Παρασκευή 16 Φεβρουαρίου 2024

Παιδαγωγικές ευστοχίες και αστοχίες ενός εκπαιδευτικού.

 

Του Σάββα Απέργη

Φιλολόγου, πρ. Δημάρχου Τήνου

Εισαγωγή

  Η ζωή του ανθρώπου είναι ένα εκκρεμές ή μια τραμπάλα που στην μια τους πλευρά είναι στιβαγμένα τα αρνητικά που έπραξε στη ζωή του (λάθη, αδυναμίες, αδεξιότητες, αστοχίες, αποτυχίες, σφάλματα, πλάνες κ.ά.) και από την άλλη τα θετικά (τα εύστοχα, τα μετρημένα, τα «σωστά», οι δεξιότητες, τα ενδεδειγμένα κ.ά.)

Τα παραπάνω είναι συνυφασμένα και συνδεδεμένα, συνήθως και κυρίως, με την απειρία ή την πείρα που αποκτά κανείς στη ζωή του. Και μάλιστα αυτή η πορεία δεν είναι ευθεία, αλλά έχει διακυμάνσεις, σκαμπανεβάσματα, που η επίδρασή τους «σημαδεύει» τον άνθρωπο.

  Πηγαίνεις στο Δημοτικό και όλα για σένα είναι καινούργια και άγνωστα. Είσαι το «πρωτάκι» που δεν ξέρεις τι σου γίνεται. Όλα τα βλέπεις περίεργα, για όλα απορείς. Κρατιέσαι από το φουστάνι της μητέρας σου και δεν θέλεις να την αποχωριστείς. Στην ΣΤ’ τάξη είσαι ο τελειόφοιτος, έχεις τον αέρα του μεγάλου, του έμπειρου που οι μικρότεροι σε θαυμάζουν και σε ζηλεύουν και συ καμαρώνεις (για) την ωριμότητά σου.

  Αυτό όμως δεν κρατάει πολύ. Σε τρείς μήνες μπαίνεις στο προαύλιο του Γυμνασίου και νιώθεις, όπως ένιωσες, όταν πρωτοπάτησες το πόδι σου στο Δημοτικό, τότε που σαν στρείδι δεν ξεκολλούσες από τη μητέρα σου. Πώ, πώ, τι είναι αυτό πουσυμβαίνει εδώ. Πού είναι ο αγαπημένος μου δάσκαλος που τον ένιωθα πατέρα μου, αφού ήταν ο ίδιος τόσα χρόνια. Εδώ μπαίνει ο ένας, βγαίνει ο άλλος και λένε πράγματα που σου φαίνονται «κινέζικα». Περνάνε τα χρόνια και γίνεσαι ο έμπειρος γυμνασιόπαις, ο απόφοιτος Λυκείου και νομίζεις ότι έχεις κατακτήσει το «Έβερεστ της Γνώσης». Όμως και αυτό λίγο κρατάει. Μπαίνεις στο Πανεπιστήμιο και σου συμβαίνουν τα ίδια. Παρουσιάζεσαι στο στρατό; Εκεί κι αν τα βρίσκεις σκούρα. Είσαι το «στραβάδι» το νιάνιαρο. Δέχεσαι αδιαμαρτύρητα τα καψόνια απ’ τους παλιούς και δεν βγάζεις κιχ. Ήρθε η ώρα να απολυθείς. Τι αυτοπεποίθηση είναι αυτή που νιώθεις. Πόσο έμπειρος έγινες. Όλα τα ξέρεις, όλοι (πρέπει να) σε υπολογίζουν, γιατί υπηρέτησες στο στρατό! Έγινες άντρας. Μπορείς να ζητήσεις και … νύφη! Έχεις μπέσα. Τώρα με το απολυτήριο του στρατού και το δίπλωμα τού πανεπιστημίου στο χέρι αρχίζεις την επαγγελματική σου καριέρα. Όλα πάλι απ’ την αρχή. Όλα σού είναι άγνωστα, δύσκολα, βουνά νιώθεις να σε πλακώνουν. Πώς θα τα καταφέρεις; Πώς θα αντιμετωπίσεις τους συναδέλφους που σε κοιτάζουν αφ’ υψηλού, τον Διευθυντή σου που φαίνεται ή είναι απρόσιτος; Βλέπεις τους φακέλους που σε περιμένουν καιζαλίζεσαι. Θέλεις να πάρεις δρόμο, να εξαφανιστείς. Μα αφού ήσουν προετοιμασμένος, γιατί σου συμβαίνουν όλα αυτά; Μα γιατί είσαι το «πρωτάκι» και το «στραβάδι» στο επάγγελμα και στη ζωή!

Και αν είσαι εκπαιδευτικός, όπως εγώ, πώς θα αντιμετωπίσεις επιπλέον και κυρίως τους μαθητές, τους οποίους, όπως αποφαίνεται ο σοφός παιδαγωγός Ευάγγελος Πανούτσος, αν δεν τους κερδίσεις την πρώτη μέρα, τους έχασες για πάντα; Αμάθητος και μόνος καλείσαι να τα αντιμετωπίσεις όλα αυτά χωρίς διδακτική πείρα. Έχεις το «χαρτί» που σου δίνει το δικαίωμα να μπεις στην τάξη, όμως εκείνη τη στιγμή είναι ανίσχυρο να σου προσφέρει την παραμικρή βοήθεια. Είσαι σαν τον Μἀρκο Μπότσαρη που έχει το επίσημο έγγραφο της πολιτείας που σε ορίζει «καθηγητή» όμως εκείνη τη στιγμή είναι ανεπαρκές˙ σου είναι σχεδόν άχρηστο. Στη «μάχη της διδασκαλίας» θα αποδειχθεί η αξία του.

  Η έδρα, την πρώτη ώρα που μπήκα σε τάξη, μου φάνηκε ότι βρισκόταν πολύ πάνω από το έδαφος και κουνιόταν σαν να γινόταν σεισμός. Γι’ αυτό δεν μπόρεσα – ενώ το ήθελα – να κατέβω και να φύγω. Θα γκρεμοτσακιζόμουν όμως από τόσο … ψηλά. Και μέσα σ’ αυτή τη θολούρα από το «κι έρκος των οδόντων» μού ξέφυγε και η φράση. «Η απόσταση ανάμεσα στην έδρα που βρίσκομαι εγώ και στα θρανία που κάθεστε εσείς είναι μικρή, όμως το χάσμα που μας χωρίζει είναι μεγάλο». Τι τό ‘θελα; Εισέπραξα την πρώτη, ευτυχώς σιωπηλή, αλλά δικαιολογημένη αντίδραση. Το εκκρεμές βρέθηκε στην πλευρά της απειρίας. Όμως, ευτυχώς, γρήγορα μετακινήθηκε. Λειτούργησε σωστά και άμεσα το εκπαιδευτικό μου ένστικτο. «Αλλά αυτή την απόσταση, αυτό το χάσμα θα το γεμίσουμε και θα το εξαφανίσουμε με την μεταξύ μας αγάπη και την αλληλοκατανόηση, χωρίς βέβαια να μπερδέψουμε τους ρόλους μας». Αμέσως, από τα διασταυρούμενα βλέμματά τους φάνηκε η αλλαγή της διάθεσής τους. Προφανώς ενέκριναν το πρώτο σκέλος της πρότασής μου χωρίς να πολυκαταλάβουν το δεύτερο.

  Παιδαγωγικές ευστοχίες και αστοχίες ενός εκπαιδευτικού. Αυτά, ίσως ή μάλλον σήμερα να ακούγονται και να φαίνονται αναχρονιστικά, όμως το 1963 που συνέβησαν – τότε διορίστηκα σε ηλικία μόλις 25 ετών – ήταν συνηθισμένα, όπως μου έλεγαν και οι άλλοι συνάδελφοι σύγχρονοι ή λίγο παλαιότεροι, όταν συζητούσαμε και ανταλλάσσαμε απόψεις ή διατυπώναμε τους προβληματισμούς μας. «O tempora, o mores» Άλλοι καιροί, άλλα δεδομένα.

Αστοχία πρώτη

  Διορίστηκα τον Απρίλιο του 1963 στο εξατάξιο Γυμνάσιο Τήνου, στο οποίο είχα φοιτήσει κατά τα έτη 1950-1956. Ο τότε Γυμνασιάρχης, αείμνηστος Σπ. Αβούρης, σπουδαίος και γνωστός Θεολόγος και συγγραφέας πολλών λημμάτων στην Ηθική και Θρησκευτική Εγκυκλοπαίδεια μού ανέθεσε μαθήματα στις πρώτες τάξεις και πάντως όχι στην τελευταία, την Η’ (έτσι λεγόταν τότε η τελευταία τάξη του εξατάξιου Γυμνασίου, χωρίς να χρειάζεται τώρα να δώσουμε εξηγήσεις γι’ αυτό. Άλλωστε στην Ελλάδα οι μεταρρυθμίσεις στην παιδεία διαδέχονται η μία την άλλη σε σύντομα χρονικά διαστήματα, γι’ αυτό και παραμένει δυστυχώς στάσιμη!)

  Ένα «στραβάδι» των 25 ετών πώς θα αντιμετώπιζε τους «φτασμένους» 18άρηδες. Ο Γυμνασιάρχης ως έμπειρος εκπαιδευτικός το έκαμε, για να με προφυλάξει. Όμως επιτηρητής στις εξετάσεις του Ιουνίου δεν υπήρχε λόγος να μην ορισθώ. Ορίστηκα, λοιπόν, επιτηρητής στο μάθημα της Ιστορίας. Ένα από τα θέματα (ζητήματα τα λέγαμε) ήταν για τον Οδυσσέα Ανδρούτσο. Το έμπειρο από το στρατό μάτι μου (τύφλα στα μάτια μου!) ήρθε αντιμέτωπο με την απειρία μου ως δασκάλου, με αποτέλεσμα να προβώ στην εξής αψυχολόγητη ενέργεια. Ανέβηκα σε ένα θρανίο και με την ταυτότητά μου έκρυψα τα χρονολογικά στοιχεία του ήρωα που ήταν γραμμένα στο κάτω μέρος την φωτογραφίας!! (θα θυμούνται οι παλαιότεροι ότι στις αίθουσες του Δημοτικού και του Γυμνασίου ήταν κρεμασμένοι στη σειρά με απλές κορνίζες οι ήρωες του 1821).

Μετά από πολλά χρόνια μια μαθήτρια που είχε ήδη σταδιοδρομήσει στον δικαστικό κλάδο, σε φιλική συζήτηση μου είπε: «Για πολλά χρόνια σας σιχαινόμουν, κ. καθηγητά». Πόσο δίκιο είχε.

Ευστοχία πρώτη

  Κάποιες σχολικές χρονιές δίδασκα το μάθημα της Λογικής στην τελευταία τάξη (δεν ήμουν … στραβάδι πια) και το μάθημα της Φυτολογίας (!) στην Β’ τάξη. Η Λογική ήταν δυσνόητο μάθημα. Δεν το είχα διδαχθεί καλά ως μαθητής και δεν το είχα «δαμάσει» και τώρα ως καθηγητής. Είχα λοιπόν, καθιερώσει μια ώρα τον μήνα να μην εξετάζω και να περιορίζω σε λίγα λεπτά την παράδοση, ώστε να υπάρχει ελεύθερος χρόνος για συζήτηση με θέματα και προβλήματα που ενδιέφεραν τους μαθητές. Αυτό και εμένα εξυπηρετούσε και τους μαθητές ικανοποιούσε και ωφελούσε πολλαπλώς. Βέβαια στο σημείο αυτό οφείλω να ομολογήσω ότι ποτέ δεν υπήρξα «ορθόδοξος δάσκαλος». Μου άρεσε να παρακάμπτω την συνήθη μέθοδο, να κάνω παρεμβάσεις και παρενθέσεις και να διηγούμαι και να «εκμεταλλεύομαι» ιστορικά, συνήθως, ανέκδοτα, πράγμα που μέχρι σήμερα το θυμούνται και μου το υπενθυμίζουν οι μαθητές, προσθέτοντας πόσο τους άρεσε και τους εντυπωσίαζε.

  Η πρωτοτυπία μου αυτή, της «ελεύθερης ώρας» μαθεύτηκε και στις άλλες τάξεις και ζητούσαν και αυτές κάτι ανάλογο. Αυτό, βέβαια, δεν μπορούσε ούτε ήθελα ούτε έπρεπε να γίνεται στο μάθημα των Αρχαίων ή των Νέων Ελληνικών. Στο μάθημα όμως της Φυτολογίας ήταν μια διέξοδος για ένα Φιλόλογο. (που να ΄ξερα ότι στα γεράματά μου θα γινόμουν … φυτολόγος και … κηποφυτευτής!) Μπορούσα, λοιπόν, να πω λιγότερα για τον «φασίολο» για τον «θρίδακα τον ήμερο» (το μαρούλι) ή για τον «στρύχνο τον εδώδιμο» (πατάτα ή μελιτζάνα, δεν θυμάμαι τώρα πια). Ούτως εχόντων των πραγμάτων υπέκυψα (;) στο αίτημα των μαθητών, όχι για ελεύθερη ώρα, βέβαια, αλλά για «ελεύθερο δεκαπεντάλεπτο».

Όσο απαντούσα σε μια ερώτηση που αφορούσε (το θυμάμαι πολύ καλά) στον τότε πρόεδρο της Αμερικής Κένεντι και το πρόβλημα με τον «κόλπο των χοίρων», ένας μαθητής που καθόταν στο τελευταίο θρανίο της μεσαίας σειράς σήκωνε και κατέβαζε συνεχώς το χέρι του. Αφού τελείωσα την απάντηση στην πρώτη απορία, του απευθύνω την ερώτηση. Λέγε, είπα το επώνυμό του.( Τότε δεν χρησιμοποιούσαμε τα μικρά ονόματα των μαθητών, όπως σήμερα που τους φωνάζουν ακόμη και με τα υποκοριστικά τους και εκείνοι … ανταποκρινόμενοι έχουν καταργήσει το : «Κύριε»). «Κύριε καθηγητά, θέλω να κάνω μια Παιδαγωγικές ευστοχίες και αστοχίες ενός εκπαιδευτικού. ερώτηση, αλλά ντρέπομαι», ήταν η απάντησή του. «Μην ντρέπεσαι, πες ελεύθερα ό,τι θέλεις, αφού σου έδωσα εγώ το δικαίωμα» Ήταν από τους χαρακτηριζόμενους «κακούς μαθητές». Και τότε παίρνοντας θάρρος από την προτροπή μου (δεν ήθελε και πολύ άλλωστε) μου είπε. «Γιατί, κ. καθηγητά, δεν νευριάζετε ποτέ, όπως κάνουν άλλοι καθηγητές;» «Γιατί», του απαντώ, «προσπαθείς με την συμπεριφορά σου να κάνεις ένα καθηγητή να νευριάσει και όταν κατακόκκινος απευθύνει απειλές, εσύ σκύβεις στο θρανίο σου και γελάς; Αυτό δεν θέλεις να πετύχεις;» Πέτυχα διάνα! Ακούμπησε το κεφάλι του στο θρανίο και δεν ξαναμίλησε. Από τότε έγινε υπάκουος και τώρα ακόμα, όταν ανταμώνουμε, αυτό το θέμα συζητούμε. Τι δύναμη έχουμε ή μάλλον τι δυναμίτη κρατούμε στα χέρια μας οι δάσκαλοι. Μπορούμε να καταστρέψουμε με μια άστοχη ενέργειά μας ή να σώσουμε με μια εύστοχη ένα ή πολλούς εφήβους. Ευτυχώς για μένα και για εκείνον το εκκρεμές είχε περάσει στην άλλη πλευρά!

Αστοχία δεύτερη

Ως Διευθυντής Λυκείου είχα επιλέξει να διδάσκω μαθήματα «κορμού» στην Γ’ Λυκείου και όχι εκείνα των «Δεσμών» για λόγους παιδαγωγικούς. Τα μαθήματα του κορμού διδάσκονταν τις δύο τελευταίες διδακτικές ώρες. Οι μαθητές ήταν κουρασμένοι, επειδή είχαν καταβάλει το μέγιστο των δυνάμεων και δυνατοτήτων τους στα μαθήματα που θα τους εξασφάλιζαν την εισαγωγή τους στην Γ’θμια εκπαίδευση. Αυτά, του κορμού, τα απαξίωναν, τα σνομπάριζαν. Υπήρχαν συνάδελφοι, ιδίως Καθηγήτριες που με μεγάλη δυσκολία έμπαιναν στην τάξη. Για μάθημα ούτε συζήτηση.

  Μια μέρα δίδασκα Ιστορία και συγκεκριμένα για την Μικρασιατική Καταστροφή. Ένα θέμα που προσωπικά με συγκλονίζει ακόμη. Είχα, κυριολεκτικά, συγκινηθεί, πράγμα που το έδειχνα και με ανάλογες κινήσεις και με τον τόνο της φωνής μου και με το κλείσιμο των ματιών μου και με το σκύψιμο του κεφαλιού μου, για να μην φανούν και κάποια δάκρυα που άρχιζαν να κυλούν στο μέτωπό μου. Όταν συνήλθα, διαπίστωσα ότι όχι μόνο δεν είχα παρασύρει τους μαθητές σε αντίστοιχα συναισθήματα, αλλά, αντίθετα, ήταν οι περισσότεροι, τουλάχιστον, απαθείς. Ένας μαθητής, μάλιστα, πετούσε «σαΐτες» δεξιά και αριστερά και μερικοί προσπαθούσαν να τις πιάσουν και άλλοι να τις αποφύγουν. Δεν άντεξα μπροστά σ’ αυτήν την «ιεροσυλία». Τον  πλησίασα, του έδωσα ένα χαστούκι και βγήκα από την τάξη, δηλαδή λιποτάκτησα! Πρώτη και τελευταία φορά κτύπησα μαθητή. Πόσο άστοχα παιδαγωγικά φέρθηκα! Και να ήμουν άπειρος, πρωτάρης, Συ Κύριε. Όπως και νά ‘χει το πράγμα και οι δύο μου ενέργειες ήταν απαράδεκτες και καταδικαστέες.

Ευστοχία δεύτερη

 Για μερικά χρόνια αποσπάστηκα στη Σχολή Καλών Τεχνών του Πύργου και δίδαξα Ιστορία Τέχνης. Κάποια μέρα, εντελώς τυχαία, διάβασα στην εφημερίδα «Η Καθημερινή» ότι ο γλύπτης Βλάσης Κανιάρης είχε φτιάξει ένα «γλυπτό» με τίτλο «Η Νίκη». Συγκεκριμένα πήρε δυο ακατέργαστους κορμούς, αρκετά μεγάλους (μάλλον από λιόδεντρα), τους ένωσε στη βάση, έτσι ώστε να σχηματίζουν το γράμμα V (Victoria, Νίκη) και κάλυψε και τις δυο πλευρές με κουρέλια, υπονοώντας ότι και ο νικητής και ο ηττημένος βγαίνουν εξίσου εξουθενωμένοι και κυριολεκτικά κατεστραμμένοι μετά από ένα πόλεμο. Η δυστυχία και ο πόνος έχουν επισκεφθεί και τους δύο και τους έχουν κτυπήσει εξίσου ανελέητα.

  Άρπαξα την ευκαιρία (πάντα εκμεταλλευόμουν σύγχρονα περιστατικά) και μπαίνοντας μια μέρα στην τάξη έθεσα στους μαθητές το εξής ερώτημα. «Εάν σας δινόταν ως θέμα «Η Νίκη» σκεφθείτε πώς θα την απεικονίζατε». Ακούστηκαν διάφορες απόψεις που ήταν επηρεασμένες από Εθνικές γιορτές, από την Αρχαία Ιστορία μας και από ηρωικές πράξεις. Την Ελλάδα να σπάει τις αλυσίδες της σκλαβιάς, να στεφανώνει ήρωες κ.ά.

  Ένας μαθητής σηκώθηκε όρθιος και με μια σιγουριά είπε. «Εγώ, κ. Καθηγητά, θα έφτιαχνα έναν Έλληνα στρατιώτη να πατά στο κεφάλι ένα Τούρκο στρατιώτη και συγχρόνως με την ξιφολόγχη του να του τρυπά την κοιλιά!» Η απάντησή μου ήταν άμεση. «Μπράβο», του λέω. Ακούγοντας τον έπαινό μου έκαμε μια στροφή, γεμάτος αυταρέσκεια και καμάρι γύρω από τον εαυτό του. «Μπράβο», επαναλαμβάνω, «διότι εκείνη τη στιγμή η μητέρα τού Τούρκου στρατιώτη παρακαλούσε τον Αλλάχ νά ‘χει καλά το γιό της, η γυναίκα του τού έγραφε ότι τον περιμένει να γυρίσει γρήγορα γερός και τα παιδιά του κλαίγοντας ζητούσαν τον πατέρα τους».

  Στο άκουσμα όλων αυτών έμεινε ακίνητος, χλώμιασε, άρχισε να τρέμει, ενώ εγώ, πολύ διακριτικά, άνοιξα την πόρτα της αίθουσας και αποχώρησα σιωπηρά. Κανείς δεν με ακολούθησε. Για αρκετά λεπτά έμειναν μέσα αμίλητοι! Αργότερα μου είπαν, πόσο συγκλονίστηκαν από τα όσα άκουσαν και ότι σαν παιδιά δεν μπορούσαν να συνδυάσουν την αγριότητα του πολέμου με την περιγραφείσα οικογενειακή σκηνή.

Ευστοχία τρίτη 

Στις 3 Δεκεμβρίου 1988 – ήμουν Διευθυντής Γυμνασίου- μετά την πρωινή προσευχή και την έπαρση της Σημαίας (έτσι ξεκινούσε τότε η Σχολική ημέρα) ανακοίνωσα στους μαθητές ότι την επόμενη μέρα, εορτή της Αγίας Βαρβάρας, όσων οι γονείς έχουν σπίτι στην περιοχή του Σμόβολου, μπορούν να απουσιάσουν από τα μαθήματά τους. Πριν ακόμη οι μαθητές μπουν στην τάξη, με πλησιάζει ένας μαθητής της Α’ τάξης και με πολύ δισταγμό και σχεδόν τρέμοντας από φόβο και αγωνία μου λέει. «Κύριε, μπορούν να μην έρθουν Σχολείο και όσοι έχουν θείους που έχουν σπίτι εκεί κοντά;» (Έτυχε να τον γνωρίζω, γιατί με το γιό μου, τον Φραγκίσκο, κάθε παραμονή της εορτής έπιαναν τζιμπογιάννηδες και τους πετούσαν στην εκκλησία την ώρα του «Φως Ιλαρόν»! Μια αθώα … βαρβαρότητα, η οποία από χρόνια έχει εκλείψει. Ήταν ο Στέλιος, ο γιος του Παράσχου του Μαλλιάρη, του οποίου ο αδελφός, ο Γιώργος, έχει σπίτι πολύ κοντά στον Ναό.) «Βέβαια», του λέω, «μπορούν». Πώς έλαμψε αμέσως το πρόσωπό του από χαρά! Πού πήγε ο φόβος και η αγωνία του! Μου φάνηκε – ή μήπως συνέβη – πως ψήλωσε απότομα, σαν το παιδί του Φωτεινού, στο γνωστό ποίημα του Βαλαωρίτη, όταν είδε τους κατακτητές να λιώνουν με σφυρί τα δάκτυλα του πατέρα του πάνω στο αλέτρι! Διατηρώ πολύ ζωντανή την εικόνα στην μνήμη μου και αναλογίζομαι. Τι θα συνέβαινε αν του έλεγα: «Όχι, τράβα στο μάθημά σου, παλιόπαιδο». Τα χρόνια εκείνα, «τα πέτρινα» αυτό θα ήταν το πιο πιθανό, όμως η σχέση μου και δέσιμό μου με την περιοχή με «έσωσε» …παιδαγωγικά!

Ευστοχία … παρακινδυνευμένη

Για πολλά χρόνια δίδαξα ψυχολογία. Το μάθημα διδασκόταν στη Ζ’ τάξη (Β’ Λυκείου). Μια φορά, την επόμενη της Καθαράς Δευτέρας, μπαίνοντας στην τάξη λέω: «Βγάλτε χαρτί για πρόχειρο διαγώνισμα». Είχα βέβαια τον σκοπό μου. Η αντίδραση ήταν έντονη και γενική. Εννοείται ότι ήταν όλοι αδιάβαστοι μετά από το 3ήμερο των αργιών. Δεν περίμεναν γραπτή εξέταση. «Αυτή είναι αψυχολόγητη ενέργεια», φώναζαν, «από τον καθηγητή της ψυχολογίας! Δεν έχει ξανασυμβεί στο παρελθόν». Δεν μιλούσα, δεν αντιδρούσα, περίμενα να περάσει η θύελλα! Όταν κάπως ηρέμησαν τα πράγματα – τότε η εποχή δεν βοηθούσε για δυναμικές κινητοποιήσεις – τους λέω. «Το θέμα που θα αναπτύξετε είναι το εξής. «Πώς αισθάνθηκα, όταν ο καθηγητής που μου διδάσκει ψυχολογία, εντελώς αψυχολόγητα, ανακοίνωσε διαγώνισμα μετά από αργία». Καταλαβαίνετε το αλάφρωμα που ένιωσαν και που το εξέφρασαν με ένα αναστεναγμό … ανακούφισης. Δεν φαντάζεσθε πόσο ωραία διατύπωσαν τις σκέψεις και τα συναισθήματά τους και πόσο ζωντανά αυτοζωγραφήθηκαν ή μάλλον αυτοβιογραφήθηκαν. O tempora, omores. Με άλλα λόγια. Τι χρόνια!

  Στην ίδια τάξη (Ζ’ ή Β’ Λυκείου), άλλη χρονιά, στην ψυχολογία πάλι, συνέβη το εξής. Ήταν ένας άριστος μαθητής από τη Μύκονο. (Τότε η Μύκονος δεν είχε ακόμη Γυμνάσιο και όσοι νέοι και νέες ήθελαν να συνεχίσουν τις σπουδές του φοιτούσαν στο δικό μας. Παιδιά, αγόρια και κορίτσια, ξεσπιτώνονταν, γίνονταν οικότροφοι σε οικογένειες και στο νησί τους πήγαιναν τις διακοπές των εορτών. Δύσκολες οι μετακινήσεις γιατί και οι συγκοινωνίες δεν εξυπηρετούσαν, όπως σήμερα και όχι μόνο). Ο άριστος αυτός μαθητής σε πρόχειρο διαγώνισμα δεν έγραψε σχεδόν τίποτα. Προφορικά στο δίμηνο εκείνο (το σχολικό έτος χωρίζονταν, τότε, σε 4 δίμηνα) είχε 19. Περίμενε, λοιπόν, με αγωνία τον βαθμό του επόμενου διμήνου. Πίστευε, όπως ο ίδιος μου έλεγε αργότερα, ότι θα του έβαζα το πολύ 12. Όταν πήρε τους βαθμούς, με έκπληξη είδε ότι του είχα αφήσει το 19! Στην απορία του γιατί … μερολήπτησα υπέρ του, του είπα ότι δεν αξιολόγησα το πρόχειρο διαγώνισμα, διότι σκέφτηκα ότι πιθανόν εκείνη την ημέρα να είχε κάποια κακή είδηση από τους δικούς του, να τον είχε «κτυπήσει» η νοσταλγία, να τον είχε μαλώσει ή να του φέρθηκε άσχημα η σπιτονοικοκυρά του και (γιατί όχι;) να είχε … τσακωθεί με το … κορίτσι του! Όλα αυτά ή κάποιο από αυτά να ήταν η αιτία που δεν είχε διαβάσει εκείνη την ημέρα, και επομένως δεν μερολήπτησα, αλλά ενήργησα σωστά. Καταλαβαίνετε πώς ένιωσε και πόσο στενά συνδεθήκαμε από τότε. Για πολλά χρόνια με έπαιρνε τηλέφωνο και συζητούσαμε το θέμα αυτό. Με μια «ανορθόδοξη» ενέργειά μου κέρδισα έναν έφηβο. Άραγε με πόσες «ορθόδοξες» να έχασα πόσους!

Αστοχία τρίτη

  Πολλές ακόμη θα μπορούσα να αναφέρω και εύστοχες, αλλά και άστοχες, παιδαγωγικά, ενέργειές μου στα 35 χρόνια της εκπαιδευτικής μου σταδιοδρομίας. Είναι και λογικό και αυτονόητο. Αδίκησα ίσως μερικούς, αλλά ποτέ σκόπιμα, θέλω να πιστεύω. Το «γιατί δεν νευριάζετε, κ. καθηγητά» δεν το εφάρμοσα πάντοτε. Εκείνο που με έκανε εκτός εαυτού, έχανα την ψυχραιμία μου και ενεργούσα σπασμωδικά ήταν οι καταλήψεις που ξεκίνησαν προς το τέλος της εκπαιδευτικής μου σταδιοδρομίας. Δεν μπορούσε να χωρέσει το μυαλό μου ότι τα παιδιά μου, οι μαθητές μου, μου απαγόρευαν να μπω στο Σχολείο, στην τάξη, να τους διδάξω, να επι-κοινωνήσω και να συν- κοινωνήσω μαζί τους. Να καταργούν την δουλειά μου, να μηδενίζουν και να καθιστούν ανενεργό το έργο μου. Έτσι την τελευταία εκπαιδευτική μου αστοχία την έκαμα συνταξιούχος προβαίνοντας σε μια εντελώς απαράδεκτη και αψυχολόγητη ενέργεια. Είχαν κατάληψη (!) οι μαθητές του Εκκλησιαστικού Λυκείου. Αυτό κι αν ήταν αδιανόητο για μένα. Άραγε απαγόρευαν και στους μαγείρους να τους μαγειρέψουν; Ας είναι. Το ποτήρι ξεχείλισε, όταν είδα ένα πανό, να έχουν στήσει πάνω από την εξώπορτα του κτιρίου που έγραφε: «Η Σχολεί (sic) θα … όταν ….» Ήμουν επίτροπος στην Παναγία (πρέπει να ήταν το 2007) και κατεβαίνοντας τη Λεωφόρο, μετά από συνεδρίαση, είδα το πανό. Ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι μου και για την κατάληψη, βέβαια, αλλά και για το ορθογραφικό … τερατούργημα (που έδειχνε και το μορφωτικό τους επίπεδο), οπότε πλησίασα και αφού έβρισα χυδαία τους παριστάμενους μαθητές, τράβηξα το πανό και το πέταξα στο έδαφος. Ήταν μια απαράδεκτη και αδικαιολόγητη ενέργεια. Ούτε η ηλικία μου ούτε η παιδεία μου δικαιολογούσαν την ενέργειά μου αυτή. Το μόνο ελαφρυντικό που βρίσκω στον εαυτό μου είναι ότι υπηρέτησα στο Σχολείο αυτό επί 9 ολόκληρα χρόνια, την εποχή της ακμής του, όταν ήταν Σχολάρχης ο αείμνηστος Θεοδώρητος Μπουρνής, και το πόνεσα, γιατί είχα αφήσει εκεί ένα κομμάτι της καρδιάς μου! 

Τελευταία καταγεγραμμένη ευστοχία

  Κλείνω την παρούσα … εξομολόγησή μου με μια «ευστοχία» μου ως άμυνα στις «αστοχίες» που διέπραξα και διατύπωσα παραπάνω. Ένας μαθητής ήταν φοβερά ανορθόγραφος, γι’ αυτό στην έκθεση είχε βαθμό κάτω από τη βάση. Τότε για κάθε 2 ορθογραφικά λάθη μειώναμε ένα βαθμό! Διορθώνοντας κάποτε μια έκθεσή του είχα σημειώσει πολλά και πολύ σοβαρά λάθη στην πρώτη κιόλας σελίδα. Παράλληλα όμως διαπίστωσα ότι το περιεχόμενο ήταν αρκετά ικανοποιητικό. Κάθε έκθεση προκειμένου να την βαθμολογήσουμε σωστά, την διαβάζαμε δύο φορές, γιατί όταν ο διορθωτής απασχολείται με τα ορθογραφικά λάθη τού διαφεύγει το περιεχόμενο. Σταμάτησα, λοιπόν, να διορθώνω τα λάθη και άρχισα να διαβάζω την έκθεση από την αρχή. Πράγματι επιβεβαιώθηκε η πρώτη μου εντύπωση. Το περιεχόμενο ήταν πολύ δυνατό.

  Την επόμενη, λοιπόν, εβδομάδα, την ώρα της επεξεργασίας, όπως την λέγαμε, κάναμε τις σχετικές παρατηρήσεις και διαβάζονταν οι καλύτερες εκθέσεις, που ήταν συνήθως των καλύτερων μαθητών. Εκείνη την ημέρα, προς έκπληξη όλων, φώναξα τον μαθητή αυτόν να διαβάσει τη δική του. Παραξενεύτηκαν, αλληλοκοιτάχθηκαν και νόμισαν ότι το έκαμα για να δουν και να διδαχθούν και από μια κακή έκθεση και να έχουν ένα παράδειγμα «προς αποφυγήν».

  Ο εν λόγω μαθητής υπέφερε και από κάποια βραδυγλωσσία, η οποία επιτάθηκε την ώρα της ανάγνωσης, οπότε για λόγους παιδαγωγικούς την έκθεση την διάβασα εγώ. Όλοι «έπεσαν απ’ τα σύννεφα». Δεν πίστευαν στα αυτιά τους. Την έκθεση την βαθμολόγησα μόνο για το περιεχόμενό της και στο δίμηνο εκείνο το οκτώ (8) έγινε δεκαπέντε (15)!

  Από τότε ο μαθητής απέκτησε αυτοπεποίθηση, πίστεψε στις δυνατότητές του και άλλαξε άρδην η συμπεριφορά του. Σταδιοδρόμησε στη θάλασσα, ανήλθε πολύ ψηλά στην ιεραρχική κλίμακα του επαγγέλματός του και κάποια φορά που αναφερθήκαμε, ύστερα από πολλά χρόνια, στο περιστατικό, αφού μου είπε πόσο τον «σφράγισε» η ημέρα εκείνη, μου πέταξε και γνωστό στίχο (άγνωστο σε μένα) γνωστού μας ποιητή. «Πού είσαι, νιότη, πού ‘δειχνες, πως θα γινόμουν άλλος» Έμεινα άναυδος!

  Ήταν το «αντίδωρο», για το «δώρο» που του είχα κάνει πριν από πολλά χρόνια, επιβεβαιώνοντας συγχρόνως ότι έγραφε καλές εκθέσεις.

 Ιούλιος 2023

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου