Παρασκευή 17 Ιανουαρίου 2025

Ἀνθρωπολογικές προεκτάσεις τῆς κλινικῆς ψυχανάλυσης

 

Ζοῦμε στίς προηγμένες σύγχρονες κοινωνίες, μιά πραγματικότητα ἀκραία ἀνασφαλή καί ἀσύμμετρα ἐξαρτημένη ἀπό τήν ἑταιρική ἀπληστία καί δολιότητα, χωρίς νά ὑπάρχει καμμία ἒνδειξη ὃτι ἡ κοινωνία εἶναι ἒτοιμη νά ἀναμετρηθεῖ δυναμικά καί νά τά βάλει μέ τό σκληρό κεφάλαιο καί τίς κοινωνικά ἀσύμφορες πλευρές του.

  Τήν ὢρα λοιπόν πού ἡ Δυτική κοινωνία  πάει νά γίνει συναλλαγή, νά ἐπικοινωνοῦν ἒτσι ἁπλᾶ οἱ ἂνθρωποι ἀντί νά ἒρχονται σέ πιό  οὐσιαστική ἐπαφή μεταξύ τους, μέ τίς σχέσεις νά γίνονται ἐξωτερικές, μέ τόν μετασχηματισμό ἀκόμη καί τοῦ ἒρωτα σέ ἐπιδερμική ἀναφορά, ἒχει σημασία νά  ξαναθυμηθοῦμε τόν Φρόυντ.

  Τά φαινόμενα βίας πού πυκνώνουν στήν ἐποχή μας δημιουργοῦν τήν ἐντύπωση ὃτι ξανακερδίζει ἒδαφος τό φυσικό στοιχεῖο καταπάνω στό ψυχικό, ὁπότε ἡ βαναυσότητα τείνει νά γίνει ἀνθρωπολογικά ἰσχυρότερη ἀπό τήν  πνευματική σχέση στήν ὁποία οἰκοδομεῖται ὁ πολιτισμός. Δηλαδή τό ἐνστικτῶδες ἐλευθερώνεται καί τό στοιχεῖο τῆς ἀνθρωπινότητας ὑποχωρεῖ, γιά νά δώσει χῶρο στήν βία εἰς βάρος τῆς ἀξίας τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου. Πρόκειται γιά ἐλάττωση τῆς ἀνθρωπιάς πού φθάνει σέ σημεῖο νά πνίγει τήν ὃποια φωνή ἀντίδρασης γιά ὃσα κάνουν ζωώδη τήν ἀνθρώπινη συνύπαρξη.

 Μέσα σ’ αὐτήν τήν ἐκκωφαντική ἒκφραση τῆς βίας, ὑφίσταται ἓνας πανίσχυρος μηχανισμός ἀπόκρυψης πού διαδραματίζει μεγάλο ρόλο. Ἓνας πού ἀντιλήφθηκε καί ἐμβάθυνε στό θέμα εἶναι ὁ Φρόυντ.  Ὁ μηχανισμός τῆς ἀπόκρυψης εἶναι πιό καταχθόνιος ἀπό τήν διά τῆς βίας ἐπιβολή σιωπῆς, ἀκόμη καί  σήμερα, ὃπου μιλοῦν ὃλοι καί ὑποτίθεται λένε τά  πάντα.

  Εἶναι ὁ Φρόυντ αὐτός πού κυρίως ἒδωσε τήν δυνατότητα νά ἀκουστεῖ ἡ φωνή τῶν ὑπογείων. Αὐτός ἀνακάλυψε τόν μηχανισμό τοῦ κρυψίματος στήν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας καί τόν περιέγραψε στό πολύ σημαντικό ἒργο του Ἑρμηνεία τῶν ὀνείρων.  Μετά τόν Φρόυντ, ἡ  συνείδηση ἀναλαμβάνει τήν ὑποχρέωση νά ἀναμετρᾶται πλέον συνεχῶς μέ τό σκοτεινό της βάθος, -τό ἀσυνείδητο.

  Ἒκτοτε ἑκατομμύρια ἂνθρωποι  στόν κόσμο, βοηθοῦνται ἀπό τόν δρόμο πού ἂνοιξε αὐτός καί οἱ μαθητές του. Ὁ Φρόυντ δίνει τόν λόγο στό ἀσυνείδητο, δηλαδή σέ ἂλλο ἐπίπεδο καί μέ τόν τρόπο του κάνει νά ἀνοίξουν στόματα. Ἦταν ἐκεῖνος πού εἶπε τελειώσαμε μέ τό κρύψιμο

  Συνέλαβε καί προσπάθησε νά ἐντάξει  σέ σύστημα κανόνων τήν πραγματικότητα τοῦ ἀσυνειδήτου. Ὃταν λέει ἀσυνείδητο δέν ἐννοεῖ  κάποια ἂλλη μορφή συνειδήσεως, ἀλλά μιά πραγματικότητα ψυχική τήν   ὁποία συνιστοῦν ἰσχυρές ἀπωθήσεις.  Κάτι πού ἒχουμε λαχταρίσει καί ἀγαπήσει, ἒρχεται μια στιγμή ὃπου ἀντιλαμβανόμαστε ὃτι εἶναι παράνομο, ὃτι ἡ οἰκογένεια και ἡ κοινωνία δέν τό ἀνέχονται καί δέν τό ἀντέχουν καί γι’ αὐτό τόν λόγο φροντίζουμε νά τό ἀπωθήσουμε τόσο βαθειά μέσα μας, ὣστε νά τό ξεχάσουμε. Ὃμως αὐτό τό ὁποῖο ξεχνᾶμε, τό ἀπωθημένο, ὃπου καί νά τό θάψεις δέν ἐξαφανίζεται. Παραμένει ζωντανό καί ἒχει τόν δικό του τρόπο νά ἐμφανίζεται. Ἡ ἐμφάνιση τοῦ ἀσυνειδήτου εἶναι τά ψυχοπαθολογικά φαινόμενα, ὡς νευρωτικές συμπεριφορές πού κάνουν τήν ζωή μας πολύ δύσκολη. Διότι ἂλλο νομίζω ὃτι κάνω καί ἂλλο  κάνω πράγματι. Ὑπ’ αὐτήν τήν ἒννοια ὁ  ἂνθρωπος μπορεῖ νά ἀρρωστήσει τόσο, ὣστε νά χάσει τόν ἑαυτό του.

  Τήν θεωρία καί τήν θεραπευτική πρακτική αὐτῶν τῶν παθογενειῶν δημιούργησε   Φρόυντ καί τήν ὀνόμασε Ψυχανάλυση. Συνέθεσε δύο ἑλληνικές λέξεις, τήν ψυχή καί τό ἀνάλυση καί ἒφτιαξε ἓναν ὃρο μέ παγκόσμια χρήση τήν Ψυχανάλυση. Ψυχανάλυση εἶναι ἡ προσπάθεια νά ἀποκατασταθεῖ μιά ἀκεραιότητα, ἡ  ὁποία ἒχει ἀπολεσθεῖ, ἐπειδή ἀκριβῶς ὁ ἂνθρωπος  βρῆκε τρόπο νά ἀπωθεῖ μεγάλες ἐπιθυμίες συνδεδεμένες μέ τήν παιδική του ἡλικία. Χωρίς αὐτήν, θά ζούσαμε ἀκόμη σ’ ἓναν κόσμο ἀκατανόητο, τίποτα δέν θά μποροῦσε νά ἐξηγήσει τόν ἀπόλυτο παραλογισμό πολλῶν ἀπό τίς σκέψεις καί τίς πράξεις μας.

  Πρόκειται γιά ἐπιστήμη τῆς ψυχικῆς ζωῆς τῶν ἀνθρώπων, μέ εἰδικό ἀντικείμενο τίς παθογένειές της. Ὁ ψυχωτικός ἂνθρωπος, ὁ νευρωτικός ἂνθρωπος, ὁ  καταθλιπτικός, πάσχουν ἀναμφισβήτητα.  Ὁ πόνος τους δέν ὀφείλεται σέ σωματικά αἲτια ἀλλά σέ ἐσωτερικές διεργασίες, οἱ ὁποῖες ἐκ  πρώτης ὂψεως δέν μποροῦν νά ἐντοπισθοῦν, ἀλλά χρειάζεται γι’ αὐτό καί  γιά νά ἀντιμετωπισθοῦν ἡ ἀναλυτική διαδικασία. Διαδικασία συνήθως μακροχρόνια καί ὂχι ἀναγκαστικά ἐξ  ὁλοκλήρου ἐπιτυχής.

  Μιλοῦμε γιά τήν συναισθηματική ζωή τῶν ἀνθρώπων, μέ  τίς βαθύτερες ψυχικές της προεκτάσεις, κάτι τό ὁποῖο μονοπωλοῦσαν μέχρι πρό τινος οἰ θρησκεῖες μέ τόν τρόπο τους. Ἡ συναισθηματική  ζωή τοῦ ἀνθρώπου δέν περιορίζεται  στήν καλή ἢ τήν κακή του διάθεση, ἢ μόνο στήν συγκεκριμένη στιγμή κατά τήν ὁποία ὑποφέρει. Ἁπλώνεται στόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο βίωσε ἀπό νωρίς καί βιώνει τίς περιστάσεις τῆς ζωῆς του ἢ καί τίς  ἲδιες τίς σκέψεις του στόν καθημερινό εἲτε στό βαθύτερο ἐπίπεδο τῶν ὀνείρων καί τῆς φαντασίας. Τό βαθύ ψυχικό μας πεδίο καί πεδίο τῶν νευρώσεων μελέτησε ὁ Φρόυντ μέ ἐπιστημονική συνέπεια καί ὀξυδέρκεια, ἀνοίγοντας δρόμους ἒως τότε ἀπάτητους γιά τήν  γνώση τοῦ ἀνθρώπου.

  Εἶναι σημαντικός ὁ ρόλος τοῦ κρυψίματος στήν ζωή τῶν κοινωνιῶν. Ξεκινᾶ  ἀπό τούς πρωτόπλαστους οἱ ὁποῖοι  μετά τήν παρακοή τους ἀναγνωρίζουν τήν γύμνια τους καί τρέχουν νά κρυφτοῦν. Τό ἐνδιαφέρον εἶναι   ὃτι  ὃσο πιό ἀνοιχτές γίνονται οἱ κοινωνίες, τόσο τό κρύψιμο πονάει περισσότερο. Γιατί σέ μιά κοινωνία καθυστερημένη, κοινωνία ὃπου ὃλα ἐπιτηροῦνται, δέν εἶναι τόσο σπουδαῖο νά κρυφτεῖς, ὃσο σέ μιά κοινωνία ὃπου  ὃλα ἐπιτρέπονται. Ἐκεῖ, τήν ὣρα πού δίνεται τό ἐλεύθερο νά ἒρθουν ὃλα στό φῶς, τήν ὣρα ἐκείνη τό κρύψιμο γίνεται πάρα πολύ κρίσιμο. Διότι οἱ ἂνθρωποι αἰσθάνονται τήν ἀνάγκη νά κρύβουν πάσῃ θυσίᾳ πράγματα πού τούς ἐκθέτουν κοινωνικά, ἐπειδή ἀκριβῶς δέν μπορεῖ τό πρόσωπο τοῦ καθενός νά σχηματιστεῖ καθαρά περιλαμβάνοντας καί τόν βοῦρκο του. Δέν ὑπάρχει ἀμφιβολία πώς ἡ ἀλήθεια μας περιέχει μαζί μέ τά καθαρά νερά  καί βοῦρκο. Πρέπει ὃμως νά σιχαθοῦμε τόν βοῦρκο μας ἢ νά τόν προσέξουμε; Ὁ Φρόυντ λέει νά τόν προσέξουμε· οἱ  ἠθικολόγοι ἐπιμένουν νά τόν σιχαθοῦμε. Νά κάνουμε σάν νά μήν ὑπάρχει. Ὃμως ἂλλο τό «σάν νά μήν ὑπάρχει κάτι» καί  ἂλλο «κάτι πού ὑπάρχει καί χρειάζεται προσοχή». Γιά αὐτό καί μεγάλοι ψυχολόγοι, ὃπως  ὁ Ντοστογιέφσκυ, ἐπέλεξαν νά προσέξουν τήν βρωμιά ὡς μέρος  τῆς ἀνθρωπινότητας μας. (Αὐτή ἡ βρωμιά ἂς μήν συνδέεται μέ τίς παπαδικές ἀφηγήσεις περί ἀταξιῶν καί ἀτασθαλιῶν τοῦ ἀνθρώπου, καί εἰδικά μέ τήν  ἀνεξήγητη ἀναφορική ἐμμονή τους περί τό σεξουαλικό!).

   Στήν περίπτωση λοιπόν τοῦ Φρόυντ καί τῆς ψυχανάλυσης ἒχουμε νά κάνουμε μέ ἐπιστήμη ἐναντίον τοῦ κρυψίματος. Ἐξ οὗ καί ο  Φρόυντ ξεκίνησε ἀπό τίς ὑπεκφυγές, τίς αὐταπάτες, τίς ὑποκρισίες, τίς φαντασιώσεις τῶν ἀνθρώπων πού ζοῦν ὡς ὂντα  ἐκτεθειμένα διαρκῶς  στήν ὃποια σημασία τῶν σκέψεων καί τῶν πράξεών τους.

  Τό φωτεινό καί μαῦρο τῆς ζωῆς ὀ Φρόυντ τό ἒκανε ἐπιστήμη. Ἐκεῖ  πού χωροῦσε μόνο ἡ συνείδηση μέ τήν καθαρότητά της, ἦρθε νά προσθέσει τό ἀσυνείδητο. Δηλαδή ἓνα σκοτεινό δωμάτιο ἀγνώστων διαστάσεων καί διεργασιῶν. Δέν εἶναι διόλου ἁπλό γιατί ἡ πραγματικότητα  στήν ψυχανάλυση δέν εἶναι πραγματικότητα ὑλικῶν γεγονότων ἀλλά συμβόλων. Ἐκεῖ ἐμφανίζεται προνομιακά τό ἀσυνείδητο.

  Τό πρῶτο σημαντικό ψυχαναλυτικό βιβλίο τοῦ Φρόυντ ἦταν τό ἒργο του γιά τά ὂνειρα. Ἀπό τήν  μελέτη  τῶν ὀνείρων   ἀναδύθηκε ἡ ψυχανάλυση καί τά ὂνειρα ἀποτελοῦν  μιά πραγματικότητα ἐντελῶς συμβολική, ὃπου τά πάντα παίζονται σέ ἓνα ἐπίπεδο  ξένο πρός τήν ἐμπειρική πραγματικότητα, τό βαθύτερο ἐπίπεδο τῆς σημασίας. Διότι «ἀλήθεια» τῶν ὀνείρων εἶναι ἡ κρυμμένη σημασία τους.

Ὁ Φρόυντ διαβάζει στά ὂνειρα ἓνα ψυχολογικό φαινόμενο, τό ὁποῖο δέν ἐκφράζει τήν λογική τῆς ψυχῆς, ἀλλά ἓναν ψυχικό παραλογισμό. Κάτι τό ὁποῖο  θά τοποθετούσαμε στά ὑπόγεια τῆς ψυχῆς καί θά τό ὀνομάζαμε ἀσυνείδητο. Ξέραμε τό συνειδητό, τώρα μαθαίνουμε τό ἀσυνείδητο -τό λέμε συχνά καί ὑποσυνείδητο. Δέν εἶναι ὃμως τό ἲδιο. Τό ἀσυνείδητο βρίσκεται ἐκτός τῆς συνειδήσεως. Τό ὑποσυνείδητο  εἶναι κάπως συνειδηση, δηλαδή κάτι τό ὁποῖο μπορεῖ νά λησμονήσω ἢ νά ἀπωθήσω ἀλλά μοῦ ξανάρχεται στόν νοῦ μετά ἀπό ἓνα μῆνα, ἂς ποῦμε, ἢ ἀπό πέντε χρόνια. Τό ἀσυνείδητο  εἶναι μιά βαθειά ἀπώθηση ἐπιθυμίας στήν λήθη. Ἀλλά ἐπειδή ἀκριβῶς τό ἲδιο τό ἀπωθημένο δεν χάνεται καί ἡ μνήμη του διαρκεῖ στήν παρανομία, ἐπανέρχεται μέ τον τρόπο τῶν συμπτωμάτων. Συμπτώματα νευρωτικά, τά ὁποῖα ὡς ψυχικά προβλήματα κάνουν τήν ζωή τοῦ ἀνθρώπου κάποτε ἀβίωτη.

  Ὁ Φρόυντ μελετᾶ πολύ πειστικά τό ὂνειρο  ὡς  ψυχικό φαινόμενο, τό ὁποῖο ἐπεξεργάζεται μέ ὃρους ψυχολογίας καί ὂχι ἀποκαλύψεως. Φαινόμενο μέ προέλευση τήν ἐπιθυμία τοῦ ἀνθρώπου καί στόχο τήν ἐκπλήρωση αὐτῆς τῆς ἐπιθυμίας. Τό ὂνειρο  ξεκινᾶ μέ κάτι πού  ποθῶ μέ τρόπο  παραλλαγμένο στίς εἰκόνες του, καί θέλω, ἒστω καί σέ ἐπίπεδο μή ὑλικό, νά τό πραγματοποιήσω. Γι’ αὐτό καί στόν ὓπνο μας ἀνεβαίνουν ἒργα ζωῆς μέ τρόπο ὁ ὁποῖος δέν ἐπιτρέπει νά ἀναγνωρίσουμε τί ἀκριβῶς παίζεται στά ὂνειρα. Πρᾶγμα τό ὁποῖο ἐπιβάλλει στόν Φρόυντ νά διακρίνει τήν συνείδηση ἀπό τό ἀσυνείδητο  καί νά περιγράψει τήν λειτουργία τῶν δύο πεδίων καί τούς μηχανισμούς τῆς ἐπικοινωνίας των, εἰς τρόπον ὣστε ἡ θεραπευτική νά εἶναι ἐπικοινωνία καί ἡ ἀρρώστια ἐπίσης ἐπικοινωνία, ἀσχέτως ἐάν ἀδυνατοῦμε νά προσδιορίσουμε πότε ἀκριβῶς συμβαίνει τό ἓνα ἢ το ἂλλο.

  Ὁ Φρόυντ δέν ἀναπαύθηκε στήν γενική ἰδέα τί εἶναι τό  ὂνειρο. Προχώρησε νά ἀναλύσει τήν λειτουργία τοῦ ὀνείρου καί τό ἒκανε μέ τρόπο ἀξιοπρόσεκτο. Βέβαια εἶχε στά χέρια του τήν ἰδέα τοῦ αὐτόνομου συμβόλου, ἑνός συμβόλου τό ὁποῖο  αἱμοδοτεῖται ἀπό μέσα του, ὁπότε βάση τῆς  ἑρμηνείας τοῦ  ὀνείρου γίνεται ἡ σχέση τῶν εἰκόνων του μέ τήν σημασία τους. Αὐτό πού βλέπουμε εἶναι ἓνα σκηνικό ἀποκρύψεως ἐκείνου τό ὁποῖο ἐν τέλει λέγεται. Ἡ δυνατότητα νά φέρουμε κοντά τό κρυμμένο μέ τό νόημά του, συνιστᾶ ἑρμηνεία τοῦ ὀνείρου. Ἐδῶ φαίνεται καθαρά πώς ἡ ψυχανάλυση ξεκινᾶ καί ἀναπτύσσεται ὡς μελέτη τοῦ κρυψίματος, ἑνός τρόπου νά μιλάω, νά ἐκφράζω ὃ,τι ἒχω νά πῶ μέσω τῶν παραπλανητικῶν εἰκόνων τοῦ ἀσυνειδήτου.

 Ἐκεῖνο πού  ἐνδιαφέρει νά κρατήσουμε ἀπό τά προηγούμενα εἶναι ὃτι τήν ἑρμηνευτική τῶν ὀνείρων  ὑποβαστάζει ἡ φροϋδική ἀντίληψη τῆς μνήμης. Ἡ φροϋδική μνήμη δέν ἒχει νά κάνει μέ τό τί ἒκανα χθές, τήν προηγούμενη ἑβδομάδα ἣ πέρυσι. Αὐτά εἶναι  ἁπλᾶ ἐνθυμήματα, ἐξ οὗ καί τά ἐνθύμια, οἱ κάρτες ἀπό κάποιο ταξίδι μου, ἂς ποῦμε, στήν Γαλλία. Ἂλλο ἡ ἐνθύμηση, ἂλλο ἡ μνήμη. Ἡ ἐνθύμηση εἶναι συγκράτηση γεγονότων· ἡ μνήμη εἶναι συναίρεση γεγονότων μέ τά βιώματά τους καί δημιουργία  χρόνου ἐσωτερικοῦ.

Ὑστερόγραφο: Τό πρόσωπο καί τό ἒργο τοῦ Φρόυντ προκάλεσαν μεγάλη ἀντίδραση καί ἀπεριόριστο θαυμασμό. Φθάσαμε στό σημεῖο  ἂλλοι νά τόν χαρακτηρίζουν ἀπατεῶνα και ἂλλοι νά τόν ἀποκαλοῦν γίγαντα, ἐνῶ ἂλλοι συζητοῦν ἀκόμη περί τίνος ἀκριβῶς πρόκειται. Ἀρκετοί ὀρθόδοξοι  πνευματικοί, ψυχίατροι ἢ ψυχοθεραπευτές, θεωροῦν τήν θεωρία τοῦ Φρόυντ δυνατό ἐργαλεῖο στό πεδίο τῆς ἐξομολόγησης, καιρό τώρα, μέ κάποιους ἂλλους, τοῦ ἲδιου χώρου, ὂχι μόνο νά μήν τόν ἐκτιμοῦν, ἀλλά νά  ἐκφέρουν ἂποψη ἀρνητική γιά τίς  θέσεις του, πολλές φορές χωρίς νά ἒχουν διαβάσει κάποια σελίδα τῶν ἒργων του, ἀφοῦ μάλιστα ἒκανε τό λάθος νά γεννηθεῖ Ἐβραῖος.  

  


Τρίτη 14 Ιανουαρίου 2025

Κρίση καί εὐθύνη κάθε ἀνθρώπου, νοούμενου ὡς πολίτη.

 

“Truman Show”.

  Ἡ ἑταιρική ἀπληστία, καί δολιότητα γίνεται ὃλο καί πιό ἐπιθετική ἐπιχειρηματικά, παγκόσμια. Ἀκούγονται πλέον καθαρά οἱ κραυγές τους: «Δημιουργήσαμε ἓναν εἰκονικό κόσμο. Εἲμαστε μιά παγκόσμια ἐταιρεία παραγωγῆς οἰκονομικῶν συμφερόντων. Ἐμεῖς γράφουμε τό σενάριο ἐμεῖς εἲμαστε οἱ σκηνοθέτες, ἐμεῖς οἱ παραγωγοί, ἐμεῖς οἱ πρωταγωνιστές, ὁ κόσμος ὃλος  ἡ σκηνή μας, καί ὃλοι ἐσεῖς οἱ κομπάρσοι μας.

  Θέλουμε νά νοιώθετε εὐάλωτοι, ἀδύναμοι, γι’ αὐτό ἂν χρειαστεῖ, ἂν κριθεῖ ἀπαραίτητο, ἒχουμε τόν τρόπο νά σκορπίσουμε τό ἀπόλυτο χάος.

  Σεναριογραφικά ἒχουμε ἢδη προχωρήσει στό ἐπόμενο βήμα καί θα πρέπει νά συνεχίσετε νά προσπαθεῖτε νά μαντέψετε ποιό θά εἶναι αὐτό. 

  Ὃλα πρέπει να φαίνονται νόμιμα σέ ὃλους. Τό κάνουμε σάν τό “Truman Show”, ὃσο κοιμᾶστε τά πάντα ἐλέγχονται ἀπό ἐμᾶς πίσω ἀπό τήν σκηνή…

Βάλτωμα ἢ ἂλλως στροβιλισμοί τοῦ φαντασιακοῦ.

  Στίς 8 Μαρτίου τοῦ 2004, ὁ πρωθυπουργός δύο τετραετιῶν Κώστας Σημίτης περίμενε στό πλατύσκαλο τοῦ Μαξίμου τόν νεοεκλεγέντα διάδοχό του Κώστα Καραμανλή, ὁ ὁποῖος στήν Βουλή τόν εἶχε ἀποκαλέσει «ἀρχιερέα τῆς διαπλοκῆς». Τόν ὑποδέχθηκε μέ πλατύ χαμόγελο, φωτογραφήθηκαν καί οἱ δύο προτάσσοντας τήν θερμή χειραψία τους, στήν συνέχεια κλείστηκαν γιά ἀρκετή ὢρα στά Πρωθυπουργικά γραφεῖα ὃπου  ἒγινε ἡ ἐνημέρωση, τοῦ εὐχήθηκε καλή   ἐπιτυχία, ἀφήνοντας σέ ὂλους μας ἓνα παράδειγμα, μιά παρακαταθήκη  πολιτικοῦ καί πολιτισμικοῦ ἦθους.

 Ἦταν ἡ πρώτη φορά στήν Ἑλλάδα πού γινόταν παράδοση–παραλαβή τῆς πρωθυπουργίας, ἡ ὁποία, μέ ἐξαίρεση εὐτυχῶς μοναδική τόν Σαμαρᾶ, ὁ ὁποῖος δέν καταδέχθηκε! ὡς κατ’ ἐξακολούθηση ἀνόητιος, νά ὐποδεχθεῖ τόν Ἀλέξη Τσίπρα.

  Ὁ Σημίτης  πίστευε στήν συνέχεια τοῦ κράτους, δέν μηδένισε τήν συμβολή κανενός σέ ἀντίθεση μέ τόν Καραμανλῆ καί Σαμαρᾶ πού  πιστεύουν ὃτι σάν κι’ αὐτούς κανένας ἂλλος στήν πολιτική ἱστορία τῆς Ἑλλάδος.

  Ἓνα ἀπό τά χαρακτηριστικά τῆς δημοκρατίας, ὁ Μαλρώ τό εἶπε, εἶναι «ἡ τήρηση τῶν προσχημάτων». Οὒτε τά προσχήματα δέν τήρησαν οἱ ελλειμματικοί πολιτισμικά πολιτικοί μας. Τέσσερις πρώην πρωθυπουργοί μας, καί ἓνας πρώην Πρόεδρος μας, δέν  καταδέχθηκαν νά παραστοῦν στήν ἐξόδιο ἀκολουθία τοῦ Σημίτη. Ἂντε κατάλαβε τί γίνεται στό μελίγγι τους. Ἐγωισμοί, ἀνασφάλειες, ὑστερίες, ἐσωτερικές βεντέτες, προπαντός χωρίς ἲχνος αὐτοκριτικῆς …

  Νομίζω ὃτι ἡ συγκεκριμένη ἀσέλγεια τῶν πολιτικῶν μας εἶναι ἡ ἀντανάκλαση τῆς πλήρους ἀνωριμότητάς τους, καί εὒχομαι νά ἒρθει κάποτε ἡ στιγμή πού νά ὀμολογήσουν ὃτι προτιμοῦσαν νά μήν εἶχαν πάρει αὐτήν τήν  ἀπόφαση καί νά ζητήσουν δημόσια συγνώμη.  

«Ἀπολείπειν ὁ θεὸς Ἀντώνιον»

  23η Επέτειος Εκλογής και Χειροτονίας του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου κ. Δωροθέου Β΄ .

«…Ο φέρελπις νέος Μητροπολίτης κ. Δωρόθεος Β’, ο οποίος χαρακτηριζόταν από το ιδιαίτερο χάρισμα του λόγου και του κηρύγματος αλλά και της άδολης θυσιαστικής αγάπης του για την Εκκλησία, ξεπέρασε κατά πολύ τις αναμενόμενες προσδοκίες…

…Μητροπολίτης και Επίσκοπος με το μεγάλο χάρισμα της ανεξικακίας. Ουδέποτε  αντιτάχθηκε σε πολεμίους του, αλλά πάντοτε συγχωρεί και προσεύχεται ενώπιον του Φιλανθρώπου Θεού, για τη σωτηρία απάντων των ανθρώπων. Δεν έμαθε ποτέ να διαχωρίζει σε φίλους και πολεμίους αλλά με μακροθυμία και αγάπη, η καρδιά του χωρά τους πάντες». (Προφανῶς θά ἀναφέρεται στήν περίπτωση Θεολόγου…πολύ πιθανόν…μᾶλλον…). Αρχιμ. Αλέξιος Παπαδόπουλος Καθηγούμενος Ιεράς Μονής Θεοτόκου Τουρλιανής Άνω Μερά Μυκόνου,

 

Μανουήλ Κομνηνός

Ὁ βασιλεύς κυρ Μανουήλ ὁ Κομνηνός
μιά μέρα μελαγχολική τοῦ Σεπτεμβρίου
αἰσθάνθηκε τόν θάνατο κοντά. Οἱ ἀστρολόγοι
(οἱ πληρωμένοι) τῆς αὐλῆς ἐφλυαροῦσαν
πού ἂλλα πολλά χρόνια θά ζήσει ἀκόμη.
Ἐνῶ ὃμως ἒλεγαν αὐτοί, ἐκεῖνος
παληές συνήθειες εὐλαβεῖς θυμάται,
κι ἀπ' τά κελλιά τῶν μοναχῶν προστάζει
ἐνδύματα ἐκκλησιαστικά νά φέρουν,
καί τά φορεῖ, κ' εὐφραίνεται πού δείχνει
ὂψι σεμνήν ἱερέως ἢ καλογήρου.

Εὐτυχισμένοι ὃλοι πού πιστεύουν,
καί σάν τόν βασιλέα κυρ Μανουήλ τελειώνουν
ντυμένοι μές τήν πίστι των σεμνότατα.


Κωνσταντίνος Π. Καβάφης

Μᾶς ἐνδιαφέρει.

   Ὁ πόλεμος στήν Μέση Ἀνατολή πού ἐπιβλήθηκε στήν περιοχή στίς 7 Ὀκτωβρίου εἶναι ἓνα διαφορετικό εἶδος σύγκρουσης, μιά σύγκρουση τήν ὁποία ἀδυνατοῦμε νά κατανοήσουμε: ἓνας πόλεμος στόν ὁποῖο τό ἓνα ἀπό τά ἀντιμαχόμενα μέρη προτίθεται νά ἐπιδεινώσει δραματικά τήν δική του κατάσταση προκειμένου νά προκαλέσει ἀκόμη μεγαλύτερη ζημιά στόν γείτονά του. 

Καί αὐτό.

Ὁ Μπέρναρντ Σώ ἒκανε πλάκα: «Ἡ Ρώμη ἒπεσε. Ἡ Βαβυλώνα ἒπεσε. Θά ἒρθει καί ἡ σειρά τῆς Βυζίτσας». Τό χωριό ἒχει μεταφραστεῖ στά ἑλληνικά συμφραζόμενα. Ἀλλά ἡ κωμική μετάβαση ἀπό τήν αὐτοκρατορία στό χωριό ὑποδηλώνει –καί ὑποσκάπτει σαρκαστικά– τό ἀναπόφευκτο τῆς φθορᾶς τῶν συστημάτων ἐξουσίας καί τῶν πολιτισμῶν πού παράγουν.

Παρασκευή 10 Ιανουαρίου 2025

«Ἀποκατάστασις εἰς τό ἀρχαῖον τῆς φύσεως ἡμῶν…»

 

Τό πλέον ἴσως  ἀμφισβητούμενο ζήτημα τῆς χριστιανικῆς ἐσχατολογίας εἶναι τό καθ’ ὁμοίωσιν, ἔγκυρη παρουσίαση τοῦ ὁποίου βρίσκουμε στόν «Ἐρχόμενο Θεό» τοῦ Γιοῦργκεν Μόλτμαν. Πρόκειται γιά τό θέμα τῆς ἐσχάτης κρίσεως καί τῆς ἐκβάσεώς της, ἕνα θέμα πού σύν  τῷ χρόνῳ ἔλαβε κρίσιμες τροπές καί μεγάλες διαστάσεις-ἔγινε δυσεπίλυτο.  Ἐνῶ πρῶτα οἱ χριστιανοί συνέδεαν τήν έσχάτη κρίση μέ τήν ἐλπίδα νά ἐπικρατήσει ἡ θεία δικαιοσύνη καί νά ἡττηθεῖ τό κακό, μετά τόν Μεγάλο Κωνσταντίνο καί τήν νέα εἰδική σχέση Πολιτείας καί Ἐκκλησίας, ἡ ἐσχάτη κρίση ἑρμηνεύτηκε ὡς θεῖο ποινικό δικαστήριο μόνο ἐναντίον τῶν ἀδίκων καί τῶν παραβατῶν, ἔφθασε δέ νά συμβολίζει τήν δικαστική ἐξουσία τοῦ αὐτοκράτορα.    Ἰησοῦς ἔτσι ἔγινε δικαστής πού ἀθωώνει καί καταδικάζει, ἀφήνοντας πίσω τήν ἀγάπη του, τήν Σταύρωση καί τήν Ἀνάστασή του.

  Ἡ δικανική προσέγγιση στό θέμα τῆς  τελικῆς κρίσης προκαλεῖ  ἐρωτηματικά στήν Πατερική περίοδο ἤδη ἀπό τήν ἐποχή τοῦ  Ὠριγένη, κορυφώνεται δέ ἡ ἀντίδραση σ’ αὐτήν μέ τούς  Ἀντιοχειανούς  θεολόγους τοῦ δ΄ καί ε΄ αἰῶνα, ὅπως ὁ Διόδωρος ὁ Ταρσοῦ (+πρό τοῦ 394), νά θεωροῦν ἀδιανόητο ὅτι ὁ Χριστός, ὁ ὁποῖος ὑποφέρει γιά τίς ἁμαρτίες μας, θά ἐξακολουθήσει νά  ὑποφέρει αἰώνια,  ἐνῶ ὁ Θεόδωρος Μομψουεστίας (+428) φαίνεται νά ἀσπάζεται τήν ἰδέα τῆς τελικῆς ἀποκαταστάσεως τῶν πάντων. Ὅμως ὁ συγγραφέας ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἀνέπτυξε καί διέδωσε στήν Ἀνατολή τήν ἰδέα τῆς ἀποκαταστάσεως χρησιμοποιώντας τήν ἔννοια τῆς ἀγάπης τοῦ  Θεοῦ εἶναι ὁ Ἰσαάκ ὁ Σύρος (7ος αἰῶνας). Εἶναι ἀληθινή ἡ σωτηρία ἐπειδή σώζει τούς πάντες. Ἐάν δέν δοθεῖ ἡ δυνατότητα νά σωθοῦν ὅλοι, δέν σώζεται κανείς. Ἡ τελική αἴτηση τοῦ Κυρίου εἶναι: «Ἴνα πάντες ἕν ὦσι»

  Ὑπέρ τῆς ἀποκαταστάσεως τῶν πάντων, ὅπως εἴπαμε, εἶχε ταχθεῖ πρῶτος, τουλάχιστον ἱστορικά, ὁ Ὠριγένης, ὁ ὀποῖος μάλιστα ὑποστήριζε ὅτι ἀκόμη καί οἱ δαίμονες θά σωθοῦν, θέση πού, ἀνάμεσα σέ ἄλλες, τοῦ στοίχισε, τριακόσια χρόνια  μετά τήν κοίμησή του,  τήν  καταδίκη του ἀπό τήν Ε΄ Οἰκουμενική Σύνοδο τῆς Κωνσταντινουπόλεως τό 553, κατόπιν ἐντολῆς τοῦ Ἰουστινιανοῦ.

  Τήν ἰδέα τῆς ἀποκαταστάσεως υἱοθετοῦσε καί ὁ Γρηγόριος Νύσσης,    τήν συνέδεσε δέ μέ τήν Ἀνάσταση. «Ἀνάστασις ἐστιν ἡ εἰς τό ἀρχαῖον τῆς φύσεως ἡμῶν ἀποκατάστασις», γράφει στόν Διάλογο περί ψυχῆς καί ἀναστάσεως, καί τό ἐπαναλαμβάνει αὐτολεξεί καί ἀλλοῦ ἄς ποῦμε στό Περί κατασκευῆς τοῦ ἀνθρώπου ἤ στόν Μέγα κατηχητικόν λόγον. Ἔβλεπε στήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν τήν ἐπανασυναρμολογή τῶν ἀποσυντεθειμένων σωματικῶν στοιχείων κάθε ἀνθρώπου μέ τήν ψυχή του, καθώς πεθαίνοντας ἀφήνει τά πάθη καί τήν φυσική φθορά γιά  νά περάσει σέ κατάσταση πνευματική καί ἀπαθῆ, ὅπως αὐτήν τῶν Πρωτοπλάστων πρό τῆς πτώσεως. Ἀντίθετα ὁ Αὐγουστίνος δεχόταν πώς μόνο ἕνας περιορισμένος ἀριθμός ἐκλεκτῶν μπορεῖ νά σωθεῖ.

   Καί οἱ δύο τοποθετήσεις βρίσκουν ἐρείσματα στήν Ἁγία Γραφή, ὁπότε καμμιά τους δέν μπορεῖ νά  ἐπιβληθεῖ στήν ἄλλη, μέ ἀποτέλεσμα νά αἰωροῦνται  σκληρά διλήμματα τοῦ τύπου: Ἄν εἶναι νά σωθῶ ἔτσι κι ἀλλιῶς, γιατί νά εἶμαι δίκαιος; Ἤ ἄν σώζομαι ἐπειδή  εἶμαι καλός, μήπως ἡ κρίση τοῦ Θεοῦ ἐξαρτᾶται ἀπό τήν ἠθική μου βούληση; Μέ ἄλλα λόγια: Νά ἐμπιστευτοῦμε τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἤ να ἀναλάβουμε σθεναρά τήν ἀνθρώπινη ἐλευθερία; Ἀπάντηση: Νά δεχτοῦμε τό ἐνδεχόμενο οὐρανοῦ καί κόλασης μέ τήν πεποίθηση ὅτι ἡ κόλαση ἔχει περαιτέρω τήν θυσιαστική ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Στό πρόσωπο τοῦ Ἐσταυρωμένου ὁ Θεός παίρνει ἐπάνω του τήν καταδίκη τῶν  ἀμαρτωλῶν, ἐν γνώσει ἤ ἐν ἀγνοίᾳ των, γιά νά τούς χορηγήσει τήν Χάρη του. Στίς πληγές του ἀποτυπώνεται ἡ θεία ἐκλογή μας.

  Τίποτα δέν μπορεῖ νά πραγματοποιηθεῖ χωρίς τήν μνήμη Θεοῦ. Ὅμως τούτη ἡ θέση δεν μπορεῖ νά πραγματωθεῖ χωρίς τήν ἀναδημιουργία μετά τήν δημιουργία. Ἐπειδή ὁ Θεός εἶναι δημιουργός, θεραπευτής κάθε ἐκτροπῆς, ἐκστατικός ἔρωτας, καί ὁ μόνος ἀθάνατος μέ (ἄκτιστη) αἰώνια μνήμη, αὐτός εἶναι καί ἡ ἀνακεφαλαίωση τῶν πάντων, ἡ ἀποκατάσταση καί ἡ ἀγαθοτοπία. Τοῦτες οἱ κατά πάντα ρωμαλέες θεολογικές προϋποθέσεις τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας ὁδήγησαν στό (θεολογούμενο) δόγμα τῆς ἀποκατάστασης τῶν πάντων, ἐνῶ τό δικαιϊκό ἄτεγκτο πνεῦμα πού εἶναι τό ἐπίκεντρο τῆς δυτικῆς θεολογίας, χάλκευσε τόν ἀπόλυτο προορισμό.

  Τά κτίσματα ἔχουν ἀρχή γένεσης καί μποροῦν νά εἶναι ἀτελεύτητα, ἐπειδή τό θέλει ὁ Θεός χωρίς καμμιά κτιστή ἀναγκαιότητα. Ὀφείλουμε ὅλοι νά καταλάβουμε καλά τήν διάκριση κτιστοῦ -ἀκτίστου τῆς πατερικῆς θεολογίας, κι ἄν δέν τήν ἀποδέχεται κάποιος νά  τό πεῖ. Δέν εἶναι δυνατόν καί νοητό νά ἀποδίδουμε στά κτίσματα τίς ἰδιότητες τοῦ φύσει ἄναρχου καί ἀτελεύτητου Θεοῦ. Ἑπομένως,  κατά τούς Θεολόγους τῆς ἀποκατάστασης τῶν πάντων, δηλαδή τοῦ Ὠριγένη, τοῦ Γρηγορίου Νύσσης καί τοῦ Μάξιμου Ὁμολογητή, λόγου χάρη,  τῇ παρατάσει τῶν αἰώνων καταργεῖ τήν μνήμη τοῦ κακοῦ. Ὁ Μάξιμος Ὁμολογητής μάλιστα διασαφηνίζει τοῦτο τό δόγμα λέγοντας ὅτι ἡ ἀποκατάσταση στήν ἀρχαία τάξη θά γίνει μέ τήν ἐπίγνωση καί ὄχι μέ τήν μέθεξη τοῦ Θεοῦ. Μένει νά ἐξεταστεῖ  τί εἶναι αὐτή ἡ ἐπίγνωση· τό σίγουρο εἶναι ὅτι οἱ κολασμένοι μέ τόν Σατανᾶ χάνουν τήν μνήμη τοῦ κακοῦ, ἑπομένως  τήν ὀδύνη, ὅμως δέν θεώνονται.

  Οἱ αὐτοπαγιδευόμενοι στόν ὀρθόδοξο χῶρο, πολλές φορές δέν γνωρίζουν τί ἀκριβῶς ἀπορρίπτουν· ἄλλωστε καί σέ ἀρκετούς  κληρικούς καί θεολόγους εἶναι σχεδόν ἄγνωστη ἡ διδαχή γιά τήν ἀποκατάσταση καί τήν ἀνακεφαλαίωση, καί πρό παντός εἶναι ἀθέατες ἤ σκοτεινές οἱ ρωμαλέες θεολογικές προϋποθέσεις τῆς ἀποκατάστασης καί τῆς ἀνακεφαλαίωσης, καί πού θά παραμένουν πάντοτε μυστήριο γιά τήν ἀνθρώπινη λογική, κρυμμένο βαθιά στό ἔλεος, τήν ἀγάπη καί τήν ἐλευθερία τοῦ Θεοῦ.   

  Ἡ διδαχή τοῦ Εὐαγγελίου εἶναι ἡ διέξοδος καί ἡ νίκη ἐναντίον κάθε κατοχῆς. Τό  πρώτιστο πού μᾶς συμφέρει νά κατανοήσουμε εἶναι ὅτι τό ἔργο τῆς νίκης ἀνήκει ἀποκλειστικά στόν Θεό τῆς ἀγάπης. Ἡ ὅποια ἐπάρκειά  μας δέν μᾶς σώζει. Ὁ Θεός τοῦ Εὐαγγελίου δέν εἶναι μιά ἰδέα, ἀλλά μιά συγκεκριμένη ὀντότητα, μέ τήν ὁποία μπορεῖ νά ὑφίσταται μιά προσωπική σχέση. Μιά ὀντότητα πού δέν θά κατανοηθεῖ ποτέ πλήρως. Ἡ ἀνθρωπότητα ὅμως στό διάβα τῶν αἰώνων καί μέ τήν αὔξηση τῶν ἐπιστημονικῶν γνώσεων θά καταγράφει μέ ἔκπληξη τήν παρουσία τῆς ἄπειρης σοφίας Του, ἐνῶ μέσα ἀπό τίς βιωμένες προσωπικές ἐμπειρίες θά γίνεται κοινωνός τοῦ ἐνδιαφέροντός Του.  

Ὑστερόγραφο. Ἡ συγκεριμένη ἐπιφυλλίδα εἶναι συνέχεια τοῦ ἂρθρου τῆς 6ης Δεκεμβρίου 2024 "Κόλαση καί αἰωνιότητα"