Τοῦ Γιώργου Δημόπουλου
Ἡ Ἀναστασία εἶναι γέννημα τῆς ἅλωσης τῆς
Βαγδάτης, τοῦ σπαραγμοῦ τῆς Βυρηττοῦ, τῆς κατάπτωσης τῆς Ἰερουσαλήμ, τῆς
βαρβαρότητας τῶν Λατίνων, τῆς ἀλαζονείας τῶν Γενοβέζων, τῆς πώρωσης τῶν Βενετῶν,
τοῦ ἐκτουρκισμοῦ τῆς Μαύρης Θάλασσας καὶ τῆς Ἀνατολῆς, τοῦ καταποντισμοῦ τῆς
Μικρᾶς Ἀσίας, τῆς τρομερῆς κόψης τοῦ μογγολικοῦ σπαθιοῦ, τοῦ ἀκούσματος τῶν ξύλων καὶ τῶν πελέκεων τῶν γκαζίδων
Τουρκομάνων καὶ Ὀθωμανῶν, τοῦ τριγμοῦ τῶν ὀδόντων Σέρβων καὶ Βουλγάρων, τῆς ἀσυνειδησίας
τῶν Βυζαντινῶν ἀρχόντων, τῆς ἔκπτωσης τῶν
ἀξιῶν, τῆς μικροπρέπειας καὶ ἰδιοτέλειας τῶν ἱερωμένων, τῆς ἀθλιότητας τῶν
μαυραγοριτῶν, τῆς ἐμπάθειας τῶν ἀνθενωτικῶν, τῆς ἀδιαλλαξίας τῶν αὐτοαποκαλούμενων
εὐλαβῶν, τῆς ἀπάθειας τῶν μορφωμένων, τῆς ξιπασιᾶς τῶν ἀριστοκρατῶν, τῆς ἀνεπάρκειας
τῆς κρατικῆς μηχανῆς, ἐν συντόμῳ, τῆς
κοινωνικῆς σαπίλας. Ἡ ὀδύνη τῶν ἀλλεπάλληλων ἀπωλειῶν σημάδεψε τὴ ζωή της, τὴ
ζωὴ ὅλων μας, οἱ δὲ ὠδῖνες τοῦ τοκετοῦ τοῦ τέρατος ἀκούγονται μέχρις σήμερα.
Καθισμένος στὴν ξερολιθιὰ δίπλα στὰ αὐλάκια τοῦ
χατζηραδιανοῦ μου κήπου, πετάγομαι στὸν ἐφιάλτη τοῦ Τὸπ Καπὶ καὶ ἀγριεύομαι.
Ξέρεις τὶ εἶναι ἀπὸ τὴ μιὰ στιγμὴ στὴν ἄλλη, ἀπὸ τὸ κηπαράκι σου, ἀπὸ τὸ ἤρεμο
τοπίο μὲ τὴν ὄμορφη ἀγριάδα του, νὰ βρίσκεσαι κατ’ εὐθείαν στὰ ἔργα καὶ τὶς ἡμέρες
τοῦ «Λαοῦ τῆς ὀργῆς τοῦ Θεοῦ», στὰ τουρκικὰ Τάρταρα; Ἦταν
ὄντως βάναυσα
βάρβαροι, μὲ καμμιὰ συμμετοχὴ στὸν πολιτισμό. Τὸ ἐπικίνδυνο εἶναι ὅτι ἐξακολουθοῦν
νὰ εἶναι καὶ νὰ ἐπαίρονται γι’ αὐτὸ.
Ἐπιταχύνω τὸ βῆμα μου, καὶ καθὼς πλησιάζω τὸν Ἰσαάκιο
Ἄγγελο καὶ τὸν πανάθλιο ἀδελφό του, σκέπτομαι πόσο δίκιο εἶχε ὁ Μιχαήλ Ἀκομινάτος,
ὅταν ἀναρωτιόταν ποιὰ κακεντρεχὴς μοίρα ὅρισε πὼς οἱ Ἄγγελοι θὰ εἶναι αὐτοὶ οἱ ἀκόλαστοι
ποὺ θὰ διοικήσουν κατὰ τέτοιο τρόπο τὴν Αὐτοκρατορία, ὥστε νὰ τὴν πετάξουν βορὰ
στοὺς Λατίνους. Ἡ σήψη εἶχε φτάσει στὸ μὴ περαιτέρω. Κάνω 1203 βήματα ἀνατολικὰ
καὶ βλέπω τὴν Δ΄ Σταυροφορία νὰ ἔχει ξεκινήσει. Βλέπω τὶς βενετικὲς γαλέρες νὰ
περνοῦν τὰ Δαρδανέλλια καὶ τοὺς Σταυροφόρους νὰ ἀντικρίζουν τὴ Βασιλίδα Πόλη.
«…Μάθετε ὅτι δὲν ὑπῆρχε ἄνθρωπος ποὺ νὰ μείνει ἀσυγκίνητος, ἄνθρωπος ποὺ νὰ μὴν
ἀνατριχιάσει…» γράφει στὸ χρονικὸ «Ἡ Κατάκτηση τῆς Κωνσταντινούπολης» ὁ
μαρεσάλης Γοδεφρεῖδος Βιλλεαρδουίνος, περιγράφοντας τὰ αἰσθήματα θαυμασμοῦ καὶ
δέους τῆς δυτικῆς ἱπποσύνης ὅταν ἀναδύθηκε ἀπὸ τὰ νερὰ τῆς Προποντίδας τὸ θρυλικὸ
Κάστρο, ἡ μεγαλύτερη πολιτεία τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου! Λίγο μετὰ τὸ Πάσχα, οἱ
Φράγκοι μεθοκοπᾶτε μέσα στὴν Ἁγία τοῦ Θεοῦ Σοφία· οἱ Βενετοὶ λεηλατοῦν τὸ Ἱερόν Παλάτιον, ξηλώνουν πολύχρωμα μάρμαρα, ἁρπάζουν ἀρχαῖα
ἀγάλματα καὶ ἱερὰ σκεύη, ξηλώνουν τὸ Τέθριππο Θριάμβου ποὺ στολίζει ξεδιάντροπα
πλέον τὸν Ἅγιο Μάρκο Βενετίας, τὸν Ἀκάνθινο Στέφανο, ποὺ ἀναδεικνύει στὸ ἑξῆς τὴν
Παναγία τῶν Παρισίων, ἀπογυμνώνουν τὸν Ἱππόδρομο, σκαλίζουν τοὺς κίονες τοῦ Ἁγίου Πολυεύκτου γιὰ νὰ βγάλουν τοὺς ἀμέθυστους
ποὺ διάνθιζαν τὶς λευκὲς ἐπιφάνειες… Ἡ ξεπατωμένη Βασιλεύουσα ἐρημώνει. Βλέπω
καθαρὰ πλέον τὶς ρίζες τοῦ ἀνθενωτισμοῦ, καὶ τὴν προτίμηση νὰ δοῦν φακιόλι
τούρκικο…
Προχωρῶ λίγο
πιὸ ἀνατολικά. Ἀρχὲς τοῦ 1221 καὶ οἱ ἱπποτοξότες τοῦ Τσέγκις διατρέχουν τὴν Ὑπερωξειανὴ
καὶ περνοῦν τὸ ὑδάτινο σύνορο. Οἱ ἐξισλαμισμένοι νομάδες Ὀγκούζ (Ὀγοῦζοι Τοῦρκοι) μεταναστεύουν μὲ ἑκατομμύρια πρόβατα
στὰ μικρασιατικὰ στρατόπεδα τῶν Σελτζούκων. Εἶναι οἱ πρόγονοι τῶν Ὀθωμανῶν Τούρκων.
Οἱ ἀνθρωπολογικοὶ χάρτες ἀλλάζουν. Οἱ πολιτισμοὶ διαχέονται. Εἶναι ἀδύνατο νὰ ἐπιβληθεῖ
κανεὶς στὰ πλήθη τῶν Τουρκομάνων τσομπάνηδων ποὺ ἔστησαν τὶς σκηνές τους στὰ ὀροπέδια.
Ἡ ἐπέλασή τους καθορίζει τὶς ἐξελίξεις. Τὸ τέλος τῆς ἱστορίας
τοῦ πολιτισμοῦ πλησιάζει.
Τέλος χειμώνα 1221 οἱ Μογγόλοι προχωροῦν καὶ ὁ
γεωργιανὸς στρατὸς συντρίβεται μπροστὰ στὰ τείχη τῆς
Τιφλίδας. Οἱ νικητὲς κόβουν τοὺς ἡττημένους σὲ
κομμάτια καὶ ἀφήνουν τὰ κατακρεουργημένα πτώματα νὰ τὰ κατασπαράξουν τὰ ὄρνεα καὶ τὰ θηρία. Σὲ κάθε ἐπίθεση
βάζουν μπροστὰ τοὺς αἰχμαλώτους. Ἀργὰ ἢ
γρήγορα, ἰδίως οἱ ἀγροτοκτηνοτροφικοὶ πληθυσμοί, ἀσπάζονται μὲ τὴ βία τὸ Ἰσλὰμ.
Κανεὶς δὲν γνωρίζει πότε ἐξισλαμίστηκαν τὰ διάφορα ἰρανόφωνα ἢ τουρκόφωνα φύλα.
Καλὸς καγαθὸς ὁ Ἀνδρόνικος, 1259 ἀλλὰ σμικρός.
Χρειαζόταν κάποιος ἡγέτης νὰ πιάσει τὸν Ταύρο ἀπὸ τὰ κέρατα, ὅταν οἱ μαινόμενοι
ταύροι εἶχαν ζώσει τὸ Βυζάντιο, τὴν ὥρα μάλιστα ποὺ ἐντὸς τῶν τειχῶν οἱ
καλοζωισμένες ἀγελάδες ἀσκοῦσαν ὅλη τὴν ἐπιρροή τους γιὰ νὰ ἀποκτοῦν ὅλο καὶ
περισσότερα προνόμια, ἀδιαφορῶντας γιὰ τὴν ἐπικείμενη διάλυση. Μέχρι καὶ ἰδιόκτητες
Μονὲς κυκλοφοροῦσαν μὲ ἐπιγραφὲς ποὺ ἀπαθανάτιζαν τὴν εὐλάβεια τους· πρὸ
παντός, πρὸς Θεοῦ, μὴν ξεφύγει ὁ ἰαμβικὸς στίχος στὴν εἴσοδο τῆς Μονῆς!
Τά δεδομένα, πολιτικά καί
κοινωνικά τά χαρακτήριζε μιά ἀδιάκοπη ἀντιπαλότητα καί ἀναμέτρηση ἀτόμων καί ὁμάδων,
μέ κοινό τόπο συναίνεσης τήν συνενοχή. Στήν ἄσπονδη συνενοχή τους οἱ σπαρασσόμενες
φατρίες μοιράζονταν τόσα, ὥστε οἱ θεσμοί ν’ ἀδειάζουν ἀπό περιεχόμενο. Ἠ πολιτική μέ συγκολλητική οὐσία
τήν ἰδιοτέλεια καί τήν μερικότητα εὐννοεῖ
κατ’ ἐξοχήν τίς δημόσιες ἁμαρτίες, ἑνῶ οἱ θεσμοί ἔχουν ἱδρυθῆ γιά νά τίς ἀποτρέπουν.
Ἐπί πλέον ἡ κακή σχέση μέ τήν ἑκάστοτε χρονική πραγματικότητα ἀποθαρρύνει τήν ἐλπίδα
στό ἱστορικό ἐπίπεδο καί τήν ἐνθαρρύνει στό θρησκευτικό. Συμβαίνει ἔτσι ἕνας
μαρασμός σάν ἀργός θάνατος. Μιά προϊοῦσα παρακμή, στήν ὁποία οἱ κοινωνίες νομίζουν
ὅτι ἀντστέκονται μέ τίς φαντασιώσεις τους. Μιά τέτοια φαντασίωση, στόν παραδόσιμο
πνευματικό μας πολιτισμό, μ’ ἄλλα λόγια τήν κουλτούρα μας, κάνει σήμερα μεγάλο
μέρος τῶν Ἑλλήνων νά πιστεύει σέ θαυματουργικές ἄνωθεν ἐπεμβάσεις γιά τήν ἐπίλυση
ἀτομκῶν, κοινωνικῶν ἤ ἐθνικῶν προβλημάτων, προκρίνοντας αὐτόματα τήν παθητική
στάση στό ἱστορικό γίγνεσθαι.
Ἐγκλωβισμένος λοιπόν ὁ
Αὐτοκράτορας στὴν ἀντιδυτική, ἀνθενωτικὴ καὶ ἀντιπαπικὴ πολιτική του· ἦταν
δέσμιος τῶν λαθῶν του· δέσμιος τῶν συγγενῶν καὶ αὐλικῶν του· δέσμιος τῶν ἀδηφάγων
κληρικῶν ποὺ εἶχαν καταντήσει Σειληνοὶ τοῦ κράτους. Καὶ ὁ λαός, ὁ χύδην λαός, ἂς
βαρυγκωμάει. Κοντολογίς, στὸν καιρό του, μὲ τὴν ἄδειά του, οἱ Γενοβέζοι ἔφτιαξαν
ἕνα «κράτος ἐν κράτει» στὴν κωνσταντινουπολίτικη Περαία, μιὰ γενοβέζικη πόλη, ἑκατὸ
μέτρα ἀπὸ τὴν Πόλη. Ὕψωσαν
τείχη, ἄνοιξαν τάφρο, ἔχτισαν τὸν ἐντυπωσιακὸ πύργο τοῦ Γαλατᾶ κι ἔγιναν κύριοι
τοῦ Βοσπόρου, κύριοι τῶν θαλασσῶν καὶ τῶν θαλασσίων μεταφορῶν.
Ὁπωσδήποτε οὔτε οἱ Γενοβέζοι οὔτε οἱ ἀνταγωνιστές
τους οἱ Βενετοὶ ἀποτελοῦσαν τὸ μοναδικὸ πρόβλημα τοῦ ἀποδυναμωμένου καὶ
συρρικνωμένου Κράτους, ποὺ δὲν εἶχε τρόπο νὰ ἀμυνθεῖ καὶ ἔβλεπε τοὺς
πανικόβλητους Μικρασιάτες νὰ ἔρχονται ἀπὸ ἀπέναντι κομίζοντες προφητικὰ τὴν ἀπελπισία
καὶ τὴ φρίκη στὴν πρωτεύουσα. Τὰ ἱμάτια τοῦ Βυζαντίου διαμελίζονταν ἀνάμεσα σὲ
Τουρκομάνους ἐμίρηδες, σὲ δυναμικοὺς ὁπλαρχηγοὺς γκαζίδες, ποὺ ἔστηναν τὰ δικά
τους μπαϊράκια. Οἱ Τοῦρκοι τοῦ Ὀσμὰν θὰ
ἐμφανιστοῦν δυναμικά. Ἀπὸ τὰ ἐνδότερα τῆς Βιθυνίας θὰ κάνουν ἀλλεπάλληλες ἐπιδρομὲς
καὶ λεηλασίες στὴν ὕπαιθρο χώρα. Οἱ Ὀθωμανοί, ποὺ σκύλευαν τὴν ἤδη
κατεστραμμένη μικρασιατικὴ ὕπαιθρο, εἶχαν φτάσει μέχρι τὸν Βόσπορο. Ὅσοι
Μικρασιάτες μποροῦσαν ἔφευγαν ἀπελπισμένοι, πεινασμένοι, ρακένδυτοι καὶ
κατέκλυζαν τὴν Πόλη. Οἱ Γαζῆδες πολεμιστὲς τοῦ Ἰσλάμ, ἱππότες τῆς ἡμισελήνου
καὶ μακρινοὶ προπάτορες τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας, ἄρχισαν βαθμιαῖα νὰ σταθεροποιοῦν τὰ
κρατίδιά τους στὴ Μικρὰ Ἀσία ἀπὸ τὰ μέσα τοῦ 13ου αἰώνα.
Στὶς ἀρχὲς τοῦ 14ου αἰώνα, ὁ «λαὸς
τῆς ὀργῆς τοῦ Θεοῦ» ἀπέκλεισε τὴ Νίκαια. Οἱ Καταλανοὶ μισθοφόροι λεηλατοῦν τὴ
Θράκη, τὸν μεγαλύτερο σιτοβολώνα τῆς Αὐτοκρατορίας, οἱ γεωργοὶ ἐγκαταλείπουν τὴ
γῆ τους καὶ τρέχουν νὰ σωθοῦν στὶς ὀχυρωμένες πόλεις, ἡ Πρωτεύουσα κινδυνεύει νὰ
μείνει χωρὶς σιτάρι καὶ κριθάρι, χωρὶς ψωμί. Τὰ ἄλογα χρειάζονται βρώμη, τὰ
τζάκια ξύλα. Ὁ Θρακιᾶς πέφτει βαρὺς τοὺς χειμωνιάτικους μῆνες, τὸ κρύο
τσουχτερό, τὰ δάση τῆς Βιθυνίας ἀποκλεισμένα, ὁ κόσμος πεινάει, κρυώνει, ἀγωνιᾶ.
Ὁ σεισμὸς τοῦ 1303 ἐπιδεινώνει τὴν κατάσταση.
Τὸ 1304 οἱ
Τουρκομάνοι καταλαμβάνουν τὴν Ἔφεσο, οἱ Βούλγαροι, δραττόμενοι τῆς ἀναμπουμπούλας,
μὲ τὴ σειρά τους καταλαμβάνουν βυζαντινὰ κάστρα στὸν Αἷμο καὶ ὁ Τσάρος ἀπαιτεῖ
συμπεθεριὸ μὲ τὴ δυναστεία τῶν Παλαιολόγων, διαφορετικὰ ἀπειλεῖ νὰ συμμαχήσει μὲ
τοὺς Καταλανούς, τὴ στιγμὴ ποὺ ἡ πλεονεξία τῶν Βυζαντινῶν γαιοκτημόνων, ἀρχόντων,
κληρικῶν, ἡγουμένων μοναστικῶν ἱδρυμάτων καὶ προσκυνημάτων παίρνει διαστάσεις ἀνεξέλεγκτης
ἐπιδημίας. Αὐτοὶ οἱ ἄθλιοι, λαϊκοὶ καὶ κληρικοί, «τὰ καθίκια τοῦ κερατᾶ», ἔκρυβαν
τὸ σιτάρι γιὰ νὰ τὸ πουλήσουν στὴ διπλὴ καὶ τριπλὴ τιμή. Τὸ ἴδιο ἔκαναν καὶ οἱ
Γενοβέζοι τοῦ Πέραν. Ἄνοιξαν τὶς ἀποθῆκες τους καὶ μοσχοπουλοῦσαν τὴ
μαυροθαλασσίτικη παραγωγή, περιγελῶντας τοὺς Κωνσταντινουπολίτες, οἱ ὁποῖοι δὲν
εἶχαν οὔτε πολεμικὸ οὔτε ἐμπορικὸ στόλο. Κόμπαζαν μάλιστα οἱ Γενοβέζοι, κι ἔλεγαν
γιὰ τοὺς «ἀπέναντι» ὅτι ἦταν τόσο πειναλέοι, ὥστε ἀντάλλασαν ἀκόμα καὶ τὶς γυναῖκες
τους γιὰ δυὸ σπυριὰ σιτάρι.
Οἱ Καταλανοὶ ἁλώνιζαν τὸν τόπο, ἔσφαζαν
ποίμνια, τὰ ὑπόλοιπα κοπάδια βολόδερναν τρελαμένα ζῶα, ἐξαθλιωμένοι χωρικοί,
πεινασμένες πόλεις, ἀβοήθητοι πληθυσμοί, «συχνὰ γυμνόν ὁρῶντας τὸν πέλεκυν κατὰ
τοῦ τραχήλου» (γράφει ὁ Γρηγορᾶς) μὲ τὸν Ὀσμὰν ἤδη στὴ
Χαλκηδόνα, τὸ μεγαλύτερο μικρασιατικὸ προάστιο τῆς Πόλης, μισὴ ὥρα ἀπόσταση μὲ
βάρκα ἀπὸ τὴν καρδιὰ τῆς Αὐτοκρατορίας.
Ἀπὸ τὸ φραγκοσερβοβυζαντινὸ κρατίδιό της ἡ Ἰσλάνδη-Εἰρήνη
βυσσοδομοῦσε. Ποῦ νὰ τοὺς κάνεις ζάφτι ὅλους αὐτούς. Ζόφος, ἀπελπισία, μιζέρια,
λαϊκή ὀργή. Ἡ δυσαρέσκεια ὑποθάλπει τὴν μικροεξέγερση κατοίκων στὴν πρωτεύουσα.
Ὁ ἀσκητικὸς πατριάρχης Ἀθανάσιος ἐπεμβαίνει. Στηλιτεύει ἰδίως τὴ στάση τῶν ἀσυνείδητων
κληρικῶν, ποὺ δυστυχῶς εἶναι συντριπτικὴ πλειοψηφία, ὅπως μυκτηριστικὰ λέει,
κατηγορεῖ τοὺς ἀναλφάβητους εὐαγγελικὰ ἐπισκόπους, ποὺ ἐγκατέλειψαν τὶς
μικρασιατικὲς μητροπόλεις γιὰ νὰ σώσουν τὸ τομάρι τους, ἀφήνοντας ἀβοήθητο τὸ
ποίμνιό τους νὰ βολοδέρνει στὸ ρημαδιό, καὶ προσπαθεῖ νὰ πείσει τοὺς πλούσιους
καὶ τὰ μοναστήρια νὰ ἀνοίξουν τὶς ἀποθῆκες. Τοὺς ἀποκαλεῖ συλλήβδην
«σιτοκαπήλους».
Τὸ καλοκαίρι τοῦ 1306 οἱ Βούλγαροι κατέλαβαν ὅλα
τὰ μαυροθαλασσίτικα λιμάνια καὶ συμμάχησαν μὲ τοὺς Καταλανοὺς ἐναντίον τῆς
Κωνσταντινούπολης. Οἱ Λατίνοι εἶχαν κατασπαράξει τὰ πάντα καὶ τριγυρνοῦσαν ἔξω ἀπὸ
τὰ τείχη. Ἀβάστακτος ὁ χειμώνας τοῦ 1306-1307. Ἡ Πόλη λιμοκτονεῖ, ξεπαγιάζει, οἰκογένειες
ὁλόκληρες ἀφανίζονται, ἐνῶ αὐτοὶ ποὺ μεταφέρουν τοὺς νεκροὺς πεθαίνουν στοὺς
δρόμους. Ὁ πατριάρχης Ἀθανάσιος προσπαθεῖ νὰ βάλει χέρι στὶς ὑπέρογκα
συσσωρευμένες οἰκονομίες τοῦ ἀνώτατου κλήρου καὶ τῶν μοναστηριῶν, ἀψηφῶντας ἀπειλὲς καὶ κατάρες τῶν κληρικῶν, ἀλλ’ εἰς
μἀτην, ἀποτυγχάνει οἰκτρῶς. Ἐν συνεχείᾳ
τοὺς ἐκλιπαρεῖ νὰ ἀνταποκριθοῦν στοιχειωδῶς στὰ εὐαγγελικά τους καθήκοντα, ἀλλὰ
ματαίως, καὶ πάλι ἀποτυγχάνει παταγωδῶς, αὐτοὶ «ἀγρόν ἠγόρασαν».
Παρὰ ταῦτα, ὁ χυλὸς τοῦ πατριάρχη βράζει σὲ κάποια λιγοστὰ καζάνια, ὡστόσο
σύντομα ἐξαντλοῦνται τὰ ξύλα μὲ τοὺς κατόχους τῶν δασικῶν ἐκτάσεων νὰ μὴν ἐπιτρέπουν
τὴν τροφοδοσία.
Ἀδιέξοδα, συνομωσίες ἐνέτειναν τὸν πανικὸ καὶ
τὴν ἀπελπισία, ἔντονες ἐκκλησιαστικὲς ἀντιπαραθέσεις γιὰ μερτικὸ στὴν ἐξουσία,
μὲ τοὺς ἀνθενωτικοὺς νὰ συμμαχοῦν ἀπροκάλυπτα ἀνοιχτὰ μὲ τοὺς Τούρκους,
διευκολύνοντας μάλιστα τὴν κατάκτηση τῆς Πόλης ἀπὸ δαύτους, προσωπικὰ
συμφέροντα, διαφθορὰ δικαστῶν, σκληρότητα γαιοκτημόνων, δυσφορία καλλιεργητῶν
καὶ διχόνοια σὲ πλήρη ἀνάπτυξη, ποὺ κατασπάραζαν τὸν βυζαντινὸ ὀργανισμό. Ὅλοι
βυσσοδομοῦσαν ἀνοιχτὰ ἐναντίον τῆς ἑτοιμοθάνατης Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας, μὲ
πρώτους τοὺς
ὁρκισμένους ἀνθενωτικούς, θύματα οἱ περισσότεροι τῆς
τρομοκρατίας ποὺ εἶχε ἐξαπολύσει ἡ κρατικὴ μηχανὴ μετὰ τὴν ὑπογραφὴ τῆς ἔνωσης
τῶν Ἐκκλησιῶν. Ὁ ἄνεμος ἀπὸ τὸ ἀσκὶ τοῦ Αἰόλου δὲν
συμμαζεύονταν. Γιὰ ποιά Κερκόπορτα μιλᾶμε;