Τρίτη 28 Μαΐου 2024

Κεφάλαιο τῆς ψυχικῆς ἱστορίας τῶν Ἑλλήνων.

 

Τοῦ Γιώργου Δημόπουλου

 Ἡ Ἀναστασία εἶναι γέννημα τῆς ἅλωσης τῆς Βαγδάτης, τοῦ σπαραγμοῦ τῆς Βυρηττοῦ, τῆς κατάπτωσης τῆς Ἰερουσαλήμ, τῆς βαρβαρότητας τῶν Λατίνων, τῆς ἀλαζονείας τῶν Γενοβέζων, τῆς πώρωσης τῶν Βενετῶν, τοῦ ἐκτουρκισμοῦ τῆς Μαύρης Θάλασσας καὶ τῆς Ἀνατολῆς, τοῦ καταποντισμοῦ τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, τῆς τρομερῆς κόψης τοῦ μογγολικοῦ σπαθιο, τοῦ ἀκούσματος τῶν ξύλων καὶ τῶν πελέκεων τῶν γκαζίδων Τουρκομάνων καὶ Ὀθωμανῶν, τοῦ τριγμοῦ τῶν ὀδόντων Σέρβων καὶ Βουλγάρων, τῆς ἀσυνειδησίας τῶν Βυζαντινν ἀρχόντων, τῆς ἔκπτωσης τῶν ἀξιῶν, τῆς μικροπρέπειας καὶ ἰδιοτέλειας τῶν ἱερωμένων, τῆς ἀθλιότητας τῶν μαυραγοριτῶν, τῆς ἐμπάθειας τῶν ἀνθενωτικῶν, τῆς ἀδιαλλαξίας τῶν αὐτοαποκαλούμενων εὐλαβῶν, τῆς ἀπάθειας τῶν μορφωμένων, τῆς ξιπασιᾶς τῶν ἀριστοκρατῶν, τῆς ἀνεπάρκειας τῆς κρατικῆς μηχανῆς, ἐν συντόμῳ, τῆς κοινωνικῆς σαπίλας. Ἡ ὀδύνη τῶν ἀλλεπάλληλων ἀπωλειῶν σημάδεψε τὴ ζωή της, τὴ ζωὴ ὅλων μας, οἱ δὲ ὠδῖνες τοῦ τοκετοῦ τοῦ τέρατος ἀκούγονται μέχρις σήμερα.

 Καθισμένος στὴν ξερολιθιὰ δίπλα στὰ αὐλάκια τοῦ χατζηραδιανοῦ μου κήπου, πετάγομαι στὸν ἐφιάλτη τοῦ Τὸπ Καπὶ καὶ ἀγριεύομαι. Ξέρεις τὶ εἶναι ἀπὸ τὴ μιὰ στιγμὴ στὴν ἄλλη, ἀπὸ τὸ κηπαράκι σου, ἀπὸ τὸ ἤρεμο τοπίο μὲ τὴν ὄμορφη ἀγριάδα του, νὰ βρίσκεσαι κατ’ εὐθείαν στὰ ἔργα καὶ τὶς ἡμέρες τοῦ «Λαοῦ τῆς ὀργῆς τοῦ Θεοῦ», στὰ τουρκικὰ Τάρταρα; Ἦταν ντως βάναυσα βάρβαροι, μὲ καμμιὰ συμμετοχὴ στὸν πολιτισμό. Τὸ ἐπικίνδυνο εἶναι ὅτι ἐξακολουθοῦν νὰ εἶναι καὶ νὰ ἐπαίρονται γι’ αὐτὸ.

 Ἐπιταχύνω τὸ βῆμα μου, καὶ καθὼς πλησιάζω τὸν Ἰσαάκιο Ἄγγελο καὶ τὸν πανάθλιο ἀδελφό του, σκέπτομαι πόσο δίκιο εἶχε ὁ Μιχαήλ Ἀκομινάτος, ὅταν ἀναρωτιόταν ποιὰ κακεντρεχὴς μοίρα ὅρισε πὼς οἱ Ἄγγελοι θὰ εἶναι αὐτοὶ οἱ ἀκόλαστοι ποὺ θὰ διοικήσουν κατὰ τέτοιο τρόπο τὴν Αὐτοκρατορία, ὥστε νὰ τὴν πετάξουν βορὰ στοὺς Λατίνους. Ἡ σήψη εἶχε φτάσει στὸ μὴ περαιτέρω. Κάνω 1203 βήματα ἀνατολικὰ καὶ βλέπω τὴν Δ΄ Σταυροφορία νὰ ἔχει ξεκινήσει. Βλέπω τὶς βενετικὲς γαλέρες νὰ περνοῦν τὰ Δαρδανέλλια καὶ τοὺς Σταυροφόρους νὰ ἀντικρίζουν τὴ Βασιλίδα Πόλη. «…Μάθετε ὅτι δὲν ὑπῆρχε ἄνθρωπος ποὺ νὰ μείνει ἀσυγκίνητος, ἄνθρωπος ποὺ νὰ μὴν ἀνατριχιάσει…» γράφει στὸ χρονικὸ «Ἡ Κατάκτηση τῆς Κωνσταντινούπολης» ὁ μαρεσάλης Γοδεφρεῖδος Βιλλεαρδουίνος, περιγράφοντας τὰ αἰσθήματα θαυμασμοῦ καὶ δέους τῆς δυτικῆς ἱπποσύνης ὅταν ἀναδύθηκε ἀπὸ τὰ νερὰ τῆς Προποντίδας τὸ θρυλικὸ Κάστρο, ἡ μεγαλύτερη πολιτεία τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου! Λίγο μετὰ τὸ Πάσχα, οἱ Φράγκοι μεθοκοπᾶτε μέσα στὴν Ἁγία τοῦ Θεοῦ Σοφία· οἱ Βενετοὶ λεηλατοῦν τὸ ερόν Παλάτιον, ξηλώνουν πολύχρωμα μάρμαρα, ἁρπάζουν ἀρχαῖα ἀγάλματα καὶ ἱερὰ σκεύη, ξηλώνουν τὸ Τέθριππο Θριάμβου ποὺ στολίζει ξεδιάντροπα πλέον τὸν Ἅγιο Μάρκο Βενετίας, τὸν Ἀκάνθινο Στέφανο, ποὺ ἀναδεικνύει στὸ ἑξῆς τὴν Παναγία τῶν Παρισίων, ἀπογυμνώνουν τὸν ππόδρομο, σκαλίζουν τοὺς κίονες τοῦ Ἁγίου Πολυεύκτου γιὰ νὰ βγάλουν τοὺς ἀμέθυστους ποὺ διάνθιζαν τὶς λευκὲς ἐπιφάνειες… Ἡ ξεπατωμένη Βασιλεύουσα ἐρημώνει. Βλέπω καθαρὰ πλέον τὶς ρίζες τοῦ ἀνθενωτισμοῦ, καὶ τὴν προτίμηση νὰ δοῦν φακιόλι τούρκικο…

 Προχωρῶ λίγο πιὸ ἀνατολικά. Ἀρχὲς τοῦ 1221 καὶ οἱ ἱπποτοξότες τοῦ Τσέγκις διατρέχουν τὴν Ὑπερωξειανὴ καὶ περνοῦν τὸ ὑδάτινο σύνορο. Οἱ ἐξισλαμισμένοι νομάδες γκούζ (γοῦζοι Τοῦρκοι) μεταναστεύουν μὲ ἑκατομμύρια πρόβατα στὰ μικρασιατικὰ στρατόπεδα τῶν Σελτζούκων. Εἶναι οἱ πρόγονοι τῶν Ὀθωμανῶν Τούρκων. Οἱ ἀνθρωπολογικοὶ χάρτες ἀλλάζουν. Οἱ πολιτισμοὶ διαχέονται. Εἶναι ἀδύνατο νὰ ἐπιβληθεῖ κανεὶς στὰ πλήθη τῶν Τουρκομάνων τσομπάνηδων ποὺ ἔστησαν τὶς σκηνές τους στὰ ὀροπέδια. Ἡ ἐπέλασή τους καθορίζει τὶς ἐξελίξεις. Τ τέλος τῆς ἱστορίας τοῦ πολιτισμοῦ πλησιάζει.

 Τέλος χειμώνα 1221 οἱ Μογγόλοι προχωροῦν καὶ ὁ γεωργιανὸς στρατὸς συντρίβεται μπροστὰ στὰ τείχη τῆς Τιφλίδας. Οἱ νικητὲς κόβουν τοὺς ἡττημένους σὲ κομμάτια καὶ ἀφήνουν τὰ κατακρεουργημένα πτώματα νὰ τὰ κατασπαράξουν τ ὄρνεα καὶ τὰ θηρία. Σὲ κάθε ἐπίθεση βάζουν μπροστὰ τοὺς αἰχμαλώτους. Ἀργὰ ἢ γρήγορα, ἰδίως οἱ ἀγροτοκτηνοτροφικοὶ πληθυσμοί, ἀσπάζονται μὲ τὴ βία τὸ Ἰσλὰμ. Κανεὶς δὲν γνωρίζει πότε ἐξισλαμίστηκαν τὰ διάφορα ἰρανόφωνα ἢ τουρκόφωνα φύλα.

 Καλὸς καγαθὸς ὁ Ἀνδρόνικος, 1259 ἀλλὰ σμικρός. Χρειαζόταν κάποιος ἡγέτης νὰ πιάσει τὸν Ταύρο ἀπὸ τὰ κέρατα, ὅταν οἱ μαινόμενοι ταύροι εἶχαν ζώσει τὸ Βυζάντιο, τὴν ὥρα μάλιστα ποὺ ἐντὸς τῶν τειχῶν οἱ καλοζωισμένες ἀγελάδες ἀσκοῦσαν ὅλη τὴν ἐπιρροή τους γιὰ νὰ ἀποκτοῦν ὅλο καὶ περισσότερα προνόμια, ἀδιαφορῶντας γιὰ τὴν ἐπικείμενη διάλυση. Μέχρι καὶ ἰδιόκτητες Μονὲς κυκλοφοροῦσαν μὲ ἐπιγραφὲς ποὺ ἀπαθανάτιζαν τὴν εὐλάβεια τους· πρὸ παντός, πρὸς Θεοῦ, μὴν ξεφύγει ὁ ἰαμβικὸς στίχος στὴν εἴσοδο τῆς Μονῆς!

Τά δεδομένα, πολιτικά καί κοινωνικά τά χαρακτήριζε μιά ἀδιάκοπη ἀντιπαλότητα καί ἀναμέτρηση ἀτόμων καί ὁμάδων, μέ κοινό τόπο συναίνεσης τήν συνενοχή. Στήν ἄσπονδη συνενοχή τους οἱ σπαρασσόμενες φατρίες μοιράζονταν τόσα, ὥστε οἱ θεσμοί ν’ ἀδειάζουν ἀπό  περιεχόμενο. Ἠ πολιτική μέ συγκολλητική οὐσία τήν  ἰδιοτέλεια καί τήν μερικότητα εὐννοεῖ κατ’ ἐξοχήν τίς δημόσιες ἁμαρτίες, ἑνῶ οἱ θεσμοί ἔχουν ἱδρυθῆ γιά νά τίς ἀποτρέπουν. Ἐπί πλέον ἡ κακή σχέση μέ τήν ἑκάστοτε χρονική πραγματικότητα ἀποθαρρύνει τήν ἐλπίδα στό ἱστορικό ἐπίπεδο καί τήν ἐνθαρρύνει στό θρησκευτικό. Συμβαίνει ἔτσι ἕνας μαρασμός σάν ἀργός θάνατος. Μιά προϊοῦσα παρακμή, στήν ὁποία οἱ κοινωνίες νομίζουν ὅτι ἀντστέκονται μέ τίς φαντασιώσεις τους. Μιά τέτοια φαντασίωση, στόν παραδόσιμο πνευματικό μας πολιτισμό, μ’ ἄλλα λόγια τήν κουλτούρα μας, κάνει σήμερα μεγάλο μέρος τῶν Ἑλλήνων νά πιστεύει σέ θαυματουργικές ἄνωθεν ἐπεμβάσεις γιά τήν ἐπίλυση ἀτομκῶν, κοινωνικῶν ἤ ἐθνικῶν προβλημάτων, προκρίνοντας αὐτόματα τήν παθητική στάση στό ἱστορικό γίγνεσθαι.    

 Ἐγκλωβισμένος λοιπόν ὁ Αὐτοκράτορας στὴν ἀντιδυτική, ἀνθενωτικὴ καὶ ἀντιπαπικὴ πολιτική του· ἦταν δέσμιος τῶν λαθῶν του· δέσμιος τῶν συγγενῶν καὶ αὐλικῶν του· δέσμιος τῶν ἀδηφάγων κληρικῶν ποὺ εἶχαν καταντήσει Σειληνοὶ τοῦ κράτους. Καὶ ὁ λαός, ὁ χύδην λαός, ἂς βαρυγκωμάει. Κοντολογίς, στὸν καιρό του, μὲ τὴν ἄδειά του, οἱ Γενοβέζοι ἔφτιαξαν ἕνα «κράτος ἐν κράτει» στὴν κωνσταντινουπολίτικη Περαία, μιὰ γενοβέζικη πόλη, ἑκατὸ μέτρα ἀπὸ τὴν Πόλη. ψωσαν τείχη, ἄνοιξαν τάφρο, ἔχτισαν τὸν ἐντυπωσιακὸ πύργο τοῦ Γαλατᾶ κι ἔγιναν κύριοι τοῦ Βοσπόρου, κύριοι τῶν θαλασσῶν καὶ τῶν θαλασσίων μεταφορῶν.

 Ὁπωσδήποτε οὔτε οἱ Γενοβέζοι οὔτε οἱ ἀνταγωνιστές τους οἱ Βενετοὶ ἀποτελοῦσαν τὸ μοναδικὸ πρόβλημα τοῦ ἀποδυναμωμένου καὶ συρρικνωμένου Κράτους, ποὺ δὲν εἶχε τρόπο νὰ ἀμυνθεῖ καὶ ἔβλεπε τοὺς πανικόβλητους Μικρασιάτες νὰ ἔρχονται ἀπὸ ἀπέναντι κομίζοντες προφητικὰ τὴν ἀπελπισία καὶ τὴ φρίκη στὴν πρωτεύουσα. Τὰ ἱμάτια τοῦ Βυζαντίου διαμελίζονταν ἀνάμεσα σὲ Τουρκομάνους ἐμίρηδες, σὲ δυναμικοὺς ὁπλαρχηγοὺς γκαζίδες, ποὺ ἔστηναν τὰ δικά τους μπαϊράκια. Οἱ Τοῦρκοι τοῦ Ὀσμν θὰ ἐμφανιστοῦν δυναμικά. Ἀπὸ τὰ ἐνδότερα τῆς Βιθυνίας θὰ κάνουν ἀλλεπάλληλες ἐπιδρομὲς καὶ λεηλασίες στὴν ὕπαιθρο χώρα. Οἱ Ὀθωμανοί, ποὺ σκύλευαν τὴν ἤδη κατεστραμμένη μικρασιατικὴ ὕπαιθρο, εἶχαν φτάσει μέχρι τὸν Βόσπορο. Ὅσοι Μικρασιάτες μποροῦσαν ἔφευγαν ἀπελπισμένοι, πεινασμένοι, ρακένδυτοι καὶ κατέκλυζαν τὴν Πόλη. Οἱ Γαζῆδες πολεμιστὲς τοῦ Ἰσλάμ, ἱππότες τῆς ἡμισελήνου καὶ μακρινοὶ προπάτορες τῆς θωμανικῆς Αὐτοκρατορίας, ἄρχισαν βαθμιαῖα νὰ σταθεροποιοῦν τὰ κρατίδιά τους στὴ Μικρὰ Ἀσία ἀπὸ τὰ μέσα τοῦ 13ου αἰώνα.

 Στὶς ἀρχὲς τοῦ 14ου αἰώνα, ὁ «λαὸς τῆς ὀργῆς τοῦ Θεοῦ» ἀπέκλεισε τὴ Νίκαια. Οἱ Καταλανοὶ μισθοφόροι λεηλατοῦν τὴ Θράκη, τὸν μεγαλύτερο σιτοβολώνα τῆς Αὐτοκρατορίας, οἱ γεωργοὶ ἐγκαταλείπουν τὴ γῆ τους καὶ τρέχουν νὰ σωθοῦν στὶς ὀχυρωμένες πόλεις, ἡ Πρωτεύουσα κινδυνεύει νὰ μείνει χωρὶς σιτάρι καὶ κριθάρι, χωρὶς ψωμί. Τὰ ἄλογα χρειάζονται βρώμη, τὰ τζάκια ξύλα. Ὁ Θρακιᾶς πέφτει βαρὺς τοὺς χειμωνιάτικους μῆνες, τὸ κρύο τσουχτερό, τὰ δάση τῆς Βιθυνίας ἀποκλεισμένα, ὁ κόσμος πεινάει, κρυώνει, ἀγωνιᾶ. Ὁ σεισμὸς τοῦ 1303 ἐπιδεινώνει τὴν κατάσταση.

Τὸ 1304 οἱ Τουρκομάνοι καταλαμβάνουν τὴν Ἔφεσο, οἱ Βούλγαροι, δραττόμενοι τῆς ἀναμπουμπούλας, μὲ τὴ σειρά τους καταλαμβάνουν βυζαντινὰ κάστρα στὸν Αἷμο καὶ ὁ Τσάρος ἀπαιτεῖ συμπεθεριὸ μὲ τὴ δυναστεία τῶν Παλαιολόγων, διαφορετικὰ ἀπειλεῖ νὰ συμμαχήσει μὲ τοὺς Καταλανούς, τὴ στιγμὴ ποὺ ἡ πλεονεξία τῶν Βυζαντινῶν γαιοκτημόνων, ἀρχόντων, κληρικῶν, ἡγουμένων μοναστικῶν ἱδρυμάτων καὶ προσκυνημάτων παίρνει διαστάσεις ἀνεξέλεγκτης ἐπιδημίας. Αὐτοὶ οἱ ἄθλιοι, λαϊκοὶ καὶ κληρικοί, «τὰ καθίκια τοῦ κερατᾶ», ἔκρυβαν τὸ σιτάρι γιὰ νὰ τὸ πουλήσουν στὴ διπλὴ καὶ τριπλὴ τιμή. Τὸ ἴδιο ἔκαναν καὶ οἱ Γενοβέζοι τοῦ Πέραν. Ἄνοιξαν τὶς ἀποθῆκες τους καὶ μοσχοπουλοῦσαν τὴ μαυροθαλασσίτικη παραγωγή, περιγελῶντας τοὺς Κωνσταντινουπολίτες, οἱ ὁποῖοι δὲν εἶχαν οὔτε πολεμικὸ οὔτε ἐμπορικὸ στόλο. Κόμπαζαν μάλιστα οἱ Γενοβέζοι, κι ἔλεγαν γιὰ τοὺς «ἀπέναντι» ὅτι ἦταν τόσο πειναλέοι, ὥστε ἀντάλλασαν ἀκόμα καὶ τὶς γυναῖκες τους γιὰ δυὸ σπυριὰ σιτάρι.

 Οἱ Καταλανοὶ ἁλώνιζαν τὸν τόπο, ἔσφαζαν ποίμνια, τὰ ὑπόλοιπα κοπάδια βολόδερναν τρελαμένα ζῶα, ἐξαθλιωμένοι χωρικοί, πεινασμένες πόλεις, ἀβοήθητοι πληθυσμοί, «συχνὰ γυμνόν ὁρῶντας τὸν πέλεκυν κατὰ τοῦ τραχήλου» (γράφει ὁ Γρηγορᾶς) μὲ τὸν σμὰν ἤδη στὴ Χαλκηδόνα, τὸ μεγαλύτερο μικρασιατικὸ προάστιο τῆς Πόλης, μισὴ ὥρα ἀπόσταση μὲ βάρκα ἀπὸ τὴν καρδιὰ τῆς Αὐτοκρατορίας.

 Ἀπὸ τὸ φραγκοσερβοβυζαντινὸ κρατίδιό της ἡ σλάνδη-Εἰρήνη βυσσοδομοῦσε. Ποῦ νὰ τοὺς κάνεις ζάφτι ὅλους αὐτούς. Ζόφος, ἀπελπισία, μιζέρια, λαϊκή ὀργή. Ἡ δυσαρέσκεια ὑποθάλπει τὴν μικροεξέγερση κατοίκων στὴν πρωτεύουσα. Ὁ ἀσκητικὸς πατριάρχης Ἀθανάσιος ἐπεμβαίνει. Στηλιτεύει ἰδίως τὴ στάση τῶν ἀσυνείδητων κληρικῶν, ποὺ δυστυχῶς εἶναι συντριπτικὴ πλειοψηφία, ὅπως μυκτηριστικὰ λέει, κατηγορεῖ τοὺς ἀναλφάβητους εὐαγγελικὰ ἐπισκόπους, ποὺ ἐγκατέλειψαν τὶς μικρασιατικὲς μητροπόλεις γιὰ νὰ σώσουν τὸ τομάρι τους, ἀφήνοντας ἀβοήθητο τὸ ποίμνιό τους νὰ βολοδέρνει στὸ ρημαδιό, καὶ προσπαθεῖ νὰ πείσει τοὺς πλούσιους καὶ τὰ μοναστήρια νὰ ἀνοίξουν τὶς ἀποθῆκες. Τοὺς ἀποκαλεῖ συλλήβδην «σιτοκαπήλους».

 Τὸ καλοκαίρι τοῦ 1306 οἱ Βούλγαροι κατέλαβαν ὅλα τὰ μαυροθαλασσίτικα λιμάνια καὶ συμμάχησαν μὲ τοὺς Καταλανοὺς ἐναντίον τῆς Κωνσταντινούπολης. Οἱ Λατίνοι εἶχαν κατασπαράξει τὰ πάντα καὶ τριγυρνοῦσαν ἔξω ἀπὸ τὰ τείχη. Ἀβάστακτος ὁ χειμώνας τοῦ 1306-1307. Ἡ Πόλη λιμοκτονεῖ, ξεπαγιάζει, οἰκογένειες ὁλόκληρες ἀφανίζονται, ἐνῶ αὐτοὶ ποὺ μεταφέρουν τοὺς νεκροὺς πεθαίνουν στοὺς δρόμους. Ὁ πατριάρχης Ἀθανάσιος προσπαθεῖ νὰ βάλει χέρι στὶς ὑπέρογκα συσσωρευμένες οἰκονομίες τοῦ ἀνώτατου κλήρου καὶ τῶν μοναστηριῶν, ψηφῶντας ἀπειλὲς καὶ κατάρες τῶν κληρικῶν, ἀλλ’ εἰς μἀτην, ἀποτυγχάνει οἰκτρῶς. Ἐν συνεχεί τοὺς ἐκλιπαρεῖ νὰ ἀνταποκριθοῦν στοιχειωδῶς στὰ εὐαγγελικά τους καθήκοντα, ἀλλὰ ματαίως, καὶ πάλι ἀποτυγχάνει παταγωδῶς, αὐτοὶ «ἀγρόν γόρασαν». Παρὰ ταῦτα, ὁ χυλὸς τοῦ πατριάρχη βράζει σὲ κάποια λιγοστὰ καζάνια, ὡστόσο σύντομα ἐξαντλοῦνται τὰ ξύλα μὲ τοὺς κατόχους τῶν δασικῶν ἐκτάσεων νὰ μὴν ἐπιτρέπουν τὴν τροφοδοσία.

 Ἀδιέξοδα, συνομωσίες ἐνέτειναν τὸν πανικὸ καὶ τὴν ἀπελπισία, ἔντονες ἐκκλησιαστικὲς ἀντιπαραθέσεις γιὰ μερτικὸ στὴν ἐξουσία, μὲ τοὺς ἀνθενωτικοὺς νὰ συμμαχοῦν ἀπροκάλυπτα ἀνοιχτὰ μὲ τοὺς Τούρκους, διευκολύνοντας μάλιστα τὴν κατάκτηση τῆς Πόλης ἀπὸ δαύτους, προσωπικὰ συμφέροντα, διαφθορὰ δικαστῶν, σκληρότητα γαιοκτημόνων, δυσφορία καλλιεργητῶν καὶ διχόνοια σὲ πλήρη ἀνάπτυξη, ποὺ κατασπάραζαν τὸν βυζαντινὸ ὀργανισμό. Ὅλοι βυσσοδομοῦσαν ἀνοιχτὰ ἐναντίον τῆς ἑτοιμοθάνατης Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας, μὲ πρώτους τοὺς ὁρκισμένους ἀνθενωτικούς, θύματα οἱ περισσότεροι τῆς τρομοκρατίας ποὺ εἶχε ἐξαπολύσει ἡ κρατικὴ μηχανὴ μετὰ τὴν ὑπογραφὴ τῆς ἔνωσης τῶν Ἐκκλησιῶν. Ὁ ἄνεμος ἀπὸ τὸ ἀσκὶ τοῦ Αἰόλου δὲν συμμαζεύονταν. Γιὰ ποιά Κερκόπορτα μιλᾶμε;

 

Παρασκευή 24 Μαΐου 2024

Χαράς …..ευαγγέλια!

 

Του Βασίλη Δαμιανάκη

 

 Της άρεσε της Χαράς να ψέλνει. Να ψέλνει παρακλητικά χωρίς έπαρση, να ψέλνει σεμνά και ταπεινά όπως αρμόζει στη λατρευτική ζωή της εκκλησίας. Όταν έψελνε δεν τραγουδούσε, μα προσευχότανε. Κι ό,τι έψελνε, το περνούσε από… κόσκινο. Μπορούσε να αποδίδει τα νοήματα των ύμνων καίρια και αποτελεσματικά. Όσοι την άκουγαν, αγαλλίαζε η ψυχή τους και δε χόρταιναν να την ακούνε στο ναό του Εσταυρωμένου. Το αηδόνι του Θραψανού ήτανε, που μες στις φουρτούνες της ζωής της, ήξερε πιο καλά από τον καθένα να εναποθέτει τις ελπίδες της στον Εσταυρωμένο ψέλνοντας.

  Γ΄ Χαιρετισμοί της Παναγίας. Θα ψάλλαμε πάλι μαζί τον κανόνα του Ακαθίστου. Τη βρήκα κλαίουσα και θρηνούσα στο στασίδι, λες κι ήταν έτοιμη να καταρρεύσει. Το βλέμμα της ήταν στραμμένο προς το ιερό και από τα χείλη της βγαίνανε μετά δυσκολίας μερικές λέξεις, που θύμιζαν παράκληση και που επαναλάμβανε συνεχώς ξεσπώντας σε λυγμούς . « Όχι Θεέ μου! Όχι τον Τασούλη! Παναγία μου βόηθα!».

   Είχε διαδοθεί στο χωριό η θλιβερή είδηση της αερομεταφοράς εκτάκτως του Τασούλη στην Αθήνα, έπειτα από σοβαρό πρόβλημα υγείας. Η Χαρά έκλαιγε μη μπορώντας να συνειδητοποιήσει ότι ένας συγχωριανός της, ιδιαίτερα αγαπητός, έδινε

τη δική του μάχη στην προσπάθεια του να κρατηθεί στη ζωή. Προσευχότανε και είχε εναποθέσει τις ελπίδες της στην Παναγία και τον Εσταυρωμένο .

  Μόλις με είδε να πλησιάζω στο στασίδι, με κοίταξε στα μάτια και βουρκωμένη όπως ήταν, με παρακάλεσε να προσευχηθώ κι εγώ για τον Τασούλη. Προσπέρασα σχεδόν αδιάφορα την πρότασή της, άνοιξα τις φυλλάδες μου και ήμουν έτοιμος να αφοσιωθώ στα ιεροψαλτικά μου καθήκοντα, ξεροβήχοντας διακριτικά, για να προετοιμάσω τις φωνητικές μου χορδές. Ήταν τότε που αισθανόμουν περισσότερο τραγουδιστής της εκκλησίας, παρά ιεροψάλτης του Υψίστου.

  Κύλησε η υπόλοιπη Σαρακοστή κι έφτασαν οι Άγιες ημέρες της Μεγάλης Εβδομάδας. Η αλλεργική ρινίτιδα είχε κάνει την εμφάνισή της και δεν μου επέτρεπε να αποδώσω τα μέγιστα στο κατά τα άλλα ιερόν αναλόγιο. Το τροπάριο της Κασσιανής που περίμενα πώς και πώς να το ψάλλω τη Μεγάλη Τρίτη για να δείξω την …κλάση μου, δεν μου βγήκε. Οι όποιες κορώνες θύμιζαν κράχτη πετεινό κι είχα αποτύχει παταγωδώς ως προς την πρέπουσα ερμηνεία του ύμνου … Στην προσπάθειά μου να βελτιώσω τα φωνητικά μου επίπεδα, γλείφοντας λογής λογής καραμέλες χωρίς το επιθυμητό αποτέλεσμα, μονολογούσα ένα σωρό βρισιές. Το κατανυκτικό μεγαλοβδομαδιάτικο ψάλσιμο, μετατρέπονταν σε εφιαλτικό παραλήρημα με βλαστήμιες και κατάρες να εκτοξεύονται από το ίδιο στόμα που προηγούμενα έψελνε το Θου Κύριε φυλακή το στόματί μου. Τα είχα με την Άνοιξη και έφτασα στο σημείο να πω πως κακώς συμπεριέλαβαν οι Πατέρες της Εκκλησίας τη Μεγάλη Εβδομάδα στην εν λόγω εποχή. Δίπλα μου η Χαρά προσπαθούσε μάταια να με ηρεμήσει. «Υπομονή δάσκαλε. Θα’ρθει κι η Ανάσταση!».

  Τη Μεγάλη Τετάρτη, της ακολουθίας του ιερού Νιπτήρος, προηγήθηκε το ιερό ευχέλαιο. Μετά βίας κατάφερα να κάνω εμμελή απαγγελία σε δυο αποστολικά αναγνώσματα. Το βράδυ στην ακολουθία του Όρθρου της Μεγάλης Πέμπτης κι ενώ έψελνα το πρώτο τροπάριο των αίνων Συντρέχει λοιπόν, άνευ έντασης, κατάνυξης και ιεροπρέπειας μη μπορώντας να το ολοκληρώσω, το παρέδωσα σαστισμένος στη Χαρά ως κύμβαλον αλαλάζον. Κι όση ώρα το’ ψελνε η Χαρά, με σφιγμένη τη γροθιά

τολμούσα να κοιτάζω προς τα έξω τις πιστές που παρακολουθούσαν την ακολουθία από τα τευτεράκια τους και τα ξανάβαζα με την τύχη μου βρίζοντας και αψηφώντας την ιεροψαλτική μου ιδιότητα. Κι όταν η καημένη η Χαρά τελείωσε, μου υπενθύμιζε πιο έντονα και πιο επιτακτικά το γνωστό της …τροπάριο: « Σώπα δάσκαλε. Θα γίνει το θαύμα. Κοντοσιμώνει κι η Ανάσταση!». Χλευαστικά και ειρωνικά της απάντησα :« Άμα τη δεις, να μου τηλεφωνήσεις».

  Τη Μεγάλη Πέμπτη το βράδυ, στην ακολουθία των Παθών, όταν ο παπά-Μανόλης έβγαινε από το ιερό με το Σταυρό κανοναρχώντας το Σήμερον κρεμάται επί ξύλου, η Χαρά γονατιστή έκλαιγε με λυγμούς και ζητούσε συγχώρεση από τον Κύριο, λες κι ήταν εκείνη η αφορμή που Σταυρώθηκε ο Ιησούς. Του λόγου μου μόλις που μπόρεσα να ολοκληρώσω το τροπάριο σε πλάγιο του δευτέρου Σήμερον κρεμάται επί ξύλου και σκυθρωπός όσο ποτέ άλλοτε μες στην παραζάλη και τον εκνευρισμό μου την άκουσα πιο επιτακτικά τώρα να μου υπενθυμίζει: « Δάσκαλε θα γίνει το θαύμα! Φτάνει η Ανάσταση. Κάνε λίγο υπομονή!». Κι εγώ που σαν να περίμενα την ευκαιρία από ώρα ξέσπασα πάνω της με τα παρακάτω : « Δεν πιστεύω σε θαύματα μορή θεούσα… Δεν πιστεύω…». Αμετανόητος ξεσπούσα τη μάνητα που της είχα από καιρό για τις ορμήνειες της. Μα εκείνη για την περίπτωση φάνηκε πως είχε κρυμμένο τον άσσο στο μανίκι και με την απόλυτη ηρεμία που την διέκρινε και το παραδεισένιο χαμόγελο με αποστόμωσε μια και καλή. « Μπα; Δεν πιστεύεις σε θαύματα δάσκαλε; Για κοίτα εκεί κάτω τον Τασούλη…».

  Άρχισα να μαζεύω τα συντρίμμια μου βλέποντας όντως από κάτω τον Τασούλη που ως επίγειος άγγελος έπαιρνε τα στεφάνια από τους πιστούς και ανεβασμένος στη σκάλα όπως ήταν, τα κρεμούσε στο πάνω μέρος του σταυρού. Πήρα το μάθημά μου έστω κι αργά, γιατί θυμήθηκα τα πύρινα δάκρυα και τις προσευχές της για τον Τασούλη στους τρίτους Χαιρετισμούς της Παναγίας και ως άλλος Απόστολος Πέτρος έκλαψα πικρώς, αφού αισθάνθηκα ότι είχα προδώσει κι εγώ με τον τρόπο μου τον Κύριο.

  Τη βραδιά της Ανάστασης βρήκα τη Χαρά στο αναλόγιο με ένα φανταχτερό, λουλουδάτο φόρεμα. Λίγο αργότερα ζήσαμε το θαύμα της Ανάστασης, αφού με το που μπήκαμε μέσα στο ναό, μετά το Άρατε πύλας οι άρχοντες, μπόρεσα μεγαλοπρεπώς να ψάλω τον ειρμό από την πρώτη ωδή του κανόνα της εορτής Αναστάσεως ημέρα. Τα δεσμά της φωνής μου είχαν λυθεί μαζί με τα δεσμά του θανάτου που μας λύτρωσε ο Κύριος με την Ανάστασή του. Παραδόξως το…ταγκαλάκι της αλλεργικής ρινίτιδας δε με ξαναενόχλησε ποτέ από τότε, αν και πριν, με ταλαιπωρούσε κάθε χρόνο την εν λόγω εποχή.

  Η ευεργετική παρουσία της Χαράς δίπλα μου στο δεξιό αναλόγιο της ενορίας, έφτανε στο τέλος της. Κανείς δεν περίμενε πώς η κρυστάλλινη και αγγελική της φωνή εκείνο το πασχαλινό βράδυ θα ήταν το κύκνειο άσμα της. Μερικούς μήνες αργότερα άφηνε τα εγκόσμια νικημένη από την επάρατη νόσο, αλλά δοξασμένη στην αιώνια και αληθινή ζωή, για όσα πρόσφερε με χαρά η Χαρά στην παρούσα…

Παρασκευή 17 Μαΐου 2024

Τό διακόνημα τοῦ ἐπισκόπου

 

Τοῦ Γιώργου  Δημόπουλου

Εισαγωγικά

  Τό 1935 ἀπό τόν Μητροπολίτη Ἡλιουπόλεως καί Θείρων Γεννάδιο Ἀραμπατζόγλου ἐκδίδεται, μέ σχετικό  σχολιασμό, «Ἡ Τάξις τῆς ἁγίας λειτουργίας κατά τόν τύπον τῆς μεγάλης ἐκκλησίας», πού περιλαμβάνεται σέ κώδικα τοῦ 12ου αἰώνα.  Στήν ἐν  λόγῳ ἒκδοση ἐμπεριέχεται ἡ ἀρχαιότερη διάταξη τῆς Θείας Λειτουργίας τοῦ Χρυσοστόμου πού διαθέτουμε καί περιγράφεται μέ  πολλές καί  σημαντικές  λεπτομέρειες ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο ἐτελεῖτο ἡ Θεία Λειτουργία  στήν Ἁγία Σοφία  Κωνσταντινουπόλεως κατά  τήν ἐποχή αὐτή.   

  Ὁ περιγραφόμενος  τρόπος τέλεσης τῆς ἀρχιερατικῆς Θείας Λειτουργίας, ἀποκαλύπτει στόν προσεκτικό καί ὑποψιασμένο ἀναγνώστη ὁρισμένα δεδομένα μέ  σημαντικές ἐκκλησιολογικές προεκτάσεις. Ἡ σύγκριση τῆς ἐν  λόγῳ διάταξης μέ τόν σημερινό τρόπο  τέλεσης τῆς ἀρχιερατικῆς Θείας Λειτουργίας  φανερώνει συγκεκριμένες διαφορές, πού ὀφείλονται σέ ἀλλαγές που συνετελέστηκαν κατά τούς τελευταίους αἰῶνες. 

Θεία Λειτουργία καί Συνοδικότητα

  Μποροῦμε νά προσεγγίσουμε τό πολύτιμο διακόνημα τοῦ ἐπισκόπου μόνο ὑπό τήν ὁπτική γωνία τῶν συμφραζομένων τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ γεγονότος, καί τήν ἐναποθέτησή τους στήν κρίση τοῦ ζωντανοῦ Θεοῦ. Αὐτή ἡ ἐναπόθεση εἶναι πού μπορεῖ νά  διαφυλάξει τούς κληρικούς, ἰδία τούς ἐπισκόπους, ἀπό τήν ἑωσφορική πεποίθηση (ἂρρητη μά πανίσχυρη)  ὃτι κατέχουν, ὂτι  ὑποκαθιστοῦν, ὃτι  ἀντικαθιστοῦν, ὃτι ἒχουν στό τσεπάκι τους τόν ζωντανό καί  ἀνυπόταχτο Κριτή. 

  Ὃπως κατέδειξε  μέ ἰδιαίτερη ἒμφαση καί σαφήνεια κατά τόν 20ό αἰώνα ἡ ἐπονομαζομένη «εὐχαριστιακή ἐκκλησιολογία» ἡ  Θεία Εὐχαριστία δέν εἶναι ἁπλῶς καί  μόνο ἓνα μυστήριο, ἀλλά ἐκφράζει, συνιστᾶ, καί συγκροτεῖ τήν ἲδια τήν Ἐκκλησία. Ὁ ὀρθός ἑπομένως τρόπος τέλεσης τῆς Εὐχαριστίας δέν ἀφορᾶ ἀπλῶς καί μόνο τό τελετουργικό τυπικό, ἀλλά  φανερώνει τήν δομή καί τήν ταυτότητα τῆς Ἐκκλησίας πού τήν τελεῖ. Ἡ ὂποια ἀλλοίωση τῆς ἐκκλησιαστικῆς μας ταυτότητας συχνά ἀντανακλᾶται στόν τρόπο τέλεσης τῆς Εὐχαριστίας, καί  ἀντιστρόφως, ἓνας τέτοιος τρόπος τέλεσης τῆς Εὐχαριστίας κατά κανόνα ἀναπαράγει καί  ἐμπεδώνει τήν ἀλλοίωση τῆς ἐκκλησιολογικῆς μας ταυτότητας.

  Σέ ἐπίπεδο διοίκησης καί διαποίμανσης μιᾶς ἐπισκοπῆς, κυρίως ἐξαιτίας τῆς κατάργησης τοῦ συνεδρίου τῶν πρεσβυτέρων ὡς τοῦ κατεξοχήν συμβουλευτικοῦ ὀργάνου, εἶναι κραυγαλέα ἀποῦσα ἡ Συνοδικότητα.

  Δέν πιστεύω ὃτι οἱ ἐπισημάνσεις καί διαπιστώσεις μου θά προβληματίσουν στό ἐλάχιστο ἒστω καί ἒναν ἐπίσκοπο ἢ θά κινητοποιήσουν κάποιους κληρικούς καί  λαϊκούς πρός τήν κατεύθυνση τῆς ἀποκατάστασης τῆς Θείας  Λειτουργίας στήν ὀρθή παραδοσιακή της μορφή. Ἒρχεται  φυσικό αὐτή ἠ ἀποκατάσταση νά συνοδευθεῖ ἀπό τόν εὐρύτερο  ἐπαναπροσδιορισμό τῆς τραυματισμένης Συνοδικότητας καί τῆς ἐξ ἲσου τραυματισμένης Εὐχαριστιακῆς της ἒκφρασης.

Ἡ ἐνδυμασία τοῦ ἐπισκόπου

  Στήν ἀνωτέρω διάταξη καθίσταται σαφές ὃτι ἡ ἐνδυμασία τοῦ ἐπισκόπου κατά τήν τέλεση τῆς Εὐχαριστίας δέν διαφέρει  σχεδόν σέ τίποτα ἀπό αὐτήν τοῦ  πρεσβυτέρου. Ὁ ἐπίσκοπος λειτουργεῖ μέ φαιλόνιο, χωρίς σάκκο καί, φυσικά χωρίς μίτρα, φέροντας μόνο ὠμοφόριο, τό  ὁποῖο ἀποδύεται ἑνόσω ψάλλονται τά  ἀλληλουϊάρια τοῦ Ἀποστόλου, καί τό ὁποῖο θά ἐνδυθεῖ πάλι μόνο κατά τό τέλος  τῆς Θείας Λειτουργίας, καί  συγκεκριμένα κατά τήν ἀνάγνωση τῆς ὀπισθάμβωνης  εὐχῆς.

 Ἡ πρακτική τῆς ἀπέκδυσης τοῦ ὠμοφορίου συνδέεται προφανῶς μέ τό ὃτι τό Εὐαγγέλιο  καί ὂχι ὁ ἐπισκοπος ἀποτελεῖ κατεξοχήν «εἰκόνα» Χριστοῦ, ἐνῶ πολύ περισσότερο, ἡ Θεία Εὐχαριστία μετά τόν καθαγιασμό εἶναι ὂχι μόνο ἁπλῶς εἰκόνες καί σύμβολα τοῦ Χριστοῦ ἀλλά τό ἲδιο τό Σῶμα του καί Αἷμα του.

 Ἡ ἀπέκδυση τοῦ ὠμοφορίου ἀποκαλύπτει ἐπίσης τήν σχέση τοῦ ἐπισκόπου μέ τούς ἱερεῖς του. Ἡ ἐνδυματολογική ἐξομοίωση τοῦ ἐπισκόπου μέ  τούς πρεσβυτέρους ὑποδηλώνει ὃτι δέν  ὑπάρχει διαφορά μεταξύ τους, ὃσον ἀφορᾶ τήν τέλεση τοῦ μυστηρίου τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Καί  οἱ μέν καί οἱ δέ εἶναι προεστῶτες τῆς Εὐχαριστίας, εἶναι λειτουργοί και ἱερεῖς.

  Τά παραπάνω δέν ἀποτελοῦν ὑποβάθμιση τοῦ ἐπισκόπου· ἁπλῶς ἐπισημαίνουν ὃτι ἡ κύρια διαφορά του ἀπό τόν πρεσβύτερο συνδέεται ὂχι μέ τό μυστήριο τῆς Εὐχαριστίας ἀλλά  μέ ἐκεῖνο τῆς Χειροτονίας, τό ὁποῖο τελεῖ ἀποκλειστικά μόνο  ὁ επίσκοπος, μέ τήν σύμφωνο γνώμη 7 πρεσβυτέρων οἱ ὁποῖοι  καί  αὐτοί ἐπέθεταν τάς χείρας των κατά τήν εἰς πρεσβύτερον χειροτονία, έκφράζοντες τήν συγκατάθεσή τους. (Ἱππόλυτος  Ρώμης. (170-235)

  Ὃπως μᾶς πληροφορεῖ ὁ 17ος κανόνας τῆς Συνόδου τοῦ 869-870 (αὐτή πού καθαίρεσε τόν Φώτιο) μόνο ὁρισμένοι ἐπίσκοποι εἶχαν δικαίωμα νά φέρουν ὠμόφορο, καί ἐν πάσει  περιπτώσει ἀπαγορεύεται καί σέ ὃσους  εἶχαν τό δικαίωμα αὐτό, νά τό φέρουν ἐκτός καθορισμένων χρόνων καί  τόπων θεωρώντας το δεῖγμα ὑπερηφάνειας καί φιλαυτίας.

  Ἡ διάταξη τοῦ Γεμιστοῦ (τέλη 14ου  αἰώνα) ἀναφέρει μέ σαφήνεια: μετά τήν ὁλοκλήρωση τῆς Μεγάλης Εἰσόδου, ὁ ἐπίσκοπος, ὁ όποῖος ἒχει ἢδη ἀπεκδυθεῖ τό ὠμοφόριό του, τό ἐνδύεται ξανά μόνο ἐάν πρόκειται νά τελέσει  εἰς πρεσβύτερον χειροτινία. «Καί εἲ ἐστι χειροτονία πρεσβυτέρου ὁ πατριάρχης  ἀνίσταται καί, ἐνδυσάμενος τό ὠμοφόριον καί τελέσας τήν χειροτονίαν, ἀποδύεται  πάλιν τό ὠμοφόριον».  

    περιγραφόμενη ἀπό τήν παραπάνω διάταξη ἐνδυμασία τοῦ ἐπισκόπου, μέ σαφεῖς συμβολικές προεκτάσεις, τροποποιήθηκε ἀπό τήν μεταγενέστερη πρακτική τῆς ἀμφίεσης τῶν ἐπισκόπων μέ τά ἐνδύματα τοῦ βυζαντινοῦ αὐτοκράτορα, δηλαδή τόν σάκκο καί τήν μίτρα. Τόν σάκκο τόν πρωτοφόρεσε ὁ πατριάρχης  τόν 11ο αἰώνα, κάποιοι μητροπολίτες τόν  13ο αἰώνα, ἐνῶ ἡ χρήση του γενικεύεται μόλις κατά τό  τέλος τοῦ 17ου αἰώνα.

  Ποιός  ἀμφιβάλει ὃτι ἡ τροποποίηση τῆς ἐπισκοπικῆς ἐνδυμασίας, ἒχει ἀρνητικό ἀντίκτυπο στό συμβολικό ἐπίπεδο τῆς σχέσης τοῦ ἐπισκόπου τόσο μέ τόν Χριστό ὂσο καί  μέ τούς ἱερεῖς του.

 Οἱ  ἐπευφημίες πρός τόν ἐπίσκοπο

Σέ καμμία ἐκκλησιαστική διάταξη δέν ὑπάρχει ἡ παραμικρή ἀναφορά σέ ἐπευφημίες  πρός τόν ἐπίσκοπο, αὐτές δηλαδή πού ἀπαντῶνται κατά κόρον στήν σύγχρονη άρχιερατική Θεία Λευτουργία, καί ὂχι μόνον. Άναφέρομαι στήν ἀργή ψαλμώδηση τοῦ «τόν δεσπότη καί ἀρχιερέα ἠμῶν», στήν ἐκφώνηση καί τήν εἰς τριπλοῦν ψαλμώδηση τῆς ἀρχιερατικῆς φήμης, στά πολλαπλά  εὐκαίρως ἀκαίρως «εἰς πολλά  ἒτη δέσποτα», ἀλλά καί στόν νεοφανέντα πολυχρονισμό του. Κατά τήν  διάταξη πού ἀναλύουμε, ἀκόμη καί ἡ  εὐχή «Κύριε, Κύριε ἐπίβλεψον ἐξ οὐρανοῦ καί ἲδε...» ὁ ἐπίσκοπος  τήν λέει  στό Ἃγιο Βῆμα «καθ’ ἑαυτόν», δηλαδή χωρίς νά τήν ἀκούει ὁ λαός.

Ἡ μεγάλη εἲσοδος

Σύμφωνα μέ τήν ἀρχαία τάξη, στήν Μεγάλη εἲσοδο λαμβάνουν μέρος μόνο οἱ διάκονοι, καί ὂχι,  ὃπως γίνεται σήμερα, οἱ ἱερεῖς, γιά   τόν ἱσχυρό λόγο ὃτι ὁ ἐπίσκοπος δέν μπορεῖ νά νοηθεῖ, λειτουργικά  ἢ διοικητικά αὐτονομημένος ἀπό  τό συνέδριο τῶν πρεσβυτέρων. Ὁ ἐπίσκοπος, ὡς λειτουργός, καί οἱ πρεσβύτεροι, ὡς συλλειτουργοί, δέχονται  τά  δῶρα  πού προσφέρει ὁ λαός διά τῶν διακόνων προκειμένου  νά προβοῦν στόν καθαγιασμό τους. Ἡ ἐπικρατοῦσα σήμερα συνήθεια, δέν ἐξυπηρετεῖ καμμία πρακτική ἀνάγκη. Ἀντίθετα, ὑποβαθμίζει συμβολικά τούς ἱερεῖς, ἀποσυνδέοντάς τους ἀπό τόν ἐπίσκοπο καί  συνδέοντάς τους μέ τούς διακόνους, ἀποδομεῖ τό συνέδριο τοῦ ἐπισκόπου, καί  δημιουργεῖ τήν ψευδῆ ἐντύπωση ὂτι  ὁ ἐπίσκοπος, ἐρήμην τῶν συλλειτουργῶν του πρεσβυτέρων, ἀποτελεῖ τόν ἀποκλειστικό «ἱερέα» τῆς Εὐχαριστίας.

  Μέ βάση τήν αρχαία τάξη, ὁ ἐπίσκοπος δέν ἒχει καμιά ἀπολύτως ἀνάμειξη στήν διαδικασία τῆς Μεγάλης Εἰσόδου. Τήν εὐθύνη γιά τήν ὀργάνωση καί διεξαγωγή τήν ἒχουν κατ’ ἀποκλειστικότητα οἱ ἰερεῖς. Αὐτό καταφαίνεται ἀπό  τήν τάξη τῆς Θείας λειτουργίας τοῦ Μεγάλου Βασιλείου (10ος αἰώνας) ὃπου ἀναφέρεται ὂτι «ἐξάγονται καί προτίθενται τά  ἃγια δῶρα ὐπό τῶν ἰερέων». Τοῦτο γίνεται σαφές καί  στήν  διάταξη τοῦ Γεμιστοῦ, ἡ ὁποία μᾶς πληροφορεῖ ὃτι ὁ Πατριάρχης δέν ἒχει καμμιά ἀπολύτως  ἀνάμειξη στήν διαδικασία ἒναρξης τῆς μεγάλης Εἰσόδου.

Ἡ μετάδοση τῆς Θείας Εὐχαριστίας ἀπό τον πρεσβύτερο στόν ἐπίσκοπο, καί ταυτόχρονα ἀπό τόν ἐπίσκοπο στόν πρεσβύτερο

  Σύμφωνα μέ τό κείμενο τῆς διάταξης, ὁ ἐπίσκοπος λαμβάνει τήν Εὐχαριστία ἀπό τά χέρια τοῦ πρώτου τῇ τάξει ἱερέα. Συγκεκριμένα, ἡ διάταξη μᾶς πληροφορεῖ τά ἑξῆς: Ὁ ἐπίσκοπος καί ὁ ἱερέας πού πρόκειται  νά τοῦ μεταδώσει τήν Εὐχαριστία ἀνεβαίνουν στήν κρηπίδα τῆς Ἁγίας Τραπέζης. Ὁ ἱερέας  προσφέρει στόν  ἐπίσκοπο μιά μερίδα τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ καί ἀμέσως μετά ὁ ἐπίσκοπος ἐπίσης μεταδίδει μιά μερίδα τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ στόν ἱερέα. Στήν συνέχεια κατέρχονται ἀπό τήν κρηπίδα καί καταλύουν ταυτόχρονα τήν μερίδα πού  ἒχουν στά χέρια τους. Μετά ἀπό αὐτό, ὁ ἱερέας μεταδίδει στόν ἐπίσκοπο τό Ἃγιο Ποτήριο καί  ἀκολούθως ὁ  ἐπίσκοπος στόν ἱερέα. Ἒπειτα ὁ ἐπίσκοπος μεταδίδει τήν Εὐχαριστία στούς ὑπόλοιπους κληρικούς. (Taft. “The Pontifikal Liturgy of the Great ChurchX, 1-12 σς 301-302).

  Ἡ παραπάνω πρακτική μαρτυρεῖται εὐρύτερα σέ χειρόγραφο  τοῦ 13ου αἰώνα στήν Ἐκκλησία τῆς Κύπρου, ἀλλά καί  σέ χειρόγραφο τοῦ 16ου αἰώνα. (Βλέπε  σχολιασμό ἀπό  τόν Παναγιώτη Τρεμπέλα. Αἱ τρεῖς Λειτουργίαι, σ. 1410).

Συμπεράσματα

Ἡ ἐν λόγω διάταξη περιγράφει τήν ἀρχιερατική Θεία Λειτουργία τοῦ Χρυσοστόμου, ὃπως αὐτή ἐτελεῖτο στήν Ἁγία Σοφία Κωνσταντινουπόλεως κατά τόν 11ο/12ο αἰώνα, σέ   ἐποχή καί σέ πολίτευμα δηλαδή πού ὑπερτόνιζαν τήν ἱεραρχία, καί  μέ λειτουργό  μάλιστα τίς περισσότερες φορές τόν ἲδιο τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη. Ἡ διάταξη  διασώζει πολλά στοιχεῖα συλλειτουργίας, λειτουργικῆς δηλαδή συνοδικότητας, τά ὁποῖα  ἒχουν πλέον ἐκλείψει: Ἡ παραδοσιακή ἐνδυμασία τοῦ ἐπισκόπου, ἡ ὁποία δέν  τόν διακρίνει κατ’ οὐσίαν  σέ τίποτα από  τόν πρεσβύτερο, ἡ ἒλλειψη ἐπευφημιῶν, καί ἡ μή συμμετοχή τῶν πρεσβυτέρων στήν μεταφορά τῶν τιμίων δώρων.

  Ὁ ὑπερτονισμός τοῦ ἐπισκοπικοῦ ἀξιώματος ἀφάνισε ὂχι μόνο τήν συνοδικότητα ἀπό τήν ζωή τῆς  Ἐκκλησίας ἀλλά ἀκόμη καί τήν  ἲδια τήν μνήμη.

  Προσεκτική ἀνάγνωση τῆς «τάξης» φανερώνει ὃτι ἡ διαδικασία ὑπονόμευσης τῆς Συνοδικότητας εἶχε  ἢδη ἀρχίσει νά δρομολογεῖται ἀπό  τίς αρχές τῆς δεύτερης χριστιανικῆς χιλιετίας. Ἀξίζει τῆς ἰδιαίτερης προσοχῆς μας,  ὃτι ἡ διάταξη καθιστᾶ ἐπίσης σαφές πώς  οἱ εὐχές λέγονται ἀπό τούς κληρικούς μυστικῶς, ἐπιβεβαιώνοντας τήν καθιερωμένη πρακτική τοῦ ἀποκλεισμοῦ τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ ἀπό τήν πλήρη συμμετοχή στήν Εὐχαριστία. Τρεῖς περίπου αἰῶνες ἀργότερα, ὁ Συμεών Θεσσαλονίκης θά προσθέσει  ὃτι μετά  τήν Μεγάλη Εἲσοδο κλείνουν οἱ θύρες τοῦ ἱεροῦ, «ὂτι  οὐ πάσιν ὁρᾶσθαι ἂξιον τά μυστήρια, ἀλλά μόνοις τοῖς  τῆς ἰερωσύνης ἐνεργοῖς» (Περί τοῦ Θείου ναοῦ, PG155,732Α)

  Καί ἡ περαιτέρω διαφοροποίηση τοῦ ἐπισκόπου συνεχίζεται: Τόν 17ο αἰώνα ἐμφανίστηκε ἡ συνήθεια νά εὐλογεῖ ὁ ἐπίσκοπος  μέ τά δύο χέρια, καί τόν 14ο ἡ διαδικασία ἒνδυσης τοῦ ἐπισκόπου ἀπό ἰδιωτική ὃπως τοῦ ἱερέα ἒγινε δημόσια. Καθαρά πλέον ἡ Θεία Λειτουργία ἐπισκοποιήθηκε.

Λόγος  ἀκροτελεύτιος

 Ἡ διοικητική ἰσχυροποίηση τοῦ ἐπισκόπου ἀνιχνεύεται κατά τήν περίοδο πού ἡ Βυζαντινή αὐτοκρατορία παραπαίει καί μαζί της  καί ὁ Αὐτοκράτορας. Ὃσο ὁ  Αὐτοκράτορας κλονίζεται τόσο ὁ ἐπίσκοπος ἰσχυροποιεῖται. Ἡ τάση αὐτή θά ὁλοκληρωθεῖ  μέ τήν κατάρρευση τοῦ Βυζαντίου καί τήν ἀνάληψη άπό τήν Ἐκκλησία, καί κυρίως ἀπό  τόν Πατριάρχη «ἐθναρχικοῦ» ρόλου. «Ἐνῶ στίς προηγούμενες περιόδους ὑπῆρχε μονίμως κάποιος παράγοντας πού ἐξισορροποῦσε τήν ἐπισκοπική αὐθαιρεσία –εἲτε οἱ πρεσβύτεροι, εἲτε ὁ λαός, εἲτε  ὁ Αὐτοκράτορας- ἡ μεταβυζαντινή περίοδος  καταλήγει σέ ἓνα καθαρά ‘μοναρχικό’ ἐπισκοπικό ἀξίωμα μέ  τήν  πλέον  κυριολεκτική ἒννοια τοῦ ὃρου». (Larin, The Hieraschical Divine Liturgy in Arsenij Suxanov’s Proskinitarij, σ.254).

  Ἡ τάση αὐτή ἀποτυπώνεται καί στή πρακτική τῶν Πατριαρχῶν  νά χορηγοῦν συγχωροχάρτια, μέ τά ὁποῖα παρέχεται ἂφεση ἀμαρτιῶν ἒναντι κάποιου ποσοῦ, καί μάλιστα  χωρίς μετοχή στό Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας.

  Ἂν τιμᾶται στήν Ὀρθοδοξία ὁ  ἐπισκοπικός βαθμός δέν εἶναι διότι φέρει ἐπάνω του ἐσαεί μιάν «ἀντικειμενοποιημένη» χάρη πού ἀξίζει να προσκυνεῖται, ἀλλά ἐπειδή ἒχει ἀναλάβει τήν ἐπώδυνη διακονία νά ἀνακαλύπτει ὂσους ἀντέχουν νά δεχθοῦν χαρίσματα, νά τούς τά ἀναθέτει στηρίζοντάς τους παράλληλα μέ κατάλληλη ἀγωγή, καί νά ἐνορχηστρώνει τίς ἐπιμέρους ἑτερότητές τους εἰς  τρόπον ὣστε νά δοξάζουν τόν Θεό καί νά φανερώνουν τήν Βασιλεία του. Τιμᾶται δηλαδή  γιά ὃσα (πρόκειται νά) κάνει, καθώς καί γιά τό προσωπικό κόστος καί τήν σταύρωση που αὐτές οἱ ἀρμοδιότητες συνήθως φέρνουν μαζί τους.

  Σήμερα πλέον τό μόνο πού μνημονεύεται ρητά, εἶναι ὃτι  ὁ ἐπίσκοπος διοικεῖ κάποιους πού δέν εἶναι χαρισματοῦχοι ἀλλά μόνον ὑπήκοοι! Νοιάζεται πῶς νά ξεχωρίζει ὑπεροχικά ἀπό ὃλους τούς ὑπόλοιπους, κληρικούς καί λαϊκούς. Εἶναι φανερό ὃτι μιά τέτοια νοοτροπία διευκολύνει ὃσους ἒχουν τήν προδιάθεση νά βιώνουν τήν ἐπισκοπική τους ἰδιότητα  ὡς ἐξουσιαστικό συμπλήρωμα τῆς ταυτότητάς τους.

  Ὃταν ὁ ἐπίσκοπος φοράει τά ἂμφια καί στέκεται σέ κοσμικούς πεποικιλμένους θρόνους μπροστά στόν κλῆρο καί τόν λαό, ἐστεμμένος μέ τά ἀπομεινάρια τοῦ Βυζαντινοῦ Αὐτοκτάτορα,  κρατώντας ἀσημένια ἢ χρυσή ράβδο στό χέρι καί ἀνεμίζοντας τά δικηροτρίκηρα δεξιά-ἀριστερά, σέ ψυχολογικό ἐπίπεδο αὐτό ἀποτελεῖ  μιά μορφή χίμαιρας μέσα στόν σύγχρονο πολιτισμό, εἶναι ἒνας ἐξωτικός ἀναχρονισμός, περιβεβλημένος μέ τήν ἐξουσία ἑνός ἀρχαίου βασιλείου,   τυλιγμένου στίς ὀμίχλες μιᾶς ἐξιδανικευμένης ἐποχῆς.

  Σέ αὐτόν τόν ἀναχρονισμό ὐπάρχει ἐλπίδα; Ὑπάρχει ἐλπίδα ἀντάμα ὃμως μέ   ὐποψία. Ἐλπίδα, γιατί τά σύγχρονα πρόσωπα ἀναζητοῦν ἓναν χαρισματικό ὑπεύθυνο πατέρα, ἀλλά καί ὑποψία γιατί τόσο συχνά οἱ πατέρες ἒχουν καταχραστεῖ καί παραμελήσει τίς  εὐθύνες πού τούς παρεῖχαν ἡ ἐξουσία τους καί τά προνόμιά τους.    

 

Τετάρτη 8 Μαΐου 2024

ΟΙ ΔΕΚΑΠΕΝΤΕ ΜΕΡΕΣ ΤΗΣ ΛΑΜΠΡΗΣ ΣΤΗΝ ΤΗΝΟ

 


  

  Ο μεγαλοβδομαδιάτικος και αναστάσιμος εθιμικός κύκλος αρχίζει ουσιαστικά από το Σάββατο του Λαζάρου. Παλαιότερα οι γυναίκες ζύμωναν αυτή τη μέρα τα «λαζαράκια», κουλούρια πλεγμένα σε κοτσίδα, που τα πήγαιναν και στην εκκλησία την Κυριακή για ευλογία. Την υποχρέωση για την επανάληψη του αρχετύπου δηλώνει το παροιμιακώς λεγόμενο «Όποιος Λάζαρο δεν πιάσει, / το ψωμί να μη χορτάσει». Τη μέρα εκείνη τα παιδιά τραγουδούσαν τον Λάζαρο, που τόσο πικράθηκε απ’ όσα είδε στον Άδη ώστε μετά την έγερσή του δεν ξαναγέλασε, και οι νοικοκυρές τα φίλευαν και τους έδιναν αβγά:

 

 

Λάζαρε, ειπέ μας τί ’δες

εις τον Άδη που επήγες;

Είδα φόβους, είδα τρόμους,

είδα βάσανα και πόνους.

Δώστε μου να πιώ νεράκι,

να ξεπλύνω το φαρμάκι,

της καρδιάς μου, των χειλέων,

μη με ερωτάτε πλέον.

 

     Την Κυριακή των Βαΐων η αυστηρή νηστεία της Σαρακοστής διακόπτεται με κατάλυση ιχθύος, λόγω του εορταστικού χαρακτήρα της ημέρας αλλά και εν όψει της αυστηρότερης ακόμη νηστείας που επίκειται. Συμβαίνει όμως «ο πονηρός να σηκώνει τις μέρες εκείνες φουρτούνες και να εμποδίζει την ψαριά», όπως ακριβώς και στην άλλη μεγάλη γιορτή της Σαρακοστής, τη μέρα του Ευαγγελισμού. Απ’ όπου και η παροιμία: «Του Ευαγγελισμού και των Βαγιώ / μπαίν’ ο διάολος μες στο γιαλό».

    Στις εκκλησίες  κρέμονται από τα καντήλια σταυροί πλεγμένοι από φύλλα φοινικιάς. Είναι ευλογία για όποιον προλάβει να πάρει έναν σταυρό απ’ αυτούς την ώρα του Ευαγγελίου, όταν ο παπάς λέει τη φράση «Έλαβον τα βαΐα των φοινίκων». Από την αρχή του Ευαγγελίου προσπαθούν όλοι να πιάσουν κατάλληλη θέση. Τα «βάγια» (κλαδάκια ελιάς) που μοιράζονται εκείνη τη μέρα στις εκκλησίες, τα καίνε στο «κάπνισμα» (ξεμάτιασμα) και τα χρησιμοποιούν ως αποτρεπτικό των δαιμόνων.

 

 

Σταυροί από φύλλα φοινικιάς στα καντήλια

 

 

Κυριακή των Βαΐων. Μοιράζοντας τα βάγια

 

 Στην καθολική ενορία της Χώρας οι πιστοί πραγματοποιούν ιερή πορεία από τον Σαντ-Αντόνιο έως την καθέδρα του Αγίου Νικολάου, κρατώντας κλαδιά φοινίκων, με επικεφαλής τον κλήρο.

 


Κυριακή των Βαΐων. Η ιερή πορεία των καθολικών στη Χώρα

      Μετά τη λειτουργία, τα παιδιά γύριζαν παλαιότερα στους δρόμους, σε μια γραμμή, κρατώντας ένα στεφάνι από βάγια και λουλούδια, που μετά τη γύρα το έριχναν στη θάλασσα, έθιμο που θυμίζει την «ειρεσιώνην» των αρχαίων στις ανοιξιάτικες γιορτές. Έκαναν μεγάλο θόρυβο με «(ν)αργινάρες» (ροκάνες) και τραγουδούσαν:

 

Βάγιο, βάγιο των Βαγιώ,

τρώνε ψάρι και κολιό

και την άλλη Κυριακή

τρώνε κόκκινο αβγό,

για το πείσμα των Βραιώ

που σταυρώσαν το Χριστό.

 

     Από τη Μεγάλη Πέμπτη αρχίζουν οι προετοιμασίες για το Πάσχα. Οι γυναίκες βάφουν τα κόκκινα αβγά. Κόκκινα αβγά έβαφαν πολλοί λαοί και στην αρχαιότητα, στις ανοιξιάτικες γιορτές, ως σύμβολο γονιμότητας και αναγέννησης της φύσης. Το έθιμο στο Χριστιανισμό συμβολίζει το αίμα του Χριστού και εκφράζει τη χαρά για την ανάστασή του. Η παράδοση λέει ότι «όταν αναστήθηκε ο Χριστός, το είπαν μιας χωριανής και δεν το πίστευε. Μόνο αν γίνουν κόκκινα τ’ αβγά που βαστώ –είπε– θα το πιστέψω. Και τα αβγά βάφτηκαν αμέσως κόκκινα!».

     Τη μέρα αυτή ζυμώνουν επίσης τα κουλουράκια και τα τσουρέκια. Παλαιότερα, ετοίμαζαν ειδικά τσουρέκια για τα παιδιά, τις «βλαχούλες» για τα κορίτσια και τους  «αξιωματικούς» για τα αγόρια. Απαραίτητο γλύκισμα της Λαμπρής παραμένουν οι τυρόπιτες, από ανάλατη τηνιακή μυζήθρα: τα «τσιμπητά τυροπιτάκια» ή όπως τα λένε στα Έξω Μέρη «λυχναράκια», σε φύλλο στρογγυλό και τσιμπημένο δαντελωτά με τα δάχτυλα, τα «σκεπασταράκια» και οι «σκεπαστές».

 

Μ. Πέμπτη.  Ετοιμάζοντας τα τσιμπητά τυροπιτάκια

Λυχναράκια και σκεπασταράκια της Λαμπρής

 

     Το βράδυ, παρακολουθούν όλοι από νωρίς τα «δώδεκα ευαγγέλια», παρά το μεγάλο μήκος της ακολουθίας: «Μεγάλη Πέμπτη, ποιος δύναται να στέκει!».  

 

     Το πένθος των ημερών φτάνει στο αποκορύφωμά του τη Μεγάλη Παρασκευή. Οι άνθρωποι προσπαθούν να συμμεριστούν το πάθος του Θεανθρώπου: «Τη Μεγάλη Παρασκευή δεν πρέπει να ζυμώσεις ούτε να μαγειρέψεις. Μόνο φακές κάνει να μαγειρέψεις αποβραδίς, που ’χουν γλυκάδι (ξίδι). Πρέπει να φας γλυκάδι κείνη τη μέρα, γιατί δώκαν του Χριστού, και μαρούλι ή πικρά χόρτα». Παλαιότερα, έψελναν οι γριές για την ψυχή τους το «Μοιριολόι της Παναγίας», πολύστιχο ποίημα σε αργό, βυζαντινό μέλος, που αναφέρεται στη σταύρωση του Κυρίου και στο θρήνο της μητέρας του:

 

           Για την Αγία Σαρακοστή, τις άγιες ημέρες

          που λειτουργάν οι εκκλησιές και ψέλνουν οι ψαλτάδες

          και λένε το Άγιος ο Θεός, το κύριο Βαγγέλιο

          κι όποιος το λέει σώνεται κι όποιος τ’ ακούγει αγιάζει

          κι όποιος το φυλλοκαρδιστεί παράδεισο θα λάβει.

         Η Παναγία η Δέσποινα κάθουνταν μοναχή της,

         την προσευχή της ήκανε για το Μονογενή της.

        Ακούει βροντές, βλέπει αστραπές και ταραχή μεγάλη,

        βγαίνει να δει στην πόρτα της, βγαίνει και στη αυλή της.

        Βλέπει τον ουρανό θολό, τα άστρα βουρκωμένα,

        το φεγγαράκι το λαμπρό στο αίμα βουτημένο.

       Βλέπει τον Αϊ-Γιάννη κι έρχεται κλαμένος και δαρμένος

       κρατάει και στο χέρι του μαντίλι ματωμένο (...).

      Το δάσκαλό μου πιάσανε οι σκύλοι οι Οβραίοι,

      σαν κλέφτη τόνε πιάσανε και σα φονιά τον πάνε (...) κ.λπ.

 

     Στους ναούς των καθολικών τελείται και σήμερα το μεσαιωνικό έθιμο των «Μυστηρίων του Πάθους» ή τα κοινώς λεγόμενα «καντράκια». Είκοσι εννέα εργαλεία και αντικείμενα σχετιζόμενα με το πάθος του Χριστού, ζωγραφισμένα σε ξύλο ή χαρτόνι (καντράκια), υψώνονται διαδοχικά στο μέσον της εκκλησίας κρατημένα από παιδιά, ενώ παράλληλα ψάλλονται ομοιοκατάληκτα τετράστιχα σε λαϊκή γλώσσα. Προηγούνται ανάλογα ποιήματα, επίσης στο τοπικό ιδίωμα, ο «Θρήνος του Εσταυρωμένου» και ο «Θρήνος  της Παναγίας της Πονεμένης».

 

 

Ξινάρα, Μ. Παρασκευή. Τα Μυστήρια του Πάθους, στην Καθολική κοινότητα

                                                                                                


Ξινάρα, τα καντράκια               Μ. Παρασκευή         Χώρα, ο Εσταυρωμένος

      

     Οι ενορίες και τα χωριά συναγωνίζονται για τον καλύτερο επιτάφιο. Τον στολίζουν λεύτερα κορίτσια με «μαντιές» (βιολέτες) και πρασινάδες –σήμερα πλέον με λουλούδια του ανθοπωλείου. Το βράδυ, στη «γύρα», ο κόσμος ακολουθεί με αναμμένα κεριά. Υπάρχει η πίστη ότι όσο δυνατό αέρα κι αν έχει, την ώρα της περιφοράς θα πέσει για να μην τα σβήσει. Στα κατώφλια και στις αυλές των σπιτιών οι γυναίκες θυμιάζουν και πετούν λουλούδια. Πάνω στις πεζούλες ανάβουν κεριά, το ένα δίπλα στο άλλο, και, παλαιότερα, μεγάλες φωτιές με μπάλες από το υλικό που μένει κάτω-κάτω στα βαρέλια του κρασιού.

 

Χώρα. Η «γύρα» των επιταφίων

 

 Στη Χώρα, «τα επιτάφια» των τεσσάρων ενοριών και της Παναγίας συγκεντρώνονται στην παραλιακή πλατεία, όπου γίνεται κοινή δέηση. Προπορεύεται η φιλαρμονική του Ιερού Ιδρύματος της Ευαγγελίστριας. Ύστερα, κάθε επιτάφιος συνεχίζει τη γύρα του στις γειτονιές της ενορίας. Τις τελευταίες δεκαετίες έχει καθιερωθεί, ο επιτάφιος του Αγίου Νικολάου-Αγίου Ελευθερίου να φτάνει έως την παραλία Καλάμια και να μπαίνει στη θάλασσα, μαζί με τον ιερέα, τους ψάλτες και τα παιδιά που κρατούν τα φαναράκια και τα εξαπτέρυγα. Εκεί, μέσα στο νερό, γίνεται δέηση για τους «εν ναυαγίω πνιγέντας» και αιτείται η προστασία των πλεόντων από τον προστάτη τους Άγιο Νικόλαο. Η γύρα της Παναγίας περνά και από το νεκροταφείο, φωτισμένο από τα καντήλια όλων των τάφων, όπου αναπέμπεται δέηση για τους κεκοιμημένους. Επιτάφιος  περιφέρεται και από την καθολική ενορία, όμοιος με εκείνους των ορθοδόξων ενοριών. Μετά το τέλος της ακολουθίας, γυναίκες αλλά και άντρες και παιδιά ξεκινούν νύχτα, κρατώντας φαναράκια, και «ανάβουν τα ξωκλήσια», δηλαδή τα καντήλια των ξωκλησιών, με το φως του επιταφίου.

 

Συνάντηση των επιταφίων στην εξέδρα της παραλίας

 

Ο επιτάφιος στη θάλασσα

 

    


Ο επιτάφιος στο κοιμητήριο

 

     Προάγγελος  της πασχαλινής γιορτής είναι η «πρώτη Ανάσταση», το πρωί του Μεγάλου Σαββάτου, η κάθοδος δηλαδή του Χριστού στον Άδη για να κηρύξει τη σωτηρία στους εκεί νεκρούς. Την ώρα που ο παπάς ψάλλει θριαμβικά το «Ανάστα ο Θεός, κρίνον την γην», σκορπίζει λεμονόφυλλα. Όποιος πιάσει λεμονόφυλλο πριν πέσει στο δάπεδο, το βάζει στο πορτοφόλι του «για να ’χει πάντα λεφτά». Αν το πιάσει κοπέλα λεύτερη «θα παντρευτεί στο χρόνο». Από τα πεσμένα κάτω λεμονόφυλλα βάζουν στο σκρίνιο, «για να μην τρώει τα ρούχα ο σκόρος».

     Τη μέρα αυτή ολοκληρώνονται οι προετοιμασίες για το Πάσχα και ετοιμάζονται τα βραδινά φαγητά, η παραδοσιακή μοσχαρίσια σούπα ή –πιο πρόσφατα– η μαγειρίτσα. Στα χωριά, όσοι έχουν ακόμη δικά τους ζώα, σφάζουν το πασχαλινό αρνί μπροστά στο κατώφλι, για το λαμπριάτικο ψητό στο φούρνο. Με το αίμα του κάνουν έναν σταυρό μέσ’ από την πόρτα, «για το γούρι του σπιτιού», πράξη που υπενθυμίζει το πρόβατο της σφαγής των Εβραίων από το βιβλίο της Εξόδου.

 

    Τη νύχτα της Αναστάσεως όλοι πηγαίνουν στην εκκλησία ντυμένοι στα γιορτινά τους και με τις λαμπάδες τους. Αρκετοί παίρνουν μαζί τους αβγά και τυροπιτάκια «για να λειτουργηθούν». Στην Παναγία και σε μερικές ενορίες μοιράζονται σε όλους κόκκινα αβγά με έξοδα της Επιτροπής. Τα κορίτσια που θα ανάψουν τη λαμπάδα τους κατευθείαν από το κερί του παπά, πιστεύεται ότι θα παντρευτούν στο χρόνο. Μόλις ακουστεί το «Χριστός Ανέστη», οι καμπάνες σημαίνουν πανηγυρικά, ανταλλάσσονται φιλήματα και ευχές. Δημιουργείται πανδαιμόνιο: κροτίδες, «τρίγωνα», «μάσκουλα». Παλαιότερα, αλλά και σήμερα ακόμη σε μερικά χωριά, «ρίχναν και τριμπονιές» με όπλα εμπροσθογεμή, τα τριμπόνια. Το έθιμο των εκκωφαντικών θορύβων, εκτός από την πρωτογενή του έννοια, να τρομάξει και να αποπέμψει τις δαιμονικές δυνάμεις, εκφράζει τον ενθουσιασμό και την ευφορία των χριστιανών για τη νίκη του Χριστού αλλά και την ψυχολογική εκτόνωση μετά την πένθιμη περίοδο της Μεγαλοβδομάδας.

   

Καρδιανή. Τα τριμπόνια βροντούν!

 

     Παλαιότερα, αλλά και σήμερα σε μερικά χωριά, μετά την αναστάσιμη τελετή στην αυλή της εκκλησίας, έκλειναν την πόρτα του ναού και ο παπάς στεκόταν απέξω με το ευαγγέλιο στο χέρι. Υποδυόμενος τον αναστημένο Χριστό, φώναζε: «Άρατε πύλας»! Κάποιος από μέσα,  που παρίστανε τον διάβολο, ρωτούσε: «Ποιος είσαι συ;». «Εγώ είμαι ο δίκαιος και ο κραταιός», απαντούσε ο παπάς και, σπρώχνοντας την πόρτα με το ευαγγέλιο, έμπαινε θριαμβευτικά με την αναμμένη λαμπάδα του. Το δρώμενο αναπαριστά την εις Άδου κάθοδο του Κυρίου και τη συντριβή του θανάτου, παραπέμποντας στον 23ο ψαλμό και στο στιχηρό αυτόμελο του εσπερινού της Μ. Παρασκευής («άδης ο παγγέλαστος ιδών σε έπτηξεν, οι μοχλοί συνετρίβησαν, εθλάσθησαν πύλαι...»).

     Το αναστάσιμο φως είναι άγιο. Προσέχουν να το φέρουν στο σπίτι χωρίς να σβήσει και κάνουν μ’ αυτό έναν σταυρό στο ανώφλι. Ανάβουν ύστερα το καντήλι, προσπαθώντας να το διατηρήσουν όσο πιο πολύ μπορούν. Στο τραπέζι που ακολουθεί, το πρώτο πράγμα που βάζουν στο στόμα τους είναι ένα κόκκινο αβγό, λέγοντας: «Με τ’ αβγό σ’ έκλεισα (την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς), με τ’ αβγό σ’ ανοίγω». Το τσούγκρισμα των αβγών, εκτός των άλλων, εμπεριέχει ανταγωνιστικό χαρακτήρα για την ανάδειξη του νικητή (του πιο γερού, του πιο τυχερού) και υποδηλώνει τη νίκη της εαρινής βλάστησης επί του χειμώνα.

     Ανήμερα της Λαμπρής γίνονται γλέντια. Στα καθολικά χωριά έκαναν παλαιότερα έναν αχυρένιο άνθρωπο, τον Ιούδα, τον έφτυναν, τον έβριζαν και τον φώναζαν «Προδότη!». Ύστερα τον κρεμούσαν σ’ ένα δέντρο και τον έκαιγαν. Είναι το πανελληνίως γνωστό εθιμικό δρώμενο, το «κάψιμο του Ιούδα», που εδώ έπαιρνε μερικές φορές χαρακτήρα πλησιέστερο προς τη διαπόμπευση του λαϊκού δικαίου, όταν, αντί για αχυρένιο ομοίωμα, υποδυόταν τον Ιούδα ένας χωρικός. Διαλεγμένος με κλήρο, ήταν αναγκασμένος να περάσει μέσ’ από τους δρόμους του χωριού και να δεχτεί το ξύλο, τις βρισιές και τα φτυσίματα των συγχωριανών του.

     Το απόγευμα γίνεται ο εσπερινός της Αγάπης. Η «ανάσταση» (εικόνα της Αναστάσεως σε κοντάρι, με στεφάνι από λουλούδια γύρω της) λιτανεύεται στους δρόμους. Υπήρχε έντονος συναγωνισμός ανάμεσα σε κοντινά ή αντικρινά χωριά, για το ποιο θα ρίξει τις περισσότερες τριμπονιές, «σκεπάζοντας» το άλλο. Όπου υπάρχουν περισσότερες ενορίες (Χώρα, Πύργος), οι αναστάσεις βγαίνουν σε κοινή γύρα.

 

Η «ανάσταση»                       Αϊ-Μάρκος. Αναστάσιμη λειτουργία

 

Χώρα. Οι αναστάσεις ξεκινούν για τη γύρα από τη Μεγαλόχαρη

       Μετά τον εσπερινό, ο κόσμος κάνει βόλτα φορώντας τα γιορτινά του και συνεχίζει το γλέντι. Στην περιοχή του Πανόρμου, έως τη δεκαετία του 1960, έστηναν κούνιες για τις κοπέλες. Τη μία μετά την άλλη τις κουνούσαν τα παλικάρια, ταιριάζοντας δίστιχα για να τις παινέψουν, να τους εκφράσουν την αγάπη τους ή να τους παραπονεθούν.

 

           Γαριφαλιά μου κόκκινη, μη γέρνεις απ’ τη γλάστρα,

           λόγια του κόσμου μην ακούς, τον έρωτά σου βάστα.

 

         Γαριφαλιά μου κόκκινη, πότε θα κοκκινίσεις,

        πότε θ’ αλλάξει η γνώμη σου εμένα ν’ αγαπήσεις;

 

     Και η απάντηση:

 

          Σίδερο να ’ναι το σκοινί κι ατσάλι το δοκάρι

          και τα χεράκια που κουνούν όλο μαργαριτάρι.

 

     Επίσης, οι κοπέλες, την ώρα που τις κουνούσαν, τραγουδούσαν το «τραγούδι της κούνιας»:

 

       Ν’ ανέβω θέλω στα ψηλά, στου Αϊ-Γιωργιού το δώμα,

       να ιδώ για το πουλάκι μου αν αρμενίζει ακόμα.

       Αρμένιζε και πήγαινε στου βασιλιά την πόρτα,

      μα ο βασιλιάς δεν είν’ εκεί, μόν’ τρεις βασιλοπούλες.

      Τη μια τη λένε Μαριγώ, την άλλη Δασκαλίνα,

      την πιο μικρή, μικρότερη, τη λένε Κατερίνα.

      Η μια κεντά τον ουρανό κι η άλλη το φεγγάρι

      κι η πιο μικρή, μικρότερη, κεντά το παλικάρι.

 

     Το έθιμο υπενθυμίζει τις αρχαιοελληνικές «αιώρες» των Αθηναίων παρθένων στη γιορτή των Ανθεστηρίων. Διαρκούσε όλη την πασχαλινή περίοδο. Μαζί άρχιζαν και οι κυριακάτικοι χοροί στην πλατεία.

 

     Όλη η εβδομάδα της Λαμπρής (η Διακαινήσιμος) λογίζεται σαν μια ημέρα. Αξιοσημείωτο έθιμο είναι τα «τραπέζια της αγάπης», όπου οι χωριανοί  έχουν την ευκαιρία να συμφάγουν και να συνεορτάσουν. Στον Κτικάδο, η αγάπη τελείται τη Δευτέρα  του Πάσχα. Στον υπόγειο επιβλητικό χώρο, κάτω από την αυλή της Μεγαλομάτας, στρώνεται ένα στενόμακρο πέτρινο τραπέζι, όπου παρακάθεται το σύνολο των ορθοδόξων του χωριού. Μοσχάρι σούπα, μαγειρεμένο σε καζάνια στο παρακείμενο τζάκι, είναι το παραδοσιακό φαγητό που συμπληρώνεται και από άλλα εδέσματα. Μοιράζονται άσπρα κεριά που τα ανάβουν από τη λαμπάδα του παπά, καθώς εκείνος ψάλλει το «Δεύτε λάβετε φως», ψάλλουν όλοι μαζί το Χριστός Ανέστη, συγχωρούν ο ένας τον άλλον και οι μαλωμένοι συμφιλιώνονται. Είναι το «τραπέζι της αδελφοσύνης». Ύστερα ο παπάς μνημονεύει τους νεκρούς, τους ενταφιασμένους στο χωριό από το 1746 μέχρι σήμερα. Νεκρούς, οι οποίοι παρευρίσκονται και συνεορτάζουν, αφού δίπλα, σε συνεχόμενο χώρο, είναι το οστεοφυλάκιο. Συμπαρουσία στρατευόμενης και θριαμβεύουσας Εκκλησίας.

 

Λαμπροδευτέρα, Κτικάδος. Στο τραπέζι της αδελφοσύνης

 

     Αγάπη τελείται την ίδια μέρα και στην Καρδιανή. Μετά τη θεία Λειτουργία,  ανταλλάσσεται ασπασμός αγάπης στην αυλή της εκκλησίας, χωριστά από τους άντρες και χωριστά από τις γυναίκες,. Εδώ, το κυρίαρχο έδεσμα είναι η χοντρή «φουρτάλια» (ομελέτα), καμωμένη από πολλά-πολλά αβγά που τα προσφέρουν οι χωριανοί.

     Αγάπες γίνονται και στα καθολικά χωριά, μοιρασμένες σε όλες τις μέρες της Λαμπροβδομάδας. Σχεδόν κάθε χωριό έχει το δικό του ξωκλήσι όπου «μαραντίζει». Οι χωριανοί φέρνουν μαζί τους φαγητά και, μετά τη Λειτουργία, συντρώγουν στις κάμαρες ή στο ύπαιθρο. Φαγητά προσφέρονται και από τους τοπικούς συλλόγους, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις σουβλίζονται αρνιά (Βωλάξ, Καλλονή) και κληρώνονται λαχνοί με αρνάκια, κατσικάκια και διάφορα δώρα. Όπου καλούνται τα όργανα ακολουθεί χορός.

 


 


Πέμπτη της Λαμπρής. «Μαράντισμα» και χορός στη Βωλάξ

 

     Την Κυριακή του Θωμά πανηγυρίζει στα Υστέρνια η Παναγία η Λακκωτιανή. Στο πανηγύρι σφάζουν για όλο τον κόσμο ταμένα ζώα, αφού η  Λακκωτιανή, μεταξύ των άλλων, βοηθεί στην ανεύρεσή τους. Το φαγητό που προσφέρεται είναι παραδοσιακά καθορισμένο: κρέας και σούπα. Οι επίτροποι γυρίζουν στα σπίτια του χωριού και μαζεύουν αβγά για το αβγολέμονο και κόκκινα. Κρατούν μεγάλα καλάθια και φωνάζουν: «Το αβγό της Παναγίας!». Τη σούπα τη μαγειρεύουν γυναίκες του χωριού, στις κάμαρες δίπλα στην εκκλησία, σε μεγάλα καζάνια και την ταράζουν με μακριές ξύλινες κουτάλες. Σερβίρεται σε πήλινες γαβάθες. Μετά τη Λειτουργία και την περιφορά, όλοι προσκυνούν την εικόνα στον περίβολο της εκκλησίας και ακολουθεί το τραπέζι της αγάπης στα μακρόστενα πέτρινα τραπέζια της αυλής.


΄


Κυριακή του Θωμά. Στη Λακκωτιανή, στα Υστέρνια


Με μια «ροδαριά» στη Λακκωτιανή

 

      Το ιδιαίτερο στοιχείο στην αγάπη της Λακκωτιανής είναι οι «ροδαριές», λουλούδια στο πιρούνι μαζί με μεζεδάκια, τυροπιτάκια, κόκκινα αβγά, καθώς και σημειώματα με ευχές και στιχάκια. Ροδαριές στέλνει ο πατέρας στο γιο, το παιδί στους γονιούς του, ο φίλος στο φίλο, τα παλικάρια στις αγαπημένες τους. Κάθε λουλούδι, ανάλογα με το είδος και το χρώμα του, παίρνει ειδική σημασία. Ακόμη και αγκάθια στέλνουν για τη σκληρόκαρδη.

Η προσφορά της ροδαριάς δεν είναι βέβαια άσχετη με τη χαρά και τη λανθάνουσα λατρεία για την αναβλάστηση της γης, αλλά και με τη μαγική δύναμη της πρασινάδας και των λουλουδιών να μεταδίδουν στους ανθρώπους, με τη θαλερότητά τους, υγεία και ομορφιά. Ήδη άλλωστε ο χειμώνας, όπως και ο θάνατος, έχει νικηθεί. Η ανοιξιάτικη ευωδία συμβαδίζει με την αναστάσιμη ευωχία, πνευματική και υλική. Παντού κυριαρχεί η χαρά που σκορπά το γλυκύτατο μήνυμα:

     –Χριστός Ανέστη!