Τετάρτη 24 Δεκεμβρίου 2025

« Θεός εφανερώθη εν σαρκί…».

 

   Της Άννας Κ. Κορνάρου -Καλαμαρά

  Ουρανός και γη, ΄Αγγελοι και άνθρωποι, η κτίση ολόκληρη πανηγυρίζουν λαμπρά την κοσμοσωτήρια εορτή των Χριστουγέννων, τη «Μητρόπολη των εορτών». «Σεισμός γης» είναι η Γέννηση του Χριστού για τον ΄Αγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο. «Μέγα εστί της ευσεβείας μυστήριον` Θεός εφανερώθη εν σαρκί…» γράφει ο Απόστολος των εθνών στον Τιμόθεο. « Θεός επί γης, άνθρωπος εν ουρανώ» αναφωνεί ο Χρυσόστομος. Και ο Ευαγγελιστής Ιωάννης στο μήνυμα: « Ο Λόγος σάρξ εγένετο καί εσκήνωσεν εν ημίν…» (Ιω.α΄, 14) περικλείει όλο το νόημα των Χριστουγέννων. Ο Μονογενής Υιός και Λόγος του Θεού, που προϋπήρχε κάθε δημιουργίας του Θεού αιωνίως, και είναι Θεός, «και Θεός ην ο Λόγος», κατέβηκε στη γη, για να επιφέρει τομή στην ανθρώπινη ιστορία και να την χωρίσει σε έτη προ Χριστού και μετά Χριστόν. ΄Εδωσε νόημα στη ζωή μας, ανακαινίζοντας τον κόσμο της φθοράς. Ο Χριστός, ο Υιός της Παρθένου, είναι ο νέος Αδάμ. Ο Υιός του Θεού προσέλαβε την ανθρώπινη φύση, ενώθηκε μαζί της και την ανύψωσε μέχρι τον θρόνο του Θεού. Πώς ο Θεός έγινε άνθρωπος; Πώς ο Θεός γεννιέται τέλειος άνθρωπος και παραμένει τέλειος Θεός – Θεάνθρωπος- χωρίς να συγχέονται οι δύο φύσεις;

   «Μυστήριον μέγα» η ενανθρώπηση του Χριστού. Το βάθος του δυσθεώρητο. Πώς να συλλάβει ο νους μας τη θεία Παντοδυναμία; «Ου φέρει το μυστήριον έρευναν…» ακούμε τη νύχτα των Χριστουγέννων. Υπερφυές το γεγονός της Γεννήσεως του Κυρίου. Ο Ευαγγελιστής Λουκάς αναφέρει ότι δέος προκάλεσαν τα λόγια του Αρχαγγέλου στην Κεχαριτωμένη Μαρία, όταν πληροφορήθηκε ότι θα γεννήσει «εκ Πνεύματος Αγίου» τον εκλεκτό του Θεού, που θα σώσει τον λαό από τις αμαρτίες του. Και η Μαρία «Παρθένοςέτεκεν και Παρθένος έμεινεν». «Θεός το τεχθέν, η δε Μήτηρ Παρθένος», αναφέρει ο Συναξαριστής. Τι πιο παράδοξο είδε η κτίση;

  Αμέτρητο το έλεος και η φιλανθρωπία του Θεού για το ανθρώπινο γένος. Ο Θεός, τον Οποίο «ουδείς πώποτε εώρακε» (Ιω.1,18) έστειλε στον κόσμο μας τον Μονογενή του Υιό, τον Χριστό «ος (ο Οποίος) εστίν εικών Θεού»(Β΄Κορινθ.δ΄,4). Ο Θεός αποκαλύφθηκε και «ελάλησεν ημίν εν Υιώ» (Εβρ.1,2). Το δεύτερο Πρόσωπο της Αγίας Τριάδας, με τη βούληση του Θεού, φορά την ανθρώπινη σάρκα και πτωχεύει εκουσίως, για να πλουτίσουμε εμείς με τη δική Του φτώχεια. «Εποίησε λύτρωσιν τω λαώ αυτού» (Λουκ.α΄,68). Κι ήρθε η χαρά στη γη και η ελπίδα της αναγέννησης. Γιατί «τα σύμπαντα χαράς πληρούνται»; Επειδή «Επεσκέψατο ημάς εξ ύψους ο Σωτήρ ημών…».

    Και δεν είναι μόνο υπερφυσικός ο τρόπος της Γέννησης του Κυρίου μας, αλλά με την κάθοδό Του στον κόσμο μας συνέβησαν και υπερφυσικά γεγονότα. «΄Αγγελοι υμνούσιν ακαταπαύστως εκεί…». Πλήθος στρατιάς Αγγέλων κατεβαίνουν κατά τη νύχτα της γέννησής Του απ’ τον ουρανό δοξολογώντας : « Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη εν ανθρώποις ευδοκία» (Λουκ. β΄, 14). Ψάλλουν τον ύμνο για τη δική μας σωτηρία, για « την ειρήνη» και την «ευδοκία», που ήλθε στην ανθρωπότητα. Η Ορθόδοξη Εκκλησία μας πανηγυρίζει τη Γέννηση του Χριστού ως γεγονός παραπλήσιο της Αναστάσεως. Να, γιατί η υμνογραφία της αποτελεί έκρηξη χαράς. Να, γιατί ψάλλει μαζί με τους Αγγέλους:

«Χριστός γεννάται δοξάσατε

Χριστός εξ ουρανών απαντήσατε

Χριστός επί γης υψώθητε…».

  Αλλά και στους ποιμένες, που αγρυπνούσαν εκείνη την ΄Αγια νύχτα φυλάσσοντας τα πρόβατά τους, τα ουράνια κατέβηκαν στη γη: «΄Αγγελος Κυρίου επέστη αυτοίς και δόξα Κυρίου περιέλαμψε αυτούς, και εφοβήθησαν φόβον μέγαν…» (Λουκ.β΄,9). Ουρανός και γη γίνονται ένα. Ο ΄Αγγελος συνομιλεί με τους ανθρώπους, για να τους δώσει το μήνυμα: «ετέχθη υμίν σήμερον Σωτήρ, ός (ο Οποίος) εστιν Χριστός Κύριος εν πόλει Δαυϊδ»»(Λουκ.β,11). Τους προτρέπει πού να τρέξουν να προσκυνήσουν « βρέφος εσπαργανωμένον, κείμενον εν φάτνη». Κι εκείνοι μέσα στη νύχτα έτρεξαν, προσκύνησαν και απ΄ τη χαρά τους κήρυξαν το θαύμα. Πρωτοφανή σημεία!

   Κι ένας λαμπρός αστέρας οδηγεί απ’ την Ανατολή προς το Βρέφος «τους τοις άστροις λατρεύοντας» Μάγους- Βασιλείς. Κι όταν φθάνουν στα Ιεροσόλυμα ρωτούν με βεβαιότητα «πού εστν ο τεχθείς Βασιλεύς των Ιουδαίων ; Είδομεν γαρ αυτού τον αστέρα εν τη ανατολή και ήλθομεν προσκυνήσαι αυτώ.» (Ματθ.β΄, 2). Επί δύο χρόνια ταξίδευαν απ’τη μακρινή Ανατολή για να καταλήξουν στο Ισραήλ. Επί δύο χρόνια τους συνόδευε ο αστέρας. ΄Ετσι «ηκρίβωσε τον χρόνον του φαινομένου αστέρος» ο ταραγμένος Βασιλιάς Ηρώδης και διέταξε τη σφαγή των 14.000 νηπίων «από διετούς και κατωτέρω». ΄Ηθελε τη θανάτωση του Θείου Βρέφους. Και περίμενε την επιστροφή των Μάγων για να μάθει «περί του παιδίου». Γιατί; «όπως καγώ ελθών προσκυνήσαι αυτώ». Οι Μάγοι στον τόπο «ου (όπου) ην το παιδίον» προσκύνησαν, προσέφεραν τα δώρα, αλλά δεν επέστρεψαν στα Ιεροσόλυμα. Για ποιο λόγο; ΄Ελαβαν μήνυμα εξ Ουρανού «μη ανακάμψαι πρός Ηρώδην» και «δι΄ άλλης οδού ανεχώρησαν εις την χώραν αυτών». Τελικά πώς έμαθαν οι Μάγοι τον τόπο της Γεννήσεως του Χριστού; Από την έρευνα των αρχιερέων και γραμματέων κατά διαταγή του Ηρώδη. «Πού ο Χριστός γεννάται;» «Εν Βηθλεέμ της Ιουδαίας. Ούτω γαρ γέγραπται διά του προφήτου (Μιχαία).» (Ματθ.β΄,5).

    Πώς όμως συνέβη να γεννηθεί ο Υιός του Θεού στη Βηθλεέμ, ενώ η Μαριάμ και ο μνήστωρ Ιωσήφ κατοικούσαν στη Ναζαρέτ της Γαλιλαίας; Ο Ευαγγελιστής Λουκάς αναφέρει « Εν ταις ημέραις εκείναις εξήλθε δόγμα παρά Καίσαρος Αυγούστου απογράφεσθαι πάσαν την οικουμένην» (Λουκ.β΄,1). ΄Επρεπε ο καθένας να απογραφεί στην πόλη του. ΄Ηλθε και ο Ιωσήφ στη Βηθλεέμ της Ιουδαίας, στην πόλη Δαυϊδ, διότι προερχόταν από την οικογένεια του Δαυϊδ, να απογραφεί «συν Μαριάμ τη μεμνηστευμένη αυτώ, ούση εγκύω». Εκεί συνέβη ο τοκετός. « Και έτεκε τον υιόν αυτής τον πρωτότοκον, και εσπαργάνωσεν αυτόν και ανέκλινεν αυτόν εν τη φάτνη, διότι ουκ ην αυτοίς τόπος εν τω καταλύματι» (Λουκ.β΄,7). Δεν υπήρχε γι’ αυτούς τόπος να μείνουν στο πανδοχείο.

   Παράδοξα πράγματα συνέβησαν για να κατεβεί ο Θεός ως άνθρωπος με σάρκα στη γη μας. Η ενσάρκωση του Λόγου του Θεού υπερβαίνει τα μέτρα και τα όρια της λογικής μας. Προκαλεί τον θαυμασμό και τη δοξολογία των ανθρώπων απ’ τη χαρά για την Αγάπη του Θεού. Μόνο αν με την πίστη μας ανοίξουμε τα μάτια της ψυχής μας, θα συλλάβουμε το βάθος της Αλήθειας. Τότε θα αξιωθούμε να ατενίσουμε «το φως το της γνώσεως», που ανέτειλε στον κόσμο. Να προσκυνούμε «τον ΄Ηλιο της δικαιοσύνης», τον Ιησού Χριστό, και να Τον αναγνωρίζουμε ως «την εξ ύψους Ανατολήν», όπως διδάχτηκαν «υπό αστέρος» οι τρεις Μάγοι « οι τοις άστροις λατρεύοντες», σύμφωνα με το Απολυτίκιο της εορτής των Χριστουγέννων.

   Μήπως και το όνομα του Θείου Βρέφους δεν δόθηκε απ’ τον Ουρανό; Κατά τον Ευαγγελισμό της Παρθένου ο ΄Αγγελος Γαβριήλ Της ανήγγειλε «…τέξη υιόν και καλέσεις το όνομα αυτού Ιησούν» (Λουκ. α΄31). Και ενώ ο Ιωσήφ είχε τις αμφιβολίες του για την σύλληψη της μνηστής του Μαρίας, πάλι ΄Αγγελος Κυρίου τον καθησύχασε: «το γαρ εν αυτή γεννηθέν εκ Πνεύματος εστίν Αγίου. Τέξεται δε υιόν και καλέσεις το όνομα αυτού Ιησούν` αυτός γαρ σώσει τον λαόν αυτού από των αμαρτιών αυτών» (Ματθ.α΄20-21). «Ιησούς» , το όνομα του θείου Βρέφους, όνομα άγιο και ιερό. Ιησούς, ο Σωτήρας όλων των ανθρώπων, όλων των αιώνων! «Εν τω ονόματι Ιησού παν γόνυ κάμψει επουρανίων και επιγείων και καταχθονίων»(Φιλ.2,10).

   Και 800 χρόνια προ Χριστού ο Προφήτης Ησαϊας ανήγγειλε: «Ιδού η Παρθένος εν γαστρί έξει και τέξεται υιόν και καλέσουσι το όνομα αυτού Εμμανουήλ, ό εστί μεθερμηνευόμενον μεθ΄ημών ο Θεός». Ο Θεός είναι μαζί μας! Τι παρήγορο μήνυμα, όταν συμπληρώνει ο Απόστολος Παύλος «Ει ο Θεός μεθ’ ημών, τίς καθ’ ημών;» (Ρωμ.8,31). Θεία ευδαιμονία : «Ουκ έστιν ουδενί άλλω η σωτηρία» (Πραξ.4,12) παρά μόνο στον Ιησού Χριστό. Και για να ολοκληρώσουμε τα περί του ονόματος, αναφέραμε ήδη ότι ο ΄Αγγελος Κυρίου ανήγγειλε στους ποιμένες το όνομα του γεννηθέντος Σωτήρος : «ός εστιν Χριστός Κύριος εν πόλει Δαυϊδ» (Λουκ.β΄.11). «Χριστός», ο εκλεκτός του Θεού, προορισμένος και απεσταλμένος επίσημα στον κόσμο.

  Τρέχει η ψυχή μας απ’ τα παιδικά μας χρόνια εκεί στη Βηθλεέμ. Οι χριστουγεννιάτικες διηγήσεις, η γιορταστική ατμόσφαιρα της χαράς, οι καμπάνες, το λαμπερό αστέρι που ψάχναμε να βρούμε στον ουρανό τα χαράματα των Χριστουγέννων πηγαίνοντας να εκκλησιαστούμε, οι ύμνοι, οι εικόνες στην Εκκλησία μάς μετέφεραν νοερά στη θεία Γέννηση. Και περιμέναμε με λαχτάρα και ανεκλάλητη χαρά με το τέλος της θείας λειτουργίας «να πάρουμε τον Χριστούλη μέσα μας», να μεταλάβουμε ΄Αχραντο Σώμα και Τίμιο Αίμα Χριστού. Κι όταν σήμερα προσκυνούμε τη βυζαντινή Εικόνα της Γεννήσεως του Χριστού, διακρίνουμε να συμμετέχει όλη η κτίση στο χαρμόσυνο γεγονός των Χριστουγέννων. Και συλλογιζόμαστε, μεγάλοι πια, ότι εκεί στη φάτνη των αλόγων ζώων γεννήθηκε ο Υιός του Θεού, διότι «έμελλε να έλευθερώσει ημάς από την αλογίαν» κατά τον ΄Αγιο Νικόδημο Αγιορείτη. Παραστατικά δε ο Υμνογράφος, σε ένα στιχηρό ιδιόμελο του εσπερινού των Χριστουγέννων, μάς μεταφέρει στον ευλογημένο περίγυρο της θείας ενσάρκωσης, όταν ερωτά τον γεννηθέντα Χριστό:

« Τί Σοι προσενέγκωμεν, Χριστέ,

ότι ώφθης επί γης ως άνθρωπος δι΄ημάς;

΄Εκαστον γαρ των υπό σου γενομένων

κτισμάτων την ευχαριστίαν Σοι προσάγει`

οι άγγελοι τον ύμνον, οι ουρανοί τον αστέρα,

η γη το σπήλαιον, η έρημος την φάτνην,

ημείς δε Μητέρα Παρθένον.

Ο προ αιώνων Θεός, ελέησον ημάς».

   Είναι ο προ αιώνων Θεός, ο Οποίος σαρκώνεται «εκ Πνεύματος Αγίου και Μαρίας της Παρθένου». Και σήμερον γεννάται ως Θεάνθρωπος Ιησούς Χριστός, Σωτήρ και Λυτρωτής του κόσμου. ΄Ερχεται στη γη σαν άνθρωπος. «Ενοικεί και εμπεριπατεί» ανάμεσά μας, για να μας σώσει με τη διδαχή Του, με το πάθος και την Ανάστασή Του. Η «προσδοκία των εθνών», η αναμενόμενη ελπίδα του περιούσιου λαού, το κήρυγμα των Πατριαρχών, το όραμα των Προφητών, δίνουν τη θέση τους σ΄ Εκείνον. ΄Ηλθε ο Μεσσίας. «Θεός εφανερώθη εν σαρκί» (Α΄Τιμ.γ΄,16)! Ο Θεός φανερώθηκε με σάρκα ανθρώπινη! Και η Παρθένος Μαρία έγινε η κατά σάρκα Μητέρα του Θεού για « την ωραιότητα της παρθενίας» Της, την καθαρότητα και αγνότητα, το άσπιλο της ψυχής και του σώματος, την υπεροχή Της σε όλες τις αρετές, την αγιότητά Της. Γι’ αυτό αξιώθηκε να γίνει το «κατοικητήριον» του Λόγου και «ο καθαρώτατος Ναός του Σωτήρος». Είναι η Παρθένος Μαρία η προσφορά και η συμμετοχή όλης της ανθρωπότητας και όλης της Δημιουργίας στο Μυστήριο της ενανθρωπήσεως του Θεού.

  Το γεγονός συντελέστηκε μέσα στον λειτουργικό χρόνο και τόπο της Εκκλησίας και γίνεται παρόν, γίνεται «σήμερον». «Εν ημέραις Ηρώδου του Βασιλέως» γεννήθηκε ο Χριστός στη Βηθλεέμ της Ιουδαίας, κατά τον Ευαγγελιστή Ματθαίο, και ο Ευαγγελιστής Λουκάς προσδιορίζει πιο αναλυτικά την εποχή της απογραφής «επί Καίσαρος Αυγούστου… ηγεμονεύοντος της Συρίας Κυρηνίου». Η Εκκλησία μας όμως καλεί τους πιστούς να γίνουν και σήμερα αυτόπτες μάρτυρες και κοινωνοί του μυστηρίου της Θείας Οικονομίας: «Δεύτε ίδωμεν πιστοί πού εγεννήθη ο Χριστός` ακολουθήσωμεν λοιπόν, ένθα οδεύει ο αστήρ…» (Κάθισμα Α΄ στιχολ. Όρθρου Χριστουγέννων).

  Πράγματι για μας «Σήμερον γεννάται εκ Παρθένου ο δρακί την πάσαν έχων κτίσιν…» (Ιδιόμ. Ακολουθίας Μεγάλων Ωρών, θ΄ ΄Ωρα). Σήμερα γεννιέται από Παρθένο Εκείνος, που κρατά στην παλάμη Του την κτίση ολόκληρη .Το ιστορικό δηλ. γεγονός της Γεννήσεως δεν εξαφανίζεται στο απομεμακρυσμένο παρελθόν, αλλά διαφυλάσσεται στην Εκκλησία ως παρόν και αναβιώνεται κάθε χρόνο το μυστήριο της θείας ενανθρωπήσεως. ΄Εγινε και γίνεται για μας: « Τον δι’ ημάς τους ανθρώπους και διά την ημετέραν σωτηρίαν κατελθόντα εκ των ουρανών και σαρκωθέντα εκ Πνεύματος Αγίου και Μαρίας της Παρθένου και ενανθρωπήσαντα» ομολογούμε στο Σύμβολο της πίστεως. Και ο Υμνογράφος εξυμνεί το γεγονός της Γεννήσεως σε παρόντα χρόνο: «Σήμερον ο Χριστός εν Βηθλεέμ γεννάται εκ Παρθένου. Σήμερον ο άναρχος άρχεται και ο Λόγος σαρκούται…»(Ιδιόμ. ΄Ορθρου Χριστουγέννων).

   Ορόσημο για τη λύτρωση του γένους των ανθρώπων είναι η Γέννηση του Σωτήρος Χριστού. Είναι η «Γενέθλιος ημέρα της ανθρωπότητας» κατά τον Μ. Βασίλειο. Η αφετηρία μιας νέας ανθρωπότητας. Και επειδή ο Χριστός «Εκκλησίας σάρκα ανέλαβε», κατά τον ιερό Χρυσόστομο, το σώμα, που πήρε ο Χριστός είναι η Εκκλησία, της οποίας είμαστε μέλη όλοι μαζί. Μέσα στην Εκκλησία μπορούμε να χαρούμε τη μεταμόρφωση και την ανάτασή μας. Γι’ αυτό η Εκκλησία μας πανηγυρικά γιορτάζει τα Χριστούγεννα, τα γενέθλια του Χριστού και της «καινής κτίσεως», της αναδημιουργίας του ανθρώπου. Στο πρόσωπο του Κυρίου ενώθηκε το θείο και το ανθρώπινο. Η ανθρώπινη φύση έγινε κοινωνός «θείας φύσεως». Οι Πατέρες της Εκκλησίας μας επαναλαμβάνουν τη φράση: «…ο Λόγος ενηνθρώπησεν, ίνα ημείς θεοποιηθώμεν». Σκοπός της ζωής του ανθρώπου είναι η θέωση δηλ. η συμμετοχή του στη δόξα του Θεού. Γι’ αυτό τα Χριστούγεννα γιορτάζουμε την πνευματική μας αναγέννηση και, εφόσον θέλουμε, επιζητούμε να προσεγγίσουμε το «παράδοξον θαύμα» με μετάνοια, με κατάνυξη και συντριβή καρδιάς. Να γιορτάσουμε «θεοπρεπώς» το θαύμα, «το πάντων θαυμάτων υπέρτερον» !

   «Ελάτε να εορτάσουμε» μας προσκαλεί ο Ιεράρχης Χρυσόστομος. «Ελάτε να πανηγυρίσουμε… Διότι σήμερα λύθηκαν τα μακροχρόνια δεσμά. Ο θάνατος καταργήθηκε. Ο Παράδεισος ανοίχθηκε… Οι άγγελοι επικοινωνούν με τους ανθρώπους ΄Όλα έγιναν ένα. Γιατί; Επειδή ο Θεός ήρθε στη γη και ο άνθρωπος ανέβηκε στον ουρανό.». Το τραγικό της ζωής όμως του γένους των ανθρώπων είναι η έγνοια πώς θα κερδίσουμε τον επίγειο κόσμο και όχι πώς θα είναι ο Θεός μαζί μας. Σ’ αυτή τη στάση μας οφείλεται όλη η κακοδαιμονία του κόσμου και οι φρικτοί πόλεμοι, που συνταράσσουν τον πλανήτη μας και μάλιστα στους Αγίους Τόπους. Φόβος και τρόμος μάς συνέχει μπροστά στη βαρβαρότητα και την ανθρώπινη θηριωδία. Αμφισβητούνται οι αξίες. Βία, αναρχία και τρομοκρατία, δαιμονολατρεία και ειδωλολατρεία συνθλίβουν την ανθρωπότητα. Παραλύουν οι πνευματικές δυνάμεις του ανθρώπου κι αποδυναμώνεται να πλησιάσει τον Θεό του. Αλλά «Χριστός γεννάται, την πριν πεσούσαν αναστήσων εικόνα». Για να αναστηλώσει από την πτώση και να αναστήσει από τη φθορά και τον θάνατο την πεσούσα ανθρώπινη φύση. Ως πού φθάνει η Αγάπη του Θεού!

   Κι έχει δοθεί στον άνθρωπο η ύψιστη τιμή να αναβιώνει κάθε χρόνο στην καρδιά του το μυστήριο της θείας ενανθρωπήσεως, αν το επιζητεί. Να προσφέρει δηλ. τη φθαρτή του φύση για να γίνει φάτνη, «χωρίον» και «χώρα αχωρήτου». Καλεί τον καθένα μας ο ΄Αγ. Γρηγόριος ο Θεολόγος: «Την Βηθλεέμ τίμησον την μικράν, ή (η οποία) σε προς Παράδεισον επανήγαγε και την φάτνην προσκύνησον, δι’ ης άλογος ων ετράφης υπό του Λόγου». Και στην αβυσσαλέα εποχή μας ηχεί με γλυκύτητα η προσταγή του Αγγέλου στους φοβισμένους ποιμένες εκείνης της ΄Αγιας Νύχτας : «Μη φοβείθε` ιδού γαρ ευγγελίζομαι υμίν χαράν μεγάλην, ήτις έσται παντί τω λαώ, ότι ετέχθη υμίν σήμερον Σωτήρ…». Είναι θεϊκή διαβεβαίωση, που απευθύνεται στον καθένα μας, χωρίς διάκριση φυλής, γλώσσας, καταγωγής, έθνους. Ακόμη κι όταν όλα γύρω είναι αρνητικά, ο ευαγγελικός λόγος «Μη φοβείσθε» διατηρείται επίκαιρος και αναλλοίωτος. Ο Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας Αναστάσιος- μακαριστός σήμερα - έλεγε σε κάποιο χριστουγεννιάτικο διάγγελμα προς τους πιστούς: «Μη φοβείσθε… Ο Πάνσοφος Θεός δεν σταματά να ενεργεί με θαυμαστούς τρόπους, δίνοντας λύσεις και στα πιο σύνθετα και σκοτεινά προβλήματα !».

    Παγκόσμια η χριστιανική εορτή των Χριστουγέννων. Προσφέρει την ελπίδα της ζωής κάθε χρόνο στον άνθρωπο. Την άφθαρτη αισιοδοξία του Ευαγγελίου. « Ο άνθρωπος ημπορεί να λυτρωθή εκ των δεινών, τα οποία συνθλίβουν το είναι του, μόνον εάν θελήση να επικεντρώση εις τον Θεάνθρωπον Κύριον της ζωής την διεσπαρμένην ύπαρξίν του» μας μηνύει ο Πατριάρχης μας κ. κ. Βαρθολομαίος. Κι ανασκιρτά από χαρά η ψυχή μας βιώνοντας το κοσμοχαρμόσυνο γεγονός της Γεννήσεως του Σωτήρος ημών Χριστού. Το φως το ανέσπερο ακτινοβολεί απ’ τη φάτνη διαλύοντας τα αδιέξοδα της τρικυμισμένης ζωής μας, αγιάζει τη σκέψη μας και αναπτερώνει τις ελπίδες μας για την επικράτηση της ειρήνης στην πολυστέναχτη γη μας, διότι « Ο Χριστός εστιν η ειρήνη ημών» (Εφεσ- β΄,14). Κι αν επιμένουν οι ισχυροί της γης να εξουθενώνουν ανενδοίαστα άμαχους ανθρώπους, τον τελευταίο λόγο στην Ιστορία τον έχει πάντα ο Θεός, που φέρνει η δική Του δικαιο

 

 

Παρασκευή 19 Δεκεμβρίου 2025

Ἐγκώμιο στόν ἀνεκπλήρωτο ἒρωτα.

 

Τοῦ Γιώργου Δημόπουλου

«Οἱ πιό ὡραῖοι ἒρωτες εἶναι ἐκεῖνοι πού δέν ζήσαμε» Ναζίμ Χικμέτ  

  Μιά πορτογαλέζα μοναχή, ἡ Μαριάνα Ἀλκοφοράδο, ἀπευθύνει στόν ἀγαπημένο  της, πού τήν ἒχει ἐγκαταλείψει, πέντε γεμᾶτες πάθος καί λυρισμό ἐπιστολές. Πέντε εἰλικρινεῖς καί φλεγόμενες ἐπιστολές, γεμᾶτες ἀγωνία καί ἐλπίδα, προτοῦ ἡ ἀναχώρηση τοῦ ἀγαπημένου της τήν βυθίσει στήν ἀπόγνωση. "Ἂραγε, αὐτή ἡ ἀπουσία, πού ὀ  πόνος μου, ὃσο ἐπινοητικός κι ἂν εἶναι, δέν βρίσκει λέξεις ἀρκετά φρικτές νά τήν χαρακτηρίσει, θά μοῦ στερήσει μιά γιά πάντα αὐτά τά μάτια πού μέσα τους καθρεφτιζόταν τόσος ἒρωτας;" Στόν πόνο της ὃμως καί στό παράπονό της, μοναδική ἀπάντηση ἒχει τήν ἐπίμονη σιωπή τοῦ ἀγαπημένου της.

  Οἱ ταυτότητες δέν ἒχουν καί τόση σημασία. Μόνο μᾶς ἀρκεῖ πού γνωρίσαμε τήν ψυχική ἐρήμωση πού προκάλεσε στήν ἐγκαταλελειμμένη αὐτή ψυχή. Αὐτό πού μᾶς ἀγγίζει εἶναι ἡ ἀφοπλιστική εἰλικρίνεια αὐτῆς τῆς φωνῆς. Οἱ πέντε ἐπιστολές-μονόλογος χωρίς ἀπάντηση- σήμερα θεωροῦνται ὡς οἰ πέντε πράξεις μιᾶς τραγωδίας.  Ἀπό γράμμα σέ γράμμα ἡ μοναχή κερδίζει βαθμιαῖα τήν αὐτοκυριαρχία της, ὣσπου θά ἀποκτήσει τελικά τήν ἱκανότητα νά ἀπαρνηθεῖ τόν ἒρωτά της.

  Μποροῦμε νά κουβεντιάσουμε γιά κάποια θέματα πού καῖνε πολλούς; Γιά ἐκείνη ἡ γυναίκα, (μιλάω ὡς ἂντρας, ἡ μοναχή μίλησε ὠς γυναίκα) πού σέ κάνει νά χάνεις  τά λόγια σου, καί τόν ὓπνο σου; Γιά τόν κρυφό σου ἒρωτα, αὐτόν πού φωτίζει ὃλον  σου τόν κόσμο καί ἡ ζωή ἀποκτᾶ νόημα κι ἀπαντοχή. Τόν ἀσίγαστο, τόν σάρκινο, αὐτόν πού θρέφει ἀπέραντες  μοναξιές καί χαμένα ὂνειρα.

  Ἡ ἀνθρώπινη εὐκολία θέλει νά βλέπει ἀκόμη καί τούς  ἀνεκπλήρωτους ἒρωτες ἒκφυλους. Δέν θέλει νά βλέπει πίσω ἀπό αὐτή τήν «ἁμαρτία» τήν ἀνάγκη, νά φωτιστοῦν τά πρόσωπα ἀπό μακρινά καί ἀπίθανα πεπρωμένα, πρόσωπα  πού κλαῖνε  ἀτελείωτα μές τήν νύχτα.  Κατάφαση τῆς ζωῆς καί τοῦ σώματος, μιά διάφανη ἡδονική κοινωνία εὐχαριστίας καί ἀπροϋπόθετης  λειτουργίας, μέσα σέ ρωγμές, σκιρτήματα ὑπαρξιακῆς σταύρωσης καί ἓνα ξεγύμνωμα ἀπό τίς μεταφυσικές βεβαιότητες.

  Ποῦ καί πόσο νά χωρέσει αὐτό τό θαῦμα τῆς συνδιαλλαγῆς, ὃταν καμμιά καινούργια μέρα δέν ἀνθίζει δίχως τήν θύμηση τῆς ἀγαπημένης;  Πάντα ὑπάρχει ἓνας τρόπος νά ρεμβάζει κανείς στήν ἀβεβαιότητα τοῦ ἒρωτα. Ἒχει  πάρει τό μήνυμα; Ἀλλά πιό μήνυμα, τό ἀνεπίδοτο;  Πῶς νά εἶναι τό ἐσωτερικό τοῦ σπιτιοῦ της, πῶς ἀνεβαίνει στίς σκάλες, πῶς εἶναι ἡ τραπεζαρία της,  εἶναι ὃπως φαίνεται, ἒχει παραξενιές, ξέρει νά μοιράζεται, εἶναι μεγαλόψυχη, συγχωρεῖ, φοβᾶται τήν ρήξη, ἀφουγκράζεται δονήσεις, πῶς εἶναι ὡς μάνα, ποιά κείμενα τῆς ἀρέσουν, τά δικά μου πῶς τά κρίνει;…        Ἓνας ἀπλός της δρασκελισμός, ἂν τό γνώριζε, ἂν συμφωνοῦσε νά ψηλαφίσει τήν κατάθεσή μου, καί ἂς μήν συμφωνοῦσε. Ἀπό τό σπίτι της στό σπίτι μου μιά θυσία δρόμος. Οὒτε ἂγχη οὒτε ἀγωνίες, μέ  τήν λάμψη τοῦ σώματος στήν  ὡραιότητα τοῦ ἀνεκπλήρωτου, ἀλλά μή μιαροῦ, μή αἰσχροῦ.

   Ὀνειρεύομαι ἓνα τοπίο σπαρακτικῆς ὀμορφιᾶς, κάτω ἀπό ἓναν ἣλιο πού λούζει καί καταυγάζει τά πάντα, μιά θαλπωρή,  μιά ἀνταύγεια ἀγάπης πού κυοφορεῖ τήν ζωή, στήν ἀνακαινιστική ἐνέργεια της. Στούς ἀνίσχυρους ὢμους τοῦ ἀνεκπλήρωτου ἀκουμπᾶ ὃλος ὁ κόσμος, καί σέ κάθε σκέψη φυτρώνει ὁ σπόρος τῆς ἀγαθότητας. Ἡ περιπέτειά του ἀποδομεῖ. Δέν εἶναι σχέση. Παρά ταῦτα εἶναι παραγωγή τῆς ἀλήθειας. Περνάει ἀπό τό ἐπίπεδο τῶν παθῶν χωρίς νά ἀκυρώνει τίποτα στήν σφαίρα τῆς  κοινωνικῆς διάστασης.

  Γερνῶντας καί γέρνοντας στό προχωρημένο, αἰσθάνομαι πιό ἒντονη τήν μυρουδιά τῆς περγαμοτιάς μου, ἀνάκουστη, δέν εἶναι ἒκτακτη,  μόν’ εἶναι σαφῶς πιό ἒντονη, ἲσως δέν τό εἶχα προσέξει.

 Ὃσο καί νά ἀερίζω τό σπίτι ἡ παρουσία τῆς μυρουδιάς της παρούσα, θαῦμα στό δωμάτιο τό ἂρωμά της, χωρίς νά ἒχει ἒρθει ἒστω καί μιά φορά σπίτι.  Δυσανάγνωστα γιά ὃλους τούς ἂλλους, εὐανάγνωστα γιά μένα. Ἡ ἁφή τοῦ βλέμματος, ἡ ἀνεξίτηλη βαφή, ἡ ἐλπίδα πού ἐξοντώνει .

  Ἂμποτες καί  ἒχανε τόν δρόμο της καί ἐρχόταν σπίτι, ἀφοῦ γνωρίζει πού μένω. Καί  ἀπ’ ἒξω νά περάσει, καί νά μήν γνωρίζει τήν διεύθυνση θά μυρίσει τίς ἀναθυμιάσεις τοῦ τάματος καί τῶν εὐχῶν, ἀφοῦ μέ διεκδικεῖ ἐξ ὁλοκλήρου, καί θά καταλάβει ποῦ μένω.

  Δέν τήν ἒχω δεῖ πῶς προσκυνᾶ τίς εἰκόνες γιά νά δῶ πῶς φιλᾶ, ἀλλά δέν μέ  ἐνδιαφέρει, μοῦ ἀρκεῖ πού τήν φαντάζομαι. Ὁ ἒρωτας λέν’ εἶναι γιά τούς ἐφυεῖς καί τούς τρελούς. Κινοῦμαι ἂνετα στό χῶρο τῶν τρελῶν.

  Πῶς νά γίνει κατανοητό ἀπό τόν ἀνθρωποφάγο  εὐσεβισμό  καί τήν ἀνίερη «ἁγιασύνη» τῶν ἀνέραστων τῆς ἐκκλησιαστικῆς θέσμισης ἀφοῦ ἡ ἠθικιστική ἐνοχική περιβολή τοῦ σώματός τους ἒχει δολοφονήσει τήν ἐρωτική μέθεξη; Ἀφοῦ ἡ νοσηρή τους παθολογία ἐναντιώνεται στήν σεξουαλικότητα; Αὐτό πού ἀξίζει εἶναι αὐτό πού  ἓπεται καί αὐτό εἶναι ὁ ἒρωτας καί εἶναι αὐτό τό μόνο πού δίνει στήν  παρουσία του διάρκεια ἒως τά ἒσχατα. Τόπος καί τρόπος ὑποδοχῆς, ὁ ἒρως.

  Ἡ ἁφή του οἰκεία σέ ὃλους, ἀκόμη καί στά πρόσωπα τῶν «ἀψεγάδιαστων»· ἡ εὐγένεια τοῦ σώματος καί τῆς ψυχῆς πάνω ἀπό τήν ἁγιασμένη ἀθλιότητα. Ὁ ἒρωτας εἶναι φτιαγμένος ἀπό ἱδρῶτα κι ἀστέρια. Μοσχοβολᾶ νοτισμένο χῶμα, καί μεταδίδει μέσα ἀπό τό μεθυστικό και δυνατό ἂρωμά του τό ἀνήκεστο τοῦ θανάτου: «κραταιά ὠς θάνατος ἡ ἀγάπη». Ὁ ἒρωτας ταπεινώνει καί σταυρώνει.  Ἒχει μια ἂρρητη νεανική φλόγα, ἐμπεριέχει μιά εὒγλωτη προσωπική πείνα καί δίψα γιά συνάντηση καί συμπόρευση, μιά ριψοκινδύνευση στήν  μεγάλη ἀβεβαιότητα τῆς ζωῆς. Τίποτε δέν μπορεῖ να ἰσοπεδώσει ὁ ποιμαντικός ἠθικισμός. Πάντα θά ἐπανέρχεται καί θά ἐπενεργεῖ στίς ἀνθρώπινες σχέσεις ἀκόμη καί ὁ φτηνός, ὁ ἒκφυλος, αὐτός τοῦ πορνείου, ὃσο κι ἂν δέν ταιριάζει στήν ψυχοσύνθεση κάποιων, καί ἒχει ἀπορριφθεῖ ὡς διαδικασία, γιατί ὑπεισέρχεται ἡ ἀπρόσωπη συναλλαγή. «Τόσα  δίνω,  πόσα θές;». (Σέ τί διαφέρει ἡ προίκα;).  

  Δέν περνάει άπό τό μυαλό κανενός νά πετάξει τόν ἐρωτά του στά σκουπίδια ὡς ἀνεπίδοτο. Θά τό βροῦν οἱ τοῦ ἀπορριματοφόρου καί θά τό περάσουν γιά διαμάντι. Ὃπως δέν πετιέται τό χαμόγελο. Πάντα θά ὑπάρχει ἡ ἐπιθυμία πού θά σέ κάνει νά διαστρεβλώνεις τήν πραγματικότητα, προκειμένου νά δεῖ ἡ καρδιά σου αὐτό πού διακαῶς θέλει. Ἐξ ἂλλου τά πράγματα μᾶς βρίσκουν ὂταν εἲμαστε ἒτοιμοι νά τά ὑποδεχτοῦμε, ἰδίως ὁ ἒρωτας.

 

«Ποῦ πᾶνε τά βλέμματα ὃταν δειλιάζουν;

Ποῦ πᾶνε τά χέρια ὃταν δέν ἀγκαλιάζουν;

ὁ λόγος ὃταν δέν ἀναστατώνεται, καί δέν ἀναστατώνει;

Ἡ φωνή ὂταν πιά δέν ἀκούγεται;» (Δέν θυμᾶμαι ποιός τό ἒχει γράψει)