Παρασκευή 22 Δεκεμβρίου 2023

Ήχοι εύηχοι, αρμονικοί και απροσπέλαστοι….

 Του Βασίλη Δαμιανάκη

 Από την Τήνο της Μεγαλόχαρης ως την Πάτμο της Αποκάλυψης του Ιωάννη

 

  Στο πισωγύρισμα του χρόνου, σταθμεύει ο νους νοσταλγικά σε ήχους μοναδικούς που παραμένουν το ίδιο εύηχοι, αρμονικοί και απροσπέλαστοι στα καλντερίμια των εφηβικών διαδρομών, των πιο ξέγνοιαστων περιπλανήσεων. Αυτοί οι ήχοι μεταπλάθουν την εικόνα της στιγμής με τέτοιο τρόπο, ώστε όταν ξυπνούν οι μνήμες, ζωντανεύουν χορεύοντας στους ρυθμούς αυτών των ήχων. Δε θα σταθώ σ’ αυτό το κείμενο σε ήχους μουσικών οργάνων, επειδή αλήθεια μπούχτισα απ’ αυτούς… Δε θα σταθώ ούτε στους ήχους καλοφωνάρηδων ψαλτάδων και τραγουδιστάδων, αφού μου φαίνεται ότι θα συνταυτιστώ με το : …η λέξη είναι μία : ησυχία !

  Αν και ήταν όμορφα στη Σχολή της Τήνου, κάποιοι γινόντουσαν υπερβολικοί – άγνωστο γιατί- λέγοντας ότι κακοπερνούσαν κι ότι δήθεν δεν άντεχαν και θα έφευγαν. Αφορμή για περαιτέρω σχόλια πάνω σε ό,τι είχε να κάνει με την υποτιθέμενη κακοπέραση έδωσε και το ακόλουθο συμβάν.

  Εκείνη τη χρονιά ο διευθυντής εκτός από τις κότες που είχε στο πίσω μέρος της Σχολής, φρόντισε να πάρει και δυο χοιρίδια που σοφά μάλιστα σκέφτηκε να τα ταΐζει με τα αποφάγια των οικότροφων σπουδαστών. Ο Κιοστέρης ο Μανόλης είχε πάει να καπνίσει κρυφά στα πευκάκια ένα πρωινό Σαββάτου και μας περιέγραψε τι είδε ιδίοις όμμασι, αφού ακούσαμε το μουγκρητό του γουρουνιού από το γήπεδο του μπάσκετ και μαζευτήκαμε να δούμε τι είχε συμβεί. Είδε ο Μανόλης το γουρούνι να τινάζει το πίσω δεξιό του πόδι προς τα πίσω, σαν να ετοιμάζονταν να πάρει φόρα. Κι όντως πήρε φόρα, έτρεξε μερικά μέτρα και χτύπησε τη γουρουνοκεφαλή του γερά στον τοίχο κάτω από τα μαγειρεία, κι αφού μούγκρισε με ό,τι δύναμη του είχε απομείνει παραπέμποντας σε …. κύκνειο άσμα, ξεψύχησε μερικά λεπτά αργότερα. Ανέλαβε το παιδί για όλες τις δουλειές, ο Μαθιός ο Μαραυγάκης, τον άχαρο ρόλο του χασάπη στο δύσμοιρο τετράποδο απολεσθέν αδόξως χοιρίδιο… Μείναμε να θαυμάζουμε το γεγονός, λες και ήμασταν παριστάμενοι σε κηδεία ανθρώπου που είχε αυτοκτονήσει. Ο Δερμίτζος ο Κασσανιώτης, επηρεασμένος απ’ αυτό, θέλοντας να στηρίξει τους υποτιθέμενους κακοπαθούντες της Σχολής, σχολίαζε με μανία: « Ορίστε… Καλά σας το ‘λεγα εγώ. Ούτε οι χοίροι δεν κάνουνε ραχάτι επαέ μέσα. Να τα ξέτελά του ( το τέλος του). Δεν άντεξε κι αυτοκτόνησε…». Ο ήχος από το μουγκρητό του χοίρου που προορίζονταν για το χριστουγεννιάτικο τραπέζι του… Μπάρμπα, καλά κρατεί στη θύμησή μου με σπάνιο παραλήρημα…

  Η 17 η Δεκεμβρίου είναι η ημερομηνία που σαν δάσκαλος όποτε τη γράφω στον πίνακα με ταξιδεύει στη 17 η Δεκεμβρίου του 1993, ημέρα Παρασκευή. Όλη τη βδομάδα υπήρχε αναστάτωση στην Εκκλησιαστική Σχολή της Τήνου, καθώς οι μετεωρολογικές προγνώσεις κάνανε λόγο για έντονα καιρικά φαινόμενα παραμονές των Χριστουγέννων, με αποτέλεσμα να κινδυνεύουμε να μείνουμε αποκλεισμένοι στο ευλογημένο νησί και να μην πάμε ο καθείς στον τόπο του για τις χριστουγεννιάτικες διακοπές. Ο διευθυντής δεν έπαιρνε από λόγια κι άδικα προσπαθούσαν να τον μεταπείσουν οι του δεκαπενταμελούς συμβουλίου, με προεδρεύων τον Σιδέρη. Μεσοβδόμαδα με ρωτά ο κ. Δημόπουλος (Σχολάρχης) το απόγευμα καθώς είχα πάει να παραδώσω τις εισπράξεις της ημέρας από την καντίνα και περνούσα από το γραφείο του : « Τι λες ρε Βασιλάκο; Να τους αφήσουμε να φύγουνε νωρίτερα κατά την Παρασκευή; ». Μαζεύτηκα αρχικά. Ήτανε το μόνο πράγμα που δεν περίμενα να ακούσω. Ήξερα ότι με συμπαθούσε ο ….Μπάρμπας. Με εμπιστεύονταν και εκτιμούσε την ειλικρίνειά μου. Μα να ζητά τη γνώμη μου για ένα τόσο σοβαρό ζήτημα που είχε να κάνει με το κλείσιμο της Σχολής τόσες μέρες νωρίτερα; Αφού μ’ ανέβασε στα πιο ψηλά σκαλοπάτια μ’ αυτή την ερώτηση, λαμβάνοντας κι εγώ υπεύθυνη στάση και θέση έναντι του προβληματισμού του, απάντησα σαν να ήμουν μέλος του Συλλόγου Διδασκόντων της Σχολής με την πρέπουσα σοβαρότητα: « Να τους αφήσουμε κύριε, να τους αφήσουμε. Αλλά να μην βρούμε και το μπελά μας… Ξέρω κι εγώ;». Κι εκείνος που φαινόταν να είχε πάρει την απόφαση αρκετά πιο νωρίς μου επισήμανε : « Λέω να τ’ αφήσουμε μορέ τα μουρλά, αλλά μην πεις σε κανένατίποτα ακόμα και τους ξεσηκώσεις, γιατί αύριο έχουμε μάθημα ». Βγήκα από το γραφείο συγκρατημένα με την καρδιά μου να πάει να σπάσει από χαρά, μα πού να κρατήσω το μυστικό… Σε αυτές τις περιπτώσεις όλοι νομίζω αντιδρούμε το ίδιο. « Σιδέρη θα σου πω μ… κάτι, αλλά δε θα πεις σε κανένα τίποτα. Εντάξει; Την Παρασκευή φεύγουμε. Νέτα…» Η ίδια τακτική ακολουθήθηκε κι από τον Σιδέρη στη συνέχεια, ώσπου το μάθανε όλοι και η συνέχεια ήταν η αναμενόμενη…

   Θα αναρωτηθεί ο αναγνώστης. Ο ήχος στο συμβάν που είναι; Το ωραιότερο εγερτήριο στη Σχολή εκείνη τη χρονιά ήταν όταν το πρωί της μέρας που θα ταξιδεύαμε για τις χριστουγεννιάτικες διακοπές, περνούσαν από τους θαλάμους οι κάπως πιο παλιοί μαθητές - έχοντας βέβαια περισσότερα προνόμια και πάσης φύσεως αξιώματα όπως για παράδειγμα οι επιμελητές- και χτυπούσαν τις κατσαρόλες του μάγειρα Μπον με τις κουτάλες ρυθμικά και παράλληλα ψέλνανε τα κάλαντα. Ο Ηρακλής σκεφτόμουν χτύπησε τα κρόταλα της θεάς Αθηνάς για να διώξει τα φοβερά, ανθρωποφάγα πουλιά, τις Στυμφαλίδες Όρνιθες από τη Στυμφαλία λίμνη, εκπληρώνοντας έτσι άλλον έναν άθλο που του είχε αναθέσει ο ξάδερφός του ο Ευρυσθέας. Κάπως έτσι ήθελαν μου φαίνεται να μας ξαποστείλουν κι εμάς οι… Εβδομίτες. Οι ήχοι απ’ αυτές τις κατσαρόλες ακόμα και σήμερα με ταξιδεύουν εκεί, στην Τήνο, στη Σχολή αναπολώντας εκείνα τα χρόνια….

  Ώρα μεσημεριανού σιωπητηρίου. Το πειραχτήρι ο Χαραλαμπόπουλος, πήγε και τράβηξε όλα τα καζανάκια από τις τουαλέτες που ήταν στους πάνω θαλάμους, κάτω από το θυρωρείο. Ακούγονταν τα νερά που τρέχανε, λες και ήταν χείμαρρος. Ο Μοσχόβης που ήταν μισοκοιμισμένος, άπλωσε τα χέρια του κάτω από το κρεβάτι και παραμιλώντας είπε το εξαίσιο για την περίσταση, ακούγοντας τα νερά από τα καζανάκια που συνεχώς έτρεχαν: «Τι έγινε ρε; Πλημμυρίσαμε;»….

   Παραμένοντας στον ήχο από πτώση υγρού στοιχείου, θυμήθηκα τον συμμαθητή που μ’ έβαλε να κάνω τον τσιλιαδόρο, καθώς είχε ραντεβουδάκι μεταμεσονύχτιο στα σκαλοπάτια του Δημοτικού Σχολείου, νοτίως του οικοτροφείου. Κι ενώ όλα πήγαιναν κατ’ ευχήν και το ζευγαράκι τσιλιμπούρδιζε ζώντας και απολαμβάνοντας εφηβικά κι ερωτικά σκιρτήματα, άκουσα τη νεανίδα να ρωτάει κάπως τρομαγμένη το …αμόρε της δηλ. τον συμμαθητή μου. «Καλά δε φοβάσαι μη σκάσει μύτη κανένας Δημόπουλος ή κανένας παπά Γιώργης και μας κάνουν τσακωτούς;» Ο σεβντάς σε κάνει να ξεχνάς και φιλίες και ασφαλώς να μην εκτιμάς την εμπιστοσύνη και το ρίσκο που παίρνει κάποιος προκειμένου να σε καλύψει. Ο συμπαθέστατος κατά τα άλλα συμμαθητής, τυφλωμένος μάλλον από το …πάθος αδιάφορα την καθησύχασε με τα παρακάτω: « Μην ανησυχείς. Έχω το μ…. τον Δαμιανάκη από πάνω κι έχει τον νου του και γι’αυτό είμαι άνετος». « Α… είμαι και μ… που σου κάνω πλάτες κι ερωτοτροπείς ε; Εδά θα σου πω εγώ…» σκέφτηκα. Έφυγα γυρνώντας με έναν κουβά του σφουγγαρίσματος γεμάτο νερό, που τον εκσφενδόνισα κατά πάνω τους και τους έκανα… λούτσα. Ζεϊμπέκης ένιωσα για το κατόρθωμά μου και μέχρι σήμερα δεν έχω μετανιώσει γι’ αυτή μου την πράξη. Τράβηξα για το θάλαμο κι εκεί όλοι ξέρανε το κατόρθωμά μου. Τους είπα να κάνουν τους κοιμισμένους, αλλά ήταν απόλαυση η στιγμή που μπήκε ο συμμαθητής και παραπονέθηκε για το κουβαδίδι που έφαγε μισοκλαίγοντας με τα παρακάτω :« Ρε σεις τι κάνατε; Με κάψατε… πώς θα πάει τώρα η άλλη στο σπίτι της ; Δαμιανάκη μη μου κάνεις τον κοιμισμένο….». Με πρόδωσε το θεαματικό γέλιο του… γκασμά συμμαθητή μου, του Μυτιληνιού, Γανως Αριστείδ από το Πλωμάρ Μυτιλήνς…

  Η μελέτη λόγω της ζέστης τον Ιούνιο πριν τις εξετάσεις γίνονταν έξω, υπαίθρια. Βολιδοσκοπούσαν ανά τακτά χρονικά διαστήματα οι εκάστοτε επιμελητές, ελέγχοντας αν οι μαθητές διάβαζαν. Κάποτε ο Αμαργιαννίτης Στέφανος Φουκάκης, βάλθηκε να τρελάνει τον πιο σχολαστικό επιμελητή, τον Βασίλη Μονόλιθα. Με την άκρη του ματιού του αντελήφθη ότι ο Μονόλιθας τον παρακολουθούσε για να δει αν διαβάζει. Εκείνη την ώρα περνούσε μια κότα από εκείνες που είχε ο διευθυντής στο πίσω μέρος. Κι αρχίζει ένας συναρπαστικός διάλογος μεταξύ κότας και Φουκάκη. « Πώς σε λένε κοκόνα μου; Άστα έχω πολύ διάβασμα σήμερα. Δεν είμαι για βόλτα » Παρά ήταν πειστικός ο Φουκάκης, αλλά και η κότα λες και της είχαν δώσει καλαμπόκι για να παίξει για την περίπτωση. Ήσυχα ήσυχα κακάριζε κι έμοιαζε ότι επικοινωνεί με το Φουκάκη. Κι αυτός συνέχιζε :« Έχεις κι άλλα αδέρφια; Κάθε πότε κάνεις αυγό; Μην πεις σε κανένα ότι μιλάμε. Εντάξει;». Δε μίλησε ο Μονόλιθας, παρά μόνο κούνησε το χέρι του σαν να ήθελε να πει; « Ω! τον καημένο…του σάλεψε από το πολύ διάβασμα». Το βράδυ στη τραπεζαρία δεν τ’ άφησε ασχολίαστο: « Πάτε καλά; Είναι διάβασμα αυτό που κάνετε; Ο ένας ξεψειρίζεται όλη την ώρα και σπα τα κονίδια πάνω στο θρανίο, ο άλλος καπνίζει, ο άλλος πάει στην τουαλέτα και ξεχνά να βγει έξω. Κι έχουμε και τον Φουκάκη που άκουσον, άκουσον…. συνομιλεί με τις κότες… Βρε είστε μουρλά;».

  Ο ήχος πάντως από το κακάρισμα της κότας έδινε την εντύπωση ότι πράγματι καταλαβαινόντουσαν κι επικοινωνούσαν απόλυτα… Ήχοι σαν εκείνους του χοιρίδιου που… αυτοκτόνησε, της κότας που κακάριζε στους ρυθμούς της κουβέντας που της είχε ανοίξει ο Φουκάκης, τις κατσαρόλες που προμήνυαν το φευγιό μας για χριστουγεννιάτικες διακοπές, αναπολώ κι από τα δυο χρόνια που φοίτησα στην Πατμιάδα Εκκλησιαστική Σχολή. Στην Πάτμο εκτός του ότι φοίτησα στη Σχολή, εργάστηκα και στο Ιερό Σπήλαιο της Αποκάλυψης του Ιωάννη με την ιδιότητα του ιεροψάλτου, του ξεναγού και του φύλακα. (Δεν επέτρεπα την είσοδο στον ιερό χώρο στους… μη ευπρεπώς ενδεδυμένους).

  Κυριακή μεσημέρι στην τραπεζαρία στης Σχολής ενώ τρώγαμε, μια μύγα φτεροκοπούσε και ζουζούνιζε πάνω από το κεφάλι του Σχολάρχη μας του κυρίου Μελιανού και είχε γίνει τόσο ενοχλητική, που δεν τον άφηνε να φάει. Μάταια προσπαθούσε να τη διώξει, καθώς εκείνη εξακολουθούσε να τον περιτριγυρίζει. Τη μύγα και τη βλέπαμε και την ακούγαμε. Ξάφνου ακούμε το Σχολάρχη να προστάζει τη μύγα: « Μύγα φύγε επιτέλους, άσε με να φάω και πήγαινε στον Παναγιώτη». Φτερούγισε η μύγα και ως διά μαγείας πήγε αμέσως πάνω από το κεφάλι του Πατρινού μαθητή της εβδόμης τάξης, Παναγιώτη Καπανδρίτη και συνέχισε το ζουζουνοφτερούγισμα πάνω από το κεφάλι του. Θαυμάσαμε που ως και τα έντομα υπακούγανε στις προσταγές του σχολάρχη μας….

  Τα ποδοβολητά μαθητών της Σχολής με ξύπνησαν κάποτε μες στα άγρια μεσάνυχτα. Υπήρχαν μαθητές που έβαζαν ξυπνητήρι, για να πάνε να καπνίσουν μεταμεσονύχτιες ώρες, τότε που οι επιμελητές κοιμούνταν, ενώ κι ο διευθυντής απουσίαζε. Σε ξαφνική έφοδο του Μελιανού πιάστηκαν στα… πράσα κάμποσοι μαθητές και το πλήρωσαν ακριβά. Ένας απ’ αυτούς κάπνιζε μέσα στις τουαλέτες και φυσούσε προς τα πάνω, με αποτέλεσμα ένα σύννεφο καπνού να έχει απλωθεί στις τουαλέτες. Τον έκανε κι εκείνον τσακωτό. Την άλλη μέρα στην προσευχή που μοίραζε αποβολές στους κρυφοκαπνιστές, έκανε ιδιαίτερη μνεία στο μαθητή που κάπνιζε μέσα στην τουαλέτα. « Ο κύριος Σ…… κάπνιζε μέσα στον καμπινέ με τα …σκατά. Βέβαια! Σκατοτσιγάρο έκανε…». Πού να μη γελάσεις….

   Ενοχλητικός ήχος αν και απολύτως ρυθμικός ήταν το ροχαλητό μαθητού της Σχολής της Πάτμου, που σήμερα πρωτοσυγκελεύει και πέρα από το ροχαλητό του, μου ήταν αρκετά συμπαθής. Στρουμπουλό παιδί καθώς ήταν, όταν ήρθε στη Σχολή ντρεπόταν και ήταν πολύ μαζεμένο. Ρωτάει την ώρα που τρώγαμε στην τραπεζαρία την πρώτη μέρα που ήρθε: « Ρε παιδιά εδώ όταν θέλει κανείς να κάνει μπάνιο, πώς το κανονίζετε;». Ο Γκάτσος από την Αλίαρτο Βοιωτίας πήρε σοβαρό ύφος και με την πειστικότητα να χτυπάει κόκκινο απάντησε εκ μέρους όλων μας:« Να… μπαίνουμε όλοι μαζί μέσα σε ένα τεράστιο μπάνιο, ξεβρακωνόμαστε και τρίβει ο ένας την πλάτη του άλλου με το σαπούνι κι έτσι επιτυγχάνουμε το αλληλοκαθάρισμα». Μέχρι να τ’ ακούσει ο Ζ….. έγινε Λούης για να πάει να τηλεφωνήσει στον πατέρα του να έρθει να τον πάρει να φύγουνε.

  Το ρυθμικό ροχαλητό του συμμαθητή μου, αγνόησα να το καταμετρήσω να δω πόσα ….ντεσιμπέλ έπιανε. Ένα είναι το σίγουρο, Ότι μια μέρα εκεί που κοιμόνταν πολύ βαριά, κατά την εισπνοή τραβούσε μέρος της κουρτίνας που κρέμονταν, κάνοντάς τη να κυματίζει ελαφρώς και κατά την εκπνοή μαζί με την κουρτίνα που εκτοξεύονταν έτριζε και το μισοραγισμένο τζάμι μιας πόρτας που έβλεπε έξω προς το μονόζυγο. Όταν πήγε σε άλλο θάλαμο, μόλις πήγαινε να κάνει τα ίδια, του παίρνανε το μαξιλάρι και δεν τον αφήνανε να κοιμηθεί, αν δεν κοιμόντουσαν εκείνοι πρώτα…

   Ήχων συνέχεια… Αναφέρθηκα στο πέρασμά μου από το σπήλαιο της Αποκάλυψης του Ιωάννη. Ο πατήρ Ευθύμιος ήταν προϊστάμενος στο κάθισμα της Αποκάλυψης. Με τον φίλτατο πατέρα Παπαδάκη όπως τον αποκαλούσαμε, αν και δεν ήταν παπάς, κάναμε παρέα τα καλοκαίρια στην Πάτμο, αφού δουλεύαμε μαζί. Ένα βράδυ επιστρέφοντας αργά από τη νυχτερινή βόλτα μας, ακούσαμε το ηχητικό σήμα της εκπομπής της Αθλητικής Κυριακής και στη συνέχεια μετάδοση αγώνα πόλο ακούγοντας την περιγραφή του Μαυρομάτη (;) από την τηλεόραση στο κελίον του πατρός Ευθυμίου. « Μα να βλέπει πόλο καλόγερος άνθρωπος;», ρώτησα τον Παπαδάκη. « Να μπούμε να δούμε τι γίνεται…» , είπε εκείνος. Μπήκαμε και τι να δούμε …με πλήρη αφοσίωση ο παπάς έβλεπε τηλεόραση. Μόλις μας είδε εξέφρασε την απορία που αρκετή ώρα κουβαλούσε μέσα του. « Έλα Παναγία μου….μα παίζουνε μπάλα μέσα στη θάλασσα ;», ρώτησε έκπληκτος …..Ήταν τότε που ο πατήρ Ευθύμιος είχε χάσει τη μητέρα του και περνούσε μεγάλο δράμα. Φοβότανε και πολύ περισσότερο τα βράδια. Είχε πάρει την τηλεόραση για να ξεχνιέται και να μπορεί να ξεπεράσει τους φόβους του. Λάτρευε τη μητέρα του την κυρά Καλλιόπη . Και μόνο που έλεγε το όνομά της αγαλλίαζε η ψυχή του. Σε ένα μνημονοχάρτι κάποιοι χωρατατζήδες σπουδαστές γράψανε πολλές φορές το όνομα Καλλιόπη και στο τέλος γράψανε Αφροξυλάνθη και Τερψιθέα. Του δώσανε το χαρτί την ώρα της Αρτοκλασίας κι άρχισε ο παπάς το μνημόνεμα. Έτι δεόμεθα και υπέρ των δούλων σου: Καλλιόπης και Καλλιόπης και Καλλιόπης και Καλλιόπης, Καλλιόπης και Καλλιόπης και Καλλιόπης , Αφροξυλάνθης; (ρωτούσε) , Τερψιθέας; (ξαναρωτούσε) . Πίσω από τον χωρατά κρύβονταν ο…. πατέρας Παπαδάκης, όπως τον αποκαλούσε τον συμμαθητή μου ο Κανιαρός.

  Στο Ιερό Σπήλαιο της Αποκάλυψης του Ιωάννη, ψέλναμε στους εσπερινούς του Σαββάτου, τις Κυριακές και στις μεγάλες γιορτές, υπό την επίβλεψη, καθοδήγηση και διεύθυνση του καθηγητή Βυζαντινής μουσικής στην Πατμιάδα, κυρίου Ματάκια Εμμανουήλ. Η αυστηρότητα του Ματάκια ήταν εκείνη που στάθηκε αφορμή όσοι αποφοίτησαν από την Πατμιάδα να γνωρίζουν Βυζαντινή μουσική, ψαλτική έστω και πρακτικά και να μπορούν να στελεχώσουν τα κατά τόπους ιερά αναλόγια, εφόσον δε χειροτονούνταν.

   Ο τελευταίος ήχος σε αυτό το κείμενο προέρχεται από έναν εσπερινό Σαββάτου που ενώ ψέλναμε το δοξαστικό Θεοτοκίο σε πρώτο ήχο «Την παγκόσμιον δόξαν» - απουσία του Ματάκια – ένας μαθητής μεγαλύτερης τάξης την ώρα που φτάναμε προς το τέλος, στο σημείο και γαρ αυτός πολεμήσει τους εχθρούς, στο πολεμήσει που η μελωδία εκτίνονταν στο άνω Νη, ήθελε να προκαλέσει …..πόλεμο γέλωτα και αναστάτωσης. Έβαλε ο αθεόφοβος πάνω από το μουσικό κείμενο μια εικόνα από εφημερίδα με τον μέγιστο των Ελλήνων ηθοποιών Θανάση Βέγγο να δίνει …ρέστα σε σκηνή από την ταινία Θου Βου: Φανερός Πράκτωρ. Για καλή μας τύχη έλειπε ο Μελιανός ο Σχολάρχης μας και ευτυχώς ο πατήρ Ευθύμιος κατάφερε να μας επαναφέρει και να ολοκληρώσουμε την ακολουθία του Εσπερινού.

  Εμφάνταστοι ήχοι από το μακρινό παρελθόν που στα αυτιά μου θα κρατάνε γερά –πρώτα ο Θεός- μέχρι τα βαθιά γεράματα….

1 σχόλιο: