Του π. Βασιλείου Θερμού
Παρά τα αμέτρητα βιβλία που διαβάζουμε, τα πάμπολλα κηρύγματα που ακούμε, τις άπειρες φορές που εξομολογούμαστε και κοινωνούμε, γιατί δεν μετανοούμε; Τι φταίει και δεν αλλάζουμε πραγματικά; Γιατί μερικοί άνθρωποι αλλάζουν με ένα κήρυγμα ή με μια εξομολόγηση μόνο, που τους μεταβάλλει όλη τους τη ζωή; Τι είναι, τέλος πάντων, αυτή η μετάνοια; Πως πλησιάζεται και πως κατακτιέται; Γιατί οι κληρικοί είμαστε οι πιο δύσκολοι σε μετάνοια απ όλους; Ίσως θά ‘πρεπε ν αρχίσουμε από την τελευταία ερώτηση.
Στα χρόνια του Χριστού οι πιο δυσκίνητοι προς μετάνοια ήταν οι θρησκευτικοί άνθρωποι και οι πιο πρόθυμοι ήταν οι κοσμικοί. Έχει κάτι ο τρόπος που θρησκεύουμε ώστε να μας εμποδίζη από το να μετανοήσουμε; Ποιό είναι το σκουλήκι που κατατρώγει την ψυχή μας και απομυζά την επιθυμία μας; Πως καταφέραμε να βάλουμε τον εαυτό μας σ' αυτό το οξύμωρο; Οι ράθυμοι και αμελείς κοσμικοί, όσοι έχουν ενδώσει σε πάθη πολλά και σκληρά, τελικά βρίσκουν πιο εύκολα το δρόμο για τον Θεό. Οι εγκρατείς και αυτοκυριαρχημένοι, όσοι αρνήθηκαν χαρές του κόσμου υποτίθεται για την αγάπη Του, τους είναι πιο δύσκολο να Τον αγαπήσουν.
Εκείνοι που χρησιμοποίησαν αδέξια και καταστροφικά την αγαπητική τους δύναμη φτάνουν κάποτε να το δουν και βρίσκουν το κουράγιο να τ' αλλάξουν. Εκείνοι που δεν είχαν το «προνόμιο» ν' αμαρτήσουν πολύ, αγνοούν ότι δεν αγαπούν. Και φαίνεται ότι όποιος δεν μπορεί ν αγαπήση γίνεται ανίκανος να μετανοήση.
Μήπως εκεί βρίσκεται η απάντηση; Μήπως η σημερινή μας εκκλησιαστική οικογένεια, όπως ακριβώς και η παλιά ιουδαϊκή, συγκροτήθηκε μ' αυτό βασικά το σκεπτικό και μ' αυτή την πρόθεση: ν' απομονώση τον Θεό και τον άνθρωπο από την αγάπη μας; Μήπως ειδικά εκείνοι που πάσχουν από αναπηρίες της αγάπης είναι που αποφασίζουν να γίνουν «πιστοί»; Αν είναι έτσι, η θρησκευτικότητα που γεννιέται αυτονόητα εμποδίζει τη μετάνοια.
Υπάρχει και μια άλλη, εξ ίσου φρικτή υποψία. Πως οι θέσεις που κατέχουμε σήμερα οι «εκκλησιαστικοί» και οι «κοσμικοί» είναι αντεστραμμένες, πως η φυσιολογική μας θέση είναι ανάποδα. Απλώς έτυχε να γεννηθούμε στην απέναντι όχθη. Και οι πρώτοι βαλθήκαμε να συγυρίζουμε όπως όπως το χάος μας για να το κάνουμε να δείχνη με το ζόρι βυζαντινός ναός. Οι δε άλλοι να στήνουν αυτοσχέδια και άτεχνα θυσιαστήρια μέσα στο τσαντήρι τους.
Επειδή δεν αντέχουμε να ομολογήσουμε ποιος είναι ο πραγματικός φυσικός μας χώρος, χτυπάμε τους «κοσμικούς» για να χτυπήσουμε αυτό που θέλουμε να ξορκίσουμε μέσα μας. Και με το να τους χτυπάμε κλείνουμε το δρόμο στη μετάνοιά μας, αρνούμαστε να δούμε κατάματα τον Άδη μας. Κι έτσι ο άλλος γίνεται η κόλασή μας: ο «αδιάφορος» σύζυγος για την «πιστή» γυναίκα, το «άσωτο» παιδί για τον «ευσεβή» πατέρα, οι «ανήθικοι» νέοι για τον ευσυνείδητο ιεροκήρυκα, οι «εχθροί» της Εκκλησίας για τον δραστήριο επίσκοπο και πάει λέγοντας.
Είμαστε κοσμικώτεροι και από τους κοσμικούς. Ζηλεύουμε την ελευθερία τους και τις απολαύσεις τους, πόθος μας είναι η εξουσία πάνω στις ψυχές των πιστών σαν ζηλότυποι εραστές τους, η πολιτική με το ήθος της είναι η ανομολόγητη δίψα μας. Στα αμαρτήματα που έχουμε ιεραρχήσει ψηλά στην κλίμακα της βαρύτητας (σαρκικά) η κατάσταση βρίσκεται υπό έλεγχο (αν και τελευταία κι αυτός έχει αρχίσει να χαλαρώνει).
Σ' εκείνα όμως που αυθαίρετα τα τοποθετήσαμε χαμηλά και γι' αυτό τα καταστέλλουμε λιγότερο (ναρκισσισμός, εξουσία, αντιπάθεια) αποκαλύπτεται που πραγματικά βρισκόμαστε και ξεσκεπάζεται η σαθρότητα του οικοδομήματος. Δεν μετανοούμε διότι ο ψυχισμός μας δεν ζει την Εκκλησία ως φυσικό του χώρο. Δεν θέλει να στερηθεί αυτά που κρυφά επιθυμεί (και που έτσι κι αλλιώς δεν θα τα έχη ποτέ, αυτός είναι ο παραλογισμός). Ο Freud είχε δίκιο όταν υποστήριζε ότι καταδίκη μιας καταστάσεως σημαίνει την ασυνείδητη επιθυμία της: ο φαρισαίος περιφρονούσε τον τελώνη διότι ζήλευε όσα είχε κάνει.
Ζούμε σε λάθος χώρο, κάνουμε λάθος κληρικούς, έχουμε λάθος «άσωτους». Τριγύρω μας κυκλοφορούν κάθε μέρα πλήθος αληθινών ανθρώπων που θα άξιζαν να είναι συνειδητά πιστοί, που θα έπρεπε να είναι οι κληρικοί μας. Και πολλοί από μας δεν είμαστε ακόμη έτοιμοι ούτε για κατηχούμενοι. Στα διαλείμματα των εκκλησιαστικών μας μηχανορραφιών εξομολογούμε τους ξέμπαρκους που κλαίνε αληθινά και που μετά δεν συνεχίζουν συστηματική πνευματική ζωή. Δεν ξέρουν γιατί, αλλά πάντως κάτι δεν τους εμπνέει να συνεχίσουν.
Λάθος κίνητρα με λάθος σκοπούς, τι πιο φυσικό ανάμεσά τους να ξεφυτρώνουν λάθος κριτήρια για τις ιερατικές κλίσεις. Οι κληρικοί δυσκολευόμαστε περισσότερο απ' όλους να μετανοήσουμε διότι το μεγαλύτερο υπαρξιακό μας ψέμα είναι η ίδια μας η ιεροσύνη. Δεν έχουμε το ψυχικό σθένος, ούτε ν' απαρνηθούμε από πριν τα πλεονεκτήματα που μας προσφέρει, ούτε έστω να το ομολογήσουμε κατόπιν εορτής.
Η Εκκλησία μας αρνείται να μετανοήσει διότι σ' αυτή την περίπτωση θα έπρεπε ν' αρνηθεί τον εαυτό της και ν' αρχίσει να οικοδομή μία άλλη Εκκλησία. Θα χρειαζόταν να μαζέψει κόσμο από «τας οδούς και τας ρύμας» οι οποίοι θα έκαναν το σημερινό εκκλησίασμα «κυρίων» να δυσφορήσει. Δηλαδή θα χρειαζόταν να πάρει ριζικές αποφάσεις. Τώρα οι αποφάσεις αυτές αναβάλλονται επ' αόριστον. Μέχρι τότε που ο Θεός θα διαλέξει το δικό του τρόπο για να μας εξαναγκάσει σε μετάνοια.
Ίσως περιμένει να έχει ειπωθεί προηγουμένως κάθε ωραίο κήρυγμα περί μετάνοιας που μπορεί να ειπωθεί. Μέχρι τότε θα πρέπει να παραδεχθούμε κατά πρόσωπο ότι δεν επιθυμούμε να μετανοήσουμε. Και να μετανοούμε γι' αυτό».