Της Α.Κ.Κορνάρου-Καλαμαρά.
«Τίς μη μακαρίσει Σε, Παναγία Παρθένε, τίς μη ανυμνήσει σου τον αλόχευτον τόκον;».«Θεός σεσάρκωται εκ των αγνών αιμάτων σου». ΄Ανθρωπος η Αειπάρθενος, Θεόν συνέλαβε στα σπλάχνα Της, «τη επελεύσει του Αγίου Πνεύματος». Θεόν, «Όν (τον Οποίο) τρέμουσιν δυνάμεις αι των Αγγέλων». Και έγινε «η δούλη Κυρίου» Μητέρα του Θεού, η Πάναγνη μεταξύ των γυναικών, «η Ευλογημένη» η «Κεχαριτωμένη Μαρία». Τα ΄Αγια των Αγίων του ανθρωπίνου γένους είναι η Υπεραγία Θεοτόκος. Σ’ Αυτήν κατοίκησε ο Υιός του Θεού, έλαβε την ανθρώπινη φύση και ως Θεάνθρωπος έγινε ο Σωτήρας και Λυτρωτής μας. Κι εμείς γίναμε «κοινωνοί θείας φύσεως». «Το όνομα της Θεοτόκου περιέχει όλο το μυστήριο της οικονομίας της σωτηρίας μας», λέγει ο ΄Αγ. Ιωάννης ο Δαμασκηνός. Και μόνο το όνομα της Παναγίας χαροποιεί την ψυχή μας, επειδή έφερε στον κόσμο τη χαρά, τον Ιησού Χριστό. Γι’ αυτό με κατάνυξη ψάλλομε: «Η πάντων χαρά, Χριστός η αλήθεια, το φως, η ζωή, του Κόσμου η ανάστασις…».
Τιμούμε και δοξάζομε την Παναγία μας, γιατί Την τίμησε και Την δόξασε ο Θεός. Την αξίωσε να κυοφορήσει και να προσφέρει στην αμαρτωλή ανθρωπότητα τον μονογενή Του Υιό και Λόγο. Και την τιμή αυτή την προανήγγειλε 1.000 χρόνια π. Χ. ο θεοπάτωρ Προφήτης Δαυϊδ ως εξής: «Παρέστη η Βασίλισσα εκ δεξιών σου εν ιματισμώ διαχρύσω περιβεβλημένη, πεποικιλμένη…» (Ψαλμ.μδ΄,10). Και ο υμνωδός διακηρύττει: «Προφήται προεκήρυξαν, Απόστολοι εδίδαξαν, Μάρτυρες ομολόγησαν, και ημείς επιστεύσαμεν, Θεοτόκον Σε υπάρχουσαν…», ενώ άλλος ποιητής ερωτά τη Θεογεννήτορα: «Τα μεγαλεία σου, αγνή, τίς διηγήσεται;»
Μα Εκείνη έμεινε στη ζωή Της απλή, πραγματικό πρότυπο πιστού, ακολουθώντας σε δρόμο αφάνειας τον Υιό Της, ταπεινή με βαθύτατη συναίσθηση της αποστολής Της, που είχε να επιτελέσει ως «δούλη Κυρίου». Σ’ Αυτήν προσφεύγομε κι εμείς, οι άνθρωποι, με πίστη και αφοσίωση. Μάνα μας νιώθουμε τη Μητέρα του Θεού και Την φωνάζουμε και Την παρακαλούμε απ’ την καρδιά μας με βαθιά πεποίθηση ότι ακούει την ικεσία μας και αφουγκράζεται τους παλμούς της καρδιάς μας. «Προς τίνα καταφύγω άλλην, αγνή;» Πού να τρέξω, για να σωθώ; Είναι η μόνη προστασία και καταφυγή μας μετά τον Θεό.
«Χαίρε θεία σκέπη», εδώ και αιώνες βοά απ’ το Χριστιανικό Βυζάντιο ο ιερός ποιητής. «Σκέπη γενού και προστασία και αντίληψις και καύχημα, Παρθένε». Σκέπασέ με και προστάτεψέ με, Παναγία μου, γίνε συμπαραστάτις μου και καύχημα. Νιώθω τόσο αβοήθητος και συντετριμμένος. Αρρώστιες, πάθη, πειρασμοί με καταδιώκουν. Εσύ, «ελπίς απηλπισμένων», είσαι η ελπίδα και το στήριγμα της σωτηρίας μου. Επικλήσεις απευθύνουν και οι δύο παρακλητικοί κανόνες στην Κυρία Θεοτόκο, και Την καλούν «σκέπη κραταιά». «Προστασίαν και σκέπην ζωής εμής τίθημι Σε, Θεογεννήτορ Παρθένε». Εσένα , Παρθένε, που γέννησες τον Θεό, Σε θέτω προστασία και σκέπη της ζωής μου. Και ο ποιητής του Ακαθίστου ΄Υμνου τι μέγεθος δίνει στη σκέπη Της; «Χαίρε σκέπη του κόσμου, πλατυτέρα νεφέλης». Η σκέπη της Θεοτόκου καλύπτει τον κόσμο ολόκληρο. ΄Εχει έκταση και δύναμη, όπως η ευσπλαχνία και οι οικτιρμοί Της. Την παρακαλούμε να σκεπάζει τον λαό του Θεού με την ιερή εσθήτα Της, το μαφόριό Της, σύμβολο της μητρικής αγάπης, προστασίας και αέναης στοργής Της.
«Παναγία μου, σκέπασε τα παιδιά μου» φωνάζει η μάνα νύχτα και μέρα. «Τη νεολαία μας, Παρθένα μου, τους γέροντες, την Ελλάδα μας σκέπασε και προστάτεψε, σώσε τον κόσμο μας, Δέσποινα του κόσμου». Και οι υμνογράφοι στα βιβλία της Εκκλησίας μας αυτό το αίσθημα των ανθρώπων διερμηνεύουν και επιμένουν στις προσφωνήσεις τους: «Χαίρε Δέσποινα, η πάντων βοήθεια, χαρά και σκέπη και σωτηρία των ψυχών ημών». «Χαίρε τείχος και σκέπη των προστρεχόντων εις Σε». « Σε πάντες καταφύγιον και θείαν σκέπην κεκτήμεθα, Παρθένε».
Ζούμε «εν γη ερήμω και αβάτω και ανύδρω» (Ψαλμ.ξβ΄,2). Στην εποχή μας με τα απίστευτα τεχνολογικά επιτεύγματα φόβος μας συνέχει. Ανασφάλεια μάς καταδυναστεύει. Στα ύψη η βία, η εγκληματικότητα, η διαφθορά, οι τρομοκρατικές ενέργειες και οι απάνθρωπες φρικαλεότητες. Πόσο αγρίεψε ο άνθρωπος κι έχασε τη θεοφόρο λάμψη του! Πυκνώνουν τα επικίνδυνα καιρικά φαινόμενα. Πλημμύρες και πυρκαγιές, σεισμοί και καταποντισμοί. Πόλεμοι συγκλονίζουν τη γη των ανθρώπων. Κι η ψυχή μας τρέμει… «Εύκολα ο άνθρωπος τρίβεται μες τους πολέμους…» επισημαίνει ο Σεφέρης και ο Απόστολος των Εθνών αγωνιζόμενος να κηρύξει στον κόσμο το Ευαγγέλιο εξομολογούνταν: «ουδεμίαν άνεσιν έσχηκεν η σαρξ ημών` αλλ’ εν παντί θλιβόμενοι` έξωθεν μάχαι, έσωθεν φόβοι».(Β΄Κορ.ζ΄,5). Πόσο μοιάζουμε κι εμείς στην απλή καθημερινότητά μας… Και σιγοψιθυρίζουμε: «Παρθένε αγνή, ελέησον τους δούλους σου και ρύσαι πυρός και πάσης κολάσεως».
Προστασία και σκέπη αναζητά ο ανίσχυρος άνθρωπος από τον παντοδύναμο Θεό και παρακαλεί την Πανακήρατο Κόρη, τη Μητέρα Του, να μεσιτεύσει με τις μητρικές πρεσβείες Της προς τον Κτίστη του κόσμου. Γιατί σ’ Εκείνη ο Χριστός φανέρωσε πόση δύναμη έχει η μεσιτεία Της. Αν «πολύ ισχύει δέησις δικαίου ενεργουμένη», πολύ περισσότερο ισχύει «δέησις Μητρός προς ευμένειαν Δεσπότου»! Γι’ αυτό τα πλήθη των πιστών προστρέχουν με πόθο και λαχτάρα στη Χάρη Της. Καταφεύγουν στα μικρά κι ερημικά εξωκκλήσια ή στους μεγαλοπρεπείς ναούς, αφιερωμένους στη Μητροπάρθενο Δέσποινα.
Είμαστε μάρτυρες απ’ τα παιδικά μας χρόνια αυτού του θαύματος της συρροής εκατομμυρίων ανθρώπων από κάθε γωνιά της γης σ’ αυτό εδώ το μικρό κυκλαδονήσι, την Τήνο, όπου κατοικούμε. Εδώ τιμούμε και δοξολογούμε την Υπεραγία Θεοτόκο, τη Μεγαλόχαρη, «ημών την πολιούχον και του κόσμου προστάτιδα». «Πηγή ιαμάτων» η Αγία Εικόνα Της και «Ιατρείον υπέρ φύσιν» ο Ναός Της! Ζήσαμε και βιώνουμε εδώ στον μικρό μας τόπο, μέχρι σήμερα, ως τα βάθη της ψυχής μας την αίσθηση του θείου, που αιωρείται στην ατμόσφαιρα. Κι όταν χανόμαστε, καθώς οι ανεμοθύελλες του Αιγαίου μάς απομονώνουν απ’ τον υπόλοιπο κόσμο, κι όταν το παιδί μας κινδυνεύει και τα μποφόρ καθιστούν αδύνατη τη διακομιδή του σε νοσοκομείο, η Μητέρα του Θεού απλώνει μέσα μας γλυκιά την παρηγοριά Της και μας φωνάζει: «Εγώ είμαι…». Βιώματα, βιώματα θεία…
Κατέπλεαν λοιπόν τα καράβια μικρά, μεγάλα στο λιμάνι μας. Με βιασύνη αποβιβάζονταν ταλαιπωρημένοι απ` τα μελτέμια οι προσκυνητές, αλλά με πίστη και ευλάβεια κατευθύνονταν προς τον Ναό της Παρθένου, εκεί ψηλά. Κι έλαμπαν τα μάτια τους απ’ την προσδοκία του θαύματος. Ανασκιρτούσε πανηγυρικά η φύση ολόγυρα από σφυρίγματα πλοίων, κωδωνοκρουσίες θριαμβικές, αγγελικές ψαλμωδίες και θυμιάματα, αλλά κυρίως οι ικεσίες και τα δάκρυα του κόσμου αγίαζαν τα σύμπαντα. Πώς να κλείσεις στην ψυχή σου τόση πνευματική ευφροσύνη! Και τα πλήθη τρέχοντας ή συρόμενα στα γόνατα και με παιδί ή τάματα στην πλάτη έφταναν και συνωστίζονταν στα προαύλια του θεομητορικού οίκου, υπομονετικά περιμένοντας, να φτάσουν στο καλλιμάρμαρο προσκυνητάρι της Παρθένου και να αποθέσουν τους λυγμούς της πονεμένης ψυχής τους. «Δέσποινα του κόσμου, ελπίς και προστασία των πιστών, μη μου παρίδης την δέησιν…».
Κάθε Δεκαπενταύγουστο και στις μεγάλες εορτές πλέει το νησί της Μεγαλόχαρης στη Γαλανόλευκη. Σκιρτά το σύμβολο του ΄Εθνους μας κι ανάμεσα Ουρανού και γης συντελείται η ιερή μυσταγωγία. Πανηγυρίζει η Εκκλησία μας στις 15 Αυγούστου την « Κοίμηση» της Θεοτόκου. ΄Όχι τον θάνατο, αλλά τη «θεία μετάστασή» Της «από της γης εις τα άνω». Πώς να κρατήσει ο τάφος και η νέκρωση τη Μητέρα της ζωής; Γιορτάζουμε το Πάσχα του καλοκαιριού. Κι όπως γράφει ο ΄Αγ. Νικόδημος ο Αγιορείτης στον Συναξαριστή των 12 μηνών: «Η Κυρία Θεοτόκος μετά την εν τω τάφω τριήμερον αυτής Κοίμησιν, όχι μόνον μετέστη, αλλά και ανέστη από του τάφου και ανελήφθη εις τους Ουρανούς, ήτοι ενώθη πάλιν η ολόφωτος ψυχή μετά του ζωοδόχου αυτής σώματος, και ούτως ανέστη από του τάφου». Και αναφωνεί ο υμνωδός «Παρέστης, Παρθένε, εκ δεξιών του Παμβασιλέως, ω Βασίλισσα του παντός, περιβεβλημένη αθανασίας αίγλην». Ο δε ΄Αγ. Γρηγόριος ο Παλαμάς επισημαίνει «Συνανίσταται τω πρότερον αναστάντι τριημέρω Χριστώ η Κιβωτός του αγιάσματος αυτού» δηλ. η Θεοτόκος.
Τέτοια ΄Αγια Μέρα κάθε χρόνο εγείρεται η ιστορική μνήμη να κινήσει όλους μας σε επαναβίωση της 15 ης Αυγούστου 1940. Τότε που συνέβη ο τορπιλισμός της «΄Ελλης», γεγονός «μοναδικόν εις τα ναυτικά χρονικά του κόσμου» (Ο Τύπος) . Αφηγήσεις αυτοπτών μαρτύρων μάς ζωντάνευαν απ` τη μικρή μας ηλικία εκείνα τα θλιβερά γεγονότα, που έκαναν τις καρδούλες μας να τρέμουν από οργή και αγανάκτηση. Ξημέρωσε τότε μέρα γαλήνης. Κάλμα μπουνάτσα. Σημαίες κυμάτιζαν παντού. Χαρμόσυνες κωδωνοκρουσίες δονούσαν τον μυρωμένο από μοσχολίβανο αέρα και τα πουλιά έκαναν ειρηνικούς ελιγμούς στον καταγάλανο ουρανό. Χιλιάδες ο κόσμος. Παντού πλήθη προσκυνητών. Στα επιβατηγά πλοία μέσα στο λιμάνι, στα μουράγια, στους δρόμους, στο βοτσαλωτό, στα προαύλια και στον Ιερό Ναό της Μεγαλόχαρης είχε αρχίσει η πανηγυρική θεία λειτουργία. Ευλαβείς προσκυνητές από νησιά και στεριές κατέφθαναν να τιμήσουν τη Χάρη Της και να συνεορτάσουν με τους άλλους Χριστιανούς την ιερή των Ορθοδόξων πανήγυρη.
Από τις 6.25΄το πρωί εκείνης της Πέμπτης 15 Αυγούστου 1940 αγκυροβόλησε έξω από το λιμάνι της Τήνου, 550 περίπου μέτρα απ’ το πράσινο φανάρι του λιμενοβραχίονα, το εύδρομο «ΕΛΛΗ», η μοναδική πολεμική «ναρκοθέτις» του στόλου μας. Το αγκυροβόλιό της συμβόλιζε την τιμητική παρουσία τους ΄Εθνους στην πανήγυρη της Θεομήτορος. Στις 8.00΄ακριβώς έγινε η έπαρση της σημαίας του πλοίου και ταυτόχρονα υψώθηκε ο μεγάλος σημαιοστολισμός του, λόγω της εορτής. Περιχαρείς οι αξιωματικοί και οι ναύτες ετοιμάζονταν να αποβιβαστούν και να ανεβούν προσκυνητές στον Ι. Ναό. Σαράντα ναύτες θα αποτελούσαν το τιμητικό άγημα στη λιτανεία και εννέα θα έφεραν στους ώμους τους το ιερό κουβούκλιο με την πάνσεπτη Εικόνα της Πανυμνήτου Θεοτόκου.
Ξαφνικά στις 8.25΄ «ισχυρότατη δόνησις ετάραξε το πλοίον. ΄Υψώθη ολόκληρον από πλώρη έως πρύμνη πάνω απ’ τη θάλασσα και επανήλθε». Κρότος ισχυρός! Μέσα στην απέραντη γαλήνη του Θεού. Τορπίλη έσχισε τα δεξιά ύφαλα του πολεμικού. ΄Ένα τεράστιο ρήγμα απ’ την κουπαστή του δεξιού έως την κουπαστή του αριστερού καταστρώματος. ΄Εκρηξη στο μηχανοστάσιο. Εκτίναξη των δεξαμενών πετρελαίου. ΄Αχρηστα όλα τα μηχανήματα του πλοίου. Σκηνές αλλοφροσύνης. Τραυματισμένοι οι ναύτες βογγούν… Κι άλλοι αποκλεισμένοι στο κύτος του πλοίου κραυγάζουν για βοήθεια απ’ τα φινιστρίνια. Το πολεμικό παίρνει κλίση κι ένας μαύρος καπνός απ` το κατάστρωμα των λέμβων ανεβαίνει προς τα ύψη ζητώντας να πληρωθεί η «`Υβρις». Πρωτοφανής και βέβηλη επίθεση στο νησί της Παρθένου την ημέρα της Κοιμήσεώς Της! Και πάλι εκρήξεις προς την κατεύθυνση της ξηράς αυτή τη φορά. Δεύτερη τορπίλη στο κέντρο του λιμενοβραχίονα, τρίτη σε ύφαλο προ του λιμενοβραχίονα, ενώ στήλη νερού και πέτρες τινάζονται ψηλά στον αέρα. Οι τορπίλες στόχο είχαν να πλήξουν τα επιβατηγά που αγκυροβολημένα στο λιμάνι αποβίβαζαν προσκυνητές. Δεν το κατόρθωσαν όμως! Ποιος δεν το επέτρεψε; Πανικός παντού. Γοερές κραυγές και δεήσεις να πληρώσει ο στυγνός ιερόσυλος. Μαίνεται η πυρκαγιά στο αντιτορπιλικό και από στιγμή σε στιγμή αναμένεται έκρηξη των πυρομαχικών. Ανάστατα τα πλήθη των προσκυνητών τρέχουν προς τα υψώματα…
Η γιαγιά μας εκείνο το πρωί, ψηλά στο ύψωμα από το σπίτι της, καμάρωνε το πολεμικό μας, όταν γύρω στις 7.00΄ εμφανίστηκε στον ορίζοντα ένα «μαύρο αεροπλάνο».΄Εκανε κύκλο πάνω απ’ το πλοίο και χάθηκε. Τρόμος την κατέλαβε πως κακό θα συμβεί. Και με συγκίνηση μάς διηγούνταν απ’ τα μικρά μας χρόνια: « Κρυμμένος σε υποβρύχιο πέρα στον κάβο ο κακούργος δολοφόνος τορπίλισε το πλοίο μας. Κι εκείνο τινάχτηκε για λίγο, έγειρε κι άρχισε να βυθίζεται σιγά – σιγά. Το `ζωσαν οι καπνοί κι οι φλόγες. Οι ναύτες μας, πληγωμένοι γλάροι, έπεφταν στη θάλασσα, που μαύρισε απ’ τα πετρέλαια. «Παναγία μου», φώναζα, «σώσε τα παιδιά μας, σκέπασε τον κόσμο σου, μην τιναχτεί το νησί στον αέρα». Η Παναγία άπλωσε τη σκέπη Της! Το «΄Ελλη» βυθιζόταν με την πρύμνη, χανόταν σιγά- σιγά κι έμεινε στο τέλος πάνω απ’ τη θάλασσα η Σημαία μας στην πλώρη να μας χαιρετά. Κλαίγαμε… Εκείνο το όραμα της Σημαίας πάνω απ’ τη θάλασσα μάς έδωσε ελπίδα πως ό,τι και να συμβεί δεν θα χαθεί το ΄Εθνος μας και στα χρόνια που ακολούθησαν –Πόλεμος Κατοχή – εκείνη η εικόνα δεν έσβησε μέχρι την απελευθέρωση!»
Και πράγματι παρά την αναμενόμενη έκρηξη οι αποθήκες των πυρομαχικών του σκάφους δεν ανατινάχτηκαν, οπότε τότε η τραγωδία θα ΄παιρνε διαστάσεις «ανατριχιαστικάς» ( εφημ. Ασύρματος). Η «ΕΛΛΗ» βυθίστηκε στις 10.20΄. Η λιτανεία έγινε στις 11.30΄σε τόνους πένθους. Οι ναύτες «βρεγμένοι, μουτζουρωμένοι, αρκετοί ματωμένοι» συνόδευσαν την Αγία Εικόνα και τα δοξαστικά στη Θεομήτορα ήχησαν ως πολεμικοί παιάνες. Οι προσκυνητές σώοι επέστρεψαν στις εστίες τους με τη συνοδεία νηοπομπών. Σε σύνολο διακοσίων δέκα ανδρών πληρώματος, εννέα ήταν τα θύματα της «ΕΛΛΗΣ» στον βωμό της Πατρίδας.
Αυτούς τους ήρωες «το Πανελλήνιο Ιερό ΄Ιδρυμα της Ευαγγελιστρίας» τους τιμά εσαεί «ως υπέρ Πατρίδος πεσόντας» σε εξαιρετικά τιμητικό Μαυσωλείο, παραπλεύρως του Ναού της Ευρέσεως. Τα ονόματά τους παραμένουν γραμμένα «εις αιώνιον μνημόσυνον» σε στήλη αναθηματική. Τα οστά τους αγιάζονται σε καλλιμάρμαρη λάρνακα κάτω από τη θεία–ανάγλυφη- μορφή και ιερή επιστασία του Αρχιστρατήγου Αρχαγγέλου ! Και κάθε Δεκαπενταύγουστο εκεί ψάλλεται Τρισάγιο «υπέρ αναπαύσεως» των ψυχών τους. Κατατίθενται στέφανοι και παιανίζει τον Εθνικό μας ΄Υμνο η μπάντα του Πολεμικού Ναυτικού και κατά τις εθνικές επετείους παρισταμένων και των μαθητών η φιλαρμονική του Ι. Ιδρύματος, ενώ στέφανος ρίπτεται και στον υγρό τάφο της «ΕΛΛΗΣ» από τον εκάστοτε κυβερνητικό εκπρόσωπο.
Αλλά ο λαός μας πίστεψε πως εκείνο το υποβρύχιο «αγνώστου εθνικότητος», όπως διαβεβαίωναν, που έπληξε την «ΕΛΛΗ» μας και διέπραξε «ύβρι» σε ιερή παλαϊκή πανήγυρη, δεν θα αργήσει να αποκαλύψει την ταυτότητά του. Κι όταν στις 28 Οκτωβρίου 1940 η Ιταλία μάς κήρυξε τον πόλεμο, το ελληνικό `Εθνος πανηγύρισε με την πεποίθηση πως «η πληγωθείσα στην Τήνο Παρθένος» θα σταθεί Υπέρμαχος Στρατηγός του Αγώνα. Ιταλικό το υποβρύχιο εκείνης της επίθεσης. Ιερός ο πόλεμος.! Οι ιερόσυλοι θα πληρώσουν. «Στο μέτωπο, σ’ όλη τη γραμμή» γράφει ο ΄Αγγελος Τερζάκης, «ο ελληνικός στρατός άρχιζε να έχει παντού το ίδιο όραμα: ΄Εβλεπε τις νύχτες μια γυναικεία μορφή να προπορεύεται, ψηλόλιγνη, αλαφροπερπάτητη, με την καλύπτρα της αναριγμένη από κεφάλι στους ώμους. Την αναγνώριζε, την ήξερε από πάντα. ΄Ηταν η μάνα η μεγαλόψυχη στον πόνο και στη δόξα, η λαβωμένη της Τήνου, η υπέρμαχος Στρατηγός». Οι αφίσες και οι έγχρωμες λαϊκές λιθογραφίες έδειχναν την Παναγία «Σκέπη» και «Εμψυχώτρια». Οι εφημερίδες απέδιδαν τις νίκες στην Οδηγήτρια του στρατού μας. «Ευχαριστούμεν την Παναγίαν που στέκεται πλάι μας» έγραφαν τα πρωτοσέλιδα και τα επιστολικά δελτάρια του πολέμου είχαν τυπωμένη την Παναγία Προστάτιδα. (Αλ.Φλωράκης). Αλλά και οι ποιητές Την καλούσαν: «Μέσ’ στην καπνιά της μάχης φανερώσου και κάνε την ιαχή του εχθρού μας θρήνο» (Αγγ.Σικελιανός).
Μα κι ο κάθε στρατιώτης είχε να διηγείται το προσωπικό του θαύμα. ΄Ένας φαντάρος ξημερώνοντας του Αγ. Γρηγορίου, 25-1-1941, τραυματισμένος βαριά έμεινε λιπόθυμος κάπου βαθιά στην Αλβανία. Κι όταν συνήλθε, παρακαλούσε σαν παιδί: «Φανέρωσέ μου, Παναγία μου, ένα άνθρωπο να με σώσει σ’ αυτή την ερημιά…». Σε λίγο είδε σκιές ανθρώπων και ψιθύρισε «Παναγιά μου, Ιταλοί θα είναι να με αποτελειώσουν, σώσε με…». Πλησίασαν. ΄Ηταν τρεις ΄Ελληνες! Μα το αξιοθαύμαστο: και οι τρεις ήταν συμπατριώτες του, από την Τήνο, και οι τρεις με το όνομα «Παναγιώτης»! Με λυγμούς μάς εξιστορούσε κάθε χρόνο το θαύμα ο αείμνηστος Πατέρας μας.
Τη διάσωση λοιπόν και απελευθέρωση μας απ’ τον ιταλογερμανικό ζυγό ο Ελληνικός λαός απέδωσε στην « αειμακάριστο και παναμώμητο και Μητέρα του Θεού ημών». Αυτή την πίστη του διερμηνεύοντας η Εκκλησία μας μετέφερε την Εορτή της Αγ. Σκέπης από την 1 η Οκτωβρίου στις 28 Οκτωβρίου για τη θαυμαστή προστασία του ΄Εθνους κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Συνέδεσε την εθνική εορτή με την εορτή της Αγ. Σκέπης για να θυμίζει εκείνο το θαύμα, που συνέβη στον Ναό των Βλαχερνών στην Κωνσταντινούπολη, τον 5ο αιώνα. Παρουσιάστηκε τότε η Βασίλισσα των Ουρανών στον Ναό σε ολονύκτια αγρυπνία με συνοδεία λαμπροφόρων Αγγέλων και Αγίων. Προσευχήθηκε με τους πιστούς και με τα πανάγια χέρια Της έβγαλε από την κεφαλή Της το ακτινοβόλο μαφόριο. Το άπλωσε σαν Σκέπη πάνω από το εκκλησίασμα και ακτινοβολούσε ανεβαίνοντας ψηλά! ΄Ετσι και στα χαρακώματα του πολέμου άπλωνε τη μορφή Της πάνω απ’ τους στρατιώτες μας και ως Σκέπη τους προστάτευε απ’ τις ριπές του εχθρού. Γι’ αυτό Της αποδίδομε «τα νικητήρια» ψάλλοντας: «Της σκέπης σου, Παρθένε ανυμνούμεν τας χάριτας, ην ως φωτοφόρον νεφέλην εφαπλοίς υπέρ έννοιαν, και σκέπεις τον λαό σου νοερώς εκ πάσης των εχθρών επιβουλής. Σε γαρ σκέπην και προστάτιν και βοηθόν κεκτήμεθα…».
Αλλά η Υπεραγία Θεοτόκος - μέσω του Πανελληνίου Ιερού Ιδρύματός Της- από την εύρεση της Ιερής Εικόνας Της, το 1823, περιέθαλπε και προστάτευε χήρες, ορφανά, πρόσφυγες, ανθρώπους πονεμένους και βασανισμένους. Χρόνια Επανάστασης. Οι Τούρκοι αλώνιζαν το Αιγαίο, ρήμαζαν, πυρπολούσαν κι οι νησιώτες ζητούσαν καταφύγιο σωτηρίας. Στο «ιστορικό της Ευρέσως της πανσέπτου Εικόνος», που κυκλοφόρησε το 1833 διαβάζουμε ότι στον περίβολο του Ναού υπήρχαν «νοσοκομεία διά τους ασθενείς και ξενοδοχεία διά τους πένητας, οι οποίοι ποτέ δεν λείπουν από το ιερό τούτο κατάστημα, τρεφόμενοι και περιποιούμενοι διά της επιμελείας των Επιτρόπων …».Εκεί κατέφευγαν πολλά ορφανά και απροστάτευτα προσφυγόπουλα που γλίτωσαν από τους Τούρκους. Και άποροι προσκυνητές ανέκαθεν είχαν στέγη στα δωμάτια (κελλιά) του Ιερού Ιδρύματος, εξαθλιωμένοι δε πρόσφυγες εύρισκαν άσυλο, οικονομική ενίσχυση και προστασία στο ιερό Προσκύνημα.
Αλλά και οι ξεριζωμένοι το 1922 κ. ε. απ’ τις προγονικές τους εστίες Μικρασιάτες ΄Ελληνες ένιωσαν στην κυριολεξία τη σκέπη και προστασία της Μεγαλόχαρης. ΄Αστεγοι και ταλαιπωρημένοι φιλοξενήθηκαν κατά καιρούς σε δωμάτια του Ι. Ιδρύματος ή σε σπίτια και στη συνέχεια το Ι.΄Ιδρυμα παραχώρησε οικόπεδα σε περιοχή παραπλεύρως του ιερού συγκροτήματος και στην παραθαλάσσια θέση « Πασακρωτήρι». Εκεί το Κράτος ανήγειρε κατοικίες και ο προσφυγικός συνοικισμός σε μερικά χρόνια έγινε πραγματικότητα. ΄Ετσι οι κατατρεγμένοι πρόσφυγες έζησαν ειρηνικά και απέκτησαν απογόνους κάτω από τη συνεχή προστασία και προσφορά του Ι.Ιδρύματος Ευαγγελιστρίας Τήνου.(΄Ερευνα Πηνελ. Διασκούφη).
Η Χάρη της Κεχαριτωμένης Παρθένου περιέθαλψε και ΄Ελληνες πρόσφυγες, που έφθασαν στο νησί μας, επαναπατρισθέντες από τη Ρουμανία, το 1955. Και έγινε σκέπη τους, μέχρι αρκετοί απ’ αυτούς να βρουν τον δρόμο τους σε άλλες πατρίδες. ΄Οσοι απέμειναν δε έζησαν όμορφα χρόνια μέχρι το τέλος της ζωής τους στη θαλπωρή και αγάπη της «Στέγης ευγηρίας του Ι. Ιδρύματος Ευαγγελιστρίας».
Παντού και πάντοτε η Υπεραγία Θεοτόκος, ως υπερευλογημένη Μητέρα, παρηγορεί και σκέπει όσους με πίστη ριζωμένη στην καρδιά τους αναζητούν καταφύγιο στην αγκαλιά Της. Αυτή η πίστη στον Θεό μάς χαρίζει δύναμη. Και στήριγμα και δύναμη της Εκκλησίας μας είναι ο πιστός λαός Της. Η Μεσίτρια του κόσμου «προς τον φιλάνθρωπον Θεόν» συνεχώς με υψωμένα τα χέρια σε στάση δέησης, όπως Την βλέπουμε στην κόγχη του Ιερού Βήματος των Ναών μας, παρακαλεί για τη σωτηρία μας. Και «εν τη Κοιμήσει τον κόσμον ου κατέλιπε». Μετέστη στα ουράνια, είναι η Κυρία των Αγγέλων, αλλά δεν εγκατέλειψε το ανθρώπινο γένος, από το οποίο προέρχεται. Αφήνει τα ουράνια τάγματα και ολοζώντανη κατεβαίνει στη γη και κινείται ανάμεσά μας. Μακάρι να ανοίξουμε τα μάτια της ψυχής μας να Την αισθανόμαστε. Κι έχοντας την πνευματική όραση του Σολωμού «Πάντ` ανοιχτά, πάντ` άγρυπνα τα μάτια της ψυχής μου» θα νιώθουμε πως μας περιβάλλει με τη ζείδωρη πνοή της Αγάπης Της σε ασύνορα πλάτη ως Πλατυτέρα των ουρανών .
Πόσο χαριτωμένα μιλά για την Αειπάρθενο Κόρη ο Όσιος Σιλουανός ο Αθωνίτης : «Γη και ουρανός χαίρονται με την αγάπη Της. Ζει στους ουρανούς και βλέπει αδιάκοπα τη δόξα του Θεού, αλλά δεν λησμονεί κι εμάς τους φτωχούς κι αγκαλιάζει με την ευσπλαχνία Της όλη τη γη κι όλους τους λαούς.» Κι εμείς ομολογούμε: «Ψαλμοίς Σε ανυμνούμεν, Κεχαριτωμένη, και ασιγήτως το Χαίρε προσάγομεν…». Αλλά και ο καθένας μας απ’ τα βάθη της ύπαρξής μας αφήνουμε κραυγή καρδιακή: «Την πάσαν ελπίδα μου εις Σε ανατίθημι, Μήτερ του Θεού» παρακαλώντας με πίστη: «φύλαξόν με υπό την σκέπην σου».