Παρασκευή 13 Σεπτεμβρίου 2024

Σέ πρῶτο πληθυντικό

 

Τοῦ Γιώργου Δημόπουλου

 

«Ἡ ἱστορία διδάσκει ἀλλά δέν ἒχει κανέναν μαθητή» 

 

   Στίς 29 Μαΐου 1453 ἡ Κωνσταντινούπολη, λεηλατημένη ὡς τό μεδούλι ἀπό τούς Σταυροφόρους, ἀποδεκατισμένη ἀπό τήν πανούκλα, ἐξαντλημένη ἀπό τόν ἀσταμάτητο ἀγῶνα ἐναντίον τῶν ἐπιθέσεων τῶν νομαδικῶν φυλῶν, ἀλλά κυρίως φανατικά διχασμένη ἀπό τίς θρησκευτικές ἒριδες, μέ χαῶδες καἰ ἀγεφύρωτο τό θεολογικό σχίσμα-χάσμα, πέφτει  στά χέρια  τοῦ Μωάμεθ τοῦ  Πορθητή.

  Τήν ίδια μέρα, μέ τίς σφαγές μέχρι σήμερα νά μήν ἒχουν τέλος, ὁ  Μωάμεθ διαβαίνει νικητής τό κατώφλι  τῆς Ἁγίας Σοφίας. Ὁ Πρωθυπουργός Νοταρᾶς, φανατικά ἀνθενωτικός, ἀναφανδόν ὑπέρ τῆς Ἀνατολῆς, ὑπέρ τοῦ «κρειττότερόν ἐστιν εἰδέναι ἐν μέσῃ τῇ πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκων ἢ καλύπτραν λατινικήν», ὑποδέχθηκε τόν Μωάμεθ γνωρίζοντας ἀπό πρῶτο  χέρι τί σήμαινε ἡ ἐπιλογή του: ὁ Μωάμεθ τοῦ ζήτησε τόν μικρότερο γιό γιά τό χαρέμι του, στήν συνέχεια τόν ἐπόμενο, καί ὃταν ἀρνήθηκε τά εἶδε  νά ἀποκεφαλίζονται,  καί τελευταῖα ὁ ἲδιος.

  Ὃμως ἡ πρώτη πράξη τῆς στροφῆς πρός Ἀνατολάς  ἦρθε ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἡ ὁποία μισοῦσε θανάσιμα τόν Πάπα καί ὃ,τι θύμιζε Δυτική Ἐκκλησία. Ἀκόμη καί ὃταν ὁ Μωάμεθ ἒγινε Σουλτάνος, ἡ ἀνάγκη δέν λύγισε τήν ἂποψη «καλύτερα φακιόλι τούρκικο παρά τιάρα παπική». Ὁ Μωάμεθ βρῆκε τόν ἂνθρωπο πού ἀναζητοῦσε. Ἦταν ὁ Γεννάδιος Σχολάριος, πολέμιος τῆς  Ἒνωσης τῶν Ἐκκλησιῶν καί σφοδρός ἀντίπαλος τοῦ τελευταίου Αὐτοκράτορα. Τό ὃτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία  ἦταν ἡ σκιά τοῦ ἑαυτοῦ της, μέ κύρια χαρακτηριστικά  τήν σιμωνία, τήν φιλαργυρία καί τήν ἀμάθεια τοῦ κλήρου, δέν ἒλεγε σέ κανέναν τίποτα, οὒτε φυσικά καί στόν Πατριάρχη. Ἒκτοτε ὁ Σάκκος τοῦ τελευταίου Αὐτοκράτορα, γίνεται ἀπό τούς άνθενωτικούς,  ἓνας μανδύας τῆς  χίμαιρας· ἡ Μίτρα του ἓνα παιχνιδάκι στά χέρια τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ δεσποτικοῦ κατεστημένου. Ὑπόνοια  εὐαγγελικῆς ζεστασιᾶς, άνύπαρκτη.

  Ὃλα εἶναι ἐνεργά. Στήν αφαῖρα τῶν ἀσυνείδητων εἰκόνων, ὃλα εἶναι ἀπολύτως ἐνεργά.  Μπορεῖ ἡ κίνηση πρός Ἀνατολάς νά διαψεύστηκε ἀμέσως μετά τήν Ἂλωση, ὃμως ἒγινε, καί μέχρι σήμερα διαθέτει ἒνθερμους ὑποστηρικτές. Τό ἑλληνικό κράτος ὐπονομεύουν συστηματικά οἱ παραστάσεις πού κυριαρχοῦν στήν κοινωνική μας συνείδηση ἀπό τά βυζαντινά καί μεταβυζαντινά χρόνια. Διατηρήθηκαν ὡς Ἀνατολική παράδοση καί νοοτροπία ἀπό τήν Ἐκκλησία, ἐνῷ ἀναζωπυρώθηκαν μέ τό βασιλικό καθεστώς καί κληροδοτήθηκαν στήν Ἑλληνική Δημοκρατία.   

 Ὃλα αὐτά μᾶς βοηθοῦν νά δοῦμε καθαρότερα τόν μῦθο τοῦ πόσο ἒχει φταίξει ἡ Ὀθωμανική αὐτοκρατορία, ἡ Τουρκοκρατία, γιά τά χάλια τοῦ ἐλληνισμοῦ ἀκόμη καί σήμερα. Ἐκτιμῶ  ὃτι πρόκειται γιά ἓναν μῦθο, καθότι ἀκόμη καί στήν περιοχή πού δέν πάτησε τό πόδι του Τοῦρκος, δηλαδή τά Ἑπτάνησα, οἱ ὑπόλοιποι Ἓλληνες δέν διαφέρουμε στό ἐλάχιστο ἀπό τούς Ἑπτανήσιους. Πρᾶγμα τό ὁποῖο δηλώνει μέ σαφήνεια ὃτι τό χαρακτηριστικό στοιχεῖο διαμόρφωσης τοῦ ἑλληνικοῦ ψυχισμοῦ εἶναι ἡ Ὁρθοδοξία.

 Τό πολιτικό μας σύστημα τρίζει γιά τά καλά. Ταξιδεύουμε σέ τρικυμισμένη θάλασσα. Ὁ ἀνατολισμός μας ἀσφυκτιά  μέ τήν ἱστορική μας ἀμηχανία νά  ἐκδηλώνεται παροξυστικά. Οἱ νοοτροπίες καί οἱ συμπεριφορές στήν χώρα μας, ὑποδαυλίζουν σταθερά τήν πολιτικοκοινωνική  ἒνταση;

  Ἡ κοινωνία μας λογαριάζεται ματαιόδοξα ὑπερσύγχρονη χωρίς νά ἒχει ὑπάρξει σύγχρονη, χωρίς νά παύει νά παραμένει ἰδιότυπα μεσαιωνική ἂν κρίνω ἀπό τόν τρόπο πού θρησκεύει, ἀπό τήν ἀνοχή μας στό ἂγος τῆς διαφθορᾶς, καί ἀπό τήν ροπή μας στά παράνομα ὀφέλη καί προνόμια. Διαφθορέας  καί διαφθειρόμενος ἀπολαμβάνουν τήν χαριστική συναλλαγή τους χωρίς αἰδώ καί φόβο, μέ  καμάρι.   Εἶναι τυχαῖο ὃτι ἡ ἡγεσία τοῦ δικαστικοῦ σώματος ἐπιλέγεται ἀπό τόν ὑπουργό Δικαιοσύνης μολονότι αὐτό ἀντιβαίνει στήν θεμελιώδη ἀρχή τῆς διάκρισης  τῶν  ἐξουσιῶν;

  Ἡ συναλλαγή τῶν ἰδιωτῶν μέ στελέχη διοικήσεως, προκειμένου νά ἐξασφαλίσουν  «διευκολύνσεις» καί «στραβά μάτια» δῶρον καί ἀντίδωρον, δέν εἶναι χαρακτηριστική νοσηρή σχέση δικαιωμάτων καί ὑποχρεώσεων τοῦ πολίτου; Ὡς πολίτες εἲμαστε ἡ καύσιμη ὓλη, τό ἱστορικό ἀναλώσιμο. Ἀκόμη καί τό πιό ἀσήμαντο  πόστο ἒχει δωρηθεῖ στούς ἀγγελιαφόρους ὀλιγαρχικῶν συμφερόντων καί έκβιαζόμενες τυχοδιωκτικές ἀσημαντότητες.

  Τό ρουσφέτι τί εἶναι, χαμηλή διαφθορά δέν εἶναι; Δέν εἶναι θρησκευτική καταβολή; Ὃταν ἡ ἐπικοινωνία μέ τόν Θεό γίνεται μέ τήν διαμεσολάβηση τοῦ Ἀγίου ἢ τῆς Παναγίας; Ὑπάρχει πάντα ἓνα ἐνδιάμεσο στάδιο, τό ὁποῖο σοῦ παραχωρεῖ τήν ἐπικοινωνία  τήν ὁποία ἒχεις ἀπολέσει, καί μέ κάποιον μεσολαβητή μπορεῖς νά τήν ἐπαναφέρεις. Οἱ ψυχισμοί πού διαμορφώνονται ἒχουν σημασία. 

  Εἲτε οἱ πολιτικές ἡγεσίες, προκρίνουν τήν ἐπιλεκτική ἀφάνεια γιά νά κρύψουν τήν μετριότητά τους, εἲτε προβάλλουν τόν χαρισματικό τους δυναμισμό, τό πολιτικό μας σύστημα ὁδηγεῖται σέ ἀδιέξοδο ἐφόσον οἱ ἐπιλογές καί οἱ διαδικασίες δέν ἐναρμονίζονται μέ  τό ὑπόβαθρο  τῶν πολιτειακῶν ἀρχῶν.

  Τηροῦμε  τίς ἐκλογικές καί κοινοβουλευτικές δεοντολογίες, παραβλέπουμε ὡστόσο τίς  συμμετοχικές, πού ἐνδυναμώνουν τήν ἐποικοδομητική χρήση τῆς ἐλευθερίας πού συνδέουν ὀργανικά τήν ὑπευθυνότητα μέ τήν λογοδοσία. Τό δημοκρατικό καθεστώς ῥυθμίζει χωρίς νά ἐξουσιάζει, μέ συμπληρωματική σχέση κυβέρνησης καί ἀντιπολίτευσης καί όχι ἀντιπαράθεσης

  Πετάμε σκουπίδια στόν δρόμο, ἀλλά διατηροῦμε καθαρό τό σπίτι μας. Σβήνουμε τά τσιγάρα στήν παραλία, λέμε ὂχι στά ἐμβόλια, βάζουμε μέσον νά πάει ὁ κανακάρης μας στρατιώτης στό  διπλανό τετράγωνο,  πιέζουμε  τόν δάσκαλο νά φερθεῖ βαθμολογικά εὐνοϊκά στο παιδί μας, γινόμαστε πιόνι στά χέρια τοῦ γκουροῦ-γέροντα, ἓνας ὁλόκληρος κόσμος διαφεύγει ἀπό τήν ὑποχρέωσή του νά βοηθήσει τήν χώρα νά πληρώσει γιά  νά φύγει τό ἒλλειμμα καί τό χρέος ἀπό τήν μέση καί νά σωθεῖ ἡ κατάσταση, τάματα δισεκατομμυρίων μένουν κρεμασμένα σέ εἰκόνες, χρειάζεται νά περάσουμε ἀπό τεμενάδες, μυστικές προσαρμογές προκειμένου νά γίνουμε «συνεργάσιμοι», μέ τούς  πολιτικούς μας,  τούς κρατικούς ἀξιωματούχους μας,  νά  μετατρέπουν τίς προσωπικές  ἰδιοτέλειες σέ δημόσιο ἀγαθό, εἲμαστε πατριῶτες   ἀλλά φοροδιαφεύγουμε ἀκατάσχετα, καῖμε τά δάση γιά νά αὐγατίσουμε τό οἰκόπεδό μας, μετατρέπουμε τό ἲδιο τό κράτος σέ κομματικό φέουδο καί ἀντί νά τό σεβόμαστε ὡς πολιτικό ἐγγυητή τῆς κοινωνικῆς μας συνοχῆς, τό ἐκθέτουμε στήν δηλητηριώδη ἐπίδραση τῆς πολιτικῆς ἀντιζηλίας…

  Τί παίζεται στά ἐνδότερα τῆς ἐλληνικῆς ὀρθόδοξης ψυχῆς; Ἐάν παρακολουθήσουμε τά διατρέξαντα μόνο τῶν πρόσφατων τελευταίων στιγμῶν, τίς  συμπεριφορές τῶν 40 έτῶν, τῶν 40 ημερῶν, κανείς μας δεν γνωρίζει ποῦ θά βγάλει. Οὒτε ἡ κυβέρνηση γνωρίζει οὒτε ἡ ἀντιπολίτευση, οὒτε  ὁ πνευματικός κόσμος δείχνει νά  ξέρει.   

  Μᾶς καταδιώκουν  κατά τήν γνώμη μας ὃλοι οἱ μεγάλοι τοῦ κόσμου, ἐπειδή δέν θέλουν νά προκόψουμε, νά γίνουμε κάτι. Ἡ μανία καταδιώξεως ἒρχεται ἀκριβῶς νά καλύψει τήν ἀπουσία θελήσεως. Αὐτό τό βλέπουμε στήν προκοπή τοῦ Ἓλληνα σέ προηγμένη χώρα τοῦ  ἐξωτερικοῦ. Ἒχει μπεῖ σέ ἓνα πλαίσιο κανόνων καί ἀνθρωπολογικῶν δεδομένων πού τοῦ καλύπτουν τό ἒλλειμμα τῶν αἰώνων.

  Ἒχουμε ἓνα βαθύ κενό ἑαυτοῦ, τό ὁποῖο καλούμεθα νά γεμίσουμε μέ ἰδέα γιά  τόν ἑαυτό μας, ἰδέα πού μεταβάλλεται σέ μανιοκαταδίωξη, γιατί κάθε τόσο λέμε ὃτι ὃταν «ἐκεῖνοι» τρώγανε βελανίδια «ἐμεῖς» χτίζαμε Παρθενῶνες καί ὃτι κάθε τόσο κάποιοι συνωμοτοῦν ἐναντίον μας. Φροντίζουμε νά φανταζόμαστε ἐχθρούς  γιατί δέν ἒχουμε τρόπο νά καταλάβουμε ποιοί εἲμαστε. Ἐκεῖ εἶναι ἡ μεγάλη παγίδα. Οἱ ψευδαισθήσεις καί οἱ  φαντασιώσεις.

  Πῶς γίνεται καί ὁ Ἓλληνας προκόβει στό ἐξωτερικό; Ἡ μεγίστη σπατάλη στήν Χώρα μας εἶναι ὃτι ἓνα ἐξαιρετικό κομμάτι τῆς Πατρίδας  μας, ἓνα ἐξαιρετικά ἀνθρώπινο δυναμικό μηδενίζεται συνεχῶς. Ἂν τολμήσει να ἐπιστρέψει θά πρέπει νά περάσει ἀπό τά Καυδιανά δίκρανα.  Ἡ Δύση σοῦ παραχωρεῖ αὐτοπεποίθηση. Μπορεῖς νά κάνεις πράγματα καί νά μήν σέ τσακίσουν.

  Οἱ χῶρες τῆς Εὐρώπης μᾶς ἒγιναν κληρονόμοι τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ. Ἐμεῖς ἐπικαλούμαστε μόνο στα λόγια αὐτά πού μᾶς ἒδωσαν οἱ Ἀρχαῖοι ἀλλά  οὐσιαστικά γνῶστες αὐτῶν εἶναι μόνο οἱ Γερμανοί, οἱ  Γάλλοι, οἱ Ἂγγλοι… Ἐκεῖ χρεωκοπήσαμε. Εἲμαστε  χρεωκοπημένοι ὡς χείριστοι κληρονόμοι μιᾶς μεγάλης κληρονομιᾶς. Λέμε ὃτι κάναμε Παρθενῶνες  ὃταν ἐκεῖνοι ἒτρωγαν βελανίδια ἀλλά μόνο αὐτοί μοχθοῦν πραγματικά γιά νά κρατήσουν τό φῶς τοῦ ἀρχαίου ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ. Πρίν ἀπό τήν οἰκονομική, ἡ  χρεωκοπία μας εἶναι ἠθική καί πνευματική. Ἂλλο νά ἒχεις ἱστορία καί ἂλλο νά μετέχεις ἐνεργά στήν ἱστορικότητα.

  Οἱ πιό βαθειές ἐπιθυμίες ἐκφράζονται μέ ἀναστεναγμούς. Διακρίνω  ἒνα παράξενο πένθος γιά πράγματα  πού  θά μᾶς λείψουν. Δέν γνωρίζουμε τί θά γίνει στό μέλλον, ἀλλά αὐτή τήν στιγμή ὑπάρχει μιά παράξενη συνθήκη: Ἓνα ἀδόκητο πένθος γιά ἓναν θάνατο πού ἒρχεται.

  Ὃσο τά κόμματα θά νέμονται καί θά ἀπολαμβάνουν τήν ἐξουσία ἀντί νά  ὑπηρετοῦν τήν κοινωνία, οἱ προϋποθέσεις διάπλασης ὡρίμων πολιτῶν καί ἱδρύσεως λειτουργικῶν θεσμῶν θά ἀκυρώνονται. 

   Στήν ἀπλωσιά τοῦ ὁρίζοντα τό αἲσθημα καί ὁ λόγος σμίγουν πλαστικά καί ὁ λαός γνωρίζει τόν ἑαυτό του· τότε ἀποκτᾶ μορφή ἡ ἀλογία τοῦ αἰσθήματος καί γίνεται καθρέφτης ὃπου μπορῶ να κοιταχτῶ. Οὐδείς καταλαβαίνει τον ἑυατό του στά ἀποσπασματικά μικρά ἢ μεγάλα γεγονότα· τόν καταλαβαίνουμε ὃταν ἀναδύεται ὁλόκληρος  μέσα ἀπό τά ἒργα του σάν ἀπό προορισμό.

 

   Ὑστερόγραφο:

   Στό Vanity Fair τοῦ 2011 δημοσιεύεται ἀπομαγνητοφωνημένη  ὁμιλία τοῦ Μάϊκλ Λιούις (TED x Academy 4/10/2010). Μπορεῖ κάποιοι νά ἒχετε διαβάσει τό ἂρθρο.

  Τό ἂρθρο εἶναι προϊόν παρατηρήσεων καί συνεντεύξεων καί κατά τήν γνώμη μου χαρακτηρίζεται ἐμπεριστατωμένο γλαφυρό καί σωστό. Ξεκινᾶ μέ τήν συνέντευξη τοῦ ὑπουργοῦ τῶν οἰκονομικῶν, περνᾶ σέ συζητήσεις μέ πολιτικούς, μέ ἐφοριακούς καί καταλήγει σέ ἁπλοῦς πολῖτες. Ἐξακολουθῶ  νά πιστεύω, μετά ἀπό τόσα χρόνια, ὃτι τό ἂρθρο εἶναι τεκμηριωμένο, μέ τήν διαίσθηση καί γνώση τοῦ ἀνθρώπου πού τό ἒγραφε νά  εἶναι σωστή. Τό εἰκοσιπέντε σελίδων ἂρθρο, λέει ὃτι ἡ  Ἑλλάδα εἶναι ἓνα εἶδος τριτοκοσμικῆς χώρας, μέ τήν χειρότερη παιδεία στήν Εὐρώπη, μέ σύστημα ὑγείας σέ ἀποσύνθεση, ἓνα κράτος διεφθαρμένο ἀλλά καί διαφθεῖρον, ἐνῶ οἱ ἂνθρωποι εἶναι ζεστοί, φιλικοί, ἒξυπνοι, ἐνδιαφέροντες, τόσο πού νά σοῦ δημιουργοῦν τήν ἐντύπωση ὃτι πρόκειται γιά  ἓναν σπουδαῖο λαό. Ὃμως, πάντα κατά τό ἂρθρο, τό χαρακτηριστικό στήν συμπεριφορά τους, εἶναι τό κενό ἐμπιστοσύνης τοῦ ἑνός πρός τόν ἂλλον. Ἓνα κενό πού μᾶς  κλείνει μέσα μας ἢ τουλάχιστον μεταξύ τῶν πολύ δικῶν μας. Μᾶς γεμίζει ὑποψίες ἡ ἐπιτυχία κάποιου γνωστοῦ μας ἢ άκόμη καί τοῦ φίλου μας. Καί βεβαίως χαρακτηριστικά  τῆς συμπεριφορᾶς μας εἶναι τό ψέμα καί ἡ ἀπάτη, πού ματαιώνουν κάθε ἒννοια πραγματικοῦ δημόσιου βίου. Ἐνδιέφερε δηλαδή τόν συγγραφέα νά  ἀναδείξει ἀκριβῶς τήν ἀδυναμία δημιουργίας πραγματικοῦ  δημόσιου βίου  στήν Ἑλλάδα. Ὁ  καθένας δουλεύει γιά  τόν ἑαυτό του, σέ μιά οἰκονομία πού εἶναι κατά βάσιν  κρατική, ἐνῶ -καί ἐδῶ ἀναφέρεται στό θέμα  τοῦ Βατοπαιδίου- οἱ μοναχοί τοῦ Ἁγίου  Ὂρους, καί  οἱ ἐπίσκοποι  ζοῦν στά βυζαντινά χρόνια. Βυζαντινή ἀρχιτεκτονική, βυζαντινή μουσική, βυζαντινό τυπικό, βυζαντινή ἁγιογραφία…Ἀτομισμός ἒντονος, σύν τραπεζική ἀκμή, ἲσον ἠθική κατάρρευση στήν Ἑλλάδα. Ἑπομένως, σημειώνει, ἡ ἀντιμετώπιση τοῦ οἰκονομικοῦ εἶναι θέμα ἀλλαγῆς κουλτούρας καί ὂχι ἁπλῶς λογιστικό ζήτημα. Σ’ αὐτή τήν κλειστή σάν μοναστήρι οἰκονομία καί κοινωνία οἱ Ἓλληνες εἶναι παθητικοί, σάν νά μήν θέλουν νά ἒχουν τήν αὐτονομία τους. Τούς φταῖνε πάντα οἱ ἂλλοι. Καί βεβαίως γεννιέται τό ἐρώτημα ἂν τεχνικῶς εἶναι δυνατή μιά ἀνάταξη τῶν πραγμάτων, δηλαδή ἂν ὑπάρχει πρακτικῶς ἡ δυνατότητα. Ἒχουν, ἀναρωτιέται ὁ ἀρθρογράφος, οἱ Ἓλληνες τήν ἐσωτερική δύναμη νά τό κάνουν; Νά σηκώσουν τέτοιο βάρος; Ἢ αὐτό εἶναι  ἀδύνατον, καθώς ἀποτελοῦν ἓνα ἂθροισμα μονάδων πού ζητοῦν τό συμφέρον τους εἰς  βάρος τοῦ κοινοῦ καλοῦ; Καί κατακλείει παρατηρῶντας ὃτι μέ δεδομένη τήν ἂρνηση τοῦ πολιτικοῦ συστήματος νά ἀλλάξει, δέν μπορεῖ νά ξαναγεννηθεῖ ὁ χαμένος δημόσιος βίος.       

 

Πέμπτη 5 Σεπτεμβρίου 2024

Η τραγική μοίρα μιας φυλής

 

του Γιώργου Δημόπουλου

   Όταν ήμουν μικρός, με άλλους αλητάμπουρες της γειτονιάς, γυροφέρναμε στα τσαντίρια   των τσιγγάνων. Μας άρεσε να περνάμε τα αδιόρατα σύνορα και να  περιδιαβαίνουμε στους καταυλισμούς,  τα παραπήγματα των γύφτων, που κατά καιρούς κατέφθαναν στο Αίγιο. Από πού έφθαναν, πού  πήγαιναν, δεν γνωρίζαμε.

   Η κλασική κωνοειδής σκηνή, το τσαντίρι, κάποια βοηθητικά παραπήγματα από κουβέρτες και διάφορα παλιόξυλα, ελάχιστα πουλερικά, πεινασμένα κοκαλιάρικα γαϊδούρια και μουλάρια, πάντα μια  αρκούδα  και μια μαϊμού. Όταν καμιά φορά τον χειμώνα άνοιγε το τσαντίρι, και ξεκαθάριζε λίγο το εσωτερικό του, διεκρίνοντο στην πηχτή σκιά γύρω από την φωτιά που περισσότερο καπνός ήταν, κάτι σαν άνθρωποι,  ανακούκουρδα, που ανασάλευαν ήσυχα, πότε να πεθαίνουν, πότε να γεννιούνται, σε μια διαρκή πείνα και στέρηση, σε πλήρη απαξίωση από την τοπική κοινωνία, που και αυτή εκείνη την εποχή προσπαθούσε δύσκολα να τα βγάλει πέρα. Κρύο, βροχή,  χιόνι, φαγητό, ύπνος,  αρρώστιες, γέννες, θάνατοι, γάμοι, γιορτές, αγάπες, όλα κάτω από μια σκηνή.

   Καμιά απελπισία στο πρόσωπό τους, καμία προσπάθεια να τρυπώσουν σε κάποια  καρότσα να πάνε κάπου αλλού, ως νόμιμοι ή λαθραίοι μετανάστες, για την υποσχεθείσα Εδέμ. Γεύματα πρόχειρα, διαρκώς  πεινασμένοι χωρίς το αίσθημα του λιμασμένου. Χειμώνα καλοκαίρι δε, μικροί μεγάλοι, άνδρες γυναίκες, ξυπόλητοι, και τα μικρά ξεβράκωτα. Στα μάτια μου ακόμη έχω ένα από αυτά να παίζει κλαρίνο, κάτω από μια  ελιά. Ήταν τόσο μικρό που τα δάκτυλά του δεν έφθαναν τις κλείδες του κλαρίνου. Αργότερα άκουσα ένα λαϊκό μουσικό να  λέει: «παίζουν από μικροί… όταν το κλαρίνο είναι πιο μεγάλο από αυτούς...για αυτό φυσάνε όμορφα…έχουν καλό γλείψιμο της μπουκαδούρας…κανένας από μας δεν μπορεί να τους φθάσει…μουσική άλλοτε θλιμμένη, άλλοτε νοσταλγική…».   

   Όπως ξαφνικά  ήρθαν και έστησαν τα τσαντίρια τους, το ίδιο ξαφνικά ξέστηναν, διέλυαν τον καταυλισμό και έφευγαν. Φόρτωναν την περιουσία τους στα ξύλινα κάρα και  τράβαγαν για άλλη περιοχή. Κανένας δεν μίλαγε, όλα εγίνοντο βουβά, σιωπηρά,  με σοβαρότητα που αρμόζει σε ανθρώπινη τραγωδία, κατά τρόπο ιεροτελεστικό. Η πορεία τους αργόσυρτη, με όλα τα χαρακτηριστικά μιας  Λιτανείας.

 Οι «αειπλανείς και μυσαρείς γύφτοι, οι τρισκατάρατοι της γης», άφηναν τον καταυλισμό τους, για να μπουν στο Αίγιο, οι γυναίκες μόνο για ζητιανιά, και για να ασκήσουν το επάγγελμά τους οι άνδρες. Επιδιόρθωναν ομπρέλες, γνώριζαν την τέχνη του  γανωτζή, του χαλκιά, έπλεκαν καλάθια για όλες τις χρήσεις, αγόραζαν ό,τι παλιό μπορεί να φανταστεί κανείς και πουλούσαν   ως επί το πλείστον  χαλιά και κουβέρτες. Όταν ο καιρός ήταν καλός, περιέφεραν στις γειτονιές ως θέαμα, μια  νευρική μαϊμού ή κάποια  αργοβάδιστη αρκούδα, οι οποίες είχαν ασκηθεί σε χορό και παντομίμες.

 

    Η  στερημένη τους ζωή γινόταν πιο δυσβάστακτη από την απόρριψή τους. Για  την τοπική επαρχιακή κοινωνία μας, οι  τσιγγάνοι ήταν οι ξένοι, οι παράξενοι, εκείνοι που από το πουθενά  έφθαναν στο περιοχή μας, και στο πουθενά πήγαιναν. Ντύνονταν διαφορετικά και μιλούσαν μια άλλη γλώσσα. Εικόνες που  στα μάτια εμάς των παιδιών, έπαιρναν την γοητεία του εξωτικού, μαζί με τον φόβο του αγνώστου.

   Υπάρχει ένας βιωματικός πολιτισμός, των παρθενικών εμπειριών, των πρώιμων αισθήσεων  και παραστάσεων της παιδικής ηλικίας, που κολλά πάνω στο δέρμα μας πεισματικά και ανεξίτηλα,  αδιάφορος, όχι πάντα,  για τα ανθρώπινα   προστάγματα. «Οι γύφτοι έκαναν τα καρφιά του Χριστού, για αυτό έχουν κατάρα του, να μην μπορούν να στεριώσουν, να ριζώσουν πουθενά». Το μίσος ενσταλάσσεται ανεπαίσθητα, από τα άγουρα χρόνια. Ταυτόχρονα η δική μας κάμερα, της ψυχής, κατέγραφε διωγμούς, μικράς κλίμακας, αλλά καθαρά διώξεις. Συχνά βλέπαμε την αδικία εις βάρος του απροστάτευτου, «να τα μαζέψετε και να φύγετε από δω»  με ένα βουβό μίσος, για τα  όργανα της βίας, που οι μεγάλοι τα έλεγαν της τάξης. Όλα αυτά αναμεμειγμένα  με τον εμποτισμένο φόβο της  γιαγιάς,  «να προσέχεις να μην σε βάλει καμιά γύφτισσα κάτω από τις φουστάνες της και σε κλέψει», αν και η μάνα με διαβεβαίωνε ότι,  «αυτά δεν συμβαίνουν, και εν πάσει περιπτώσει και να σε κλέψουν ειδικά εσένα θα σε αφήσουν πολύ σύντομα», υπονοώντας το ατίθασο του χαρακτήρα μου.

 

   Αργότερα θέλησα να ασχοληθώ με το φαινόμενο της αθρόας προσέλευσής τους κατά τον δεκαπενταύγουστο στην Τήνο και συναναστράφηκα με αρκετούς τσιγγάνους. Έκανα γνωριμία  με μερικούς εξ αυτών, πληροφορήθηκα ότι ορισμένοι έχουν σπουδάσει, μάλιστα και ιατρική, και διατηρώ κάποια χαλαρή  σχέση με έναν εξ αυτών. Από την συναναστροφή αυτή, ένας τσιγγάνος,  μου έφερε το γιο του ένα συνεσταλμένο παιδάκι, να γραφεί στο Εκκλησιαστικό.  «Το  έφερα να το μάθεις γράμματα, θα το πάρεις μην μου πεις όχι, σε κανέναν δεν θα πεις ότι είναι γυφτάκι, και το κοροϊδεύουν και φύγει». Ήξερε ο πατέρας τι θα πει στιγματισμός. Έξυπνο παιδί πολύ, τελείωσε το λύκειο, καλός μαθητής, πέρασε στο πανεπιστήμιο, παντρεύτηκε μια πανέμορφη τσιγγάνα και θέλησε να γίνει παπάς, παρά την σκληρή αντίρρηση  του πατέρα. Είναι από τα παιδιά που καμαρώνω, για το πέρασμά τους από την σχολή.

 

   Ποιοι είναι οι τσιγγάνοι; Άλλοι τούς θεωρούν απόγονους των Ιουδαίων γιατί διαπίστωσαν φυλετικές συγγένειες, άλλοι τούς θέλουν μείγμα Εβραίων και Μαυριτανών, άλλοι τούς θέλουν  να προέρχονται από την Ιβηρική, άλλοι από την  Νουβία. Οι περισσότεροι συγκλίνουν στην άποψη ότι πρόκειται για λαό ινδικής καταγωγής. Οι ίδιοι  απαντούν αναλόγως, σκοντάφτοντας. «Είμαστε γύφτοι δεν είμαστε τσιγγάνοι, είμαστε τσιγγάνοι δεν είμαστε γύφτοι,  είμαστε χαλκιάδες και χαλκοματζήδες  και δεν έχουμε καμιά δουλειά με γύφτους και τσιγγάνους,  είμαστε λαουτάρηδες και  βιολιτζήδες δική μας ράτσα» κλπ.  Δεν είναι απαντήσεις στρέβλωσης της αλήθειας. Είναι απαντήσεις που κρύβουν την άγνωστη ιστορία λαών, οι οποίοι  γνωρίζουν πολύ καλά πόσο διαφέρουν μεταξύ τους και που για αιώνες, όντας της ίδιας τύχης, κατάντησαν παρίες, παρακατιανοί, των ταξικά διαρθρωμένων κοινωνιών και άφησαν να γίνει πιστευτό το «όλοι οι γύφτοι μια γενιά» 

 

  Ποτέ δεν θα αφομοιωθούν πολιτισμικά. Είναι η άμυνά τους στους κατά καιρούς διωγμούς και τις συστηματικές μεθοδεύσεις αποκλεισμού τους. Οι πρώτες επιθέσεις εναντίον των τσιγγάνων καταγράφονται ιστορικά τον 11ο αιώνα και έγιναν από τους Τούρκους στο Μικρασιατικό Βυζάντιο. Φιλική στάση και εύνοια προς τους «φαραωνίτες» έδειξε ο πάπας Ιωάννης ΚΓ΄ και αρκετοί διάδοχοί του που είχε  ως συνέπεια οι τσιγγάνοι να διασπαρθούν σε ολόκληρη σχεδόν την Ευρώπη. Όμως στις αρχές του 16ου αιώνα φούντωσε μια λανθάνουσα αντιπάθεια με γενικευμένες επιθέσεις εναντίον τους, με κορύφωση την σύνοδο της Ορλεάνης 1561 η οποία διέταξε τους επάρχους, να εξοντώσουν όλους τους Τσιγγάνους με  φωτιά και σίδερο.  Με τον ίδιο τρόπο, την περίοδο αυτή  διώκονται οι Τσιγγάνοι σχεδόν σε όλες τις χώρες της Ευρώπης. Το 1636 στην Αγγλία με βασιλική διαταγή, οι αρσενικοί τσιγγάνοι θανατώνονταν με αγχόνη και οι γυναίκες με πνιγμό. Όμως φαίνεται ότι στην μακραίωνη ιστορία τους οι «φαραωνίτικες» φυλές, τον πιο απηνή, ανελέητο διωγμό τον υπέστησαν από τις ναζιστικές χιτλερικές ορδές. Το πρόγραμμα της  πολιτικής του Χίτλερ περιελάμβανε, συν τοις άλλοις, και την εξόντωση των «φυλετικά ακαθάρτων και εκφυλισμένων τσιγγάνων», για τους οποίους προβλεπόταν η εφαρμογή της μεθόδου της «ευθανασίας». Εξακόσιες χιλιάδες τσιγγάνοι ρίχτηκαν στα κρεματόρια και στους φούρνους του Άουσβιτς. Ποιος μιλάει για την γενοκτονία των τσιγγάνων; Ποιος έχει γράψει για αυτούς; Ελάχιστα, σπανίως.  Όμως έζησαν ένα  ολοκαύτωμα,  ποιος αμφιβάλλει;

 

   Στην πατρίδα μας ομαδικά ξεσπάσματα βίας, λιντσαρίσματα  και πογκρόμ εναντίον των τσιγγάνων δεν έχουμε. Έγιναν όμως αρκετές φορές το εξιλαστήριο θύμα. Οι τσιγγάνικες φυλές αντιμετωπίστηκαν και αντιμετωπίζονται με αντιπάθεια, που τεκμηριώνεται λεκτικά στις φράσεις, γυφτιά., τσιγγαναριό, γυφταριό, κοίτα τον γύφτο κλπ Ο χαρακτηρισμός του ακαθάρτου για τους τσιγγάνους, αναπαράγει μια προκατάληψη για την υλική και ηθική ακαθαρσία τους, την οποία εξ άλλου την συσχετίζουμε με  βρώμικα επαγγέλματα. Ο σιδεράς π.χ. σε πολλές περιοχές αποκαλείται γύφτος.

    Αφού  ντύσαμε αυτή μας την στάση με  θρησκευτικές προκαταλήψεις, ήταν φυσικό να υπάρχει και ένας θρησκευτικός συμβολισμός και αρκετές μεταφορές που παραπέμπουν στην πρακτική του εξιλασμού και της κάθαρσης. Είναι οι αρχαϊκές πρακτικές της αποδιοπόμπησης, της αναζήτησης δηλαδή του αποδιοπομπαίου τράγου.

   Κατόπιν τούτου η δική μας ανέχεια  και  δυσκολίες της ζωής, είναι επόμενο  να μας ωθήσουν στην αναζήτηση ενός συγκεκριμένου εχθρού, στον οποίο θα μεταβιβάσουμε την συσσωρευμένη μας, φυσικά μη συνειδητοποιημένη, οργή για τις ματαιώσεις της ζωής, για την καταπίεση και αλλοτρίωση που υφιστάμεθα στο χώρο εργασίας,  στην ιδιωτική ζωή,  τον έντονο ανταγωνισμό κλπ..

   Τα αδιέξοδά μας αναζητούν απελπισμένα αξιόπιστες διεξόδους. Στις περισσότερες όμως  περιπτώσεις, οι συσσωρευμένες ανησυχίες τείνουν να ξεσπούν σε επιλεγμένες κατηγορίες ξένων. Ως αστοί φοβόμαστε μήπως δεν ζήσουμε καλά, και όταν αυτό συμβαίνει, όπως στις ημέρες μας, φοβισμένοι αναζητούμε κάποιον να του φορτώσουμε όλα τα «κακά της μοίρας μας» και στρεφόμεθα στον πιο κοντινό εχθρό εκείνο που αισθανόμεθα  να απειλεί την αυτοεικόνα μας, που πότε είναι ο τσιγγάνος, πότε  ο αλλοδαπός, πότε  ο  λαθρομετανάστης. Η εξαφάνιση του  άλλου, γίνεται στο συλλογικό φαντασιακό, προϋπόθεση για την επιβίωση του εαυτού.  

    Η λανθάνουσα λειτουργία των φραγμάτων-συνόρων που ανεγείρονται μεταξύ μας, ημών  και των τσιγγάνων, ημών και των  λαθρομεταναστών, ημών και του άλλου,  είναι η ενίσχυση της σαθρής ακανόνιστης και απρόβλεπτης ζωής όσων βρίσκονται μέσα. Ο  άλλος πρέπει να  παραμείνει απέξω, «είναι η κόλασή μας». Όμως δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ζωή μας, θα παραμείνει σαθρή, αν δεν σηκώσουμε κεφάλι, οποιαδήποτε και αν είναι η μεταχείριση και τα δεινά του άλλου και  των «παράξενων  ξένων».

 

   Η Ευρώπη συγκροτείται εν πολλοίς από ετερώνυμα, εναλλάξιμα, και ασταθή συνθετικά.  Κριτήριο ενός υγιούς πολιτισμού είναι  η αναγνώριση της πολλαπλότητάς του, καθώς και  η παραδοχή ότι ο φορέας του διαφορετικού πολιτισμού κατέχει όσο και εμείς την ανθρώπινη ιδιότητα. Υπ’ αυτή την έννοια και όσο η παραπάνω συνθήκη δεν πληρούται ανάμεσα στα μέλη της κοινωνίας της κάθε χώρας, αυτή  είναι τόσο πολιτισμένη όσο και βάρβαρη. Η βαρβαρότητα εμφιλοχωρεί και ανθίζει ακόμη και μέσα σε πολιτισμένα περιβάλλοντα. Δεν έχει κανένα πρόβλημα να πάει αντάμα  με την νεωτερικότητα.

Κάθε εποχή κατασκευάζει  τον δικό της βάρβαρο. Ένας φαύλος κύκλος βίας και μνησικακίας. Ίσως, αν δεν φοβόμαστε να ομολογήσουμε ότι δεν είμαστε εντελώς απαλλαγμένοι από την βαρβαρότητα, ότι «τα τέρατα δεν έχουν εξημερωθεί ακόμη» ίσως, τότε ίσως, στην άλλη άκρη καταφέρναμε να κερδίσουμε μια κατανόηση, η οποία πόρρω απέχει από την πολιτιστική μας ορθότητα. Η συνδιαλλαγή και η ειρηνική συνύπαρξη πρέπει να είναι ορίζοντας σκέψης όλων μας.

    Όλοι συν-χωράμε. Η αλήθεια στην ζωή είναι με τον άλλον, μαζί του, όποιος και να είναι αυτός ο  άλλος. Είναι γεγονός ότι  σε έναν κόσμο που κατοικείται κυρίως από «κυνηγούς», χωρίς καλλιέργεια της φιλοσοφίας και των στρατηγικών του «θηροφύλακα», υπάρχει μηδαμινός χώρος για ουτοπικούς στοχασμούς. Όμως το σφύριγμα του πλοίου, που μεταφέρει  μπαλαμέ και ρομά, τσιγγάνους και γύφτους,  γίνεται για όλους μας, όλο και πιο πένθιμο.

Δημοσιεύτηκε κατά πρώτον στο 73ο τεύχος της Ενδοχώρας και  ύστερον στο 27ο των (δε)κάτων.

Ευλογημένη χρονιά.