Δευτέρα 30 Σεπτεμβρίου 2024

«Κραυγές καί ψίθυροι»

 

Τοῦ Γιώργου Δημόπουλου

 

  Εὐκαιριακά περνῶ ἀπό τήν Λεωφόρο Μεγαλόχαρης. Ὃποτε  ὃμως συμβαίνει, πάντα κάποιος, κάποια, κάποιοι θά ἀνηφορίζουν μές τό λιοπύρι ἱκετευτικά   μετρῶντας τά δάκρυα, τό αἷμα, τόν πόνο, τήν ἀνημπόρια,  τήν ἐλπίδα τους, γονατιστά.

  Εἶναι ἀπό τίς εἰκόνες πού   ἀδιάφορα προσπερνᾶμε, καί πού σιωπηρά  τρέφονται, συνδαυλίζονται, συμφέρουν τήν τοπική προσκυνηματική πολιτική ὃλων τῶν ἐμπλεκομένων. Ἂν  εἶχε ὁ πόνος αἷμα, ἡ θάλασσα ἀπό Πειραιά καί Ραφήνα πρός Τῆνο, θά ἦταν βαθιά κόκκινη, χοντροκόκκινη.  

    Γιά τά σαδιστικομαζοχιστικά στοιχεῖα πού ἐνσωματώθηκαν πλέον στόν χριστιανισμό-θρησκεία, μέ εὐθύνη τῶν ταγῶν του, γιά τό πλέγμα ἐνοχῶν πού καλλιεργοῦν  καί πού προκαλοῦν ἰδιάζουσες ψυχικές καί σωματικές  ἀσθένειες, ἒχουν κατ’ ἐπανάληψη μιλήσει οἱ εἰδικοί. Ἐργαλειοποίησαν τόν χριστιανισμό, τόν ξέκοψαν γιά λειτουργική μόνο χρήση, προκειμένου νά νομιμοποιήσουν τίς δικές τους αὐταρχικές ἐπιλογές, τίς δικές τους ἐξουσιαστικές τάσεις. Πλέον φανερά  χωρίς προσχήματα ἀναζητοῦν ἐχθρούς καί ἀνεγκέφαλους ὑπάκουους πιστούς.   

  Ἁπλᾶ μέ αὐτή μου τήν παρέμβαση ἢθελα νά ρωτήσω: Γιατί κανένας δεσπότης, κανένας παπάς, κανένας καλόγερος καμμιά καλόγρια  δέν ἀνεβαίνει, οὒτε ἒχει ἀνέβει ποτέ μέ τά γόνατα τήν  ἀνηφόρα τῆς Παναγίας; Τί ἒχει νά πεῖ, νά ψελλίσει ἒστω ὑπαινικτικά,    συναισθηματική κενολογία τους, γιά τά ἀγωνιώδη χείλη ἑκατομμυρίων παιδιῶν πού ἀργοσβήνουν παγκόσμια ἀπό  ἀνέχεια, γιά τό θολό βλέμμα τοῦ ναρκομανή πού ἐκλιπαρεῖ γιά τήν δόση του, γιά ὂλους αὐτούς πού δέν ζοῦν χωριστά ἀπό ἐμᾶς ἀλλά αἰσθάνονται ἐξοστρακισμένοι; Πῶς αἰσθάνονται οἱ κληρικοί μας; Τί ἒχουν νά ποῦν αὐτές οἱ φωνές πού προσποιοῦνται τίς ζεστές,  πού μετά βίας ἀπ’ ἂμβωνος συγκρατοῦν τούς λυγμούς τους; Γιατί δέν τούς ζεσταίνει τίποτα, γιατί δέν τούς συγκινεῖ τίποτα;  Δέν χαμηλώνουν ποτέ  σ’ αὐτούς οἱ προβολεῖς, τά φῶτα τοῦ συμφέροντος,  νά μπορέσουν νά δοῦν τούς κτυπημένους ἀπό τόν πόνο; Δέν διακρίνουν στόν καταιγισμό τοῦ πόνου  τήν ἀνάδυση τῆς ψευτιάς τους, τῆς ὑποκρισίας  τους;  Δέν βλέπουν τό φρικιαστικό δρᾶμα πού γέννησε ἡ ἀπληστία, ὃτι ὃλα χάνονται στήν γενική μας ἀδιαφορία;

  Γιατί οἱ δῆθεν πατέρες μας  δέν παγώνουν μέ τήν ἰδέα τῆς ἀσθένειας, δέν ξαφνιάζεται ἡ δίκην μαζορέτας χρυσοστολισμένη φλυαρία τοῦ δεσπότη μέ τήν ἰδέα τοῦ πόνου, δέν σαρώνεται ποτέ ἡ φτιασιδωμένη του ἰδιοτέλεια, οὒτε καί τώρα πού κτυπήθηκε καί ὁ ἲδιος; Πόσο μπορεῖ νά μετράει ἓνα δεσποτιλίκι μπροστά στήν συντριβή, στήν διάρρηξη, στά κατάγματα, στίς διατρήσεις τοῦ σώματος, στά κομματιάσματα, στά διαστρέμματα, στά χάσματα τῆς ψυχῆς; Δεν ντροπιάζεται ποτέ ἡ κενόδοξη  φιλαρχία τους, τά ξύλινα ἀκατάσχετα ρητορεύματά τους, τά φανταχτερά σιδερικά του, οἱ μεταξωτές πλερέζες τους, οἱ κατά καιρούς ποικιλόχρωμοι τσουμπέδες τους,   ἀπό τήν ἒλλειψη μεταφυσικῆς ἐλπίδας, ἀπό τήν ἀπουσία ἐμπειρικῆς ψηλάφισης τοῦ πόνου;

  Τί περιθώρια αἰσθήματος νά ἒχει ἓνας  ἀκκιζόμενος   ἀφοῦ τόν ἐνδιαφέρει ἁπλῶς νά βλέπει βεβαιούμενη καί καθρεπτιζόμενη τήν λογική τοῦ φαντάσματός του ἀκόμη  καί μέσα  ἀπό τήν μίτρα. Ἀντιφατικά ἂμορφη ἀξιοπρέπεια, μέ ἀκμαῖες φιλοδοξίες, πού κοιτάζουν ἀδιάκοπα πρός τήν Ἀθήνα,  χωρίς νά τό ἀξίζει, οὒτε καί νά τό μπορεῖ. Ύψωσε τούς πόθους του σέ ἰδανικό. Δέν εἶναι ὁ τόπος ὃμως πού δέν τόν χωράει, ἀλλά ὁ τρόπος του. «Μωραίνει Κύριος ὂν βούλεται ἀπολέσαι».

 Ἡ Ἐκκλησία τοπικά ἀφυδατώνεται εὐαγγελικά, βυθιζόμεθα ὃλο καί πιό πολύ στήν παραλυτική ἀπάθεια, πιό βαθιά  στήν  δεισιδαιμονία, στήν ἀγυρτεία, στήν ἀπληστία.  Ἡ λειτουργία ξέπεσε σέ ἱεροτελεστία, ἀπό χῶρος τοῦ ἀπείρου μετεβλήθη  σέ  κράτος θεοκρατικό,  στήριγμα τοῦ κράτους. Ψυχοπάθεια μιᾶς ζωῆς, ἡ ὁποία δεν κατόρθωσε νά λειτουργηθεῖ καί νά λειτουργήσει. Θεέ μου σῶσε μας ἀπό ἐκείνους πού σέ ἐμπαίζουν, ἀπό ἐκείνους πού μᾶς δουλεύουν! 

 

 Ὁ τίτλος εἶναι ἀξιόλογη ταινία  τοῦ Σουηδοῦ σκηνοθέτη Μπέργκμαν.

Παρασκευή 27 Σεπτεμβρίου 2024

Ποτέ δέν παίρνεις κάτι, ἒστω καί ἂν ἀξίζει, ἀκόμη καί ὃταν τό ἀξίζεις, ἀπό ἓναν σατράπη. (Πατέρας)

 

Τοῦ Γιώργου Δημόπουλου

Στούς συνετά σιωπηλούς.

 

«Τό κυνήγι τῆς ἐξουσίας γεννήθηκε ἀπό τόν φόβο. Ἐκεῖνος πού δέν φοβᾶται τούς ἀνθρώπους δέν ἒχει τήν ἀνάγκη νά τούς ἐξουσιάζει» Bertrand Russel

  Φυσικά καί ἀπορεῖ κανείς πῶς ἂνθρωποι πού ἒχουν τήν  λογική στήν ζωή τους, πῶς ἐξηγεῖται ἱστορικά νά παρασύρονται σέ ἐγκληματικές ἐνέργειες; Οἱ Γερμανοί  πῶς παρασύρθηκαν ἀπό ἓναν Χίτλερ; Οἰ Ἰταλοί πῶς πίστεψαν  σέ ἓναν Μουσολίνι; Καί μάλιστα ἀφέθηκαν πανηγυρικά. Δέν ἦταν ἁπλᾶ ἓνα πραξικόπημα. Ὁ μεγαλύτερος ποιητής τῆς ἐποχῆς του, ὁ Ἒζρα Πάουντ, κατάντησε ἐκφωνητής τοῦ Μουσολίνι. Πίστεψε καί αὐτός στόν ἰεραρχικό Μεσαίωνα. Ἡ διαπλοκή τῶν λογικῶν  κατηγοριῶν αὐτούς τούς μεγάλης ἀξίας  ἀνθρώπους τούς κατάντησε νά κάνουν  πράγματα πού καί ἒνας μικρονοϊκός δέν θά τολμοῦσε  νά κάνει.

  Πῶς  γίνεται ἡ εὐρωπαϊκή  διανόηση νά ὀρκίζεται στό ὂνομα τοῦ Στάλιν πρίν φθάσουμε στά γεγονότα τῆς Οὐγγαρίας; Ὁ Σάρτρ; Ἂνθρωποι ὑψηλῆς νοημοσύνης, ὂχι τυχαῖοι. Δέν εἶναι ἁπλό δεῖγμα  ψυχολογικῆς συμπεριφορᾶς τέτοιου εἶδους ἐπιλογές. Εἶναι μιά  εἰκόνα ἐλλειμματικοῦ ἑαυτοῦ πού προσπαθοῦμε νά τήν συμπληρώσουμε μέ μία φαντασίωση.

  Λένε οἱ κοινωνιολόγοι μας ὃτι ἡ Γερμανία ἒπεσε θῦμα ἑνός μεγάλου  πνευματικοῦ ρεύματος πού τήν διέσχιζε. Τό ἒνα ἦταν ἡ καντιανή παράδοση καί ὁ γερμανικός Διαφωτισμός· τό ἂλλο ρεῦμα ἦταν ὁ ῥωμαντισμός. Δηλαδή  ἡ κυριαρχία τοῦ συναισθήματος ἒφερε τόν  Χίτλερ. 

  Τό ἐπιμύθιο τῆς ἀνολοκλήρωτης, ἀπ’ ὃτι φαίνεται, αὐτῆς ἰστορίας τοῦ ὁλοκληρωτισμοῦ καί πολλών ἂλλων παραλλήλων της, εἰσπράττεται στήν Ἑλλάδα ἀκόμη καί σήμερα. Ποιός γίνεται Ὑπουργός, ποιός Γενικός Γραμματέας, ποιός διευθυντής καί στόν μικρότερο δημόσιο τομέα, ποιός  ἐπίσκοπος, ποιός ὁρίζεται στήν ἱεραρχία ὃλων τῶν κομμάτων, ἀκόμη καί τῶν αὐτοχαρακτηριζόμενων  ὡς Δημοκρατικῶν; Ὃλα τά «ὑπάκουα», «φλύαρα»,  «καλά» παιδιά. (Ὡς «κακό» παιδί, ἒχω ξεχωρίσει σήμερα τόν Δένδια). 

  Ἡ πνευματική   καί διανοητική σκευή τῶν ἡμῖν ἰθυνόντων δέν τούς ἐπιτρέπει νά δοῦν τίς ἱστορικές διαστάσεις τῆς Δημοκρατίας. Μέ ἓνα ἦθος ἀτέρμονης, ἀκατάσχετης  κολακείας πρός τόν κόσμο τοῦ ἀριβισμοῦ, ὡς ὁρίζοντες,  ρυθμίζουν τήν κυκλοθυμική μεγαλομανία τους.

  Οἱ παροικοῦντες ἐν Ἱερουσαλήμ, γνωρίζουν πώς ὃλα τοῦτα γίνονται γιά τήν περιβόητη οἰκονομική διαχείρηση, τό μυστικό τῆς ὁποίας ἒγκειται στήν κολακεία τοῦ ἀριβίστα. Καί κολακεύει κατ’ ἐξοχήν τόν μονίμως ἐπί ξυροῦ ἀκμῆς μέσο ἂνθρωπο ἡ ἰδέα ὃτι εἶναι ἱκανός σέ ὃλα του·  σάν κι αὐτόν δέν ὑπάρχει ἂλλος στόν ντουνιά. 

  Στήν Ἑλλάδα, πού καταβάλλουμε πολύ κόπο, προκειμένου νά διατηρεῖται ἡ ἀναρχία καί νά μήν ἀποδίδει ἡ εὐθεία γραμμή, εἶναι φυσικό οἱ ἐπιθυμίες νά συνυφαίνονται μέ ρετάλια τῆς πραγματικῆς ζωῆς καί σέ ἐσχατολογικά σενάρια.

  Κάτι τέτοιο θά ἦταν μᾶλλον δύσκολο ἐάν δέν ὑφίστατο στήν κοινωνία μας κραταιά ἡ διαπλοκή τῶν προσώπων μέ τούς ρόλους των. Τό ἂγος τῆς διαπλοκῆς στήν σημερινή Ἑλλάδα δέν ἒγκειται μόνο στίς ἀθέμιτες σχέσεις ἐπιχειρηματιῶν καί πολιτικῶν· ἒγκειται καί στήν σύγχυση ἀτομικοῦ ἑαυτοῦ καί κοινωνικοῦ ρόλου, στό ὃτι καταξιωνόμαστε στόν τίτλο, ἀντί ὁ τίτλος, ἡ προσφώνηση, νά καταξιώνεται στόν τρόπο τἠς ζωἠς μας. Σέ μιά ἐποχή ἐπικοινωνίας τῶν Ἐθνῶν καί τῶν ἀνθρώπων πού τείνει νά γίνει καθολική, τό ὓψιστο ἠθικό αἲτημα εἶναι νά σοῦ χαρίζει πρόσωπο ἡ ἲδια σου ἡ ψυχή, ποτέ ἓνας ρόλος ὃσο τιμητικός ἢ ὑψηλός καί νά  εἶναι αὐτός.

  Ἡ δουλειά τοῦ διανοουμένου εἶναι νά μιλάει εἲτε ὑπάρχουν αὐτιά εἲτε δέν ὑπάρχουν. Τά αὐτιά ἐξ ἂλλου λειτουργοῦν πάντα κολακευτικά καί ἡ χειρότερη δοκιμασία πού μπορεῖ νά συμβεῖ  σέ ἓναν, ἀκόμη καί  πνευματικό ἂνθρωπο, εἶναι νά αἰσθάνεται κολακευμένος. Ἀλλά ἀπό τήν στιγμή πού κάποιος μπορεῖ νά κολακευθεῖ, ἒχει χάσει τό παιχνίδι, γιατί δέν μπορεῖ νά πεῖ  αὐτό πού σκέπτεται ἢ δέν μπορεῖ νά σκεφθεῖ διαφορετικά ἀπ’ ὃτι σκέπτεται ὁ κολακεύων. Κανόνας ἂνευ ἐξαιρέσεων. 

  Ἐνώπιον τοῦ αἱματηροῦ ἐφιάλτη πού βιώνει ἡ Ἑλλαδική Κοινότητα ἀπό τούς  μπρουτάλ πολιτικούς μας, τολμῶ νά ρωτήσω ἒτοιμος νά καταρρεύσω, φανερά ἀπελπισμένα, ὃλους τους ἒναν ἓναν, ὁριζόμενους καί ὁρίζοντες, τούς πολιτικούς, πνευματικούς, καλλιτεχνικούς καί ἐκκλησιαστικούς μας δυνάστες καί τά «ὑπάκουα» τέκνα τους.  Γιατί τό κάνεις αὐτό; «Μά γιατί ἐσύ, μέ ἀφήνεις», θά μοῦ ἀπαντοῦσαν μέ σιγουριά, μέ φυσικότητα καί νηφαλιότητα ὃλοι τους.  

  Αὐτό τό ἀνατριχιαστικό σχῆμα – ἐρώτημα τοῦ «ποιός, τελικά, ἂφησε αὐτή τήν μορφή κακοῦ νά μπεῖ στήν κοινωνία μας» ἀπασχολεῖ ὑπαρξιακά πολλούς συνετούς συμπολίτες  μας. Ὁπωσδήποτε θά ὑπάρξουν διαφορετικές ἀπαντήσεις, πού θά ἀποπειρῶνται νά δώσουν ἐξηγήσεις σέ αὐτές τῆς ἲδιας ἱστορίας ἐκδοχές, στό ἲδιο ἐρώτημα, καί ἐνδεχομένως θά ἒχουν μεγαλύτερο ἐνδιαφέρον καί ἀξία ἀπό τίς παραπάνω γραμμές,  αὐτές καθαυτές. 

   Τελικά, μήπως, ἡ εὐγένεια, ὁ φορμαλισμός καί οἰ τύποι δέν εἶναι ἀρετές, ἀλλά ἀδυναμίες πού ἀνοίγουν τήν πόρτα στό κακό; πολιτισμός καί ἡ αὐτοσυντήρηση εἶναι ἒννοιες ἀσύμβατες ἐνῶ ταυτόχρονα κλείνει τό μάτι καί στήν ἂρρητη, ἀπροσδιόριστη σχεδόν ἐρωτική γοητεία πού μπορεῖ νά ἐξασκεῖ τό ἲδιο τό «κακό» ἢ ἒστω ἡ πρωτόγονη «ἀρρενωπή»  του ὀπτικοποίηση.

 Δέν ἀεροβατῶ, δέν κλείνεται αὐτή ἡ ἱστορία ὃ,τι καί νά πεῖς γιά τούς ἐξουσιολάγνους. Σέ   σμίκρυνση, ἡ ἱστορία τοῦ κακοῦ συντηρεῖται τοπικά ἰδία στό ΠΙΙΕΤ ἐπειδή οἱ ὀριζόμενοι ἒχουν τήν ἀπίστευτη ἱκανότητα νά βλάπτουν ἂλλους ἀνθρώπους χωρίς ἰδιαίτερη δυσκολία, ἢ δικαιολογία, ὃπως ἀκριβῶς ὁρίστηκαν. Ἀνενδοίαστα προσλαμβάνουν καί ἀποκλείουν μέ διάφορα τερτίπια, κύκλος ὁ ὁποῖος ἀσύστολα πλέον διαρκῶς ἐπαναλαμβάνεται, ὡς ἐπίδειξη  δύναμης, ἐκείνων πού θέλουν νά ἐπιβάλουν τήν ἐξουσία πάνω σέ ἐκείνους πού τήν παραχωροῦν, σπρώχνοντας τό ἐκκρεμές ὃλο καί πιό δεξιά, πρός τόν αὐταρχισμό.

   Πόσοι ἀπό ἐμᾶς δέν χρωστᾶμε τήν ἐπιτυχία μας στήν ἐπιτυχή προσπάθειά μας νά «κολλήσουμε» κάπου, ὣστε νά μποῦμε στό παιχνίδι συσχετισμῶν, μπλεγμένοι σέ συναλλαγές, σχέσεις  καί καταστάσεις, χωρίς νά ὑπολογίζουμε, ἀδιαφορώντας καλύτερα, γιά τίς ὁπωσδήποτε ἐσωτερικές φθορές, ἢ τί λένε οἱ ἂλλοι γιά μᾶς.  Ἀπό αὐτήν τήν ἂποψη θεωρῶ ὃτι ἦταν μεγάλη εὒνοια γιά  ὃσους ἀρνήθηκαν αὐτή τήν ἐπιλογή.

  Ὃ,τι σάπιο καί στραβό συντελεῖται μπρός στά μάτια μας, πανελλαδικά καί τοπικά,  τόσα χρόνια τώρα, δέν  διορθώνεται οὒτε ξηλώνεται μέ  αὐτό τό ἂρθρο. Ἀκόμη κι ἂν ἀποτραβηχτοῦμε ἀπό τήν μακάβρια χυδαιότητά τους, θά παραμείνουμε ταραγμένοι  καί ἀναμφίβολα πιό ἀνασφαλεῖς.  Ἂς καταλάβουμε ὃμως τουλάχιστον, ὃτι σέ κάποιες κοινωνικές περιοχές δέν εἲμαστε μιά κανονική κοινωνία, μιά κοινωνία πού τό παλεύει.

    μόνη βεβαιότητα πού ἒχω αὐτή τήν περίοδο εἶναι πώς ὁ κύκλος τοῦ κακοῦ τοπικά δέν κλείνει ὃσο διαρκεῖ ἡ ἀδιαφορία-ἀνεκτικότητα πού ἒχουμε παραχωρήσει στἠν  συγκεκριμένη ἰερατική σύνθεση.  Λέτε νά ἐχουν δίκιο οἱ ψυχαναλυτές ποῦ λένε ὃτι τό  «κακό» ἑρμηνεύεται «ἰδιωτικά» καί στενά πάνω στήν λογική πού θέλει τούς «τραυματισμένους ἀνθρώπους νά προκαλοῦν τά μεγαλύτερα τραύματα»; 

 

Παρασκευή 20 Σεπτεμβρίου 2024

Πᾶμε σινεμά;

 

Τοῦ Γιώργου Δημόπουλου

  Δέν θυμᾶμαι πόσες ταινίες ἒχω δεῖ ἀλλά θυμᾶμαι μέ ὁδυνηρή νοσταλγία τήν ἐποχή πού παρακολουθούσαμε ταινίες μέ φίλους, συζητούσαμε, κρίναμε, ἐκφράζαμε καλοπροαίρετα ἀπόψεις ἀκόμη καί σκηνοθετικές, μέ τό ἓνα τσιγάρο μετά τό ἂλλο νά ρουφάει τήν ζωή ἀπό μέσα μας,  μιά ὀνειρεμένη, ὑπέροχη  φοιτητική κυρίως ἐποχή,   μιά μαγική ἐποχή.

 Ὡς ἐπί τό πλεῖστον πηγαίναμε ὃταν τελείωνε τό σαββατοκύριακο, Κυριακές ἀπόγευμα, μέρες πού σιχαίνεσαι ὃταν εἶσαι νεαρός, ἰδίως  αὐτές τοῦ φθινοπώρου πού τά σάπια φύλλα κάλυπταν τούς δρόμους, τοῦ γκρίζου σάν τόν ὠκεανό Στρασβούργου, μέ μιά  Δευτέρα νά καραδοκεῖ μές τήν ὀμίχλη.

  Ἀκόμη καί πρόσφατα ὃταν συναντηθήκαμε συμφοιτητές ἀπό τά παλιά τό πρῶτο πού κάναμε ἦταν νά ξαναδοῦμε τό Viva la Muerte τοῦ Arrabal, ἀφοῦ συμπέσαμε  μέ τήν ἐβδομάδα ἰσπανικοῦ κινηματογράφου. Φίλος μοῦ θύμησε πόσο καμάρωνα τότε πού τήν μουσική του τήν εἶχε γράψει ὁ Χατζιδάκις.    

  Ἀπό  τίς παλιές θυμᾶμαι Τά 400 κτυπήματα (1959) τοῦ Φρανσουά Τρυφώ,  (Στά γαλλικά, ἡ φράση  Les quatre cent coups εἶναι ἰδιωματισμός καί σημαίνει «κάνω τρέλες». Γιά μένα αὐτή ἡ  ταινία ἦταν σάν  νά μάθαινα μιά ἐξαίρεση στήν κανονική γραμματική. Ὁ Τρυφώ μπῆκε στόν κινηματογράφο ἀπό τήν πίσω πόρτα· εἶχε παρατήσει τό  σχολεῖο, ἦταν λουφαδόρος ἀπό τόν στρατό, μικροκλέφτης, ὃμως λάτρευε τίς ταινίες  καί πέρασε το παιδικά του χρόνια μέσα  σέ κινηματογράφους, που βρισκόταν παντοῦ στό   μεταπολεμικό Παρίσι.

  Ἀπό τήν ταινία μοῦ ἒχουν μείνει δύο ὑπέροχες στιγμές: ἡ μία ὃπου ὁ νεαρός πρωταγωνιστής μιλάει μέ μιά ψυχίατρο· τό πῶς καί πόσο ἀθῶα πονηρά  γελοῦσε ὃταν αὐτή τόν ρώτησε γιά τό σέξ, χωρίς νά ἀπαντάει,  καί ἡ δεύτερη ὃταν δραπετεύει  ἀπό  τό ἀναμορφωτήριο, τρέχει μέσα στό λιβάδι, προσπερνάει ἀγροτόσπιτα, διασχίζει κήπους, μέχρι νά φθάσει στόν ἐκθαμβωτικό ὠκεανό. Τόση ἀπεραντοσύνη ἒχει τό ἂπειρο; Ὁ νεαρός πρωταγωνιστής κατεβαίνει μερικά ξύλινα σκαλοπάτια, προχωράει στήν ἂμμο ἀκριβῶς ἐκεῖ πού σκάει τό κῦμα, κάνει λίγο πίσω, κοιτάζει τήν κάμερα καί ἡ εἰκόνα παγώνει…

  Ἀπό  τήν στοίβα θυμάμαι τόν Πολίτη Κέιν (1941) φυσικά ὂχι ἡ καλύτερη ταινία πού ἒγινε ποτέ, την Νύχτα τῆς Ἰγκουάνα, (1964) βλακείες, καί τό Λιμάνι τῆς ἀγωνίας (1954) πού ἡ τσακαλοπαρέρα στάθηκε για τά καλά. Πολύ πεζά,  πρόκειται γιά μιά συναρπαστική ἱστορία ἑνός νεαροῦ ἂντρα (Μπράντο) πού ἀντιμετωπίζει μιά πραγματική ἒντονη κρίση συνείδησής. Πρέπει νά ἐπιτρέψει στό κακό νά περάσει ἀτιμώρητο, τήν στιγμή πού αὐτοί πού τό διέπραξαν εἶναι φίλοι του, ἢ πρέπει νά  μιλήσει;

  Ὑπῆρχε ὃμως καί ἓνας ἂλλος τρόπος νά δεῖ κανείς τήν ταινία. Ὁ σκηνοθέτης τῆς ταινίας Ἐλίας Καζάν, διέπραξε ἓνα ἀπό  τά πιό ὀλέθρια σφάλματα, ἀπό αὐτά  πού σέ   ἀκολουθοῦν σέ ὃλη σου τήν ζωή: Κατέθεσε ἐθελοντικά ὡς μάρτυρας στήν Ἐπιτροπή κατά τῶν Ἀντιαμερικανικῶν  Ἐνεργειῶν τοῦ Γερουσιαστή Μακάρθυ, τήν δεκαετία τοῦ 50. Ὁ Καζάν ἀπέκτησε το παρατσούκλι «Φλύαρος» γιά τό γλείψιμο πού ἒκανε καί τήν προθυμία του νά «δώσει ὀνόματα». Συμφοιτητής τῆς εποχῆς καί φίλος ἒκτοτε, κατέθεσε μια ἂλλη ἂποψη: τό Λιμάνι τῆς ἀγωνίας στήν οὐσία ἢταν μιά ἐπιδέξια δικαιολογία γιά τό κάρφωμα τῶν φίλων του. Ὃλοι συμφωνήσαμε.

   Κάποιες ταινίες ἐξακολουθοῦν νά διαθέτουν αὐτό τό κάτι, ἐξακολουθοῦν νά σοῦ  προκαλοῦν ρίγη ἀκόμη καί μετά ἀπό χρόνια πολλά. Εἶδα πολλές καί ἀξιόλογες ταινίες. Κατάλογο μέ τίς ταινίες πού ἒχω δεῖ  δἐν ἒχω κρατήσει ἀλλά μπορῶ νά πῶ ὃτι ἒχω  δεῖ  καί ταινίες, μέχρι τό τέλος, παρά  τό γεγονός ὃτι  μέ  κούραζαν, σάν κάποια βιβλία πού τά διαβάζουμε ἀναγκασμένα. Πιστεύω ὃτι αὐτή εἶναι ἡ ὁμορφιά τῆς ἐπίσημης ἐκπαίδευσης. Σέ κάνει νά διαβάζεις πολλά πράγματα πού διαφορετικά δέν θέ ἒμπαινες στόν κόπο νά τά διαβάσεις. 

  Ἒμεινα  στίς ταινίες πού ἀκολουθοῦν τόν Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, γιατί πιστεύω ὃτι τά πρῶτα σκιρτήματα τῶν ἀλλαγῶν πού  ἡ ἀνθρωπότητα  βιώνει σήμερα, ἒγιναν αἰσθητά ἀμέσως μετά τό τέλος αὐτοῦ τοῦ μακελειοῦ. Ἐτέθη τότε γιά ὃλους καί κυρίως γιά λαούς μέ ἱστορικές ἀγκυλώσεις, σάν τούς Ἓλληνες ἢ τούς Ἰταλούς τοῦ Νότου, τό αἲτημα τῆς προσαρμογῆς στούς νέους καιρούς. Ἡ ἒνταξή μας στό δυτικό στρατόπεδο ἐπέβαλε κάποιες ὁριστικές κοινωνικοπολιτικές ἐπιλογές ὃπως ἡ ἀστική κοινοβουλευτική δημοκρατία. Οἱ ἐπιλογές αὐτές μέ τήν σειρά τους προϋπέθεταν μεγαλύτερη εὐθύνη καί αὐτογνωσία τῶν πολιτῶν, ἐσωτερικότερο δηλαδή προσδιορισμό τῆς ἀτομικῆς ταυτότητας, κάτι πού χρειαζόταν πελώριο κοινωνικό καθρέφτη, ὣστε οἱ ἂνθρωποι νά κοιτάζονται μέσα του. Τόν ρόλο του καθρέφτη μποροῦσε νά παίξει κυριώτατα ἡ τέχνη τοῦ κινηματογράφου.

  Σεναριογράφοι, σκηνοθέτες καί ἠθοποιοί ἐκείνου τοῦ καιροῦ ἒλαβαν τό μήνυμα καί ἐπωμίστηκαν τήν προσπάθεια νά δείξουν στόν λαό τήν ἀλήθεια τοῦ προσώπου του, νά τόν κάνουν νά σκεφθεῖ τόν ἑαυτό του καί νά βαδίσει μπροστά. Κυρίως νά  γελάσει. Ἡ κωμωδία εἶναι ἂριστος δρόμος ἐπικοινωνίας μέ τά εὐρέα στρώματα, ἐνῶ τό δρᾶμα ὡς πιό σύνθετη καλλιτεχνική δημιουργία ἀπευθύνεται σέ περιορισμένο ἀστικό κοινό. Ἀρχομένης λοιπόν τῆς δεκαετίας τοῦ 1950 εἲδαμε νά παρελαύνουν στήν κινηματογραφική ὀθόνη καί νά μαλακώνουν μέ τά καμώματά τους τήν ψυχή τοῦ μετεμφυλιακοῦ Ρωμιοῦ ἀπολιθώματα τοῦ μεσοαστικοῦ συντηρητισμοῦ, πετυχημένοι ὀμορφάντρες, γκαφατζῆδες ἀδιόρθωτοι, εὒθραυστοι καθώς πρέπει μικροαστοί, πονόψυχοι βαρύμαγκες, ἐπαρχιῶτες στήν Ἀθήνα, τσιγκούνηδες, ζηλιάρηδες, προληπτικοί, γονεῖς αὐστηρῶν ἀρχών, καρπαζοεισπράκτορες πού τρέχουν καί δέν φθάνουν, μεγαλοκοπέλες ἐν  ἀναμονῇ, οἰκογενειάρχες πού προσπαθοῦν μέ τίς ἀγαθές παρανομίες τους νά πάρουν μιάν ἀνάσα άπό τήν ἀσφυξία τοῦ σπιτιοῦ, τίμια καί δροσερά κορίτσια πού ἐνέπνεαν ἐξ ἲσου τίμια καί καθαρά αἰσθήματα – ψυχἠς, μέ μιά λέξη, οἱ ὁποῖες μετέφεραν τήν ἒλλειψη στήν ἐλπίδα καί στήν δίψα γιά δουλειά καί προκοπή σέ μιά διαφορετική κοινωνία.

  Οἱ Ἰταλοί ἒτρεψαν μέ ταλέντο τήν τάση τους πρός τήν ὑπερβολή σέ μεγεθυντικό φακό καί γελοιογράφησαν τόν ἑαυτό τους μέ μιά τέχνη ἀνώτερη. Ἀδιαφόρησαν γιά τήν κωμωδία τῶν τύπων καί στράφηκαν στήν κωμωδία τοῦ μύθου καί τῶν καταστάσεων, ἀπό συμφώνου πρός τήν ἀριστοτελική ὑπόδειξη, ἡ ὁποία θέλει τήν ἐξέλιξη τῆς κωμωδίας μετάβαση ἀπό τό χοντρό ἀστεῖο καί πείραγμα στό πνευματικό γέλιο. Ἒτσι τήν ὢρα πού ξεκαρδίζονταν μέ τό «Διαζύγιο α λα ἰταλικά» ἢ μελαγχολοῦσαν μέ τόν «Κλέφτη ποδηλάτων», τούς δινόταν ἡ εὐκαιρία νά κοιτάζονται στόν καθρέφτη τῆς ὀθόνης ἐρωτηματικά καί νά σκέπτονται τήν ἀλλαγή τους.

  Δέν ἒχει σημασία πόσο χρόνο παίρνει κάτι τέτοιο στήν ζωή ἑνός λαοῦ. Σημασία ἒχει ὃτι ἡ ἐπιλογή τῆς ἀλλαγῆς ὀξύνει τήν εὐαισθησία του, κι αὐτό σέ βάθος χρόνου πάντοτε μετρᾶ. Ὃταν λοιπόν ἐπέρασε τό στάδιο τοῦ καθρέφτη, ἡ Ἰταλία ἦταν ἒτοιμη -καί μαζί της ἡ ὑφήλιος- νά ἀπολαύσει τήν «γλυκιά ζωή» καί τό «8 1/2», νά ἀτενίσει μιά πραγματικότητα βαθύτερη ἐντός της: νά διαβάσει δηλαδή τήν Ἰταλία τῆς Μαφίας καί τοῦ καθολικισμοῦ στίς φαντασιώσεις τῶν ἐξατομικευμένων Βορείων, καί κατ’ ἐπέκτασιν τό κράτος τῶν φαντασιώσεων στήν ψυχή τοῦ συχρόνου ἀνθρώπου. Βεβαίως, ἡ Ἰταλία εἶχε πίσω της τόν Δάντη, τόν Πετράρχη, τήν Ἀναγέννησι, τόν Φικίνο, τόν Ντά Βίντσι, τόν Ραφαήλ, τόν Βίκο, τήν Φίατ, τήν Ὀλιβέτι ἢ τήν Φεράρι, ἀλλά τό οὐσιῶδες ἐν προκειμένῳ δέν ἦταν αὐτό. Τό οὐσιῶδες ἦταν ὁ δημιουργικός δεσμός πού ἀνέπτυσσε μέ τό ἱστορικό παρόν καί τίς ανάγκες του. Μπορεῖ ἀκόμη καί σήμερα νά πρωταγωνιστοῦν ἐκεῖ ἂνθρωποι πού στηρίζονται στήν εὐτελή χρήση τῶν τηλεοπτικῶν μέσων, μπορεῖ τόν Μακιαβέλι νά ἀκολούθησε ὁ Μουσολίνι, ὡστόσο τά ἀντισώματα τοῦ ὀργανισμοῦ κατά τῆς εὐτέλειας θά κρατοῦν τίς ἀπαιτήσεις τοῦ γούστου τόσο ψηλά, ὣστε οἱ ἂνθρωποι νά ζητοῦν μιάν ἂλλη φρεσκάδα καί ἀπό αὐτήν τήν ἀσχήμια. Ἡ ἀπόκρουση τοῦ εὐτελοῦς καί τοῦ ἀρνητικοῦ δέν ἒχει νά κάνει μέ πόλεμο ἐναντίον του, ἀλλά μέ πόλεμο ἐναντίον τῆς ἀναισθησίας μας καί τῆς συμβατικότητός μας. Στήν τέχνη τίμιο εἶναι νά ἐλευθερώνεις τήν ψυχή ἀπό τήν ἀνακυκλούμενη φθορά μέ συνεχῆ ἀνοίγματα τοῦ ἐσωτερικοῦ ὁρίζοντα, ὂχι νά τήν βουλιάζεις στήν ψευδαίσθηση.