταφράζει τη Σαπφώ και την Αποκάλυψη του Ιωάννη. Ηχογραφεί δίσκους με μουσική υπόκρουση. Και αρχιτεκτονεί τα ποιήματά του από συλλογή σε συλλογή (17 συλλογές) όλο και πιο φροντισμένα και περίτεχνα. Ιδανικό του είναι η καθαρότητα, η αθωότητα και ο εξαγνισμός μέσα από την έννοια και τη σύνθεση του αρχαίου ελληνικού κάλλους. «Την ομορφιά διακόνησα/ Τι πιο μεγάλο θα μπορούσα;»
Κι αυτή η ομορφιά έρχεται από μια μακρινή παράδοση ελληνικής ποίησης απ’ τον΄Ομηρο μέχρι τις μέρες μας. «Στο μάκρος εικοσιπέντε αιώνων δεν υπήρξε ούτε ένας, ούτε ένας επαναλαμβάνω, που να μην γράφτηκε ποίηση στην ελληνική γλώσσα. Να τι είναι το μεγάλο βάρος παράδοσης που σηκώνει η γλώσσα μας. Το παρουσιάζει ανάγλυφα η νέα ελληνική ποίηση» είπε ο Ελύτης στη Σουηδική Ακαδημία κατά την απονομή του Νόμπελ.
Διδάσκει πάντα ο ποιητής: «ένα έθνος χωρίς ποίηση είναι νεκρό». Και ζητά απ’ τους νέους, που είναι φορείς της πραγματικότητας, «και είναι ακόμα σε θέση να πιάνουν τα πράγματα με τη διαίσθησή τους», να κρατήσουν τις ηθικές αξίες μας μπροστά στον κατακλυσμό της εξέλιξης. Και αντέταξε συνειδητά στον Δυτικό πολιτισμό την Ελληνική ιδιαιτερότητα. «Μια ζωή αγωνίστηκα γι’ αυτό που λέμε ελληνικότητα είτε στην κλίμακα τη μεγάλη είτε τη μικρή, σ’ ένα Παρθενώνα ή σ’ ένα λυχνάρι. Και το κύμα και ο φλοίσβος μιλάει ελληνικά! Χρειαζόμαστε παιδεία σοβαρή και βαθιά να διατηρήσουμε τα χαρακτηριστικά της φυσιογνωμίας μας. Ελληνικότητα είναι ένας τρόπος να βλέπεις τα πράγματα. Ο Θεόφιλος π.χ. έδινε μια οπτική αντίληψη των πραγμάτων πιο εναρμονισμένη με αυτό που λέμε ελληνικό τρόπο του αισθάνεσθαι. Φορέας μιας αθωότητας είναι ο Θεόφιλος. Και ο Παπαδιαμάντης είδε τη νεοελληνική πραγματικότητα και τα φυσικά στοιχεία μέσα από την Ορθοδοξία και τους έδωσε μια αγιότητα. Μας έδωσε μορφές, που είναι φορείς μιας αγιότητας. Επιδίωξή μου ήταν αυτή η φυσιοκρατική παράδοση που είχα από τους Αιολείς ποιητές-τη Σαπφώ, τον Αλκαίο – να τη συνδυάσω με την έννοια της αγιότητας που έχει δώσει η Ορθοδοξία πρώτη. Να στηρίζομαι στις αισθήσεις, αλλά να τοποθετηθούν σ’ ένα επίπεδο εξαγιασμένο».
«Μας ενώνει η αγάπη μας για την Ελλάδα», είπε στους ΄Ελληνες της Στοκχόλμης μετά την απονομή του Βραβείου Νόμπελ. « Για μας η Ελλάδα είναι αυτές οι στεριές οι καμένες στον ήλιο κι αυτά τα γαλάζια πέλαγα με τους αφρούς των κυμάτων. Είναι οι μελαχρινές ή καστανόξανθες κοπέλες, είναι τ’ άσπρα σπιτάκια τ’ ασβεστωμένα και τα ταβερνάκια και τα τραγούδια… Είναι οι πατεράδες μας κι οι παππούδες μας με το τουφέκι στο χέρι, αυτοί που λευτερώσανε την πατρίδα μας και πιο πίσω, πιο παλιά όλοι μας οι πρόγονοι που κι αυτοί ένα μονάχα είχανε στο νου, όπως κι εμείς σήμερα: τον αγώνα για τη λευτεριά».
Η πράξη για τον ποιητή είναι ο λόγος του, όπως είπε ένας Γάλλος ποιητής, ο Ρεμπώ. Αυτό έκανε ο Σολωμός, που για να γράψει το αθάνατο ποίημά του «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι» έσωσε και παράδωσε στη φυλετική μας μνήμη το Μεσολόγγι και τους αγώνες του. Αυτό έκαναν ο Παλαμάς, ο Σικελιανός, ο Σεφέρης. Πάσχισα κι εγώ να κλείσω μέσα στην ψυχή μου την ψυχή όλου του ελληνικού λαού. Να δω πόσο μοιάζανε όλοι οι αγώνες του, από την αρχαία εποχή ίσαμε σήμερα, για το δίκιο και για τη λευτεριά… Μην ξεχνάτε την πατρίδα μας, και προ παντός τη γλώσσα μας. Είμαστε οι μόνοι σ’ ολόκληρη την Ευρώπη που έχομε το προνόμιο να λέμε τον ουρανό «ουρανό» και τη θάλασσα «θάλασσα», όπως την έλεγαν ο ΄Ομηρος και ο Πλάτωνας πριν δυόμιση χιλιάδες χρόνια. Δεν είναι λίγο αυτό. Η γλώσσα δεν είναι μόνο μέσον επικοινωνίας. Κουβαλάει την ψυχή του λαού μας κι όλη την ιστορία και όλη του την ευγένεια. Χαίρομαι κι αυτή τη στιγμή που σας μιλάω σ’ αυτή τη γλώσσα».
Και τούτη την ώρα ο Οδυσσέας Ελύτης μας μιλά με την ποίησή του, αφού από τις Μαρτίου 1996 ταξιδεύει στο «ουράνιο αρχιπέλαγος», στο χώρο της αθανασίας. Είχε πάντα επίγνωση πως «κλήρος του ποιητή είναι να διαφυλάττει ζωντανό το θεϊκό όραμα», να εισχωρεί με μια βαθιά τομή στην πραγματικότητα επιδιώκοντας να ανασυνθέσει το φαινόμενο της ζωής. «Η ποίηση προσβάλλεται λιγότερο από τη φθορά. Διασώζει σε καθαρή μορφή τα μόνιμα, τα βιώσιμα στοιχεία που καταντούν δυσδιάκριτα μέσα στο σκότος της συνείδησης, όπως τα φύκια μέσα στους βυθούς των θαλασσών. Να γιατί μας χρειάζεται η διαφάνεια» είχε πει στη Σουηδική Ακαδημία κατά την τελετή απονομής του Βραβείου Νόμπελ (10-12-1979). «Αγωνίζομαι με όπλα την ομορφιά και αθωότητα». Και σε κάποια συνέντευξή του επέμενε: « Καθήκον του ποιητή είναι να ρίχνει σταγόνες φως μες στο σκοτάδι». ΄Εγινε η άγρυπνη συνείδησή μας ο Οδυσσέας Ελύτης. Ο ραψωδός του Αιγαίου, ο ποιητής της χαράς και της ανθισμένης νιότης, ο «ηλιοπότης» και ελληνολάτρης! Και μας θυμίζει πώς ν’ αντιδρούμε στο κακό κάθε στιγμή, για να στεκόμαστε όρθιοι:
«΄Οπου και να σας βρίσκει το κακό, αδελφοί,
όπου και να θολώνει ο νους σας,
μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό
και μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη». (΄Αξιόν εστι).