Κατά Μάρκον 14, 17-31
Ο Ιησούς γνωρίζει πλέον ότι βαδίζει προς τον θάνατο. Γνωρίζει τι θα επακολουθήσει όχι ως μάντης που σκηνοθετεί και παίζει το δράμα του, αλλά επειδή πρόκειται για συνέπεια των επιλογών του, οι οποίες δείχνουν θυσιαστικά και αναστάσιμα το νόημα ζωής και του έργου του. Αντί να έρθει κάποτε άνωθεν η μεσσιανική Βασιλεία,- ο Ιησούς ταυτιζόμενος με τον ανώνυμο πάσχοντα δούλο του Ησαΐα (53) ο οποίος παίρνει επάνω του την ενοχή άλλων-, την εκπληρώνει εδώ και τώρα προσωπικά, εισάγοντας νέα αντίληψη της εσχατολογικής προσδοκίας ως θυσιαστικής πράξης. Η βουλή του Κυρίου και η θυσιαστική αντίληψη τού τέλους συμπίπτουν. Αντί αναμονής του εσχάτου ο Ιησούς αναλαμβάνει την πρωτοβουλία να βιάσει την έλευσή του εισάγοντάς το στην ιστορία.( Μτ.11,12 ἀπὸ δὲ τῶν ἡμερῶν᾿Ιωάννου τοῦ βαπτιστοῦ ἕως ἄρτι ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν βιάζεται, καὶ βιασταὶ ἁρπάζουσιν αὐτήν. πρβλ. επίσης και Λκ,16,16῾ Ο νόμος καὶ οἱ προφῆται ἕως᾿Ιωάννου· ἀπὸ τότε ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ εὐαγγελίζεται, καὶ πᾶς εἰς αὐτὴν βιάζεται). Το τίμημα της επιλογής του είναι προφανές: ό,τι και να συμβεί θα φέρει ο ίδιος το βάρος της εξιλέωσης. Η περιοδεία στην Καισάρεια του Φιλίππου και η Μεταμόρφωση αποτελούν το κρίσιμο κομβικό σημείο, τον συνδετικό κρίκο της εσχατολογικής ενσάρκωσης και το ζωντάνεμά της προσδοκίας με το αίμα του. Το νόημα του δείπνου θα αναδειχθεί σαφέστερα εάν διακρίνουμε την ίδια την εσωτερική εκπλήρωση από τα παρεπόμενά της.
Η προδοσία του Ιούδα δεν είναι μια ιστορία τόσο διαφανής όσο νομίζουμε. Η κρατούσα επί αιώνες παράδοση, στηριγμένη στον Ματθαίο τον θέλει προσωποποίηση της παθολογικής φιλαργυρίας και κακίας, ο οποίος υπέκυψε στις τύψεις του. (Μτ. 27, 3-5: Τότε ἰδὼν ᾿Ιούδας ὁ παραδιδοὺς αὐτὸν ὅτι κατεκρίθη, μεταμεληθεὶς ἀπέστρεψε τὰ τριάκοντα ἀργύρια τοῖς ἀρχιερεῦσι καὶ τοῖς πρεσβυτέροις λέγων· ἥμαρτον παραδοὺς αἷμα ἀθῷον. οἱ δὲ εἶπον· τί πρὸς ἡμᾶς; σὺ ὄψει. καὶ ρίψας τὰ ἀργύρια ἐν τῷ ναῷ ἀνεχώρησε, καὶ ἀπελθὼν ἀπήγξατο). Ο Λουκάς εκφράζει δια στόματος Πέτρου διαφορετική άποψη. (Πράξεων 1,18: οὗτος μὲν οὖν ἐκτήσατο χωρίον ἐκ μισθοῦ τῆς ἀδικίας, καὶ πρηνὴς γενόμενος ἐλάκησεμέσος, -έσκασε στην μέση- καὶ ἐξεχύθη πάντα τὰ σπλάγχνα αὐτοῦ).
Κατά τον Μάρκο ο Ιησούς δεν αποκαλύπτει, ούτε καν υπαινίσσεται την ταυτότητα του προδότη μαθητή. Δηλώνει απλά ότι «καθώς γέγραπται» (14,21), σύμφωνα με την Παλαιά Διαθήκη, ο Μεσσίας θα προδοθεί από πολύ δικό του άνθρωπο. (πρβλ. Ψαλμ. 40,10: καὶ γὰρ ὁ ἄνθρωπος τῆς εἰρήνης μου, ἐφ᾿ ὃν ἤλπισα, ὁ ἐσθίων ἄρτους μου, ἐμεγάλυνεν ἐπ᾿ ἐμὲ πτερνισμόν). Αλλά ας αφήσουμε το θέμα αυτό στους καινοδιαθηκολόγους
Πάντως είναι δύσκολο να δεχθούμε ως περιεχόμενο της προδοσίας την απλή υπόδειξη εκ μέρους του Ιούδα ενός προσώπου πασίγνωστου, όπως γνωστός ήταν και ο τόπος στον οποίο διανυκτέρευσε ο Ιησούς κατά τις εορτές του Πάσχα χωρίς να κρύβεται από κανέναν. Το κρίσιμο ήταν η κατηγορία με τη ν οποία θα συνελάμβαναν και θα δίκαζαν τον Ιησού. Ο Ιησούς ήταν ενοχλητικός και απροσάρμοστος, όμως οι Ιουδαίοι δεν είχαν κατορθώσει να εντοπίσουν σε τι ακριβώς απέβλεπε. Και το χειρότερο: τα λόγια του και οι τρόποι του δεν άφηναν αδιάφορο κανένα. Αλλά όποτε επιχείρησαν να τον παγιδεύσουν, τους ξέφευγε. Παραδείγματα μεταξύ πολλών άλλων τα θαυματουργικά σημεία που του ζητούσαν οι Φαρισαίοι και οι Σαδδουκαίοι (Μκ. 16,1-4), η απάντησή του στο ερώτημα των αρχιερέων και των πρεσβυτέρων «ἐν ποίᾳ ἐξουσίᾳ ταῦτα ποιεῖς, καὶ τίς σοι ἔδωκε τὴν ἐξουσίαν ταύτην;» (Μτ. 21,23-27) ή στο ερώτημα των Φαρισαίων και των Ηρωδιανών αν πρέπει να πληρώνουν οι Ιουδαίοι φόρο στον Καίσαρα (Λκ20,20-26). Επομένως χρειαζόταν κάποιος να γνωρίζει τα πράγματα εκ των έσω, ώστε η διατύπωση του κατηγορητηρίου να μην επιτρέπει τις υπεκφυγές, να θίγει τον βαθύτερο σκοπό του Ιησού, οπότε εκείνος να μην είναι σε θέση να τον αρνηθεί χωρίς να αποκηρύξει τον εαυτό του.
Όμως για ποιον λόγο άραγε ο Ιούδας να πρόδωσε; Μόνο στην σφαίρα της καθαρής εικασίας μπορούμε να στραφούμε. Καταγόταν από το Καριώθ, πολίχνη κοντά στην Καπερναούμ, και ήταν ιδιαίτερα ευαίσθητος στην τάξη του Νόμου. Για να γίνει όμως μαθητής του Ιησού και να τον αγαπήσει πρέπει να ήταν αρκετά ανήσυχος. Πίστεψε ίσως σε αναμόρφωση του Νόμου και της παράδοσης και γι’ αυτό επεδίωξε κάποιον συμβιβασμό. Διαψεύστηκε οικτρά. Ο Νόμος δεν είχε άλλο αίσθημα από τα αυτόματα αντανακλαστικά της διάρκειάς του και της επιβολής του. Δεν έχασε απλά: οδήγησε στον θάνατο αυτόν που αγαπούσε και έτσι αυτοκτόνησε. Το δράμα του είναι και δικό μας, υπό την έννοια ότι βρισκόμαστε συνεχώς στο δίλημμα να διαλέξουμε ανάμεσα στον συμβιβασμό και την ανάληψη της προσωπικής μας ευθύνης, ότι αντιμετωπίζουμε κάθε ημέρα το δίλλημα να διακινδυνέψουμε για να κερδίσουμε τον εαυτό μας ή να συντριβούμε υπό το βάρος των δισταγμών, να προσδώσουμε την βαθύτερή μας επιθυμία και να ισοπεδωθούμε υπό το βάρος των ενοχών.
Αν ο Ιούδας αμφέβαλε για την δύναμη της αγάπης, που τόσο εμφαντικά υπογράμμιζε ο Ιησούς, επειδή υπολόγιζε και τον Νόμο, ο Πέτρος δεν αμφέβαλλε διόλου, καθώς είχε παραδοθεί άνευ όρων στον Ιησού. Πέρα όμως από τις διαφορετικές προσωπικές περιπτώσεις τους, πέραν του ατομικού τους προβλήματος, ακριβώς την ώρα που οι μαθητές περιστοιχίζουν τον Ιησού, μετά την αποθεωτική του είσοδο στα Ιεροσόλυμα, την ίδια ώρα εκείνος μένει μόνος του, αφού είτε δεν τον καταλαβαίνουν είτε τον προδίδουνε είτε τον απαρνούνται. Ειδικά η φλογερή πίστη του Πέτρου φέρει το βάρος συναισθηματικής επιπολαιότητας. Το «καλόν ἐστιν ἡμᾶς ὧδε εἶναι» της Μεταμόρφωσης έλεγε ήδη πολλά. Όσο αυθόρμητα δίνεται, τόσο υπαναχωρεί ο Πέτρος βιαστικά. Έχει έναν ενθουσιασμός κινουμένης άμμου που τον κάνει να μην ζυγίζει τις συνέπιες και τις ευθύνες της επιλογής του. Από την μια ομολογεί τον Ιησού ως Μεσσία και από την άλλη του δίνει συμβουλές συμβιβασμού που κάνουν τον Ιησού να εξοργίζεται (Μκ 8,33 ἐπετίμησε τῷ Πέτρῳ λέγων· ὕπαγε ὀπίσω μου, σατανᾶ· ὅτι οὐ φρονεῖς τὰ τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ τὰ τῶν ἀνθρώπων). Δεν είναι τυχαίο ότι χρειάστηκε όραμα και φωνή εξ ουρανού για να κλονιστούν οι αντιλήψεις του περί διατροφικής και εθνοθρησκευτικής καθαρότητας. (Πράξ. 10,9-16 και 28-29), χωρίς το θέμα να κλείσει μέσα του οριστικά, αφού κατά την μαρτυρία του Παύλου (Γαλάτας 2,11-21) δέκα ολόκληρα χρόνια μετά την Ανάσταση δεν είχε ακόμη χωνέψει πως η σωτηρία έρχεται από την πίστη και όχι από τα έργα του Νόμου, πως η πίστη και όχι το αίμα κάνει τους απογόνους του Αβραάμ. Η αντιφατικότητά του ματαίωνε την πίστη έως ότου βγήκε από το βαρυτικό πεδίο του εαυτού του και παρέδωσε μαρτυρικά στην πίστη στο συναίσθημα. Πλέον ο νόμος των μελών του δεν μπορούσε να αιχμαλωτίζει τον νόμο του νου και να κάνει το θέλημά του εύθραυστο. Η πίστη ενώνει αδιάσπαστα τους κόσμους του πνεύματος και του σώματος, της ιδέας και των βιοτικών της παραιτήσεων, της Βασιλείας των ουρανών και της ανθρώπινής της έκφρασης.
Τα περί Ιούδα και Πέτρου υποβάλλουν ανάλογη προσέγγιση του λεγόμενου τελευταίου ή μυστικού δείπνου στην προοπτική πάντα της Σταύρωσης. Επικρατεί ατμόσφαιρα απογοήτευσης και αντί χαρμόσυνης προσδοκίας κυριαρχεί στο τραπέζι θλιμμένη αναμονή που μοιράζονται εξ ίσου ο Ιησούς και οι δώδεκα. Περίμεναν την Βασιλεία και έρχεται ο θάνατος. Ανήμερα για τους Συνοπτικούς παραμονή του Πάσχα για τον Ιωάννη, χωρίς να συνδέεται οργανικά με την γιορτή το δείπνου ή η πνευματικότητά του να υφαίνεται με την ίδια την γιορτή. Θα μπορούσε να έχει λάβει χώρα μια οποιαδήποτε άλλη στιγμή και υπ’ αυτή την έννοια τα ευχαριστιακά δρώμενα έχουν αυτοτελή την σημασία. Στο ανώι ενός φιλικού σπιτιού, μακριά από τον κόσμο και την χαρά της γιορτής, χωρίς αρνί, σε ένα τραπέζι με πικρά χόρτα και την ειδική σάλτα που τους έβαζαν (όπως υποδηλώνει το βούτηγμα του ψωμιού στο πιάτο), ψωμί και κρασί, ο Ιησούς σαν άλλος αρχηγός της οικογένειας ευλόγησε και μοίρασε το ψωμί στους μαθητές, προσθέτοντας: λάβετε φάγετε· τοῦτό ἐστι τὸ σῶμά μου. Στην συνέχεια τους έδωσε το κρασί συμπληρώνοντας: τοῦτό ἐστι τὸ αἷμά μου τὸ τῆς καινῆς διαθήκης τὸ περὶ πολλῶν ἐκχυνόμενον. Πρόκειται για την νέα διαθήκη που γράφει και υπογράφει ο Ιησούς με το σώμα του (άρτος) και το αίμα του (οίνος), για να την συνδέσει στην συνέχεια με την καινούργια –αναστάσιμη- ζωή της Βασιλείας: ἀμὴνλέγωὑμῖνὅτιοὐκέτιοὐμὴπίωἐκτοῦγεννήματοςτῆςἀμπέλουἕωςτῆςἡμέραςἐκείνηςὅταναὐτὸπίνωκαινὸνἐντῇβασιλείᾳτοῦΘεοῦ. Η ανάμνηση του γεγονότος δεν είναι απλή υπόμνηση αλλά έφοδος στο μέλλον.
Πλησιάζει το τέλος. Ο Ιησούς αφήνει τον κόσμο και τους μαθητές του παραμένοντας ενωμένος μαζί τους με το σώμα και το αίμα του. Στον πόνο της θυσίας του και κάθε θυσίας γράφεται η καινή διαθήκη, η νέα συμφωνία μεταξύ ανθρώπου και Θεού. Μοιραζόμενοι τον άρτο και τον οίνο μετέχουμε στην ιερή τροφή της αντιπροσφοράς και την λυτρωτική δύναμη του θανάτους του. Βιάζοντας την έλευση της Βασιλείας με το σώμα και το αίμα του ο Ιησούς μας πληροφορίες ότι ο Μεσσίας μόνο θυσιαστικά επιτελεί το έργο του. Ο θυσιαστικός του πόνος μεταμορφώνει την σχετικότητά μας και το μηδέν που την περιχωρεί, αντί να προσαρμόζεται σε εξωτερικές χρονικές αρμονίες. Μιλάμε για κοινωνία θυσίας, μετοχή στην θυσία του με την δική μας θυσία, για προέκταση του Σταυρού σε ένα καινούργιο κόσμο. Από τα αρχαία χρόνια το στάρι και το σταφύλι ήταν σύμβολα αναγέννησης, που οι άνθρωποι έβαζαν πλάι στου νεκρούς. Όπως το στάρι με τον θάνατό του ζωοποιεί και το κλίμα ξαναβγάζει σταφύλι, ο θάνατος είναι για την ζωή. Αυτό υπενθυμίζουν τα κόλλυβα. Ο ευχαριστιακός θάνατος γίνεται αναστάσιμος, ύλη που μετουσιώνει πραγματικά σε σάρκα και αίμα Χριστού, με την πίστη του λαμβάνοντος. Η ανάμνηση της θυσίας του Ιησού δεν έχει σχέση με το παρελθόν είναι δεξίωση του μέλλοντος, αποτελεί γεγονός δωρεάς που αναδεικνύει ως ουσίας της ύπαρξης την χάρη. Η Βασιλεία των ουρανών και η ένωση με τον Θεό είναι μ’ άλλα λόγια προσφορά και χάρισμα. Προσφέροντας το σώμα και το αίμα του ο Ιησούς εξέφρασε την εσχάτη του ευθυμία: ο Θεός να υπάρχει μέσα στον κάθε ένα. Ζήτησε δηλαδή να μοιραστούμε όλοι την ελευθερία του για να ελευθερωθεί ο κόσμος από την αγωνία και το βάρος του νοήματος της ζωής. Το νόημα δεν μπορεί να είναι η ενοχή· το νόημα είναι η άνοιξη.