Τετάρτη 16 Απριλίου 2025

Το τελευταίο δείπνο

Κατά Μάρκον 14, 17-31

   Ο Ιησούς γνωρίζει πλέον ότι βαδίζει προς τον θάνατο.  Γνωρίζει τι θα επακολουθήσει όχι  ως μάντης που σκηνοθετεί και παίζει το δράμα του, αλλά επειδή πρόκειται για συνέπεια των επιλογών του, οι οποίες δείχνουν θυσιαστικά και αναστάσιμα το νόημα ζωής και του έργου του. Αντί να έρθει κάποτε άνωθεν η μεσσιανική Βασιλεία,- ο Ιησούς ταυτιζόμενος με τον ανώνυμο πάσχοντα δούλο του Ησαΐα (53) ο οποίος παίρνει επάνω του την ενοχή άλλων-, την εκπληρώνει εδώ και τώρα προσωπικά, εισάγοντας νέα αντίληψη της εσχατολογικής προσδοκίας ως θυσιαστικής πράξης. Η βουλή του Κυρίου και η θυσιαστική αντίληψη τού τέλους συμπίπτουν. Αντί αναμονής του εσχάτου ο Ιησούς αναλαμβάνει την πρωτοβουλία να βιάσει την έλευσή του εισάγοντάς το στην ιστορία.( Μτ.11,12 ἀπὸ δὲ τῶν ἡμερῶν᾿Ιωάννου τοῦ βαπτιστοῦ ἕως ἄρτι ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν βιάζεται, καὶ βιασταὶ ἁρπάζουσιν αὐτήν. πρβλ. επίσης και Λκ,16,16῾ Ο νόμος καὶ οἱ προφῆται ἕως᾿Ιωάννου· ἀπὸ τότε ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ εὐαγγελίζεται, καὶ πᾶς εἰς αὐτὴν βιάζεται). Το τίμημα της επιλογής του είναι προφανές: ό,τι και να συμβεί θα φέρει ο ίδιος το βάρος της εξιλέωσης.  Η περιοδεία στην Καισάρεια του Φιλίππου και η Μεταμόρφωση αποτελούν το κρίσιμο κομβικό σημείο, τον συνδετικό κρίκο της εσχατολογικής ενσάρκωσης και το ζωντάνεμά  της προσδοκίας με το αίμα του. Το νόημα του δείπνου θα αναδειχθεί σαφέστερα εάν διακρίνουμε την ίδια την εσωτερική εκπλήρωση από τα παρεπόμενά της.

   Η προδοσία του Ιούδα δεν είναι μια ιστορία τόσο διαφανής όσο νομίζουμε. Η κρατούσα επί αιώνες παράδοση, στηριγμένη στον Ματθαίο  τον θέλει προσωποποίηση της παθολογικής φιλαργυρίας και κακίας, ο οποίος υπέκυψε στις τύψεις του. (Μτ. 27, 3-5: Τότε ἰδὼν ᾿Ιούδας ὁ παραδιδοὺς αὐτὸν ὅτι κατεκρίθη, μεταμεληθεὶς ἀπέστρεψε τὰ τριάκοντα ἀργύρια τοῖς ἀρχιερεῦσι καὶ τοῖς πρεσβυτέροις  λέγων· ἥμαρτον παραδοὺς αἷμα ἀθῷον. οἱ δὲ εἶπον· τί πρὸς ἡμᾶς; σὺ ὄψει.  καὶ ρίψας τὰ ἀργύρια ἐν τῷ ναῷ ἀνεχώρησε, καὶ ἀπελθὼν ἀπήγξατο). Ο Λουκάς εκφράζει δια στόματος Πέτρου διαφορετική άποψη. (Πράξεων 1,18: οὗτος μὲν οὖν ἐκτήσατο χωρίον ἐκ μισθοῦ τῆς ἀδικίας, καὶ πρηνὴς γενόμενος ἐλάκησεμέσος, -έσκασε στην μέση- καὶ ἐξεχύθη πάντα τὰ σπλάγχνα αὐτοῦ).

   Κατά τον Μάρκο ο Ιησούς δεν αποκαλύπτει, ούτε  καν  υπαινίσσεται την ταυτότητα του προδότη μαθητή. Δηλώνει απλά ότι «καθώς γέγραπται» (14,21), σύμφωνα με την Παλαιά Διαθήκη, ο Μεσσίας θα προδοθεί από πολύ δικό του άνθρωπο. (πρβλ. Ψαλμ. 40,10: καὶ γὰρ ὁ ἄνθρωπος τῆς εἰρήνης μου, ἐφ᾿ ὃν ἤλπισα, ὁ ἐσθίων ἄρτους μου, ἐμεγάλυνεν ἐπ᾿ ἐμὲ πτερνισμόν). Αλλά ας αφήσουμε το θέμα αυτό στους  καινοδιαθηκολόγους

   Πάντως είναι δύσκολο να δεχθούμε ως περιεχόμενο της προδοσίας την απλή υπόδειξη εκ μέρους του Ιούδα ενός προσώπου πασίγνωστου, όπως γνωστός ήταν και ο τόπος στον οποίο διανυκτέρευσε ο Ιησούς κατά τις εορτές του Πάσχα χωρίς να κρύβεται από κανέναν. Το κρίσιμο ήταν η κατηγορία με τη ν οποία θα συνελάμβαναν και θα δίκαζαν τον Ιησού. Ο Ιησούς ήταν ενοχλητικός και απροσάρμοστος, όμως οι Ιουδαίοι δεν είχαν κατορθώσει να εντοπίσουν σε τι ακριβώς απέβλεπε. Και το χειρότερο: τα λόγια του και οι τρόποι του δεν άφηναν  αδιάφορο κανένα. Αλλά όποτε επιχείρησαν να τον παγιδεύσουν, τους  ξέφευγε. Παραδείγματα μεταξύ πολλών άλλων τα θαυματουργικά σημεία που του ζητούσαν οι Φαρισαίοι και οι Σαδδουκαίοι (Μκ. 16,1-4), η απάντησή του στο ερώτημα των αρχιερέων και των πρεσβυτέρων «ἐν ποίᾳ ἐξουσίᾳ ταῦτα ποιεῖς, καὶ τίς σοι ἔδωκε τὴν ἐξουσίαν ταύτην;» (Μτ. 21,23-27) ή στο ερώτημα των Φαρισαίων και των Ηρωδιανών αν πρέπει να πληρώνουν οι Ιουδαίοι φόρο στον Καίσαρα (Λκ20,20-26). Επομένως χρειαζόταν κάποιος να γνωρίζει τα πράγματα εκ των έσω, ώστε η διατύπωση του κατηγορητηρίου να μην επιτρέπει τις υπεκφυγές, να θίγει τον βαθύτερο σκοπό του Ιησού, οπότε εκείνος να μην είναι σε θέση να τον αρνηθεί χωρίς να αποκηρύξει τον εαυτό του.

  Όμως για  ποιον λόγο άραγε  ο Ιούδας να πρόδωσε; Μόνο στην σφαίρα της καθαρής εικασίας μπορούμε να στραφούμε. Καταγόταν από το Καριώθ, πολίχνη κοντά στην Καπερναούμ, και ήταν ιδιαίτερα ευαίσθητος στην τάξη του Νόμου. Για να γίνει  όμως μαθητής του Ιησού και να τον αγαπήσει πρέπει να ήταν αρκετά ανήσυχος. Πίστεψε ίσως σε αναμόρφωση του Νόμου και της παράδοσης και γι’ αυτό επεδίωξε κάποιον συμβιβασμό. Διαψεύστηκε οικτρά. Ο Νόμος δεν είχε άλλο αίσθημα από τα αυτόματα αντανακλαστικά της διάρκειάς του και της επιβολής του. Δεν  έχασε απλά: οδήγησε στον θάνατο αυτόν που αγαπούσε και έτσι αυτοκτόνησε.  Το δράμα του είναι και δικό μας, υπό την έννοια ότι βρισκόμαστε συνεχώς στο δίλημμα να διαλέξουμε ανάμεσα στον συμβιβασμό και την ανάληψη της προσωπικής μας ευθύνης, ότι αντιμετωπίζουμε κάθε ημέρα το δίλλημα να διακινδυνέψουμε για να κερδίσουμε τον εαυτό μας ή να συντριβούμε υπό το βάρος των δισταγμών, να προσδώσουμε την βαθύτερή μας επιθυμία και να ισοπεδωθούμε υπό το  βάρος των ενοχών.

   Αν ο Ιούδας αμφέβαλε για την δύναμη της αγάπης, που τόσο εμφαντικά υπογράμμιζε ο Ιησούς, επειδή υπολόγιζε και τον Νόμο, ο Πέτρος δεν αμφέβαλλε διόλου, καθώς είχε παραδοθεί άνευ όρων στον Ιησού. Πέρα όμως από τις διαφορετικές προσωπικές περιπτώσεις τους,  πέραν του ατομικού τους προβλήματος,  ακριβώς την ώρα που οι μαθητές περιστοιχίζουν τον Ιησού, μετά  την αποθεωτική του είσοδο στα Ιεροσόλυμα, την ίδια ώρα εκείνος μένει μόνος του, αφού είτε δεν τον καταλαβαίνουν είτε τον προδίδουνε είτε τον απαρνούνται. Ειδικά η φλογερή πίστη του Πέτρου φέρει το βάρος συναισθηματικής  επιπολαιότητας. Το «καλόν ἐστιν ἡμᾶς ὧδε εἶναι» της Μεταμόρφωσης έλεγε ήδη πολλά. Όσο αυθόρμητα δίνεται, τόσο υπαναχωρεί ο Πέτρος βιαστικά. Έχει έναν ενθουσιασμός κινουμένης άμμου που τον κάνει να μην ζυγίζει τις συνέπιες και τις ευθύνες της επιλογής του. Από την μια ομολογεί τον Ιησού ως Μεσσία και από την άλλη του δίνει συμβουλές συμβιβασμού που κάνουν τον Ιησού να  εξοργίζεται (Μκ 8,33 ἐπετίμησε τῷ Πέτρῳ λέγων· ὕπαγε ὀπίσω μου, σατανᾶ· ὅτι οὐ φρονεῖς τὰ τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ τὰ τῶν ἀνθρώπων). Δεν είναι τυχαίο ότι χρειάστηκε όραμα και φωνή εξ ουρανού για να κλονιστούν οι αντιλήψεις του  περί διατροφικής και εθνοθρησκευτικής καθαρότητας. (Πράξ. 10,9-16 και 28-29), χωρίς το θέμα να κλείσει μέσα του οριστικά, αφού κατά την μαρτυρία του Παύλου (Γαλάτας 2,11-21) δέκα ολόκληρα χρόνια μετά την Ανάσταση δεν είχε ακόμη  χωνέψει πως η σωτηρία έρχεται από την πίστη και όχι από τα έργα του Νόμου, πως η πίστη και όχι το αίμα κάνει τους απογόνους του Αβραάμ. Η αντιφατικότητά του ματαίωνε την πίστη έως ότου βγήκε από το  βαρυτικό  πεδίο του εαυτού του και παρέδωσε μαρτυρικά στην πίστη στο συναίσθημα. Πλέον ο νόμος των μελών του δεν μπορούσε να  αιχμαλωτίζει τον νόμο του νου και να κάνει το θέλημά του εύθραυστο. Η πίστη ενώνει αδιάσπαστα τους κόσμους του πνεύματος και του σώματος, της ιδέας και των βιοτικών της παραιτήσεων, της Βασιλείας των ουρανών και της ανθρώπινής της έκφρασης.

Τα περί Ιούδα και  Πέτρου υποβάλλουν ανάλογη προσέγγιση του λεγόμενου τελευταίου ή μυστικού δείπνου στην προοπτική πάντα της Σταύρωσης.  Επικρατεί ατμόσφαιρα απογοήτευσης και αντί χαρμόσυνης προσδοκίας κυριαρχεί στο τραπέζι θλιμμένη αναμονή που  μοιράζονται εξ ίσου ο Ιησούς  και  οι δώδεκα. Περίμεναν την Βασιλεία και έρχεται ο θάνατος. Ανήμερα για τους Συνοπτικούς παραμονή του Πάσχα για τον Ιωάννη, χωρίς να συνδέεται οργανικά με την γιορτή το δείπνου ή η πνευματικότητά του να υφαίνεται με την ίδια την γιορτή. Θα μπορούσε να έχει  λάβει χώρα μια οποιαδήποτε άλλη στιγμή και υπ’ αυτή την έννοια τα ευχαριστιακά δρώμενα έχουν αυτοτελή την σημασία. Στο ανώι ενός φιλικού σπιτιού, μακριά από τον κόσμο και την χαρά της γιορτής, χωρίς αρνί, σε ένα τραπέζι με πικρά χόρτα και την  ειδική σάλτα που τους έβαζαν (όπως υποδηλώνει το βούτηγμα του ψωμιού στο πιάτο), ψωμί και κρασί, ο Ιησούς σαν άλλος αρχηγός της οικογένειας ευλόγησε  και μοίρασε το ψωμί στους μαθητές, προσθέτοντας: λάβετε φάγετε· τοῦτό ἐστι τὸ σῶμά μου. Στην συνέχεια τους έδωσε το κρασί συμπληρώνοντας: τοῦτό ἐστι τὸ αἷμά μου τὸ τῆς καινῆς διαθήκης τὸ περὶ πολλῶν ἐκχυνόμενον. Πρόκειται για την νέα διαθήκη που γράφει και υπογράφει ο Ιησούς με το σώμα του (άρτος) και το αίμα του (οίνος), για να την συνδέσει στην συνέχεια με την καινούργια –αναστάσιμη- ζωή της Βασιλείας: ἀμὴνλέγωὑμῖνὅτιοὐκέτιοὐμὴπίωἐκτοῦγεννήματοςτῆςἀμπέλουἕωςτῆςἡμέραςἐκείνηςὅταναὐτὸπίνωκαινὸνἐντῇβασιλείᾳτοῦΘεοῦ. Η ανάμνηση του γεγονότος δεν είναι απλή υπόμνηση αλλά έφοδος στο μέλλον. 

Πλησιάζει το τέλος. Ο Ιησούς αφήνει τον κόσμο και τους μαθητές του παραμένοντας ενωμένος μαζί τους με το σώμα και το αίμα του. Στον πόνο της θυσίας του και κάθε θυσίας γράφεται η καινή διαθήκη, η νέα συμφωνία μεταξύ ανθρώπου και Θεού. Μοιραζόμενοι τον άρτο και τον οίνο μετέχουμε στην ιερή τροφή της αντιπροσφοράς και την λυτρωτική δύναμη του θανάτους του. Βιάζοντας την έλευση της Βασιλείας με το σώμα και το αίμα του ο Ιησούς μας πληροφορίες ότι ο Μεσσίας μόνο θυσιαστικά επιτελεί το έργο του. Ο θυσιαστικός του πόνος μεταμορφώνει την σχετικότητά μας και το μηδέν που την περιχωρεί, αντί να προσαρμόζεται σε εξωτερικές χρονικές αρμονίες. Μιλάμε για κοινωνία θυσίας, μετοχή στην θυσία του με την δική μας θυσία,  για προέκταση του Σταυρού σε ένα καινούργιο κόσμο. Από τα αρχαία χρόνια το στάρι και το σταφύλι ήταν σύμβολα αναγέννησης, που οι άνθρωποι έβαζαν πλάι στου νεκρούς. Όπως το στάρι με τον θάνατό του  ζωοποιεί και το  κλίμα ξαναβγάζει σταφύλι, ο θάνατος είναι για την ζωή. Αυτό υπενθυμίζουν τα κόλλυβα. Ο ευχαριστιακός θάνατος  γίνεται αναστάσιμος, ύλη που μετουσιώνει πραγματικά σε σάρκα και αίμα Χριστού, με την πίστη του λαμβάνοντος. Η ανάμνηση της θυσίας του Ιησού δεν έχει σχέση με το παρελθόν είναι δεξίωση του μέλλοντος, αποτελεί γεγονός δωρεάς που αναδεικνύει ως ουσίας της ύπαρξης την χάρη. Η Βασιλεία των ουρανών και η ένωση με τον Θεό είναι μ’ άλλα λόγια προσφορά και χάρισμα. Προσφέροντας το σώμα και το αίμα του ο Ιησούς εξέφρασε την εσχάτη του ευθυμία: ο Θεός να υπάρχει μέσα στον κάθε ένα. Ζήτησε δηλαδή να μοιραστούμε όλοι την ελευθερία του  για να  ελευθερωθεί ο κόσμος από την αγωνία και το βάρος του νοήματος της ζωής. Το νόημα δεν μπορεί να είναι η ενοχή· το νόημα είναι η άνοιξη.

 

Παρασκευή 11 Απριλίου 2025

Στοῦ ἒρωτα τήν Ἐρυθρά θάλασσα.

 

«Πλῆθος νερά νά σβήσουν τήν ἀγάπη δέν μποροῦν κι οὒτε μποροῦν ποτάμια νά τήν πνίξουν». Ἆσμα  Ἀσμάτων 8,7

 Δέν ὑπάρχει ἂνθρωπος πού νά μήν ἐρωτεύεται, πού νά μήν  βασανίζεται. Κάποιοι τό ἀπωθοῦν καί ὑποφέρουν, καί ἂλλοι, προσέρχονται ἐκουσίως, ἐν γνώσει τῆς μέλλουσας ταλαιπωρίας,  παγερά ἀδιάφοροι γιά τἠν καραδοκούσα βάσανο.  

  Ὁ καθηγητής Ψυχιατρικῆς Mehl στό μάθημα τῆς Ψυχανάλυσης, ἒλεγε στούς φοιτητές κοινωνιολογίας καί ψυχολογίας τοῦ Στρασβούργου: «Δικαίωμα γιά τήν ἂσκηση τῆς τέχνης τῆς ψυχιατρικῆς ἒχει ὃποιος ἢ  ὃποια διακατέχεται  ἀπό  τήν ἒμφυτη ἱκανότητα νά διακρίνει ἀπό τό  βάθος τοῦ ἀναστεναγμοῦ καί τήν συχνότητά του, περί τίνος πρόκειται. Πρόκειται γιά καημό έρωτικό, καημό πίκρας ἐρωτικῆς, στενοχώριας ψυχικῆς, ἀνέχειας, προβληματισμοῦ φιλοσοφικοῦ, διαφορετικά ἂς διαλέξει  ἂλλο ἐπάγγελμα».

  Ὁ ἐρωτικός  λόγος, ποιητικός καί πεζός, ἐξεικονίζει πυρφόρο τόν ἒρωτα. «Καίγομαι καί σιγολιώνω…». Ὁ καημός κατάγεται ἀπό τό καίω, ἀπό  τόν ἀόριστό του. Γενικά καημός ὃποια καί ἂν εἶναι ἡ αἰτία του. Εἰδικά ὃμως ἡ ἀγάπη, ἡ τερπνή καί ἡ στενόχωρη, δέν  μπορεῖ παρά να εἶναι πύρινη, καί ἒτσι ἀκριβῶς ἒχει τραγουδηθεῖ  σέ ὃλες τίς ἐποχές τής ἱστορίας.

  Ἡ βιοχημεία καί οἱ νευροεπιστῆμες, γράφει ἡ Ἂννα Λιδάκη, στό βιβλίο της, Ἀναζητώντας τό χαμένο παράδειγμα, ἒχουν μελετήσει τό φαινόμενο τῆς ‘‘φλόγωσης’’ τῶν ἐρωτευμένων καί τήν χημεία τοῦ ἒρωτα καί μᾶς ἐξηγοῦν γιατί  ἡ καρδιά παρουσιάζει ταχυπαλμία, φτερουγίσματα λέμε,  πού προκαλεῖ ὑπεραιμία, ὃταν ἀντικρύζουμε τό πρόσωπο πού μᾶς ἐνδιαφέρει  ἐρωτικά.

  Καί ἡ ψυχανάλυση και ἡ φιλοσοφία καί ἡ λογοτεχνία ἒχουν νά ποῦν πολλά γιά τό μυστήριο τοῦ πύρινου ἒρωτα. Ἀλλά ἒρχεται φυσικό νά φαίνονται λίγα καί νά ἠχοῦν ἀνίσχυρα κάθε φορά πού παίρνει φωτιά μιά καρδιά. Ἡ ποίηση τραγουδισμένη καί μή, στοχαστική καί «ἀφελής», κάθε ἐποχῆς καί κάθε τόπου, εἶναι τό δύσκολο ἐγχείρημα νά δοθεῖ  σχῆμα καί φωνή εἲτε στήν ἁγία  φλόγα πού ἀνάβει στά γενέθλια ἑνός ἒρωτα εἲτε στήν στάχτη πού ἀφήνει πίσω της· στάχτη τοῦ ζευγαριοῦ ἢ στάχτη τοῦ ἑνός μόνο μέλους της.

  Σέ ὃλες τίς γλῶσσες ὃταν προσπαθεῖ ὁ ἂνθρωπος νά  ἐκφράσει ἒντονο πάθος, χρησιμοποιεῖται αὐτή ἡ μεταφορά· προφανῶς  ὁ ἒρωτας καίει παντοῦ τό ἲδιο. Γιά παράδειγμα, ὃταν μιλᾶμε γιά τήν Κάρμεν λέμε ὃτι εἶναι φλογερή… Εἶναι νομίζω χαρακτηριστικό τό γεγονός ὃτι ἡ λέξη ‘‘γιάκ’’ στήν  γλώσσα τῶν Τσιγγάνων, χρησιμοποιεῖται μέ δύο σημασίες: γιά νά δηλώσει τήν ἐρωτική ματιά   καί τήν φωτιά.   

Τό μοτίβο τῆς φωτιᾶς ἀπαντᾶ σέ πολλές τίς περιοχές και σέ ὃλες τίς ἐποχές. Ἀπό τόν ἀποθησαυρισμό τοῦ Παντελῆ Μπουκάλα στό μνημειῶδες ἒργο του «Κόκκιν’ ἀχείλι ἐφίλησα», 843 σελίδες, ἐκδ. ΑΓΡΑ, δανείζομαι τίς παρακάτω γραμμές:

Αὐθόρμητο ξεχείλισμα τοῦ παράπονου μιᾶς ἀπαρνημένης κόρης:

 Τήν φλόγαν, τήν πολλήν πυράν, τήν ἒχει ἡ καρδιά μου

τίς νά τήν σβέση δυνηθῆ καί νά ’ν’ παρηγοριά μου;

Ἀλλά στήν ἀγάπη δέν χωροῦν παράπονα. Ὃλοι εἲμαστε προειδοποιημένοι:

Ἡ ἀγάπη ἒννεν πωρικόν νά φᾶς καί νά σοῦ μείνει,

μά ἐν λαμπρόν μές στήν καρκιάν π’ ἀφταίνει σόν καμίνι. (λαμπρόν: φωτιά, ἀφταίνει: ἀνάβει)

Τά πάθη  τῶν ἐρωτοπυρόπληκτων στά Τζουμέρκα:

Αὐτό τό ἂχ! νά μοῦ ’βγαινε ἀπ’ τῆς καρδιᾶς τά φύλλα,

θέλα καιγόταν ὁ ντουνιά  χωρίς φωτιά καί ξύλα. 

Δύο καυτές κρητικές μαντινάδες:

Ἀπ’στῆ καρδιᾶς μου τή φωτιά μιά λάβρα θά ὁρμήσει,

δέντρα, βουνά, δάση, κλαδιά, ὃλα θά τά κεντήσει.

Καίγομαι κι ἂθος γίνομαι,, ὡς καίγεται τ’ ἀπύρι,

γιά σέ  ψηλομελαχρινή, κι ὂχι γι’ ἂλλης χατίρι. (ἂθος: στάχτη,<αἲθω, καίω, λάμπω,< αἰθάλη).

  Τί κάνει ἡ λυγερή ἀφοῦ πυρπολήσει τόν ἂντρα πού τήν ποθεῖ; Ὁρισμένες ἀπό τίς πιθανές ἐπιλογές τίς ἒχουν τραγουδήσει ἐπώνυμοι καί ἀνώνυμοι λόγιοι Φαναριῶτες   ἀλλά καί λαϊκοί μαντιναδόροι. 

Παγερή ἀδιαφορία, καί  ἀπομάκρυνση ἀπό τό πεδίο τοῦ πόνου:

Ἀφοῦ μ’ ἂψες τή φωτιά, ἒφυγες κι ἂφησές με,

μηδέ Θεό φοβήθηκες μηδ’ ἐλυπήθηκές με.

Ἀπήτις μ’ἂψες τή φωτιά τοῦ διπλοκακομοίρη,

οὒτε στήν πόρτα βγαίνεις μπλιό οὒτε στό παραθύρι.

Στάση  δεύτερη, τό χαιρέκακο ἢ σαδιστικό χάζι ἀπό ἀπόσταση ἀσφαλείας:

Ἀπήτις μ’ ἂψες τή φωτιά, ἐσέρθηκες ὀπίσω

κι ἒκανες τό σεΐρι σου ἲντα λογῆς θά σβήσω

Στάση τρίτη, ἡ ὑποκριτική συμπόνια, φαρισαϊκά πυροσβεστική:

Ἀπήτις μ’ ἀψες τή φωτιά, ἢπιασες τό λαήνι

καί κάνεις πώς τή λαντουρᾶς, μά κείνη μπλιό δέν σβήνει. (λαντουρῶ: καταβρέχω).

Στάση τέταρτη, ἡ αὐτοαπανθράκωση, ὃπως τήν ὁρίζουν οἱ στίχοι ἑνός  φαναριώτικου, ποιήματος, πού ἱστοροῦν τόν γυναικεῖο καημό:

Μονάχη μου τά φύσηξα τά κάρβουνα κι ἀνάψαν,

κι ἐμπῆκα μέσα   εἰς αὐτά καί τό κορμί μου κάψαν.

Καί ὁ ἂντρας; Ἒχει τους τρόπους του, πού διαφέρουν ἀπό τούς τρόπους τῆς γυναίκας, ἀφοῦ οἱ αἰῶνες δέν διαμόρφωσαν τήν ψυχή τους μέ τό ἲδιο  καλέμι. Μιά ἐπιλογή του  εἶναι ἡ παραπονιάρικη καταγγελία:

Δέν  εἶσαι σύ πού γιόμωσες κάρβουνα τήν καρδιά μου

καί φύσηξές  τα κι ἂναψαν κι ἒκαψες τήν καρδιά μου;

Μιά δεύτερη, ὁ βαρύς ἂρκος και ἡ αὐτοκατάρα, πού ἀπό τό συμβολικό  πῦρ μετακινεῖται στό φυσικό:

Πάλι κι ἂν σ’ ἀρνηθῶ κι ἐγώ καί κάμω ἂλλο ταίρι,

νά καίγομαι ὡς καίγεται ἡ γῆς τό καλοκαιρι.

Καί ἡ τρίτη ἐπιλογή μέ τήν ἀπανθράκωση ἒχει νά κάνει, μόνο πού τήν φωτιά δέν τήν στέλνουν οἱ τιμωρητικοί οὐρανοί ἀλλά τήν ἀνάβει μέ τά ἲδια του τά χέρια ὁ καταδουλωμένος τοῦ ἒρωτα.

Πάνω στά  ὃρη στά βουνά φωθιά θά πάω  ν’ ἂψω,

νά βάλω τό κορμάκι μου γιά σένα νά τό κάψω.

Τέταρτη ἐπιλογή ἡ ἐκδίκηση, Ὃπως τήν ἐξαγγέλλει  ἓνα κυπριακό δίστιχο.

Πού το στενόσ σ’ ἒν νά διαβῶ τσ’ ἒν νά σοῦ τραουδήσω,

νά κάψω  τήν καρτούασ   σου τσ’ ἒν νά τήν καπυρίσω. (καπυρίσω: καψαλίσω).  

Πέμπτη ἐπιλογή τό δάκρυ, μέ τήν  προσδοκία ὃτι θά λειτουργήσει ἀνακουφιστικά. Τό δίστιχο εἶναι από τήν Νάξο.

Ἡ μόνη μου παρηγοριά εἶναι τά δάκρυά μου,

Πού τρέχουνε καί σβήνουνε τή φλόγα τῆς καρδιᾶς μου.

 Τό παραπάνω δίστιχο μοῦ θύμισε τά παρακλαυσίθυρα ἂσματα, -κλαίω παρά τήν θύραν- μιά ἀπολεσθεῖσα τακτική παραπονιάρη ἐρωτευμένου  πού προσπαθεῖ νά ἀλλάξει τήν ἂποψη τῆς κοπελιάς καταφεύγοντας στήν πρόκληση τῆς λύπησή της, κλαίγοντας ἒξω ἀπό τήν πόρτα της.   

Ώς πότε πιά, Προδίκη, θέ νά κλαίω; Ώς πότε πιά, σκληρή, θά σέ ἱκετεύω

χωρίς καμμιά ἀνταπόκριση·  πιά τώρα ἀρχίσανε ν’ ἀσπρίζουν τά μαλλιά σου

καί θέ νά μοῦ δοθεῖς σύντομα, ὃπως ἐδόθηκε στόν Πρίαμο ἡ Ἑκάβη.

  Ὁ Ἀριστοφάνης θά συνθέσει ἓνα ὁλοκληρωμένο τέτοιο ποίημα, στίς Ἐκκλησιάζουσές του, ὃπως καί ὁ Θεόκριτος, τό 270 π. Χ., στό βουκολικό του ποίημα Ἀμαρυλλίς, μέ τήν εἰρωνική διαφορά ὃτι ὁ πρωταγωνιστής του τραγουδάει στήν ἀγαπημένη του βοσκοπούλα μπροστά στήν εἲσοδο μιᾶς σπηλιᾶς, ὃπου βέβαια πόρτα δέν ὑπάρχει.

  Στήν συνέχεια παραθέτω δύο σύγχρονα ἐρωτικά ποιήματα, πού μοῦ ἀρέσουν. Τό πρῶτο  «Δέν εἶσαι πουθενά» τό ἒγραψε ἡ Βάσω Ἀλαγιάννη καί τό ἐρμἠνευσε ὁ Λιδάκης, καί τό δεύτερο «Τά θαύματα», πού στιχουργό  ἒχει τόν Κατσούλη Ἠλία, συνθέτη δέ καί ἑρνηνευτή τόν Παντελή Θαλασσινό. Ἒχουν πολύ καημό, πόνο, δάκρυ, καί φυσικά πολύ φωτιά. Καί ἡ γυναίκα καί ό ἂντρας πονάνε τό ἲδιο· δυνατά πολύ.  

«Δέν εἶσαι πουθενά»
 Είπα να γράψω ένα τραγούδι
Και ήρθες στο νου μου εσύ
Είπα να κόψω ένα λουλούδι
Κι ήρθες στο νου μου πάλι εσύ.

Σε ψάχνω μεσ’ στον κόσμο
Δεν είσαι πουθενά
Ανάβω όλα τα φώτα
Και είναι σκοτεινά.

Έφυγες δίχως ένα γεια σου
Χωρίς εξήγηση
Κι έμεινα με το άρωμά σου
Και με πικρή τη θύμηση

Σε ψάχνω μεσ στον κόσμο
Δεν είσαι πουθενά
Ανάβω όλα τα φώτα
Και είναι σκοτεινά

 

«Τά θαύματα»

Να 'ρχόσουνα στον ύπνο μου, σεμνή και λυπημένη

Αγία που μαρτύρησε, απ' όλους ξεχασμένη

Να γονατίσω ταπεινά και να σε προσκυνήσω

Να πω "συγνώμη" τρεις φορές, και να μετανοήσω

 

Όμως αυτά τα θαύματα γίνονταν σ' άλλα χρόνια

Τότες που ζούσαν άνθρωποι με καθαρή ψυχή

Που κοίταγαν πολύ ψηλά, στου ουρανού τ' αλώνια

και ξέρανε, ποιο σύννεφο θα φέρει τη βροχή

 

Να 'ρχόσουνα στον ύπνο μου, σαν Παναγιά ντυμένη

Να μου 'λεγες η εικόνα σου πού βρίσκεται κρυμμένη

Βαθιά να σκάψω να τη βρω, με χιόνια και λιοπύρι

και να σου χτίσω εκκλησιά, και μέγα μοναστήρι

Τέλος μεταφέρω ἓνα τραγούδι ἀπό τήν Μαυριτανία, μεταφρασμένο ἀπό τόν Ἀθανάσιο Β. Νταουσάνη:

Ἡ καρδιά μου στέγνωσεν

ὃπως ἡ σαβάνα

σέ ξερό καιρό: Δέν ἒχω

πιά καμμιά χαρά.

Τό κακό πού μ’ ηὗρε

Τό λένε Ἀγάπη:

 

Μέ καίει, πιό

πολύ κι ἀπό φωτιά·

μέ πληγώνει, πιό

πολύ κι ἀπό τό δόρυ·

μέ σφάζει, πιό πολύ

κι ἀπό λεπίδι κοφτερό-

 

βαθειά μέσα μου.